Εχθροί πυρηνόκαρπων
Περιεχόμενα
- 1 Aculus fockeui
- 2 Aculus comutus
- 3 Acalitus phloeocoptes
- 4 Hyalopterus pruni
- 5 Αλευρώδης αφίδα ροδακινιάς
- 6 Πράσινη μελίγκρα ροδακινιάς
- 7 Λεκάνιο ροδακινιάς
- 8 Monosteira unicostata
- 9 Βαμβακάδα ροδακινιάς
- 10 Sphaerolecanium prunastri
- 11 Ρυγχίτης
- 12 Ανάρσια
- 13 Οπλοκάμπη δαμασκηνιάς
- 14 Καρπόκαψα ροδακινιάς
Aculus fockeui
Είδος διαδεδομένο περισσότερο σε ψυχρές περιοχές της Ευρώπης και Αμερικής όπου προσβάλλει κατά κανόνα κερασιές και δαμασκηνιές. Διαχειμάζει ως δευτερόγυνο σε προφυλαγμένες περιοχές (λέπια οφθαλμών, ρυτίδωμα φλοιού κυρίως επί ή κοντά στην ακραία βλάστηση). Με την έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη τα δευτερόγυνα προσβάλλουν τα πολύ νεαρά φύλλα και αρχίζουν να ωοτοκούν. Ακολουθεί ένας αριθμός γενεών με πρωτόγυνα, ήδη όμωε από τα μέσα του καλοκαιριού εμφανίζονται τα νέα δευτερόγυνα.
Προκαλεί στα πολύ νεαρά φύλλα κίτρινες κηλίδες που είναι πάρα πολύ μικρές και κάπως διάχυτες ή μεγαλύτερες (1-2mm διαμέτρου) με σαφή όρια. Στους πράσινους κλαδίσκους οι κηλίδες είναι πιο ελλειψοειδείς και σχετικά μεγαλύτερες από ότι στα φύλλα. Ανά φύλλο μπορεί να υπάρχουν μέχρι και 50 κηλίδες για παράδειγμα το οποίο τότε εμφανίζεται ελαφρώς συνεστραμμένο και κατσαρωμένο. Σε ισχυρή προσβολή η βλάστηση καθηλώνεται και παρουσιάζεται καχεκτική. Τα ακάρεα τρέφονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων.
Για την καταπολέμηση συνιστάται επέμβαση με ελαφρά έλαια λίγο πριν την έκπτυξη των οφθαλμών. Σε περίπτωση που υπάρχει συνέχιση της προσβολής, χρησιμοποιούνται ακαρεοκτόνα. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Aculus comutus
Το είδος αυτό, σχεδόν ίδιο μορφολογικά με το Aculus fockeui είναι όμως πολύ περισσότερο διαδεδομένο και σε θερμότερες περιοχές του κόσμου. Αποβαίνει επιζήμιο σε ροδακινιές και αμυγδαλιές.
Διαχειμάζει ως δευτερόγυνο κυρίως γύρω από τους δευτερεύοντες οφθαλμούς που βρίσκονται στα τελευταία 13-15cm της ακραίας βλάστησης. Με την έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη τα δευτερόγυνα προσβάλλουν τα πολύ νεαρά φύλλα και αρχίζουν να ωοτοκούν. Ακολουθεί ένας αριθμός γενεών με πρωτόγυνα, τα δε νέα δευτερόγυνα εμφανίζονται αρκετά αργά (Σεπτέμβριο-Οκτώβριο), όταν δηλαδή δεν σχηματίζονται νέα φύλλα.
Το γεγονός αυτό ότι η ροδακινιά συνεχίζει να σχηματίζει νέα φύλλα καθ' όλη την διάρκεια του καλοκαιριού ευνοεί την συνεχή ανάπτυξη του πληθυσμού του ακάρεος αυτού. Η ζημιά στα πολύ νεαρά φύλλα εμφανίζεται ως κίτρινη κηλίδωση που μπορεί να εκληφθεί ως ίωση. Τα φύλλα χαρακτηριστικά διπλώνουν προς τα πάνω και τούτο συμβαίνει κυρίως στις ποικιλίες που δε φέρουν τα νεκταρίνια στην βάση των φύλλων τους. Στα παλαιότερα φύλλα δεν παρουσιάζεται η ως άνω κηλίδωση αλλά ένας χαρακτηριστικός ασημόχρους μεταχρωματισμός. Τρέφεται και στις δύο επιφάνειες του φύλλου. Τα προσβεβλημένα δέντρα χάνουν την ευρωστία τους, παράγουν μικρότερους ροδάκινο ή εμφανίζουν πρόωρη φυλλόπτωση ή και καρπόπτωση.
