Πεπονιά θερμοκηπίου
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Ο γεωγραφικός χώρος καταγωγής της πεπονιάς δεν είναι επακριβώς γνωστός, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ υπό την άγριά της μορφή, αλλά πιστεύεται ότι είναι ενδογενής της τροπικής Αφρικής και των Ινδιών. Δεν φαίνεται να ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες και Αιγυπτίους, γιατί δεν γίνεται αναφορά από τους αρχαίους συγγραφείς. Η πεπονιά, φαίνεται, ήταν φυτό που ο άνθρωπος καλλιέργησε αργότερα. Παρόλη τη σύγχυση που επικρατεί όσον αφορά στο που αναφέρεται η ονομασία "πεπόνι", φαίνεται ότι ήταν γνωστό στη Ν. Ευρώπη από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίσης στις Ανατολικές περιοχές των Ινδιών και στην Κίνα. Μετά την καλλιέργειά της, διαδόθηκε πολύ γρήγορα με αρκετές ποικιλίες, ιδιαίτερα στην Ινδία αλλά και στην Ευρώπη και Αμερική. Αναφέρεται ότι ο Κολόμβος τη βρήκε στο νησί Ισαβέλλα το 1494, ότι εκαλλιεργείτο στην Κεντρική Αμερική το 1516, στη Βιρτζίνια το 1609, στην Πολιτεία της Ν. Υόρκης το 1629 κ.ο.κ. Το 66,5% παράγεται στην Ασία, ενώ στην Ευρώπη το 13,3% και στη Β.& Κ. Αμερική το 11,2% της παγκόσμιας παραγωγής. Κυριότερες χώρες παραγωγής σε διεθνές επίπεδο είναι η Κίνα, η Τουρκία, το Ιράν και οι Η.Π.Α., ενώ σε επίπεδο Ε.Ε., η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Τις μεγαλύτερες εισαγωγές πραγματοποίησαν το 1996 το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ τις μεγαλύτερες εξαγωγές πραγματοποίησε η Ισπανία (=350.000 τον.). Η πορεία έκτασης και παραγωγής πεπονιού στην Ελλάδα τόσο στο ύπαιθρο όσο και στα θερμοκήπια (υψηλά και χαμηλά σκέπαστρα) για τη χρονική περίοδο 1980-1997. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από το 1980 μέχρι το 1997 η έκταση καλλιέργειας εκτός εποχής (υπό προστασία) έχει υπερτριπλασιαστεί και η παραγωγή έχει υπερτετραπλασιαστεί. Στην Κρήτη καλλιεργούνται οι μεγαλύτερες εκτάσεις στα υψηλά θερμοκήπια (κυρίως ως δεύτερη καλλιέργεια μετά το αγγούρι) και στη Θεσσαλία οι μεγαλύτερες εκτάσεις σε χαμηλά τούνελ. Οι μέσες μηνιαίες τιμές χονδρικής πώλησης του πεπονιού στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών για τέσσερα χρόνια (1995-98). Είναι φανερό ότι οι πιο υψηλές τιμές εξασφαλίζονται τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, ενώ τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο είναι επίσης σχετικά πιο υψηλές σε σύγκριση με τους μήνες του καλοκαιριού. [1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές του Cucumis melo. Αυτές κατατάσσονται σε βοτανικές ποικιλίες και οι καλλιεργούμενες σήμερα ποικιλίες και υβρίδια ανήκουν κυρίως στις βοτανικές ποικιλίες var. reticulatus και var. inodorus. Οι ποικιλίες έχουν 2n=2x=24 αριθμό χρωμοσωμάτων, με κανονική μείωση και με μέση βλαστικότητα γύρης 90%. Ανήκει στο ίδιο γένος με το αγγούρι, με το οποίο δεν διασταυρώνεται. [1]
Κλιματικές συνθήκες
