Εχθροί λίτσι

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Νηματώδεις

Δύο είδη νηματωδών έχουν αναφερθεί να προσβάλουν το λίτσι, ο Hemocriconemoides mangiferae Siddigui και ο Xiphinema brevicolle Lordello, τρέφονται με τις ρίζες του φυτού, με αποτέλεσμα να προκαλείται βαθμιαίο κιτρίνισμα στο φύλλωμα, όπου ακολουθεί η πτώση των φύλλων και τελικά έχουμε την νέκρωση των δένδρων. Ο Meloydogine javanica Trent επίσης προσβάλλει τις ρίζες του φυτού, σχηματίζοντας μικρούς ερεθισμούς, αλλά δεν παρατηρείται τόσο έντονα. Ο Η. mangiferae, ένας δακτυλιοειδής νηματώδης, είναι παράσιτο το οποίο τρέφεται με τις κορυφές των ριζών, προκαλώντας αφαίρεση της επιδερμίδας και του παρεγχύματος του φλοιού. Ο Χ. brevicolle εισάγει το κεφάλι του βαθιά μέσα στον φλοιό, καταστρέφοντας έτσι τα κύτταρα του. Η προσβολή από τους δύο νηματώδεις, έχει σαν συνέπεια την παραγωγή γυμνών ριζών, οι οποίες παίρνουν καφέ απόχρωση και εξαφανίζονται οι δευτερεύουσες ρίζες, με αποτέλεσμα το δένδρο να γίνεται λιγότερο ανθεκτικό στη ξηρασία και τελικά ξεραίνεται. Ανάλογα με τον τύπο εδάφους, οι προσβολές των νηματωδών μπορεί να είναι περισσότερο σοβαρές. Υπάρχουν περιπτώσεις σε μερικές χώρες όπου το 40% των δένδρων σε μια μόνο καλλιέργεια καταστράφηκαν. Η εγκατάσταση νέων φυτών σε κάποιο έδαφος που έχει προσβληθεί από νηματώδεις, μπορεί να παρουσιάσει δυσκολία και συνίσταται απαραίτητη απολύμανση πριν από την φύτευση με chloropicrin ή με cloropropene. Για να αποτρέψουμε την μόλυνση των υγιών φυτών, ένα μολυσμένο έδαφος δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την φύτευση των εναέριων καταβολάδων, αφού ο Χ. brevicolle μπορεί να επιζήσει περίπου 4 βδομάδες, ενώ ο Η. mangiferae διατηρείται στο έδαφος περισσότερο από 4 μήνες.




Θρίπες

Τρία είδη έχουν αναφερθεί ότι προσβάλουν το λίτσι, δύο από αυτά είναι το Dolicothrips indicus Hood και το Magalurothrips usitatus Bagnall που προκαλούν ζημία στα άνθη, ενώ το M. distalis Karny προσβάλει τα φύλλα. Είναι μικρά και λεπτά έντομα. Όταν βρίσκονται στο στάδιο της νύμφης και στο ενήλικο γδέρνουν την επιδερμίδα και απομυζούν τον χυμό των κυττάρων τους. Τα εντομοκτόνα με έγκριση για την αντιμετώπιση των θριπών φαίνεται να είναι αποτελεσματικά στα πρώτα στάδια της προσβολής. Για την αντιμετώπιση του έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί το αρπακτικό Orius sp. και μπλε κολλητικές παγίδες χωρίς όμως να έχει αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των παραπάνω μεθοδολογιών.




Σκαθάρια

Το ενήλικο στάδιο του Apoderus blandus Faust τρέφεται με την χλωροφύλλη των νεαρών φύλλων. Άλλα σκαθάρια τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ζημία κυρίως στα νεαρά δενδρύλλια με το φάγωμα των φύλλων τους είναι το Adoretus sinecus Buirn και το A. tenuimasculata Waterh. Το λίτσι επίσης προσβάλλεται από σκαθάρια της τάξης Chrysomelide όπως το Diapormorpha melanopus Lacordaire, το Cryptocephalus insubidus Suffrain, αυτά τρώνε τον βλαστό και δημιουργούν στοές. Το Ryparida discopunctata Blackeb τρώει τα νεαρά φύλλα και τις μαλακές κορυφές των βλαστών, επιβραδύνοντας σημαντικά την ανάπτυξη και προκαλεί μείωση στην παραγωγή των ανθέων καθώς και στην καρπόδεση. Η καταπολέμηση αυτών των εντόμων πραγματοποιείται με την εφαρμογή ουσιών όπως το malathion ή carbonyl.