Συνίσταται επέμβαση τον χειμώνα ή λίγο πριν την έκπτυξη των οφθαλμών με ελαφρά έλαια. Αργότερα όμως έαν υπάρχει συνέχιση της προσβολής χρησιμοποιούνται ακαρεοκτόνα. Το είδος αυτό είναι επίσης ευαίσθητο στο θείο. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Acalitus phloeocoptes
Είδος που προσβάλλει την δαμασκηνιά και την αμυγδαλιά. Προκαλεί τον σχηματισμό κηκίδων. Τα θηλυκά διαχειμάζουν στις ξυλοποιημένες κηκίδες από τις οποίες αργότερα (νωρίς την άνοιξη) και μέσω ρωγμών που παρουσιάζουνται μετακινούνται στους νέους οφθαλμούς κάτω από τα λέπια των οποίων και τρέφονται. Τα κύτταρα κοντά στη βάση των οφθαλμών αρχίζουν τότε να πολλαπλασιάζονται και αργότερα, εμφανείς μαλακοί όγκοι διαφόρων μεγεθών και σχημάτων αναπτύσσονται γύρω από τους οφθαλμούς. Οι κηκίδες σχηματίζονται ως αποτέλεσμα της συνένωσης πολλών μικρών κελλιών και είναι αδιάβροχοι. Κατά τον Μάΐο, κάθε κελλί στην κηκίδα περιέχει μόνο 1 θηλυκό ακάρι, το οποίο γεννά περίπου 20-25 ωά. Τα ωά αυτά εκκολάπτονται αρχές Ιουνίου και τα ακμαία της 1ης γενιάς εμφανίζονται τα μέσα Ιουνίου. Ακολουθεί ανά 3 εβδομάδες, ένας αριθμός γενεών, έτσι ώστε κάθε κελί μπορεί να περιέχει 1-5.000 ακάρεα και ωά. Η ωοτοκία σταματά περί τα τέλη Οκτώβρη και η διάδοση γίνεται με τον αέρα ή με έντομα και πτηνά.
Στην αμυγδαλιά οι κηκίδες είναι μη ομοιόμορφου σχήματος και μεγέθους. Τα λογχοειδή παραμορφώνονται. Ως αποτέλεσμα της δράσης του ακάρεος η φυσιολογία του δέντρου διαταράσσεται, παρατηρείται προοδευτική εξασθένηση, μη σχηματισμός καρποφόρων οφθαλμών και τελικά ξήρανση όλου του δέντρου (μετά από περίπου 4 χρόνια).
Στη δαμασκηνιά οι κηκίδες, μεμονωμένες ή πολλές μαζί γύρω από τους οφθαλμούς, είναι όλες σφαιροειδούς μεγέθους 1,3-1,8mm περίπου, ξυλοποιούνται και παραμορφώνουν τα λογχοειδή, η παραγωγή μειώνεται αλλά η ζημιά δεν είναι τόσο σοβαρή όσο στην αμυγδαλιά.
Για την καταπολέμηση θα πρέπει να γίνει ψεκασμός με ακαρεοκτόνα, ώστε να καταστραφούν τα ακάρεα πριν εγκατασταθούν οι κηκίδες. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Hyalopterus pruni
Διαχειμάζει συνήθως ως αυγό στα πυρηνόκαρπα. Μετά από ένα αριθμό εαρινών γενεών, πτερωτά άτομα μεταναστεύουν στα αγριοκάλαμα και καλάμια όπου ακολουθούν χειμερινές γενεές. Το φθινόπωρο τα πτερωτά επιστρέφουν στα Prunus για να παραχθούν τα έμφυλα θηλυκά που θα δώσουν τα χειμερινά αυγά. Προσβάλει κυρίως την κάτω επιφάνεια των φύλλων χωρίς να προκαλεί κατσάρωμα αλλά μπορεί να προκαλέσει και πρόωρη καρπόπτωση. Προκαλεί συστροφή των φύλλων, νέκρωση φύλλων και ατροφία, σκίσιμο και πτώση καρπών όταν προσβάλει και τους καρπούς. Για την καταπολέμηση του εχθρού αυτού χρησιμοποιούνται κυρίως εντομοκτόνα επαφής. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Αλευρώδης αφίδα ροδακινιάς
Η αλευρώδης αφίδα (Hyalopterus amygdali) είναι από τους συχνότερους εχθρούς των πυρηνόκαρπων και ιδιαίτερα της ροδακινιάς. Προσβάλλει όμως και την αμυγδαλιά και λιγότερο την βερυκοκκιά.
Στις εύκρατες περιοχές ο βιολογικός κύκλος του συμπληρώνεται σε δύο διαφορετικούς ξενιστές, δηλαδή πολλαπλασιάζεται με κυκλική παρθενογένεση. Τα χειμερινά αυγά εναποτίθενται το φθινόπωρο και κατά προτίμηση στη βάση των οφθαλμών νεαρών κλάδων (συνήθως ενός έτους) στους πρωτεύοντες ξενιστές, κυρίως ροδακινιά και αμυγδαλιά, από τα έμφυλα θηλυκά. Τα αυγά εκκολάπτονται νωρίς την άνοιξη, Μάρτιο με αρχές Απριλίου, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες.