Η πεπονιά είναι φυτό θερμής εποχής και καλλιεργείται στις τροπικές μέχρι και τις εύκρατες περιοχές της γής. Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς της απαιτούνται σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, οι μέσες μηνιαίες να κυμαίνονται μεταξύ 18-240C. Εάν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, θα πρέπει να δοθεί προστασία στα φυτά όλη την περίοδο που διαρκούν οι χαμηλές θερμοκρασίες με καλλιέργεια σε χαμηλά τούνελς, μεγαλύτερα τούνελς ή υψηλά θερμοκήπια. Ο παγετός καταστρέφει τα φυτά. Η υγρασία της ατμόσφαιρας πρέπει να είναι χαμηλή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ωρίμανσης του καρπού. Σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ή στις υγρές τροπικές περιοχές η πεπονιά δεν αποδίδει ικανοποιητικά, γιατί προσβάλλεται από σοβαρές ασθένειες, ασθένειες του φυλλώματος και η ποιότητα του καρπού είναι υποβαθμισμένη, ο καρπός σχίζεται και προσβάλλεται από σήψεις. Η ποιότητα του καρπού υποβαθμίζεται επίσης, όταν κατά την περίοδο της ωρίμανσης επικρατούν συννεφιές και βροχές. Η υψηλή ένταση φωτισμού υποβοηθά την ανάπτυξη και παραγωγή καρπών καλής ποιότητας της πεπονιάς. Το ιδανικό κλίμα για την καλλιέργεια της πεπονιάς είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από υψηλή σχετικά θερμοκρασία, χαμηλή ατμοσφαιρική υγρασία (ξηρές και ημίξερες περιοχές με άρδευση) και άπλετο φωτισμό. Η περίοδος των ευνοϊκών συνθηκών θα πρέπει να διαρκεί περίπου 80-110 ημέρες, όσο διαρκεί η περίοδος από τη φύτευση μέχρι τη συγκομιδή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι αποδόσεις είναι υψηλές, οι καρποί αποκτούν περισσότερο άρωμα και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και τα φυτά έχουν λιγότερα προβλήματα ασθενειών του φυλλώματος. [1]
Εδαφικές συνθήκες
Η πεπονιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, από τα ελαφρά αμμώδη μέχρι τα πηλώδη εδάφη. Για πρώιμη παραγωγή πρέπει να προτιμώνται τα ελαφρά αμμώδη εδάφη, γιατί θερμαίνονται πιο εύκολα, στραγγίζουν και αερίζονται καλά και υποβοηθούν στην πρωίμιση της παραγωγής. Επειδή τα αμμώδη εδάφη δεν συγκρατούν ικανοποιητικά το νερό και έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία πρέπει να ποτίζονται και να λιπαίνονται συχνά, διαφορετικά οι καρποί παραμένουν μικροί και η ποιότητα τους είναι μέτρια. Η πεπονιά αποδίδει καλύτερα στα αμμοπηλώδη εδάφη, που είναι πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, έχουν οργανική ουσία, έχουν την ικανότητα να συγκρατούν νερό και στραγγίζουν καλά. Η περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία και ο τεχνητός εμπλουτισμός του, αποτελούν σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στην καλλιέργεια της πεπεονιάς, γιατί είναι πολύ ευαίσθητα στις ελλείψεις, τόσο των κύριων στοιχείων όσο και των ιχνοστοιχείων. Βαρύτερα εδάφη (πηλοαμμώδη) οψιμίζουν την παραγωγή. Τα πολύ βαριά εδάφη όπως και τα οργανικά, καλόν είναι να αποφεύγονται. Εδάφη ελαφρά όξινα ή ουδέτερα ή πολύ ελαφρά αλκαλικά θεωρούνται ικανοποιητικά (pH=6,0-7,5). Τα αρκετά όξινα, όπως και τα πολύ αλκαλικά εδάφη, προκαλούν προβλήματα στην ανάπτυξη του φυτού (είναι δηλαδή περιορισμένη) και τα φύλλα κιτρινίζουν. Το pH του εδάφους μπορεί να διορθωθεί σε κάποιο βαθμό με προσθήκη υλικών που το επηρεάζουν. Το φυτό της πεπονιάς έχει μέτρια αντοχή στα άλατα, βρίσκεται μεταξύ της αγγουριάς και τομάτας