Καλλιέργεια λίτσι

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Προετοιμασία εδάφους

Ένα βαθύ όργωμα του εδάφους σε ξηρό καιρό πριν τη φύτευση θα εξασφαλίσει ομοιόμορφη ανάπτυξη και είναι απαραίτητο να γίνει σε πρόσφατα καλλιεργούμενα εδάφη όπου συνήθως έχουν σχηματίσει ένα συμπυκνωμένο στρώμα. Είναι πολύ επιθυμητό να χρησιμοποιηθούν φυτά συγκράτησης του νερού και του λιπάσματος πριν τη φύτευση των λίτσι και κατά την διάρκεια των πρώτων 3 ή 4 χρόνων. Αυτά θα εμποδίσουν την ανάπτυξη των ζιζανίων, λειτουργούν σαν ανεμοφράκτες για τα νεαρά δέντρα και προσφέρουν μια πηγή ουσιών από τα ξηρά φύλλα. Σε αλκαλικά εδάφη με pH 7 - 8, μπορούν να γίνουν ορισμένες εφαρμογές θειαφιού, σε αναλογίες των 500 Kg/εκτάριο έως το pH πέσει στο 5,6. Μόλις έχει επιλεγεί το σχέδιο φύτευσης και έχει προετοιμαστεί το έδαφος, πρέπει να ανοιχτούν οι λάκκοι στους οποίους πρόκειται να φυτευτούν τα δέντρα. Αυτό θα έπρεπε να γίνει μερικούς μήνες πριν τη φύτευση. Θεωρητικά αυτοί υπολογίζονται 1m x 1m x 1m ή το μέγεθος τους πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο από το βάθος της σακούλας στην οποία έχει προετοιμαστεί το φυτό. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην είναι πάντα εφικτό ειδικά στα πετρώδη, ασβεστώδη εδάφη της Φλόριντα.

Σε διάστημα όχι λιγότερο από 2 εβδομάδες πριν την φύτευση και αν είναι δυνατό 3 - 5 μήνες εκ των προτέρων, τα λιπάσματα αναμιγνύονται προσεκτικά με το επιφανειακό έδαφος, το οποίο στην συνέχεια τοποθετείται στη βάση του λάκκου. Είναι προτεινόμενο να ενσωματώνονται σε κάθε λάκκο 500gr υπερφωσφορικού άλατος και 5Kg σύνθετης οργανικής ουσίας. Σε περίπτωση που εμφανίζεται έλλειψη μαγνησίου, μπορούμε να ενσωματώσουμε 500gr δολομίτη. Όταν τα εδάφη είναι πολύ αμμώδη ή άγονα, το υπερφωσφορικό άλας μπορεί να αντικαθίσταται από ένα λίπασμα τύπου 12 - 12 - 17 ή από μείγμα παρόμοιου λιπάσματος. Τα λιπάσματα δεν πρέπει ποτέ να έρχονται σε επαφή με τις ρίζες του φυτού, για τον λόγο ότι είναι πολύ ευαίσθητες στις ανόργανες και οργανικές θρεπτικές ουσίες και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρό κάψιμο των νεαρών δέντρων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ρίζες των εναέριων καταβολάδων, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται για εμπορικές φυτείες, είναι πολύ επιφανειακές, πρέπει να λαμβάνεται ειδική φροντίδα ούτως ώστε να μην εφαρμόζονται αυτά τα μείγματα πολύ κοντά στα φυτά κατά την διάρκεια των πρώτων 6 μηνών. Δεν είναι απαραίτητο να ενσωματώνονται λιπάσματα μέχρι την εμφάνιση της πρώτης βλαστικής ανάπτυξης. Μια εναλλακτική λύση είναι η ενσωμάτωση του λιπάσματος σε ένα βάθος 30 cm καλύπτοντας ένα τετραγωνικό μέτρο, μερικούς μήνες πριν τη φύτευση καθώς και το άνοιγμα των λάκκων λίγο καιρό πριν την τοποθέτηση των δέντρων σε αυτούς.[1]

