Ασθένεια πατάτας Δακτυλιωτή σήψη
Η δακτυλιωτική σήψη είναι ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο καραντίνας Clavibacter michiganensis subsp. sepedonicus, το οποίο προσβάλλει την πατάτα και άλλα είδη της οικ. Solanaceae µεταξύ αυτών την τοµάτα, την µελιτζάνα, καθώς και άλλων οικογενειών όπως τα ζαχαρότευτλα. Η ασθένεια µπορεί να προκαλέσει ζηµιές µέχρι και 50% στην παραγωγή των φυτών.
Τα συµπτώµατα γίνονται αντιληπτά κατά την πλήρη ανάπτυξη των φυτών. Αρχικά παρατηρείται κιτρίνισµα των φυλλιδίων των κατώτερων φύλλων, ακολουθεί περιφερειακή ξήρανσή τους, µάρανση σύνθετων φύλλων και σταδιακή επέκταση της µάρανσης προς τα φύλλα της κορυφής του βλαστού, ο οποίος τελικά ξηραίνεται. Σε τοµή του βλαστού στη βάση και συµπίεση στο σηµείο τοµής µε τα δάκτυλα, διαπιστώνεται έξοδος γαλακτώδους υγρού από το βλαστό. Στους κονδύλους, το πρώτο σύµπτωµα που συναντάµε κυρίως είναι ο κίτρινος ή καστανοκίτρινος µεταχρωµατισµός του δακτυλίου των αγγείων από τα οποία εξέρχονται τεµάχια ιστών τυρώδους υφής, αν οι κοµµένοι κόνδυλοι συµπεστούν µε τα δάκτυλα. Σε προχωρηµένο στάδιο, µόλυνσης παρατηρείται καταστροφή, σήψη του δακτυλίου των αγγείων και συχνά δηµιουργία χασµάτων που συνενούµενα δίνουν την εντύπωση δακτύλιου. Η δακτυλιωτή σήψη είναι άοσµη σε σχέση µε άλλες σήψεις της πατάτας που προκαλούνται από άλλα παθογόνα βακτήρια ή µύκητες.
Η κύρια αιτία διάδοσης του παθογόνου αλλά και η διατήρηση της ασθένειας στον αγρό, είναι οι µολυσµένοι κόνδυλοι πατατόσπορου. Το βακτήριο διατηρείται στο έδαφος, επιβιώνει όµως στα φυτικά υπολείµµατα, στους σάκους, στα εργαλεία και στα µηχανήµατα που έρχονται σε επαφή µε το µολυσµένο πατατόσπορο, ο οποίος είναι και εκείνος που µεταδίδει το βακτήριο στο υγιές υλικό. Η ασθένεια είναι καταστρεπτική και µειώνει την παραγωγή καταστρέφοντας τους κονδύλους.
Η κύρια αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής είναι η χρήση υγειών κονδύλων απαλλαγµένων από την ασθένεια, καθώς και επιµεληµένο πλύσιµο όλων των εργαλείων των µηχανηµάτων και τους χώρους αποθήκευσης. Επίσης επιβάλλεται αμειψισπορά τριών ετών (χωρίς συµµετοχή σολανωδών και ζαχαρότευτλων).