Οι νεοεκκολαπτόμενες νύμφες μετακινούνται και εγκαθίστανται στην κάτω επιφάνεια των νεοεκπτυσσόμενων φύλλων όπου αρχίζουν να τρέφονται και αφού συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους καθίστανται ενήλικα. Ακολουθούν γύρω στις 3 - 4 παρθενογενετικές γενεές κατά τη διάρκεια Απριλίου - Μαΐου. Οι αφίδες σχηματίζουν στην κάτω επιφάνεια των φύλλων πολυπληθείς και πυκνές αποικίες, στην αρχή περιορίζονται κατά μήκος του κεντρικού νεύρου και προς το μέρος του μίσχου, αργότερα όμως εκτείνονται και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του ελάσματος.
Κατά το Μάιο εμφανίζονται τα πτερωτά άτομα τα οποία αρχίζουν να μεταναστεύουν στους δευτερεύοντες ξενιστές, τα καλάμια, εγκαθίστανται στην άνω επιφάνεια των φύλλων όπου αρχίζουν να γενούν και δημιουργούν τις αποικίες τους. Στη συνέχεια, διασπείρονται μέσω πτερωτών ατόμων σε άλλα καλάμια και συμπληρώνουν ικανό αριθμό γενεών πάνω στους ξενιστές αυτούς μέχρι το φθινόπωρο. Τότε εμφανίζονται τα μεταναστευτικά του φθινοπώρου, τα οποία είναι πτερωτά θηλυκά και τα πτερωτά αρσενικά. Τα πτερωτά θηλυκά μεταναστεύουν πρώτα στους πρωτεύοντες ξενιστές και δίνουν άπτερα θηλυκά ωοτόκα, τα οποία συζεύγυνται με τα αρσενικά πτερωτά τα οποία έχουν ήδη και αυτά μεταναστεύσει στους πρωτεύοντες ξενιστές και τα θηλυκά γεννούν τα χειμερινά αυγά.
Το είδος αυτό δεν προκαλεί έντονες συστροφές και παραμορφώσεις στα φύλλα που περιτυλίσσονται κατά τον επιμήκη άξονα τους, κατά τη μία ή την άλλη πλευρά και είναι δυνατόν να υποστούν ελαφρά πάχυνση και αποχρωματισμό.
Χρησιμοποιούνται διασυστηματικά εντομοκτόνα για την καταπολέμηση του εχθρού αυτού όπου γίνεται ψεκασμός του φυλλώματος με την εμφάνιση της προσβολής. Σε περίπτωση επανεμφάνισης του εχθρού γίνεται επανάληψη το νωρίτερο 28 ημέρες μετά τον πρώτο ψεκασμό. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Πράσινη μελίγκρα ροδακινιάς
Η πράσινη μελίγκρα (Myzus persicae) είναι από τα πιο διαδεδομένα στο κόσμο και πολυφάγα είδη αφίδας. Συναντάται σε όλες τις Ηπείρους και σε πολλές χώρες. Κατάγεται πιθανόν από την Ασία όπως και η ροδακινιά που είναι και ο κύριος ξενιστής της. Είναι εξαιρετικά πολυφάγο είδος. Προσβάλει περισσότερα από 400 είδη φυτών και ευθύνεται για τη μεταφορά πάνω από 100 ιώσεων στα φυτά.
Το είδος αυτό, σε περιοχές όπου ο χειμώνας είναι σχετικά ψυχρός, όπως συμβαίνει σε χώρες της Ευρώπης, διαχειμάζει ως χειμερινό αυγό που εναποτίθεται συνήθως στη βάση των οφθαλμών νεαρών κλαδιών της ροδακινιάς, που είναι ο κύριος ξενιστής, και σπανιότερα άλλων πυρηνόκαρπων. Τα χειμερινά αυγά, συνήθως 4-6 ανά θηλυκό, βρίσκονται στους οφθαλμούς ή σε εσοχές αδρών μερών του φλοιού. Νωρίς την άνοιξη, κατά το Μάρτιο, τα αυγά εκκολάπτονται και εμφανίζονται τα νεαρά άτομα τα οποία μετακινούνται στα εκπτυσσόμενα νεαρά φύλλα, αρχίζουν να τρέφονται και εξελίσσονται σε άπτερα παρθενογενετικά θηλυκά, που αποτελούν τα καλούμενα θεμελιωτικά (fundatrices).
Τα ενήλικα πλέον θηλυκά αρχίζουν να γεννούν νεαρές νύμφες, συμπληρώνονται σε 3-4 παρθενογενετικές γενεές, τα άτομα των οποίων εγκαθίστανται στους νεαρούς βλαστούς και μάλιστα στην κάτω επιφάνεια των νεαρών φύλλων. Το αναπαραγωγικό δυναμικό κάθε θηλυκού είναι γύρω τις 60 νύμφες, αριθμός που εξαρτάται από το είδος του φυτού ξενιστή και από τη φυσιολογική κατάσταση του φυτικού τμήματος πάνω στο οποίο τρέφεται. Το Μάϊο, και ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες της περιοχή εμφανίζονται τα πτερωτά μεταναστευτικά άτομα, αρχικά λίγα αλλά αργότερα περισσότερα, τα οποία μεταναστεύουν στους δευτερεύοντες ξενιστές.