όσον αφορά το βαθμό ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της FAO με ολική αλατότητα ECe 3 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 10%, ενώ με 4 και 6 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 25% και 50% αντίστοιχα. Μια καλλιέργεια πεπονιάς δεν πρέπει να ακολουθεί καλλιέργεια πεπονιάς, για λόγους ευαισθησίας σε παθογόνα εδάφους, όπως φουζαρίωση και βερτισιλλίωση. Πολλές φορές η εφαρμογή πολυετούς αμειψισποράς (10ετής) δεν είναι δυνατή και πρέπει να επιλέγονται άλλες λύσεις, όπως αποτελεσματική απολύμανση του εδάφους, χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα κ.λπ. [1]
Σπορά και στρωμάτωση
Είναι δυνατόν να ακολουθηθούν δυο τελείως διαφορετικές μέθοδοι σποράς στην πεπονιά. Η απευθείας σπορά στο έδαφος του θερμοκηπίου και η σπορά σε ατομικά γλαστράκια σε σπορείο, και στη συνέχεια η μεταφύτευση των νεαρών φυτών στο έδαφος του θερμοκηπίου. Η απευθείας σπορά εφαρμόζεται σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, στις περιπτώσεις που η σπορά γίνεται σε εποχή που η θερμοκρασία εδάφους και αέρα είναι ευνοϊκές για τη βλάστηση και ανάπτυξη του φυτού (αργά την άνοιξη -καλοκαίρι, νωρίς το φθινόπωρο) και το θερμοκήπιο είναι ελεύθερο και καλά προετοιμασμένο. Στις πλείστες όμως των περιπτώσεων η πρακτική που εφαρμόζεται είναι η προετοιμασία των φυτών σε σπορείο και η μεταφύτευση. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις διαδικασίες που προβλέπει η μέθοδος αυτή. Η πεπονιά είναι από τα λαχανικά που παρουσιάζουν δυσκολίες στη μεταφύτευση. Τα νεαρά φυτά αργούν πολύ να συνέλθουν μετά από τραυματισμό του ριζικού τους συστήματος και συνήθως δεν επιβιώνουν εάν μεταφυτευτούν γυμνόρριζα, γιατί οι ρίζες δεν αναπληρώνονται εύκολα μετά τη ριζοκοπή της μεταφύτευσης, ενώ το υπέργειο τμήμα του νεαρού φυτού αναπτύσσεται δυσανάλογα σε σύγκριση με το υπόγειο, με αποτέλεσμα τη διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ ρίζας-βλαστού. Για το λόγο αυτό, η προετοιμασία των νεαρών φυτών της πεπονιάς πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε να μην διαταραχτεί το ριζικό σύστημα κατά τη μεταφύτευση. Συνήθως ακολουθούνται δυο διαδικασίες: Η πιο απλή είναι η σπορά απευθείας σε ατομικό γλαστράκι και η άλλη είναι η προσωρινή στρωμάτωση σε κιβώτιο σποράς με τύρφη ή τύρφη+άμμο μέχρι την ανάπτυξη ριζιδίου μήκους 5-10 χλστ., και η μεταφύτευση στη συνέχεια του προβλαστημένου σπόρου σε ατομικά γλαστράκια ή κύβους εδάφους κ.λπ. Η δεύτερη μέθοδος πλεονεκτεί της πρώτης στο ότι μεταφυτεύονται προβλαστημένοι σπόροι, που είναι σίγουρο ότι θα δώσουν φυτά και έτσι αποφεύγονται κενά στα γλαστράκια, και επίσης σημαντικός λόγος είναι ότι το κιβώτιο σποράς μπορεί να τοποθετηθεί για προβλάστηση σε χώρο με ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας για βλάστηση του σπόρου της πεπονιάς, με αποτέλεσμα τη συντόμευση του χρόνου βλάστησης και την εξοικονόμηση ενέργειας, όταν η εποχή βέβαια σποράς δεν είναι δεν είναι ευνοϊκή. Στην απευθείας σπορά στο γλαστράκι μπορεί να τοποθετηθούν περισσότεροι από ένας σπόροι, ιδίως όταν πρόκειται για κοινή ποικιλία, που το κόστος του σπόρου είναι