Μικτός τύπος βοοειδών και οι κυριότερες φυλές
Ο µικτός τύπος είναι ενδιάµεσος µεταξύ γαλακτοπαραγωγού και κρεοπαραγωγού τύπου. ∆ηµιουργήθηκε λόγω της αρνητικής γενετικής συσχέτισης µεταξύ των χαρακτήρων της γαλακτοπαραγωγής και της κρεοπαραγωγής. Ό,τι κερδίζει η προσπάθεια γεννητικής βελτίωσης στη γαλακτοπαραγωγή το χάνει στην κρεοπαραγωγή.
Ο µικτός τύπος προτιμάται από τους αγελαδοτρόφους που δεν επιθυµούν την πλήρη εξειδίκευση σε γάλα ή σε κρέας. Είναι ιδανικός για µικρές (µέχρι 10 αγελάδες) ή µεσαίες οικογενειακές συστηµατικές εκτροφές (10-15 αγελάδων), οι οποίες τοποθετούν µια µέση ατοµική γαλακτοπαραγωγή (περίπου 4000kg) που θα στηρίξει οικονοµικά την εκτροφή, αλλά συµπληρωµατικά να έχουν την δυνατότητα τα µοσχάρια να παχυνθούν αποτελεσµατικά (ηµερησία αύξηση 1-1,2kg) και να προσφέρουν σηµαντικού βάρους σφάγιο, καλής απόδοσης (60-65%) και καλής ποιότητας κρέατος. Εξάλλου ο µικτός τύπος είναι λιγότερο απαιτητικός σε ποιότητα και ποσότητα ζωοτροφών από τον γαλακτοπαραγωγικό τύπο.
Η φυλή Simmental
Η ράτσα Simmental [1] είναι μία ευπροσάρμοστη ράτσα που προέρχεται από την κοιλάδα του ποταμού Simme στο Ελβετικό καντόνι της Βέρνης στη Δυτική Ελβετία.
Συγκαταλέγεται στις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες κατηγορίες βοοειδών του κόσμου. Η ράτσα είναι γνωστή από τον Μεσαίωνα και συνέβαλε στην ανάπτυξη και άλλων γνωστών Ευρωπαικών κατηγοριών όπως η Montbeliarde (Γαλλία), Razzeta d'Oropa (Ιταλία) και Fleckvieh (Γερμανία). Τα Simmental έχουν εκτραφεί ιστορικά για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, για το βόειο κρέας τους αλλά και ως ζώα έλξης.
Το παραδοσιακό χρώμα των Simmental ποικίλει από "κόκκινο και άσπρο με βούλες", ή "χρυσό και άσπρο", αν και δεν υπάρχει σταθερός χρωματισμός αναφοράς. Τα ζώα της Ευρωπαικής ηπείρου έχουν κυρίως απαλό κίτρινο ή χρυσό χρώμα ενώ αυτά που βρίσκονται στις ΗΠΑ έχουν ένα πιο πολύ βαθύ κόκκινο χρώμα. Το κεφάλι τους είναι λευκό και αυτό το χαρακτηριστικό διατηρείται σε πιθανές διασταυρώσεις.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Belgian Blue
Η ράτσα Belgian Blue [1] προέρχεται από το Βέλγιο αλλά είναι γνωστή και στην Γαλλία ως Race de la Moyenne et Haute Belgique. Συναντάται και με άλλα ονόματα όπως Belgian Blue-White, Belgian White και Blue Pied, Belgian White Blue, Blue και Blue Belgian. Η βαρειά μυώδης εμφάνιση του ζώου, είναι ένα χαρακτηριστικό που το μοιράζεται με τα Piedmontese. Το όνομα προέρχεται από το τυπικό γκρί-μπλέ χρώμα του τριχώματος αν και αυτό μπορεί να ποικίλει από άσπρο έως μαύρο.
Η Belgian Blue έχει μια φυσική γονιδιακή μετάλλαξη της μυοστατίνης, μιας πρωτείνης η οποία αντισταθμίζει την ανάπτυξη των μυών. Η μειωμένη μυοστατίνη δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της ανάπτυξης των μυών, η οποία αρχικώς οφείλεται σε υπερπλασία περισσότερο παρά σε υπερτροφία. Επίσης αυτή η μετάλλαξη εισέρχεται και στην διαδικασία απόθεσης λίπους που σαν τελικό αποτέσμα έχει την παραγωγή πολύ άπαχου κρέατος.
Η ράτσα αρχικά συναντάται στο κεντρικό και βορειότερο του κεντρικού Βέλγιο κατά τον 19ο αιώνα και προέρχεται από την διασταύρωση Shorthorn από το Ηνωμένο Βασίλειο και πιθανώς Charolais. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως γαλακτοπαραγωγά και κρεατοπαραγωγά ζώα. Η σύγχρονη ανάπτυξη της ράτσας έγινε το 1950 από τον καθηγητή Hanset, ο οποίος εργαζόταν σε ένα κέντρο τεχνητής σπερματέγχυσης στην επαρχία της Λιέγης.
Κριτικές αποκαλούν την ράτσα ως «αγελάδες τέρατα» και μερικές κυβερνήσεις χωρών όπως η Δανική υποστηρίζουν την εξάλειψή της.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Normande
Η ράτσα [1] αυτή εκτρέφεται στην Νορμανδία στην ΒΔ Γαλλία. Πιθανολογείται πως η ράτσα έρχεται από κοπάδια που εισήχθησαν στην περιοχή από Βίγκινκς εποίκους.