Φύτευση

Ένα δέντρο 25 ετών μπορεί να καλύψει μια διάμετρο 12m, το οποίο απαιτεί ικανοποιητικό αερισμό και φωτισμό σε ολόκληρη την περιφέρεια της κόμης του για να παράγει καλή σοδειά. Η ελάχιστη προτεινόμενη απόσταση μεταξύ των παραγόμενων δέντρων υπολογίζεται περίπου 12 m, ή καλύτερα ακόμα, 15m, σε μια φυτεία με 5 - 7 δέντρα/στρέμμα. Ωστόσο οι αποστάσεις των δέντρων διαφέρουν και εξαρτώνται από την ποικιλία. Για αργά αναπτυσσόμενες ποικιλίες, σε ψυχρές τοποθεσίες ή σε φτωχά εδάφη, τα δέντρα μπορούν να φυτευτούν σε αποστάσεις μεταξύ 9m x 9m (13 φυτά/στρέμμα) και 6m x 6m (28 φυτά/στρέμμα). Επειδή τα φυτά του λίτσι μπαίνουν αργά στην παραγωγή, προτείνεται να γίνει πυκνή φύτευση των δέντρων, ακόμα συνιστάται να παρεμβάλλονται με άλλα φυτά τα οποία παράγουν στα πρώτα χρόνια της καλλιέργειας τους, όπως και οι μπανανιές, για να εξασφαλίσουν γρήγορη απόδοση. Τα όρια της φυτείας ίσως ακολουθούν τις ισοϋψείς καμπύλες της βουνοπλαγιάς, ακόμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα σχέδια φύτευσης όπως τετράγωνα, πεντάγωνα, ορθογώνια ή ρομβοειδή, εφόσον λαμβάνουμε υπόψη τις παραπάνω προτεινόμενες αποστάσεις. Για να πραγματοποιήσουμε ευκολότερη την εργασία με τα μηχανήματα, οι σειρές των δέντρων θα πρέπει να έχουν όσο είναι δυνατόν μεγάλες και ομοιόμορφες αποστάσεις. Είναι προτιμότερο να βρίσκονται σε βόρεια - νότια κατεύθυνση, ειδικά στις πυκνές φυτείες, ώστε να επιτρέπεται η άριστη έκθεση των δέντρων στον ήλιο.[1]

Καταπολέμηση ζιζανίων

Ο έλεγχος των ζιζανίων είναι ζωτικής σημασίας ειδικά όταν τα δένδρα είναι μικρά, διαφορετικά δεν μπορούν να επιζήσουν. Η παρουσία κάλυψης του εδάφους με στρώμα από άχυρα ή ξερά φύλλα κατά την διάρκεια των αρχικών μη καρποφόρων ετών βοηθάει στον έλεγχο των ζιζανίων, αλλά θα πρέπει αργότερα να απομακρυνθούν ή να ανακατευθούν με το χώμα για τον λόγο ότι παρεμποδίζουν την ενσωμάτωση του λιπάσματος και τον έλεγχο της εδαφικής υγρασίας, τα οποία είναι απαραίτητα για την άφθονη ανθοφορία και καρποφορία. Τα ζιζάνια μπορούν να απομακρυνθούν με τα χέρια, με μηχανήματα ή με διάφορες χημικές ουσίες. Ωστόσο, για τον λόγο ότι το λίτσι έχει επιπόλαιο ριζικό σύστημα, το όργωμα πρέπει να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν, ειδικά όταν τα εδάφη είναι ρηχά. Τα προφυτρωτικά ζιζανιοκτόνα που παρέχουν μακράς διαρκείας προστασία, δεν χρησιμοποιούνται. Όμως χρησιμοποιούνται σε κανονικές ποσότητες τα ζιζανιοκτόνα επαφής, όπως το paraquat και για τα ζιζάνια που είναι περισσότερο δύσκολο να εξολοθρευτούν, το gliphosphate, όπως εφαρμόζονται σε άλλες καρποφόρες καλλιέργειες. Ωστόσο, ιδιαίτερη προσοχή θα έπρεπε να λαμβάνεται ώστε το λίπασμα να μην έρθει σε επαφή με το φύλλωμα, επειδή αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες φυτοτοξικότητας. Ένα σημαντικό πρόβλημα εμφανίζετε σχετικά με την εφαρμογή ζιζανιοκτόνων σε ορισμένες χώρες ειδικά όπου το Λίτσι καλλιεργείται σε μικρές εκτάσεις και όπου η χρήση τους δεν ελέγχετε από κυβερνητικούς κανονισμούς.[1]

