Βυσσινιά
Γενικά στοιχεία
Η καλλιέργεια της βυσσινιάς, σε εμπορική κλίμακα, έχει εγκαταλειφθεί στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, λόγω των χαμηλών τιμών εμπορίας και του υψηλού κόστους συγκομιδής. Καλλιεργείται όμως σε μεμονωμένα δένδρα, σε κήπους και οπωρώνες, σε πολλές περιοχές και χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων σε οικογενειακό επίπεδο (π.χ παραδοσιακή βυσσινάδα). Παρόλα αυτά υπάρχει κάποιο εμπορικό ενδιαφέρον και κυρίως στις περιοχές που καλλιεργούνταν παραδοσιακά, Φλώρινα, Τρίπολη, Πήλιο. Ο ανασταλτικός παράγοντας, που είναι το υψηλό κόστος συγκομιδής, μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρησιμοποίηση καρποπτωτικών ουσιών, δονητών και δικτύων συλλογής, που μειώνουν αισθητά το κόστος συγκομιδής. [1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η βυσσινιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μικρού μεγέθους, με βλάστηση πλαγιόκλαδη. Σχηματίζει πολλές παραφυάδες. Τα φύλλα είναι απλά, κατ' εναλλαγή, ελλειψοειδή, διπλά οδοντωτά, αδενοφόρα και σε χρώμα πιο πράσινα απ' της κερασιάς. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών μακροσκοπικά, είναι δύσκολη. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι διατεταγμένοι καθ' όλο το μήκος του βλαστού του έτους, εκπτύσσονται νωρίτερα απ' τους ξυλοφόρους και ο καθένας περικλείει 1 έως 5 άνθη, συνήθως 2 έως 3. Τα άνθη μοιάζουν μ' εκείνα της κερασιάς, μόνον που είναι λίγο μικρότερα απ' αυτής. Ο καρπός είναι δρύπη και έχει συνήθως σχήμα σφαιρικό. Ο φλοιός είναι ανοιχτοκόκκινος έω,ς βαθυκόκκινος. Η σάρκα είναι λευκή ή βαθυκόκκινη, με γεύση υπόξινη.[1]
Τρόπος καρποφορίας
Η βυσσινιά σχηματίζει ανθοφόρους οφθαλμούς σε βλαστούς του έτους και σε λογχοειδή (μπουκέτα Μαΐου). Όλοι σχεδόν οι πλάγιοι οφθαλμοί που φέρονται σε βλαστούς του έτους είναι ανθοφόροι. Αν όλοι οι πλάγιοι είναι ανθοφόροι, τότε από έλλειψη ξυλοφόρων, δε σχηματίζονται λογχοειδή και επομένως οι βλαστοί αυτοί παραμένουν μελλοντικά γυμνοί από λογχοειδή (μπουκέτα) και καρπούς. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών της συμπίπτει χρονικά με εκείνη της κερασιάς. Για αυτό συνιστάται η δημιουργία ζωηρών πλάγιων βλαστών, που θα φέρουν μερικούς πλάγιους ξυλοφόρους οφθαλμούς απ' τους οποίους θα σχηματιστούν τα λογχοειδή. Αυτό επιτυγχάνεται μ' αρκετά αυστηρό κλάδεμα. Η παραγωγή της βυσσινιάς φέρεται κυρίως σε κλάδους ενός χρόνου, όπως στη ροδακινιά, και δευτερευόντως σε λογχοειδή, αντίθετα με την κερασιά. Οι οφθαλμοί φέρονται ανά 1 σε κάθε κόμβο. Τα καρποφόρα λογχοειδή φέρουν επάκρια ξυλοφόρους οφθαλμούς και πλάγια αρκετούς ανθοφόρους και η παραγωγική ζωή τους υπολογίζεται σε 3-4 χρόνια, αν εξασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες φωτισμού και θρέψης. Η βυσσινιά μπαίνει σ' αξιόλογη καρποφορία από το 3ο έως 4ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 30-40 χρόνια. [1]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Οι ποικιλίες της βυσσινιάς θεωρούνται αυτογόνιμες και αλληλογόνιμες. Μεγαλύτερες όμως αποδόσεις επιτυγχάνονται όταν συγκαλλιεργούνται περισσότερες από μια συνανθούσες ποικιλίες. Επί πλέον θα πρέπει να εξασφαλιστεί και ο παράγοντας μέλισσα (μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα). Για μια ικανοποιητική παραγωγή απαιτείται καρπόδεση σε ποσοστό 21-42% μιας καλής ανθοφορίας.[1]
Ανάπτυξη καρπού
Η αύξηση του καρπού της βυσσινιάς γίνεται σε τρεις περιόδους που είναι οι παρακάτω:
Πρώτη περίοδος: Είναι περίπου ίσης διάρκειας για κάθε ποικιλία, πρώιμη ή όψιμη, χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του καρπού σε όγκο (ο καρπός αποκτά το 60% του τελικού του μεγέθους).
