Αειθαλές καρποφόρο δένδρο, Εσπεριδοειδή
Τα εσπεριδοειδή φέρουν ξυλοφόρους και μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί απαντούν επάκρια ή πλάγια των βλαστών, και οι μικτοί ανθοφόροι οφθαλμοί μόνον πλάγια αυτών.
Η διάκριση τους, μορφολογικά και ανατομικά, είναι αδύνατη από του σχηματισμού τους μέχρι ολίγων ημερών πριν από την έκπτυξή τους, οπότε εμφανίζονται ανατομικές μικροσκοπικές διαφορές. Και τα δυο είδη οφθαλμών περιβάλλονται με περιβλήματα, που λειτουργούν προστατευτικά ως λέπια.
Συνήθως χαρακτηρίζονται γυμνοί, γιατί στερούνται του προστατευτικού από λέπια καλύματος, που παρατηρείται στους οφθαλμούς των φυλλοβόλων καρποφόρων δένδρων.
Η διαφοροποίηση των οφθαλμών, σε μικτούς ανθοφόρους, γίνεται λίγες εβδομάδες πρίν από τη βλάστηση τους. Το επάκριο τμήμα ενός νεαρού βλαστού εσπεριδοειδούς έχει θολοειδή μορφή, αποτελείται από μεριστωματικά κύτταρα και περιβάλλεται από εμβρυώδη λέπια και στοιχειώδη φύλλα. Συνηθίζεται να αποκαλείται και επάκριο μερίστωμα.
Όταν ένας φυλλοφόρος βλαστός αποκτήσει ορισμένο μήκος, χάνει το επάκριο μερίστωμα του, γιατί λίγο πιο κάτω απ' αυτό σχηματίζεται μια αφοριστική μεριστωματική στιβάδα από κύτταρα, που το απομονώνει απ' το βλαστό και το αναγκάζει να ξεραθεί και να πέσει.
Η φυσιολογική αυτή πτώση του επάκριου μεριστώματος αποδίδεται, πολλές φορές κακώς, από πολλούς παραγωγούς, σε ζημιά από παγετό. Η επέκταση επομένως ενός βλαστού, που χάνει το επάκριο μερίστωμα του, γίνεται από τον αμέσως επόμενο οφθαλμό.
Οι μασχαλιαίοι οφθαλμοί αρχίζουν να εκπτύσσονται κατά τη διάρκεια των ζεστών περιόδων του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, αλλά η νέα βλάστηση δεν αυξάνει με δραστηριότητα μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου ή Μαρτίου.
Ένα μεγάλο μέρος των μασχαλιαίων οφθαλμών εκπτύσσεται κανονικά, κυρίως δε εκείνοι που βρίσκονται προς την κορυφή του βλαστού. Τα εσπεριδοειδή χαρακτηρίζονται από βλάστηση, που εμφανίζεται κατά κύματα, τουλάχιστον δυο το χρόνο, ένα την άνοιξη και ένα το καλοκαίρι.
Η ανοιξιάτικη όμως βλάστηση είναι εκείνη που παράγει τα πιο πολλά άνθη. Η βλάστηση αυτή μπορεί να φέρει άνθη και λεπιόμορφα φύλλα ή να φέρει μερικά καλώς αναπτυγμένα φύλλα, μερικά λεπιόμορφα και άνθη.
Άλλοι βλαστοί μπορεί να είναι φυλλοφόροι με άνθη στην κορυφή και στα πλάγια, στις μασχάλες των φύλλων, και άλλοι μόνο φυλλοφόροι. Η καλοκαιρινή βλάστηση χαρακτηρίζεται κυρίως από ανάπτυξη φυτοζωϊκών οργάνων, δηλαδή βλαστών, φύλλων και οφθαλμών.
Από τον κανόνα αυτό εξαιρούνται η κιτριά, η λεμονιά και η λιμεττία, που χαρακτηρίζονται από μια τάση συνεχούς βλαστήσεως και καρποφορίας. Οι ανθοφόροι βλαστοί υπερισχύουν στα ώριμα δένδρα και οι φυλλοφόροι στα νεαρά. Από τους βλαστούς οι ανθοφόροι φέρουν συνήθως οκτώ κόμβους, τα δε μεσογονάτια διαστήματα τόσο στους φυλλοφόρους με άνθη βλαστούς, όσο και στους φυλλοφόρους, που δεν παράγουν άνθη, είναι μεγάλα και τριγωνικά σε διατομή, ενώ τα μεσογονάτια διαστήματα των βλαστών, με λεπιόμορφα φύλλα, είναι μικρά, κυκλικής διατομής και κατά κανόνα έχουν λιγότερα από οκτώ μεσογονάτια διαστήματα.
Σε μερικές περιπτώσεις, και κυρίως στη λεμονιά, η μορφολογία της βλάστησης, που φέρει άνθη, μπορεί να είναι τόσο διαφοροποιημένη, που να δίνει την εμφάνιση ανθικού στελέχους με μονήρη, επάκρια άνθη. Οι βλαστοί αυτοί είναι κοντοί σε μήκος, έχουν κυκλική διατομή και ελάχιστα λεπιόμορφα φύλλα.
Η ανθοφορία της πορτοκαλιάς είναι πλούσια την άνοιξη, αλλά τα περισσότερα άνθη εκφυλίζονται και πέφτουν, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τα μη καλώς ανεπτυγμένα φύλλα. Οι μικρές βλαστήσεις ξεραίνονται συνήθως, όταν πέσουν όλα τα φύλλα και οι καρποί τους.
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997