Κλάδεμα

Το κλάδεμα διαμόρφωσης εκινάει όταν επιλέγεται ένα κλαδί για να γίνει εναέρια καταβολάδα, το οποίο πρέπει να έχει ένα μόνο στέλεχος. Αν αυτό είναι αδύνατον, τα άλλα στελέχη πρέπει να αφαιρούνται είτε κατά το διάστημα της δημιουργίας της καταβολάδας ή όταν το φυτό που αναπτύσσεται από καταβολάδα μεταφυτεύεται σε σακούλα είτε μεταφυτεύεται στην οριστική του θέση. Το ετήσιο κλάδεμα γινόταν ήταν κατά την περίοδο της συγκομιδής, καθώς έκοβαν τα κλαδιά των καρπών και αφαιρούσαν μαζί με αυτά κλαδιά μήκους 20 - 30cm. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται συχνά στην υποτροπική Αφρική, όπου αφαιρούνται πάνω από 50cm του κλαδιού, με αυτό τον τρόπο πιστεύεται ότι βοηθάει την βελτίωση της επόμενης καρποφορίας αφού ενθαρρύνει την τελική παραγωγή νέων βλαστών. Στο κλάδεμα ανθοφορίας, εφαρμόζεται η τεχνική του χαρακώματος που αποτελεί ένα τρόπο διόρθωσης των ακανόνιστων δειγμάτων καρποφορίας του λίτσι. Η πρακτική αυτή περιλαμβάνει μια συνεχή τομή βάθους 0,16 - 0,40cm γύρω από ολόκληρη την περιφέρεια του κλαδιού, συνήθως γίνεται στο κύριο στέλεχος ή σε δευτερεύοντα κλαδιά, που θα εξελιχθούν σε μελλοντικούς βραχίονες, υπό τον όρο ότι η διάμετρος της τομής στο σημείο του χαρακώματος να μην είναι λιγότερο από 1,5cm. Οι τομές πρέπει να καλύπτονται με μπογιά κλαδεύματος. Ο χρόνος θεραπείας των τομών εξαρτάται από την ζωτικότητα του δένδρου, την ποικιλία και το μέγεθος της τομής. Για τον λόγο ότι τα δένδρα του λίτσι αναπτύσσονται αργά, κάνουμε κλάδεμα ρύθμισης της παραγωγής. Η εργασία αυτή μπορεί να εφαρμόζεται μόνο μια φορά για κάθε 5 ή 6 χρόνια καλλιέργειας. Η καλύτερη περίοδος για την εκτέλεση του κλαδέματος ρύθμισης της παραγωγής είναι αμέσως μετά την συγκομιδή, ειδικά σε μια πολύ παραγωγική χρονιά, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη περισσότερων βλαστοφόρων οφθαλμών για την επόμενη χρονιά, η οποία συνήθως παρουσιάζει μειωμένη παραγωγή. Το κλάδεμα αναπαραγωγής τέλος, εκτελείται όταν εκδηλώνονται οι παγετοί κατά διαστήματα σε μερικές υποτροπικές περιοχές που καλλιεργείται το λίτσι, κάποιες φορές κρίνονται αρκετά σοβαροί για να θανατώσουν τα δένδρα. Σε περίπτωση όπου οι ζημίες δεν είναι τόσο ακραίες, αλλά έχει ζημιωθεί μόνο ένα μέρος του κορμού και ορισμένα κλαδιά, το κλάδεμα είναι απαραίτητο για να διευκολύνει το δένδρο να συνέλθει από αυτή την κατάσταση. Για λεπτομερής ανάλυση περί του κλαδέματος στο λίτσι, παραθέτουμε τον παρακάτω σύνδεσμο:

Κλάδεμα λίτσι[1]

Άρδευση

Αν και το λίτσι έχει παρατηρηθεί ότι ανέχεται την κατάσταση πλημμύρας για μικρές περιόδους, όμως ένα καλό σύστημα αποστράγγισης είναι ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά σε λοφοειδής τοποθεσίες όπου το υπέδαφος είναι συνήθως λιγότερο διαπερατό από ότι το επιφανειακό στρώμα. Οι επιδράσεις της αλατότητας του εδάφους στο λίτσι δεν έχουν ακόμα μελετηθεί αρκετά, στις περιοχές που πιθανώς παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, θα μπορούσε να συστηθεί απόπλυση των αλάτων από το έδαφος. Σε περίπτωση απουσίας σχετικών μελετών κάνουμε παρόμοιους χειρισμούς όπως στις άλλες παραγωγικές καλλιέργειες π.χ στο αβοκάντο, γίνεται πλύση με διπλάσια ποσότητα νερού κατά την άρδευση, η οποία πραγματοποιείται σε διαστήματα έξι βδομάδων. Είναι φυσικά περιττό να γίνει αυτό σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Το λίτσι απαιτεί άφθονο νερό ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της φάσης ανάπτυξης του, όταν το μέγιστο επίπεδο της βροχόπτωσης είναι περίπου 1.500 mm/χρόνο. Η μοναδική περίοδος που δεν απαιτείται υψηλή ποσότητα νερού είναι κατά την διάρκεια της περιόδου πριν την ανθοφορία, όταν σχετικά ξηρές συνθήκες απαιτούνται για να διακόψουν την βλαστική ανάπτυξη και να προωθήσουν την έκπτυξη των ανθέων. Άφθονη βροχόπτωση, παρουσία ομίχλης και υπερβολική άρδευση κατά την διάρκεια της ανθοφορίας μπορεί να προκαλέσει μείωση της καρπόδεσης.

Στα νεαρά δένδρα είναι απαραίτητη η άφθονη άρδευση, η όποια υπολογίζεται σε μια αναλογία 40mm (μαζί με βροχόπτωση) κάθε 10 μέρες, αν και αυτό δεν έχει ακριβώς προσδιοριστεί. Από την ανθοφορία μέχρι το τέλος της πρώτης βλάστησης μετά την συγκομιδή (αρχές Αυγούστου έως Φεβρουάριο), όταν το επίπεδο της εδαφικής υγρασίας έχει πέσει στο μισό της φυσιολογικής ικανότητας συγκράτησης της, απαιτείται μέγιστο ποσοστό 40mm βροχόπτωσης ή άρδευσης ανά διαστήματα 10 ημερών. Για τον υπόλοιπο χρόνο, προκαλείται υδατικό στρες και το νερό εφαρμόζεται για να εμποδίσει το επίπεδο της εδαφικής υγρασίας να πέσει κάτω από το 10% της φυσιολογικής ικανότητας συγκράτησης της υγρασίας. Σαν σύστημα άρδευσης ενδείκνυται η στάγδην, με κατάκλιση (είναι κατάλληλο σε περιοχές όπου η γη είναι σχεδόν επίπεδη, επιπλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βουνοπλαγιές όπου έχουν σχηματιστεί βαθμίδες), με καταιονισμό (παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εφαρμογής σε περιοχές επιρρεπείς στο ψύχος ή με χαμηλή υγρασία).[1]