Σε περιοχές με σχετικά ζεστό χειμώνα, όπως το Ισραήλ, το έντομο αναπαράγεται παρθενογενετικά (αγενώς) όλες τις εποχές του έτους, χωρίς να χρειάζεται να γεννηθούν τα χειμερινά αυγά. Τα πτερωτά μεταναστευτικά άτομα διασπείρονται στους δευτερεύοντες ξενιστές και αρχίζουν να γεννούν τους απογόνους τους, συμπληρώνεται δε ικανός αριθμός παρθενογενετικών γενεών έως το επόμενο φθινόπωρο. Στους δευτερεύοντες ξενιστές μπορεί ν’ αναπτυχθούν μεγάλοι πληθυσμοί και να προξενήσουν αξιοσημείωτες ζημιές στις καλλιέργειες. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις όπου μικρός αριθμός πτερωτών ατόμων μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στη καλλιέργεια, λόγω του ότι το είδος αυτό είναι αποτελεσματικός φορέας διαφόρων ιώσεων στα φυτά.
Κατά το φθινόπωρο, και ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, εμφανίζονται τα πτερωτά φυλογόνα άτομα τα οποία μεταναστεύουν από τους δευτερεύοντες ξενιστές στη ροδακινιά ή και σπανιότερα σε άλλα πυρηνόκαρπα. Εκεί, τα πτερωτά φυλογόνα γεννούν παρθενογενετικά τα έμφυλα θηλυκά άτομα. Τα αρσενικά, συνήθως γεννώνται στους δευτερεύοντες ξενιστές και μεταναστεύουν στο κύριο ξενιστή μετά από μερικές ημέρες ύστερα από τη μετανάστευση των φυλογόνων. Τα θηλυκά συζευγνύονται με τα αρσενικά και στη συνέχεια τα θηλυκά εναποθέτουν 5-10 χειμερινά αυγά στη βάση των οφθαλμών όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Η πράσινη αφίδα είναι ανθεκτικό στο κρύο και μπορεί να αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 5oC και 30oC. Στους 25oC τα θηλυκά ζουν κατά μέσο όρο 25 μέρες και γεννούν 60 προνύμφες.
Οι αφίδες που ζουν και τρέφονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων της ακραίας βλάστησης προκαλούν κιτρίνισμα, έντονη συστροφή και παραμόρφωση αυτών, ανωμαλίες οι οποίες συνεπάγονται τι μη φυσιολογική λειτουργία τους. Σε εντονότερες προσβολές επέρχεται η ξήρανση των φύλλων, η πτώση τους και η παντελής ανάσχεση της ανάπτυξης της ακραίας βλάστησης ή και η ξήρανσή της. Η μη κανονική ανάπτυξη της ακραίας βλάστησης έχει ιδιαίτερη σημασία για τα μικρής ηλικίας δένδρα, ή δε ζημιά που προξενείτε στα φύλλα των μεγαλύτερης ηλικίας δένδρων μειώνει ποσοτικά και ποιοτικά την αναμενόμενη παραγωγή. Προσβάλει οφθαλμούς και άνθη προκαλώντας αναστολή της ακραίας βλάστησης και μερική ξήρανση της. Μπορεί επίσης να προσβάλει και τις ποικιλίες της νεκταρινιάς.
Κατά τα φαινολογικό στάδιο της έκπτυξης των οφθαλμών έως την πράσινη κορυφή (χρονική περίοδος περίπου μέσα Μαρτίου) εμφανίζονται σαν συμπτώματα καρούλιασμα της ακραίας βλάστησης και μελιτωδη αποχωρήματα και απαιτείται ψεκασμός με εγκεκριμένες δραστικές ουσίες (Chlorpyrifos, Chlorpyrifos-methyl, Thiamethoxan, Paraffin oil). Κατά το φαινολογικό στάδιο της εμφάνισης των καρπιδίων (περίπου τέλη Απριλίου - αρχές Μαΐου) παρουσιάζονται τα ίδια συμπτώματα και χρησιμοποιούνται οι ίδιες δραστικές ουσίες που καταγράφηκαν και παραπάνω.
Όσο αφορά το πρωτόκολλο λήψης παρατηρήσεων στον αγρό και ποσοτικοποίησης της έντασης, γίνονται παρατηρήσεις συχνότητας προσβολών σε βλαστούς. Οι πρώτες αφίδες εγκαθίστανται με την εκκόλαψη των χειμερινών αυγών στη νέα βλάστηση. Γίνεται έλεγχος 10 βλαστικών οργάνων σε κάθε ένα από 10 τυχαία δένδρα και οι παρατηρήσεις κάθε 3-4 ημέρες. Τα είδη παγίδων που χρησιμοποιούνται είναι κίτρινες κολλητικές παγίδες.