Άλγη

Το άλγος Cephaleuros virescens Kunze, αποτελεί παράσιτο πολλών καρπών, προσβάλλει το λίτσι κυρίως σε υγρές περιοχές. Κατά την προσβολή προκαλείται ένα κοκκινωπό εξόγκωμα που εμφανίζεται στα φύλλα και στους μίσχους. Σε περιπτώσεις, όπου η προσβολή είναι μεγάλη, το εξόγκωμα καλύπτει πλήρως τους κυρίως βραχίονες, με αποτέλεσμα το δένδρο να χάνει την ζωτικότητα του. Ο εχθρός αυτός μπορεί να καταπολεμηθεί με τον ψεκασμό των προσβεβλημένων περιοχών κατά την διάρκεια πριν και μετά την παρουσία της υγρής περιόδου με copper oxychloride (400g / 100 lt νερό).




Αφίδες

Το μόνο έντομο αυτής της κατηγορίας που παρουσιάζεται στο λίτσι είναι η αφίδα των εσπεριδοειδών Toxoptera aurantii Boyer de Fons. Ομάδες από νύμφες και ενήλικα μαύρου - καφέ χρώματος συνήθως εμφανίζονται σε νεαρούς βλαστούς. Τα έντομα αυτά απομυζούν τον χυμό των κυττάρων, προκαλούν παραμόρφωση των φύλλων και παράγουν μια σακχαρώδη ουσία η οποία πέφτει πάνω στα φύλλα. Στα σημεία αυτά αναπτύσσεται μαύρη μούχλα (Capnodium ssp.) η οποία απλώνεται, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη του δένδρου και επηρεάζει τελικά την παραγωγικότητα του. Η καταπολέμηση γίνεται με ψεκασμό 0,03% phosphamidon, dimethoate ή monocrotophos. Σε περίπτωση σοβαρών προσβολών, η θεραπεία θα έπρεπε να επαναληφθεί σε διαστήματα 8 - 10 ημερών.




Κάμπιες

Οι κάμπιες Indarbela quadrinotata και Indarbela tetroanis είναι πολυφάγοι εχθροί, οι οποίοι παρουσιάζονται σε παλιές, εγκαταλελειμμένες φυτείες. Δύο με τρεις ημέρες μετά την εκκόλαψη, οι προνύμφες ροκανίζουν τον φλοιό και διατρυπούν τον κορμό του δένδρου. Παρεμποδίζουν με αυτό τον τρόπο την κυκλοφορία του χυμού και τελικά σταματάει την ανάπτυξη του δένδρου. Οι κάμπιες επίσης μασουλούν κομματάκια του ξύλου και πλέκουν βαμβακερούς ιστούς στο πέρασμα τους, όπου αφήνουν τα απορρίμματα τους. Τα αυγά τους εναποθέτονται στα μέσα της άνοιξης και συνήθως εκκολάπτονται σε μία βδομάδα. Το ενήλικο στάδιο εμφανίζεται νωρίς τον χειμώνα, αλλά ο κύκλος του συνεχίζει περισσότερο από 3 - 4 μήνες, ενώ το στάδιο της πούπας διαρκεί 2 βδομάδες. Ο πλήρης κύκλος ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα χρόνο. Η απομάκρυνση των προσβεβλημένων τμημάτων, γίνεται με αφαίρεση των ιστών και ακολουθεί θεραπεία με χημικές ουσίες όπως dichlorvos, trichlorfon ή endosulfan. Επίσης μπορεί να τοποθετηθεί στα προσβεβλημένα σημεία ένας βαμβακερός επίδεσμος βουτηγμένος σε βενζίνη, χλωροφόρμιο ή κάποια άλλη παρόμοια ουσία. Όλοι αυτοί οι μέθοδοι είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθούν, ιδιαίτερα σε μεγάλης έκτασης φυτείες.