Λίπανση

Πριν τη φύτευση εφαρμόζονται 0,5kg απλού υπερφωσφορικού σε 1 m2 κάθε θέσης φύτευσης, το οποίο αναμιγνύεται μαζί με 35lt επεξεργασμένης λάσπης ή 10lt κοπριάς πτηνών (πραγματοποιείται ένα μήνα πριν την φύτευση). Κατά τον 1ο χρόνο μόλις τα φυτά παρουσιάσουν την πρώτη βλαστική ανάπτυξη, εφαρμόζονται 30gr ουρία/φυτό ανά μήνα, μαζί με 30gr μίγματος 15 - 4 - 11 ή παρόμοιου τύπου λιπάσματος ανά τρεις μήνες. Σε ψυχρές περιοχές η εφαρμογή του λιπάσματος δεν συνίσταται στα μέσα του χειμώνα, αυτό γίνεται για να αποφύγουμε την βλαστική ανάπτυξη κατά την περίοδο αυτή, επειδή τα φυτά όταν βρίσκονται σε αυτή την φάση είναι πολύ ευαίσθητα στις ζημίες του ψύχους. Σε περίπτωση που τα εδάφη είναι φτωχά ή αν δεν μπορούν να εφαρμοστούν οργανικά λιπάσματα, τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε χρήση λιπασμάτων τα οποία περιέχουν πρόσθετα μικροστοιχεία. Τον 2ο χρόνο, κατά την περίοδο της άνοιξης εφαρμόζονται 8lt από κοπριά πτηνών ή κάποιο αντίστοιχο είδος, 40gr ουρία /μήνα και 40 gr μίγματος 15 - 4 - 11 σε διαστήματα ανά τρεις μήνες, το οποίο εφαρμόζεται μαζί με την ουρία. Τον 3ο χρόνο, την περίοδο της άνοιξης εφαρμόζονται 15lt από κοπριά πτηνών ή κάποιο παρόμοιο μίγμα, 60 gr ουρία /μήνα και 60 gr μίγματος 15 - 4 - 11 σε διαστήματα ανά τρεις μήνες, το οποίο εφαρμόζεται μαζί με την ουρία. Κατά την περίοδο που τα δένδρα καρποφορούν, θα πρέπει να λιπαίνονται 4 βδομάδες πριν την συγκομιδή, δίνοντας την δυνατότητα στους καρπούς να παχύνουν περισσότερο. Επίσης, θα ήταν επιθυμητό να γίνει μια εφαρμογή 2 βδομάδες μετά την συγκομιδή, συμβάλλοντας θετικά στην βλαστική ανάπτυξη κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Τον 5ο σε κάθε εφαρμογή λίπανσης χρησιμοποιούνται, 150gr ουρία, 300gr υπερφωσφορικού και 150 - 200gr θειικού καλίου. Από τον 6ο έως και τον 10ο χρόνο, οι ποσότητες αυξάνονται κατά 20 - 30% ετησίως μέχρι το 15ο έτος, όπου γίνονται οι παρακάτω εφαρμογές: 1200 gr ουρία, 1200 gr απλού υπερφωσφορικού και 150 - 200gr θειικού καλίου.[1]

Ανάχωμα

Η τεχνική αυτή, η οποία συμπεριλαμβάνει τη συσσώρευση χώματος γύρω από τον κορμό του δένδρου μέχρι ενός ορισμένου ύψους προστατεύοντας αυτό από το ψύχος για δένδρα πάνω από 5 χρονών, εφαρμόζετε σε κάθε τοποθεσία που οι θερμοκρασίες μπορεί να πέσουν στους 1oC για μία ώρα ή περισσότερο. Τα αναχώματα συνήθως φτάνουν ένα ύψος 45cm. Αμμώδη και αργιλώδη εδάφη είναι ιδιαίτερα κατάλληλα για την κατασκευή αναχώματος, μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν βραχώδη εδάφη ακόμα κοπριά ή τύρφη.[1]