Το Μ. persicae είναι από τα είδη εκείνα των οποίων πληθυσμοί έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα σε διάφορα εντομοκτόνα ή και ομάδες αυτών. Το γεγονός αυτό, εκτός της γενικότερης ανάγκης μείωσης των εντομοκτόνων επεμβάσεων για τους γνωστούς λόγους βιολογικής ισορροπίας των αγροοικοσυστημάτων και δημόσιας υγείας, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για αντιμετώπιση του είδους αυτού με μέσα και μεθόδους που να είναι αποτελεσματικές και να μπορούν να εφαρμοσθούν στα πλαίσια της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης. Πολλοί παραγωγοί εφαρμόζουν τη φυσική μέθοδο καταπολέμησης που είναι με νερό και σαπούνι (1 λίτρο νερό και 2 κουταλιές υγρό πράσινο ή λευκό σαπούνι) σε δοχείο ψεκασμού και ψεκάζουμε 1-2 φορές την εβδομάδα τα προσβεβλημένα φύλλα. Επιπλέον και η χρήση θερινού πολτού είναι αποτελεσματική αλλά δεν θα πρέπει να γίνεται εφαρμογή του κατά τη διάρκεια ισχυρών ανέμων ή πολύ υψηλών θερμοκρασιών.
Λεκάνιο ροδακινιάς
Το λεκάνιο (Eulecanium corni) είναι σημαντικός εχθρός που προσβάλλει την ροδακινιά. Διανύουν τον χειμώνα ως νύμφες 2ης ηλικίας πάνω στους κλάδους. Την άνοιξη, μετά από την δεύτερη έκδυση φθάνουν στην ωριμότητα και το Μάϊο εναποθέτουν παρθενογενετικά ένα μεγάλο αριθμό αυγών κάτω από το σώμα τους που γίνεται κοίλο. Οι νύμφες μεταφέρονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων της ροδακινιάς. Το φθινόπωρο πριν από την πτώση των φύλλων μετακομίζουν στους κλάδους. Το E. corni έχει μία γενιά το έτος.
Συνιστώνται 1-2 ψεκασμοί Ιούλιο-Αύγουστο εναντίον των κινητών προνυμφών της πρώτης γενεάς με κατάλληλα σκευάσματα. Το επίκαιρο της επέμβασης είναι όταν έχει εκκολαφθεί το 50% των αυγών. Επίσης, λόγω του ότι το λεκάνιο έχει μεγάλο αριθμό φυσικών εχθρών και παρασίτων μειώνεται σημαντικά ο πληθυσμός του.
Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Monosteira unicostata
Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εχθρούς που προσβάλλει την αμυγδαλιά και την κερασιά
Συμπληρώνει 3 γενεές το χρόνο. Διαχειμάζει ως ενήλικο κάτω από πεσμένα ξερά φύλλα και σε διάφορα άλλα καταφύγια πάνω ή κοντά στα δένδρα. Με την έναρξη της νέας βλάστησης , τα ενήλικα κατευθύνονται στην κάτω επιφάνεια των νέων φύλλων την οποία νύσσουν και μυζούν. Εκεί γίνεται και η ωοτοκία και αναπτύσσονται τα ανήλικα στάδια νύσσοντας και μυζώντας τα φύλλα. Όταν ο πληθυσμός είναι πυκνός προκαλεί πλήρη αποφύλλωση του δένδρου.
Για την καταπολέμησή του συνιστάται ψεκασμός με εντομοκτόνα επαφής. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Βαμβακάδα ροδακινιάς
Η βαμβακάδα (Pseudaulacaspis pentagona) είναι ο πιο συχνός ίσως εχθρός της ροδακινιάς. Έχει τρεις γενεές το χρόνο.
Διαχειμάζει ως ενήλικο γονιμοποιημένο θηλυκό. Τα θηλυκά αυτά άτομα ωοτοκούν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου. Οι πρώτες έρπουσες παρατηρούνται συνήθως στο τέλος Απριλίου αρχές Μαΐου και η εμφάνιση τους αυτή συνεχίζεται για 6 περίπου εβδομάδες. Τα πρώτα αρσενικά παρατηρούνται στο τέλος Μαΐου και μέσα σε 5 περίπου εβδομάδες (τέλος Ιουνίου αρχές Ιουλίου) εμφανίζονται οι έρπουσες της δεύτερης γενιάς. Η δεύτερη πτήση των αρσενικών αρχίζει μέσα στο δεύτερο 15θήμερο του Ιουλίου και μετά 4 εβδομάδες περίπου εμφανίζονται οι έρπουσες της 3ης γενεάς. Η διάρκεια εμφάνισης των ερπουσών της δεύτερης γενιάς είναι περίπου 4 εβδομάδες. Η τρίτη περίοδος εμφάνισης των αρσενικών παρατηρείται από τις αρχές του Σεπτέμβρη και συνεχίζεται μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου. Τα αρσενικά κατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου γονιμοποιούν τα θηλυκά άτομα τα οποία στη συνέχεια διαχειμάζουν και ωοτοκούν την Άνοιξη του επόμενου χρόνου δίνοντας την πρώτη γενιά των ερπουσών.
Προκαλεί σημαντικές ζημιές στα δένδρα. Προσβάλει κυρίως τους κορμούς και τους βλαστούς σπανιότερα τους καρπούς και σε ακραίες περιπτώσεις τα φύλλα. Τα προσβαλλόμενα μέρη του δένδρου εξασθενούν και προοδευτικά ξεραίνονται, ενώ οι καρποί χάνουν την εμπορική τους αξία. Σε περιπτώσεις σοβαρών προσβολών και ολόκληρα δένδρα μπορούν να ξεραθούν.