Δεύτερη περίοδος: Είναι μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ανάλογα με την πρωϊμότητα ή οψιμότητα της ποικιλίας, χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του ενδοκάρπιου, αύξηση του εμβρύου και πολύ βραδεία αύξηση του καρπού.
Τρίτη περίοδος: Έχει την ίδια διάρκεια με εκείνη της πρώτης περιόδου, χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του περικάρπιου λόγω διόγκωσης των κυττάρων. [1]
Πολλαπλασιασμός
Η βυσσινιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 χρόνων. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει την άνοιξη, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου). Ο ενοφθαλμισμός την άνοιξη γίνεται μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκείμενου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC. Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι, που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια. Το παραγόμενο δενδρύλλιο συνήθως διατίθεται ως μονοετές την επόμενη χρονιά, τέλη φθινοπώρου, ή ως διετές την μεθεπόμενη χρονιά κατά την ίδια περίοδο. Τα κλωνικά υποκείμενα πολλαπλασιάζονται εύκολα με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα, με φυλλοφόρα μοσχεύματα και με την τεχνική in vitro.[1]
Υποκείμενα
Τα υποκείμενα της βυσσινιάς διακρίνονται στα σπορόφυτα και κλωνικά και αναλύονται στους εκάστοτε συνδέσμους.
Υποκείμενα βυσσινιάς Κλωνικά[1]
Υποκείμενα βυσσινιάς Σπορόφυτα[1]
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες της βυσσινιάς αναλύονται λεπτομερώς στον παρακάτω σύνδεσμο με πιο γνωστές στη χώρα μας την Τριπόλεως και την Φλωρίνης
Κλιματικές συνθήκες
Η βυσσινιά έχει μεγαλύτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες απ' την κερασιά (μικρότερη απ' τη μηλιά) και ανέχεται υψηλότερες θερμοκρασίες απ' αυτή. Επίσης έχει και μεγαλύτερες απαιτήσεις σε ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της (600-1400 ώρες ψύχους κάτω από 7oC). Τα άνθη και οι μικροί καρποί της βυσσινιάς είναι πολύ ευαίσθητα στον παγετό. Οι οφθαλμοί χρειάζονται προστασία απ' το στάδιο της πράσινης κορυφής, αν η θερμοκρασία είναι μικρότερη από -2.2oC. Συνήθως μεγαλύτερο ποσοστό ανθέων και καρπών καταστρέφεται απ' τους ανοιξιάτικους παγετούς στη βυσσινιά, απ' ότι στη ροδακινιά στην ίδια περιοχή.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Ευδοκιμεί σ' αμμοπηλώδη εδάφη. Δεν ανέχεται εδάφη που δεν αποστραγγίζονται καλά. Επίσης ακατάλληλα είναι και τα πολύ ξηρά εδάφη. Μπορεί να ευδοκιμήσει και σε βαριά εδάφη, αλλά με πολύ καλή αποστράγγιση. Τα εδάφη θα πρέπει να αρδεύονται, το pH του εδάφους θα πρέπει να κυμαίνεται από 5,5 έως 8. Η άριστη περιοχή του pH για την καλύτερη ανάπτυξη είναι από 6-7,5. Επιπλέον η υπόγεια στάθμη του νερού κατά τους χειμερινούς μήνες δεν πρέπει να ξεπερνά το 1-1,5m βάθος. Η βυσσινιά δεν ευδοκιμεί σε ρηχά, ξηρά, σφιχτά και ασβεστούχα εδάφη.[1]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|