Υποστύλωση

Όταν τα δένδρα είναι μικρά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα της κρεβατίνας, όπου τα κλαδιά ενός μέρους του δένδρου απλώνονται κατά μήκος ενός οριζόντιου στύλου κάθε άκρο του οποίου στηρίζεται σε δύο στύλους με V - σχήμα. Η υποστύλωση των μεγαλύτερων δένδρων είναι πιο περίπλοκη, επειδή η κατασκευή ενός στύλου πρέπει να στήνεται γύρω από το δένδρο. Η μέθοδος αυτή επίσης βοηθάει στο να προστατέψει τα κλαδιά από τις ζημίες που μπορεί να προκληθούν με τον άνεμο. Το κόστος αυτής της τεχνικής κάνει την υποστύλωση απραγματοποίητη σε πολλές φυτείες.[1]

Σακούλιασμα

Άλλη συνηθισμένη πρακτική όπου εφαρμόζεται σε μερικές περιοχές καλλιέργειας του λίτσι, οι καρποί του οποίου προορίζονται για εξαγωγή είναι η τοποθέτηση των τσαμπιών των καρπών σε σακούλες. Αυτή η μέθοδος είναι απαραίτητη σε περιοχές με υψηλή συχνότητα προσβολών από έντομα, ιδιαίτερα από τις μύγες του καρπού και τα λεπιδόπτερα (Argyroploce pelastica Meyr.). Οι σακούλες συνήθως κατασκευάζονται από ακατέργαστο βαμβάκι ή από χαρτί ανθεκτικό στην υγρασία. Υπολογίζονται 30cm x 45cm και μπορούν να κρατήσουν περίπου 40 καρπούς. Το χαρτί, το οποίο είναι φθηνότερο, δεν αντέχει περισσότερο από μια συγκομιδή, ενώ το άλλο υλικό διαρκεί για 3 ή 4 χρόνια παραγωγής. Πριν τοποθετηθούν οι σακούλες, τα περισσότερα φύλλα γύρω από τα τσαμπιά πρέπει να αφαιρούνται, διαφορετικά θα πέσουν μέσα στην σακούλα και θα σαπίσουν. Στον καρπό τότε πρέπει να εφαρμόζεται θεραπεία με ένα κατάλληλο εντομοκτόνο, όπως το parathion, σε μια αναλογία 100g /100l νερό. Οι σακούλες δένονται γύρω από τα κλαδιά των καρπών με έναν σπάγκο. Οι καρποί θα έπρεπε να τοποθετηθούν στις σακούλες περίπου 1½ έως 2 μήνες πριν την συγκομιδή. Όταν οι σακούλες τοποθετηθούν στα τσαμπιά δεν πρέπει να ανοιχθούν μέχρι την συγκομιδή τους.[1]