Για την αντιμετώπιση του κοκκοειδούς σε περιπτώσεις πολύ σοβαρών προσβολών διενεργούνται ψεκασμοί αργά το χειμώνα ή λίγο πριν την έκπτυξη των οφθαλμών της ροδακινιάς, εναντίoν των ενήλικων θηλυκών με τη χρησιμοποίηση λαδιών σε δόσεις 2 - 3 %. Ιδιαίτερης όμως σημασίας και αποτελεσματικότητας είναι οι ψεκασμοί που διενεργούνται κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου και κυρίως εναντίον της 1ης και 3ης γενεάς των κινητών μορφών (ερπουσών) που είναι και το ευπαθέστερο στάδιο του κοκκοειδούς στα εντομοκτόνα.
Ο προσδιορισμός του κατάλληλου χρόνου εφαρμογής των χημικών επεμβάσεων δίνεται συνήθως από τις Υπηρεσίες Γεωργικών Προειδοποιήσεων. Για τέτοιες επεμβάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν οργανοφωσφορικά σκευάσματα κυρίως όμως θερινά λάδια ή ρυθμιστές ανάπτυξης εντόμων για την προστασία του δραστικού ωφέλιμου Encarsia berlesei. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της χημικής καταπολέμησης είναι η καλή διαβροχή των δένδρων. Αυτό επιτυγχάνεται με ψεκαστήρες μηχανοκίνητους που λειτουργούν με υψηλή πίεση και με κατευθυνόμενη με το χέρι εκτόξευση του ψεκαστικού υγρού. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Sphaerolecanium prunastri
Είναι ένα είδος πολυφάγο και προσβάλλει την ροδακινιά, την κερασιά, τη δαμασκηνιά. Διαχειμάζει ως νύμφη 2ης ηλικίας. Την Άνοιξη οι νύμφες που διαχείμασαν δραστηριοποιούνται συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους και ενηλικιώνονται. Τα αναπαραγωγικά ώριμα θηλυκά παρατηρούνται τα τέλη Ιουνίου με μέσα Ιουλίου και οι νεαρές νύμφες κυρίως το 2ο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου και όλο τον Αύγουστο. Τα θηλυκά είναι ωοζωοτόκα και γεννούν πολυάριθμες νύμφες. Το είδος αυτό δημιουργεί πυκνές αποικίες σε ορισμένους βλαστούς και κλαδίσκους με αποτέλεσμα να τους εξασθενεί.
Τα μελιτώδη εκκρίματα του είναι άφθονα κυρίως την Άνοιξη και αρχές του θέρους, στα άτομα της τελευταίας νυμφικής ηλικίας και στο στάδιο του ακμαίου. Προκαλούν την ανάπτυξη της καπνιάς όπως και την προσέλκυση ορισμένων ειδών μυρμηγκιών που τρέφονται με αυτά. Το κοκκοειδές αυτό εγκαθίσταται κυρίως στον κορμό και τους χονδρούς κλάδους των δένδρων
Το S. prunastri σε πολλές περιοχές της νότιας Ευρώπης έχει αποτελεσματικούς φυσικούς εχθρούς που συνήθως το περιορίζουν σε ασήμαντη από γεωργικής πλευράς πυκνότητα πληθυσμού. Όταν όμως (συνήθως από αλόγιστη χρήση εντομοκτόνων) εξουδετερώσομε τους φυσικούς εχθρούς του ,το έντομο αυτό μπορεί να πολλαπλασιαστεί τοπικά σε βαθμό που να απαιτήσει επέμβαση με χημικά μέσα. Η καταπολέμηση γίνεται κατά προτίμηση με ορυκτέλαια ή οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα όταν βρίσκεται στην 1η νυμφική ηλικία.
Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Ρυγχίτης
Ο ρυγχίτης (Rhynchites auratus scopoli) είναι εχθρός που προσβάλλει την κερασιά και βυσσινιά. Έχει μήκος 5,5-10mm και χρώμα μεταλλικό χαλκού, πολύ λαμπερό, με ιώδες ανταύγειες στο ρύγχος. Το αρσενικό έχει στα πλάγια του προθώρακα ένα ζευγάρι αγκαθιών.
Έχει μία γενεά ανά δύο έτη και ένα μικρότερο ποσοστό μία ανά έτος. Στην πρώτη περίπτωση διαχειμάζει ως αναπτυγμένη προνύμφη τον πρώτο χειμώνα σε κελί στο έδαφος και τον δεύτερο ως ανώριμο ενήλικο επίσης στο έδαφος, μέσα στο προνυμφικό κελί. Στη δεύτερη περίπτωση διαχειμάζει ως ανώριμο ενήλικο στο προνυμφικό κελί. Την άνοιξη, τα ενήλικα, αφού διατραφούν από οφθαλμούς, άνθη και νεαρούς καρπούς για λίγες εβδομάδες, ωοτοκούν βαθιά στο μεσοκάρπιο, κοντά στο ενδοκάρπιο. Η προνύμφη διατρυπά το ενδοκάρπιο και τρώει τον σπόρο. Όταν αναπτυχθεί, πέφτει στο έδαφος, όπου θα μείνει σε κελί που κατασκευάζει, ως τα τέλη του θέρους, ή συχνότερα του επόμενου θέρους. Ενηλικώνεται το φθινόπωρο και τα ενήλικα βγαίνουν ενωρίς την επόμενη άνοιξη. Οι οπές βρώσης, με συχνά φελλοποιημένα τα χείλη, κάνουν τους καρπούς ακατάλληλους για κατανάλωση, όπως και οι οπές ωοτοκίας και εξόδου των προνυμφών.