χαμηλό. Τα γλαστράκια που χρησιμοποιούνται έχουν συνήθως διάμετρο 8-10 εκ. και είναι κατασκευασμένα από πλαστικό, τύρφη, χαρτί και άλλα υλικά. Το μέγεθος της γλάστρας, βέβαια, εξαρτάται πολύ και από το χρονικό διάστημα που θα μείνουν τα φυτά στο σπορείο. Για παράδειγμα, όταν η μεταφύτευση πρόκειται να γίνει σε θερμαινόμενο θερμοκήπιο είναι προτιμότερο, από οικονομικής πλευράς, τα φυτά να παραμείνουν στο σπορείο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιούνται γλαστράκια με μεγαλύτερη διάμετρο. Τα γλαστράκια γεμίζονται με ένα κατάλληλο υπόστρωμα με τύρφη και άμμο, και ίσως και άλλα υλικά. Η άμμος είναι αναγκαία για να βοηθά στην καλή στράγγιση του υποστρώματος. Ένα κατάλληλο υπόστρωμα μπορεί να παρασκευαστεί με την ανάμιξη ίσων όγκων τύρφης και χονδρής άμμου (απαλλαγμένης αλάτων). Στο κάθε κυβικό μέτρο του μίγματος προστίθενται 400g νιτρικό κάλι, 700g υπερφωσφορικό και 3.000g ασβεστόπετρα. Αντί για ατομικά γλαστράκια, χρησιμοποιούνται σήμερα όλο και σε μεγαλύτερη έκταση οι κύβοι εδάφους. Η προβλάστηση των σπόρων σε κιβώτια σποράς ταιριάζει περισσότερο με τη χρήση των κύβων εδάφους και στην περίπτωση των κύβων εδάφους το μέγεθός τους εξαρτάται από την διάρκεια παραμονής των φυτών στο σπορείο. Κατά τη σπορά σε ατομικά γλαστράκια, τοποθετείται ένας ή περισσότεροι σπόροι στην επιφάνεια του υποστρώματος, το οποίο έχει ποτιστεί από την προηγούμενη ημέρα για να είναι υγρό, και πιέζονται σε βάθος 1-1,5 εκ. Σημειώνεται ότι, κατά τη βλάστηση του σπόρου της πεπονιάς, οι κοτυληδόνες εξέρχονται από το έδαφος, όπως ακριβώς συμβαίνει με την αγγουριά, την κολοκυθιά και την καρπουζιά. Πρόσφατα, στον πολλαπλασιασμό της πεπονιάς και άλλων λαχανικών χρησιμοποιούνται δίσκοι από πλαστικό ή φελιζόλ με κυψελίδες διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι γεμίζουν με υπόστρωμα και οι σπόροι τοποθετούνται και καλύπτονται ένας σε κάθε κυψελίδα.
Εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα Και στην περίπτωση της καλλιέργειας της πεπονιάς στο έδαφος για την αντιμετώπιση των παθογόνων εδάφους είναι ανάγκη τα καλλιεργούμενα υβρίδια και οι ποικιλίες να εμβολιαστούν σε ανθεκτικά υποκείμενα. Σήμερα σε εμπορική κλίμακα χρησιμοποιούνται τα ίδια υποκείμενα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στην καρπουζιά. (ΤΖ 148 F1, RS 841 F1, Power F1 κ.α.) όλα υβρίδια μεταξύ του C. moschata x C. maxima. Δυσκολίες για την εξεύρεση κατάλληλου υποκειμένου παρουσιάστηκαν στη ντόπια ποικιλία "Αργίτικο", ο γονότυπος της οποίας δεν φαίνεται να έχει ικανοποιητική συγγένεια με τα γνωστά υποκείμενα που χρησιμοποιούνται στην καρπουζιά και αγγουριά. Στο εργαστήριο των Κηπευτικών Καλλιεργειών του Γ.Π.Α. ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια μια ερευνητική προσπάθεια για εξεύρεση κατάλληλου υποκειμένου τόσο για το πεπόνι "Αργίτικο" όσο και για το υβρίδιο "Galia F1", και την ποικιλία "Dikti". Τα αποτελέσματα των πειραμάτων της χρονιάς 2000 έδειξαν ότι και τα τρία υποκείμενα που χρησιμοποιήθηκαν, το ΤΖ 148 F1, το Power F1 και το άγριο είδος Citrullus colocynthis (L) Schard που αυτοφύεται σε περιοχές της Κύπρου έδωσαν πολύ καλά αποτελέσματα. Μελετήθηκαν τα υποκείμενα "ΤΖ 148" και "Mamouth" (εμπορικά υβρίδια των Cucurbita maxima x C. moschata) καθώς και της ελληνικής ντόπιας ποικιλίας "Καλκαπάκι" ( C. moschata L.) σε συνδυασμό με τις ποικιλίες πεπονιάς "Θράκη", "Peplo", "Λευκό Αμύντεο" και "Κόκκινη μπανάνα". Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των υποκειμένων στις αποδόσεις, στο μέσο βάρος του καρπού και το πάχος του μεσοκαρπίου αντίθετα υπήρξαν αρνητικές διαφορές στη γεύση και την υφή της σάρκας των καρπών. Ικανοποιητικά αποτελέσματα επιβιώσης με την ποικιλία "Λευκό Αμύντεο" έδωσε το ντόπιο υποκείμενο "Καλκαπάκι", ενώ οι άλλες ποικιλίες που δοκιμάστηκαν είχαν πολύ μικρό ποσοστό επιβίωσης (=χαμηλή συμβατότητα). Οι τεχνικές του εμβολιασμού που συνιστώνται για την πεπονιά και οι συνθήκες που πρέπει να επικρατούν κατά και μετά τον εμβολιασμό μέχρι τη μεταφύτευση είναι οι ίδιες όπως έχουν περιγραφεί για την καρπουζιά. [1]
Συνθήκες και περιποιήσεις στο σπορείο
Θερμοκρασία Η πεπονιά είναι φυτό θερμής εποχής και για να βλαστήσουν οι σπόροι και να αναπτυχθούν τα φυτά απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες υποστρώματος και αέρος. Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος που θέτει περιορισμούς στην ημερομηνία σποράς για πρώιμη παραγωγή, και τονίζει την σημασία που έχουν τα θερμαινόμενα θερμοκήπια σπορεία για σπορά οποτεδήποτε, με κάποια βέβαια επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής. Η άριστη θερμοκρασία για τη βλάστηση της πεπονιάς κυμαίνεται μεταξύ 250C και 300C. Στις θερμοκρασίες αυτές η βλάστηση γίνεται σε 3-4 ημέρες (εμφάνιση κοτυληδόνων στην επιφάνεια του υποστρώματος). Εάν κατά τη βλάστηση επικρατούν θερμοκρασίες γύρω στους 200C, τότε βλάστηση παρατηρείται μετά από 8 ημέρες, σε χαμηλότερες δε θερμοκρασίες η βλάστηση είναι πολύ περιορισμένη ή δεν γίνεται. Επίσης, τα νεαρά φυτά είναι πολύ ευπαθή στον παγετό. Στο σημείο αυτό σημειώνεται η σημασία της προβλάστησης σε κιβώτια σποράς. Μετά τη βλάστηση ή τη μεταφύτευση των προβλαστημένων σπόρων, η θερμοκρασία του αέρα στο σπορείο ρυθμίζεται στα επίπεδα: Ημέρα: 20-240C, Νύκτα: 18-200C. Τα χαμηλά επίπεδα εφαρμόζονται όταν επικρατεί χαμηλή ηλιοφάνεια, και τα υψηλά επίπεδα τις ηλιόλουστες ημέρες. Στις θερμοκρασίες αυτές, τα νεαρά φυτά αναπτύσσονται αρκετά γρήγορα. Πιο χαμηλές θερμοκρασίες αέρος θα μπορούσαν να εφαρμοστούν όταν η θερμοκρασία του υποστρώματος μπορεί να κρατηθεί κάπως υψηλή, με θέρμανση των πάγκων (π.χ. κυκλοφορία ζεστού νερού σε σωλήνες μέσα στον πάγκο ή κυκλοφορία θερμού αέρα κάτω από τον πάγκο που φέρει τα φυτά κ.ο.κ). Στην περίπτωση θέρμανσης των πάγκων με οποιονδήποτε τρόπο, θα χρειαστεί πιο συχνό πότισμα των φυταρίων, γιατί η εξάτμιση είναι εντονότερη. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει η θερμοκρασία στο σπορείο να βρίσκεται κάτω από 140C. Στην περίπτωση που η θέρμανση στο σπορείο δεν είναι η πλέον κατάλληλη, θα βοηθούσε αρκετά (επιτάχυνση βλάστησης) εάν, μετά τη σπορά, ακολουθούσε κάλυψη των γλαστρών με πλαστικό φύλλο για μερικές ημέρες, για αύξηση της θερμοκρασίας και διατήρηση της υγρασίας στο περιβάλλον του σπόρου.