Ωρίμανση

Το χρώμα της επιδερμίδας συνήθως χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του κατάλληλου χρόνου συγκομιδής των καρπών. Ο καρπός έχει αναφερθεί ότι είναι έτοιμος για συγκομιδή όταν το περικάρπιο έχει αποκτήσει ομοιόμορφο κόκκινο χρώμα (όταν το πορτοκάλι χρώμα έχει εξαφανιστεί τελείως ή σχεδόν τελείως, εκτός από την περίπτωση των ποικιλιών οι οποίες παράγουν κίτρινους ή πράσινους καρπούς) και τα εξογκώματα της επιδερμίδας έχουν γίνει πιο λεία. Οι ποικιλίες που παράγουν κόκκινους καρπούς, θα έπρεπε να έχουν ακόμα πιο βαθύ κόκκινο χρώμα την περίοδο συγκομιδής τους. Ένα συνηθισμένο τεστ ωριμότητας είναι και ο έλεγχος του χρώματος της εσωτερικής επιφάνειας της επιδερμίδας, η οποία επίσης πρέπει να είναι κόκκινη. Η γεύση αποτελεί ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό που καθορίζει αν ο καρπός είναι έτοιμος για συγκομιδή. Άλλα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τον ακριβή χρόνο συγκομιδής είναι το ελάχιστο βάρος του καρπού και η αναλογία σακχάρων/οξέων, οι καρποί της ποικιλίας « Mauritius » έχει αναφερθεί ότι είναι έτοιμοι για συγκομιδή και για προώθηση στην αγορά όταν ζυγίζουν περίπου 21g και η αναλογία των σακχάρων/οξέων είναι 10:1. Είναι αυτονόητο ότι τα δύο αυτά κριτήρια μεταβάλλονται ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή που καλλιεργείται καθώς και από τις κλιματικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιοχής. Στο Ισραήλ, για την ίδια ποικιλία όταν η αναλογία σακχάρων/οξέων είναι 20:1 ο καρπός θεωρείται ώριμος, ενώ σε αναλογία περισσότερο από 29:1 ο καρπός χαρακτηρίζεται υπερώριμος. Οι καρποί του λίτσι αναπτύσσονται σε ταξιανθίες, με αποτέλεσμα να μην ωριμάζουν ταυτόχρονα.[1]

Συγκομιδή

Σε περίπτωση που η συγκομιδή γίνει πολύ νωρίς, ο καρπός χάνει την φωτεινότητα του και δεν αποκτά την επιθυμητή αναλογία σακχάρων/οξέων, και τα δύο αποτελούν συντελεστές ζωτικής σημασίας, όπου επηρεάζουν την γεύση του καρπού, με αποτέλεσμα να μειονεκτεί στην αγορά. Αν ο καρπός συγκομισθεί αργότερα από το κανονικό στάδιο θα είναι μεγαλύτερο το εδώδιμο μέρος και υψηλότερος ο συνολικός όγκος. Το επίπεδο της οξύτητας θα μειωθεί σημαντικά αλλά παρ’ όλα αυτά ο καρπός θα είναι άνοστος. Για να αποκτήσουμε καλύτερη ποιότητα καρπών, η συλλογή πρέπει να είναι επιλεκτική, ιδιαίτερα στην αρχή της περιόδου και χρειάζεται να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα σε όλη την διάρκεια του χρόνου συγκομιδής. Σε περίπτωση που θέλουμε οι καρποί να επιτύχουν ένα ικανοποιητικό στάδιο ωρίμανσης ή αν έχουν τοποθετηθεί σακούλες γύρω από τα τσαμπιά, τότε κάθε ταξιανθία κόβεται από την βάση της, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο χρόνος συγκομιδής. Όταν οι καρποί συλλέγονται χωριστά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ψαλίδια και ο μίσχος τους πρέπει να κόβεται σε απόσταση περίπου 3mm από τον καρπό, έτσι ώστε να μην καταστρέφεται ο καρπός με το σχίσιμο της επιδερμίδας. Προσοχή πρέπει να δοθεί, ώστε οι καρποί να μην συγκομίζονται κατά την διάρκεια υγρής περιόδου και πρέπει να αποφεύγεται η έκθεση τους στον ήλιο αμέσως μετά την συγκομιδή, αποτρέποντας με αυτό τον τρόπο την αλλαγή του χρώματος της επιδερμίδας. Οι καρποί του λίτσι πρέπει να συσκευάζονται και να μεταφέρονται με προσοχή, αν και η επιδερμίδα είναι αρκετά σκληρή, το παραμικρό ελάττωμα όμως μπορεί να προκαλέσει απώλεια της εμπορικής του αξίας.[1]

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 Η καλλιέργεια του λίτσι, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Κολοκοτρώνη Μαρίας, Ηράκλειο 2006.