Ψεκασμός με κατάλληλο εντομοκτόνο επαφής την άνοιξη, μόλις παρατηρηθούν διαβρώσεις καρπών ή ενήλικα σε ανησυχητικό αριθμό είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης. Επιπλέον στις περιοχές όπου εμφανίζονται συχνά προσβολές από ρυγχίτη, συστήνονται ψεκασμοί με κατάλληλα εντομοκτόνα αμέσως μετά την άνθηση, την εποχή που εξέρχεται από το έδαφος. Επίσης, η καλλιέργεια του εδάφους συντελεί στη μείωση των πληθυσμών του ρυγχίτη, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του βιολογικού του κύκλου είναι μέσα στο έδαφος. Σε περιοχές που το έντομο εμφανίζει πληθυσμιακές εξάρσεις, θα πρέπει να δημιουργηθεί σύστημα παγίδευσης των τέλειων εντόμων κατά την πρώτη τους εμφάνιση την άνοιξη (π.χ. τίναγμα των κλάδων νωρίς το πρωϊ και συλλογή των ενηλίκων που πέφτουν σε κατάλληλο ύφασμα).
Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Ανάρσια
Η ανάρσια (Anarsia lineatella) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς των πυρηνόκαρπων. Η ροδακινιά αποτελεί τον κυριότερο ξενιστή της. Προσβάλλει όμως επίσης την βερυκοκκιά, τη δαμασκηνιά και την αμυγδαλιά.
Στη ροδακινιά ζημιώνει τους νεαρούς βλαστούς, όπου ορύσσει στοές (γι’ αυτό και λέγεται και βλαστορύκτης της ροδακινιάς). Οι βλαστικές κορυφές λυγίζουν και καταστρέφονται. Στους νεαρούς καρπούς προκαλεί επιφανειακά φαγώματα, ενώ στους ανεπτυγμένους, κοντά στην ωρίμανση εισέρχεται στο εσωτερικό και τρέφεται από τη σάρκα.
Διαχειμάζει ως προνύμφη δεύτερης ηλικίας σε κατάλληλες κρύπτες που σκάβει μέσα στο φλοιό ή κατασκευάζει στους νεαρούς βλαστούς. Στο τέλος του χειμώνα ξεκινάει τη διατροφική της δραστηριότητα, εις βάρος των οφθαλμών, ανθέων και στη συνέχεια των μικρών καρπών και βλαστών. Στα τέλη Απριλίου-αρχές Μαϊου πραγματοποιείται η χρυσαλλίδωση μέσα σε ένα αραιό βομβύκιο, το οποίο κατασκευάζει σε προστατευμένα σημεία επάνω στο φυτό και στο έδαφος.
Στη διάρκεια του έτους συμπληρώνονται 2-3 γενεές με τη μέγιστη παρουσία ακμαίων τέλη Μαϊου, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Η ανάπτυξη των προνυμφών της πρώτης γενεάς γίνεται εις βάρος των βλαστών και των μικρών καρπών στη φάση της αύξησης. Οι προνύμφες της δεύτερης γενεάς αναπτύσσονται κυρίως εις βάρος των καρπών. Τα ωά της τρίτης γενεάς εκκολάπτονται κυρίως το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο και οι προνύμφες κατασκευάζουν το καταφύγιο, όπου θα διαχειμάσουν, αφού πρώτα ολοκληρώσουν την πρώτη έκδυση. Το ακμαίο είναι μικρή πεταλούδα (μικρολεπιδόπτερο). Οι πρόσθιες πτέρυγες είναι λογχοειδείς, χρώματος γκρίζου με μικρές μαύρες κηλίδες. Οι οπίσθιες είναι πιο ανοιχτόχρωμες. Τα άτομα που προέρχονται από προνύμφες που έχουν τραφεί από βλαστούς παρουσιάζουν συνήθως, μικρότερες διαστάσεις σε σχέση με εκείνα, που στο στάδιο της προνύμφης, αναπτύχθηκαν στους καρπούς της ροδακινιάς. Όταν το έντομο αναπαύεται, κρατά τις πτέρυγες ακουμπισμένες κατά μήκος του σώματος, προσλαμβάνοντας μια χαρακτηριστική μορφή.