Υγρασία Τα επίπεδα της υγρασίας στην ατμόσφαιρα του σπορείου θα πρέπει να κυμαίνονται γύρω στο 70-80% Σ.Υ. Τα επίπεδα αυτά ατμοσφαιρικής υγρασίας στο χώρο του σπορείου βοηθούν στη γρήγορη ανάπτυξη των φυτών. Για το λόγο αυτό όταν η υγρασία είναι χαμηλή, θα πρέπει να ψεκάζονται τα φυτά και ο γύρω χώρος με νερό, για αύξηση της υγρασίας. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι τα φυτά θα πρέπει να είναι στεγνά κατά το απόγευμα-βράδυ, προς αποφυγή ανάπτυξης μυκητολογικών προσβολών. Αντίθετα, η υπερβολική υγρασία πρέπει να αντιμετωπίζεται με αερισμό του σπορείου.
Φωτισμός Μετά τη βλάστηση των σπόρων είναι ανάγκη να υπάρχει αρκετός φωτισμός στο σπορείο γιατί, όπως και στα άλλα κολοκυνθοειδή, η πεπονιά έχει την τάση να αναπτύσσει λεπτό και μακρύ στέλεχος, ιδιαίτερα σε συνθήκες χαμηλής έντασης φωτισμού. Τα υλικά κάλυψης του θερμοκηπίου-σπορείου πρέπει να είναι διαφανή και καθαρά. Σε περίπτωση που ο φυσικός φωτισμός την εποχή του σπορείου είναι περιορισμένος, θα πρέπει να εφαρμοστεί τεχνητός φωτισμός. Στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα από τον φυσικό φωτισμό και τον χειμώνα.
Εμπλουτισμός με CO2 Ο εμπλουτισμός του θερμοκηπίου-σπορείου με CO2, μετά το φύτρωμα της πεπονιάς από το στάδιο των κοτυληδόνων μέχρι τη μεταφύτευση δηλ. τον σχηματισμό 7-10 φύλλων, έχει μελετηθεί στο σταθμό του Balandran στη Γαλλία, σε δυο ποικιλίες πεπονιού τις "Doublon" και "Vedrantais", με σπορά τέλη Δεκεμβρίου και μεταφύτευση τέλη Φεβρουαρίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με εμπλουτισμό σε συγκέντρωση 1.000ppm και με φυσικό φωτισμό δεν υπήρχε φανερή επίδραση ούτε στην ανάπτυξη ούτε στην παραγωγή που ακολούθησε.
Μέτρα υγιεινής Ένα σημαντικό σημείο για την επιτυχία στην παραγωγή φυτών πεπονιάς, είναι η διατήρηση των νεαρών φυτών απαλλαγμένων από κάθε ασθένεια. Είναι γνωστό, ότι τα νεαρά φυτά της πεπονιάς είναι πολύ ευπαθή, ιδιαίτερα στις μυκητολογικές ασθένειες, και πολλές φορές η προσπάθεια παραγωγής φυτών μπορεί να αποτύχει, εάν δεν ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής. Θα πρέπει συγκεκριμένα, να απολυμαίνονται όλοι οι χώροι του σπορείου, οι πάγκοι, τα εργαλεία κ.λπ. πριν από τη σπορά. Κατάλληλο απολυμαντικό θεωρείται το διάλυμα φορμαλδεΰδης 2%. Επίσης, το υπόστρωμα πρέπει να είναι αποστειρωμένο. Μετά τη βλάστηση και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των φυτών, θα πρέπει να γίνονται προληπτικοί ή θεραπευτικοί ψεκασμοί, με τα κατάλληλα εντομοκτόνα και μυκητοκτόνα φυτοφάρμακα. [1]
Ποικιλίες πεπονιάς
Ασθένειες
Εχθροί