Ακάρεα

Το Aceria litchii αποτελεί ένα από τους πιο σημαντικούς εχθρούς του λίτσι και παρουσιάζεται σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργείται. Προκαλεί σοβαρές ζημίες στα φύλλα και στις ταξιανθίες, σε περίπτωση που παρατηρηθεί σοβαρή προσβολή, καταστρέφει τις κορυφές των φύλλων και παρεμποδίζει την καρπόδεση. Τα προσβεβλημένα φύλλα δεν αναπτύσσονται κανονικά και μπορεί να πέσουν πρόωρα. Τα νεαρά φυτά και τα δενδρύλλια είναι πολύ ευαίσθητα και μπορεί ακόμα και να νεκρωθούν αν η προσβολή είναι μεγάλη. Τα αυγά τους είναι μικρά ( 0,04 mm σε διάμετρο ), στρογγυλά, με λευκό χρώμα και εναποθέτονται στους βλαστοφόρους οφθαλμούς. Οι νύμφες εκκολάπτονται μετά από 3 - 4 μέρες και ξεκινούν να τρέφονται αμέσως. Μετά από μια σειρά εκδύσεων και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, το ενήλικο στάδιο εμφανίζεται μέσα σε λίγες μέρες. Ακόμα και σε αυτό το στάδιο τα ακάρεα είναι πολύ μικροσκοπικά ( 0,15 - 0,2 mm σε μήκος ), διαφανές και έχουν ροζ χρώμα, με δυο ζεύγη πόδια στο μπροστινό άκρο του σώματος τους. Περνούν το χειμώνα σ’ αυτό το στάδιο και ξεκινούν να πολλαπλασιάζονται την επόμενη άνοιξη. Οι νύμφες και τα ενήλικα συνήθως βρίσκονται στη βάση των τριχιδίων της κάτω πλευράς του φύλλου. Προκαλούν ζημία στα φύλλα από τσιμπήματα, επίσης σχίζουν τους ιστούς του φύλλου και μυζούν τον χυμό των κυττάρων. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της παρουσίας των εχθρών είναι μια βελούδινη διόγκωση, καφέ χρώματος, στην κάτω πλευρά του φύλλου και προκαλούν συστροφή των φυλλαρίων. Σε πρώιμο στάδιο, εμφανίζονται μικρά σκούρα στίγματα που σχηματίζουν μια γραμμή με βελούδινη διόγκωση. Χαρακτηριστικά φουσκώματα εκδηλώνονται στην πάνω επιφάνεια των φύλλων, με αποτέλεσμα τα προσβεβλημένα φύλλα να νεκρώνονται πλήρως και να πέφτουν, εν τω μεταξύ το άκαρι έχει μεταφερθεί σε άλλο μέρος του φυτού. Η προσβολή συνήθως εμφανίζεται στο κάτω μέρος του δένδρου και βαθμιαία μεταφέρεται προς τα πάνω. Οι εχθροί μπορεί να μεταδοθούν μέσα στην καλλιέργεια με την βοήθεια των πουλιών, με τον άνεμο ή ακόμα και από τον άνθρωπο. Τα μέτρα ελέγχου πρέπει να είναι προληπτικά, για κάθε άκαρι που εγκαθίσταται, για τον λόγο ότι είναι σχεδόν αδύνατο να εκριζωθεί. Επομένως μπορούμε να ακολουθήσουμε προληπτικά τα παρακάτω μέτρα:

  • Τα φυτά που προέρχονται από καταβολάδες, θα έπρεπε να εμβαπτιστούν σ’ ένα μίγμα 50 ml dimethoate και 5 ml ενός υγρού διαλυτού αντιδραστηρίου σε 50 ml νερό, όταν αυτά απομακρύνονται από το φυτώριο. Πριν φυτευτούν στην οριστική τους θέση, η διαδικασία αυτή θα πρέπει να επαναληφθεί δύο φορές σε διάστημα 10 - 14 ημερών.

Αν το χωράφι είναι ήδη μολυσμένο, τα δένδρα πρέπει να θεραπευτούν πριν ξεκινήσει η βλαστική τους ανάπτυξη με 0,05% dimethoate ή με συνδυασμό με 0,12% dicofol. Ο ψεκασμός πρέπει να επαναληφθεί 2 βδομάδες αργότερα και μια φορά κάθε μήνα, έως ότου η νέα βλάστηση να είναι απαλλαγμένη από όλα τα συμπτώματα της μόλυνσης. Μπορεί επίσης να εφαρμοστεί βρέξιμο θειάφι ( 100 gr /20 lt νερού ) μετά την συγκομιδή καθώς και κατά την διάρκεια του χειμώνα με μια ή δύο εφαρμογές. Τα προσβεβλημένα φύλλα θα έπρεπε να μαζευτούν και να καούν ή ακόμα και να θαφτούν βαθιά στο έδαφος.




[1]

Βιβλιογραφία

  1. Η καλλιέργεια του λίτσι, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Κολοκοτρώνη Μαρίας, Ηράκλειο 2006.