Τα ωα είναι αρχικά λευκά, λαμπερά και αργότερα αποκτούν κίτρινο-πορτοκαλί χρώμα. Στην προνύμφη, η κεφαλή, η προθωρακική πλάκα, η εδρική πλάκα και οι πόδες, έχουν χρώμα καφέ σκούρο. Τα θωρακικά και κοιλιακά τμήματα έχουν χρώμα καστανοκόκκινο με τις πλευρές πιο ανοιχτόχρωμες. Οι μεμβράνες που βρίσκονται ανάμεσα στα τμήματα έχουν χρώμα καστανό ανοιχτό ή ρόδινο, γι’ αυτό η προνύμφη, ειδικά όταν κινείται, προσλαμβάνει το χρώμα της ζέβρας. Η χρυσαλλίδα έχει χρώμα καστανό περισσότερο ή λιγότερο σκούρο. Διαθέτει στην άκρη της κοιλίας, άγκιστρα (σκληρές αγκυλωτές τρίχες) με τα οποία συγκρατείται από το αραιό πλέγμα του βομβυκίου.
Ο προσδιορισμός του κατάλληλου χρόνου επέμβασης γίνεται με την χρήση φερομονικών παγίδων. Για την αντιμετώπισή του, χρησιμοποιείται η οικολογική μέθοδος κομφούζιο, καθώς και οι χημικές επεμβάσεις. Το κριτήριο επιλογής του φυτοπροστατευτικού μέσου που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το βλαστικό στάδιο της καλλιέργειας, το στάδιο του εντόμου, την αποτελεσματικότητα του μέσου, την υπολειμματική του διάρκεια και τον τύπο σκευάσματος (formulation). Υπάρχουν πολλές δραστικές ουσίες που είναι κατάλληλες για την καταπολέμηση του εντόμου.Για την χημική αντιμετώπιση χρησιμοποιείται κυρίως πυρεθρινοειδές εντομοκτόνο επαφής και στομάχου για την αντιμετώπιση μυζητικών και μασητικών εντόμων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Οπλοκάμπη δαμασκηνιάς
Το ενήλικο έντομο(Hoplocampa testudinea) εμφανίζεται κατά την διάρκεια της άνθησης των δένδρων και γεννάει τα αυγά του στον κάλυκα των ανθέων. Οι προνύμφες που θα εκκολαφθούν εισέρχονται στους νεαρούς καρπούς και καταστρέφουν την ωοθήκη. Στους μικρούς καρπούς φαίνεται η οπή εισόδου και εξόδου της προνύμφης. Μια προνύμφη μπορεί να προσβάλει 4-5 καρπούς. Οι προσβεβλημένοι καρποί συχνά πέφτουν στο έδαφος. Σε οπωρώνες δαμασκηνιάς, στους οποίους είχαν διαπιστωθεί προσβολές από οπλοκάμπη την περσινή καλλιεργητική περίοδο, συνιστάται ψεκασμός με ένα κατάλληλο και εγκεκριμένο για την καλλιέργεια και το στάδιο βλάστησης εντομοκτόνο μετά την πτώση των πετάλων.
Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.
Καρπόκαψα ροδακινιάς
Η καρπόκαψα ροδακινιάς (Grapholita molesta) αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους εχθρούς (Grapholita molesta) των πυρηνόκαρπων, όπου προσβάλλει κυρίως την ροδακινιά και δευτερευόντως την κυδωνιά, βερικοκιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά, μηλιά, αχλαδιά.
Συμπληρώνει τέσσερις γενιές τον χρόνο. Η πρώτη (1η) γενιά εμφανίζεται κατά την χρονική περίοδο τέλη Απριλίου - μέσα Μαΐου όπου συμπτώματα έχουμε από τις προνύμφες ενήλικων πρώτης γενιάς (προσβολή νεαρών βλαστών). Η δεύτερη (2η) γενιά εμφανίζεται κατά τo φαινολογικό στάδιο της αύξησης των καρπών (κατά προσέγγιση Ιούνιος - Ιούλιος) όπου από τις προνύμφες της 2ης γενιάς και παρατηρούνται φαγώματα καρπών και προσβολές στους βλαστούς. Η τρίτη (3η) και τέταρτη (4η)γενιά εμφανίζονται περίπου κατά την ωρίμανση των καρπών (κατά προσέγγιση Ιούλιος - Αύγουστος) όπου τα συμπτώματα είναι τα ίδια με αυτά της (2ης) γενιάς και η τέταρτη γενιά λίγες ημέρες (15-20) αργότερα.
Ο προσδιορισμός του κατάλληλου χρόνου επέμβασης γίνεται με την χρήση φερομονικών παγίδων. Για την αντιμετώπισή του, χρησιμοποιείται η οικολογική μέθοδος κομφούζιο, καθώς και οι χημικές επεμβάσεις. Το κριτήριο επιλογής του φυτοπροστατευτικού μέσου που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το βλαστικό στάδιο της καλλιέργειας, το στάδιο του εντόμου, την αποτελεσματικότητα του μέσου, την υπολειμματική του διάρκεια και τον τύπο σκευάσματος (formulation). Υπάρχουν πολλές δραστικές ουσίες που είναι κατάλληλες για την καταπολέμηση του εντόμου.Για την χημική αντιμετώπιση χρησιμοποιείται κυρίως πυρεθρινοειδές εντομοκτόνο επαφής και στομάχου για την αντιμετώπιση μυζητικών και μασητικών εντόμων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και εχθρό του ΥΠΑΑΤ.