Τα ζώα εκτρέφονται για το κρέας και το γάλα τους, με έμφαση στο γάλα, το οποίο είναι κατάλληλο για την παραγωγή τυριών.
Το χρώμα των ζώων στον λαιμό είναι καστανό ή μαύρο. Το κεφάλι είναι λευκό και τα μάτια ζωηρά μαύρα με σχήμα σαν μισοφέγγαρα. Οι αγελάδες ζυγίζουν κατά μέσο όρο 700 κιλά και έχουν ύψος περίπου 140 εκατοστά. Τα μοσχάρια ζυγίζουν 1100 κιλά και το ύψος τους φθάνει τα 152 εκατοστά.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Piedmontese
Η ράτσα Piedmontese [1] προέρχεται από την περιοχή Piedmonte της ΒΔ Ιταλίας. Τα ζώα γεννιούνται με κιτρινόφαιο χρώμα που γίνεται γκριζόασπρο καθώς ωριμάζουν.
Η συγκεκριμένη κατηγορία αναπτύχθηκε μέσω της φυσικής επιλογής και μιας κανονικής πορείας εξημέρωσης, ιδιαίτερα από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά η χαρακτηριστική υπερτροφική ανάπτυξη των μυών μετά τον τοκετό, μέσω της επιλεκτικής αναπαραγωγής. Το πρώτο γενεαλογικό βιβλίο άνοιξε το 1877.
Τα Piedmontese εκτρέφονται για το γάλα τους το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολλών παραδοσιακών τυριών της περιοχής (Castelmagno, Bra, Raschera, και Toma Piemontese), καθώς και για το κρέας τους το οποίο θεωρείται άριστης ποιότητας.
Χαρακτηριστικό των Πιμοντέζ είναι το γονίδιο της μυοστατίνης το οποίο αυξάνει την μυική μάζα του ζώου, μειώνει το λίπος ενώ παράλληλα βελτιώνει την τρυφεράδα του κρέατος. Το κρέας των Piedmontese και των διασταυρώσεων με Piedmontese βοοειδών είναι χαμηλής θερμιδικής αξίας, πλούσιο σε πρωτείνες με υψηλό ποσοστό καλών Ωμέγα 3 Λιπαρών Οξέων, με αποτέλεσμα να θεωρείται για αυτές του τις ιδιότητες ως υψηλής ποιότητας κρέας καθώς είναι αποτέλεσμα γενετικών παρά περιβαλλοντολογικών επιρροών.
Ο αριθμός των ζώων στην περιοχή Piedmont ανέρχεται περίπου στις 273.000.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Φαιά των Άλπεων (Σβυτς)
Είναι ορεινή φυλή [1] μικτών αποδόσεων με κοιτίδα προεύλεσης τις Ελβετικές Άλπεις, όπου αποτελεί το 45% του βόειου πληθυσμού. Εκτρέφεται με διάφορους τύπους στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για τη βελτίωση του εγχώριου ορεινού βόειου πληθυσμού στην αρχή με ταύρους σε φυσική οχεία και στη συνέχεια με σπέρμα νωπό και αργότερα κατεψυγμένο με τεχνητή σπερματέγχυση. Τα αποτελέσματα είναι καλά ως προς τη βελτίωση της διάπλασης, αλλά μικρά ως προς τη γαλακτοπαραγωγή και τη μητρότητα των αγελάδων. Τα προϊόντα συνεχούς διασταύρωσης προχωρημένης γενιάς που θεωρούνται σχεδόν καθαρόαιμα ζώα παράγουν 1500-2000 κιλά γάλα.
Ο χρωματισμός τους είναι μονόχρωμος φαιός σε διάφορες αποχρώσεις ανοιχτού ή σκούρου χρώματος. Ανοιχτότερες αποχρώσεις έχουν η κοιλιά, ο μαστός και το εσωτερικό μέρος του μηρού. Ως προς τη διάπλαση διαφέρουν ανάλογα με την προέλευση και την κατεύθυνση της επιλογής των διαφόρων περιοχών. Ο αμερικάνικος τύπος (Brown Swiss) και ο ελβετικός είναι λεπτοφυέστεροι με μεγαλύτερη κατεύθυνση στη γαλακτοπαραγωγή. Αντίθετα ο τύπος Montafon (Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Βαυαρία) εμφανίζει ισχυρότερο σκελετό και καλή μυική ανάπτυξη. Στη χώρα μας μετά από μελέτη του ελληνικού φαιού πληθυσμού έχει οριστεί ο τύπος αγελάδων βάρους 500 κιλών με ύψος ακρωμίου 130-135cm και ταύρων βάρους 700-800 κιλών με ύψος ακρωμίου 140-145 cm,ως επιδιωκόμενοι τύποι της ελληνικής φυλής Φαιά των Άλπεων. Η ανάπτυξη της φυλής είναι σχετικά όψιμη με πρώτο τοκετό σε ηλικία 2,5-3 ετών. Ανήκει στο βραχυκερατικό τύπο με κεφάλι μακρύ και πλατύ, ράχη ευθεία και μέτριου πλάτους, λεκάνη πλατιά, άκρα δυνατά, εύσαρκα, μαστός στρογγυλός και καλής ανάπτυξης.
Πρόκειται για φυλή μικτών αποδόσεων (γάλα-κρέας) κατάλληλη και για εργασία. Εγκλιματίζεται εύκολα σε θερμά και ξηρά κλίματα και χρησιμοποιεί άριστα τις φυσικές βοσκές. Η μέση γαλακτοπαραγωγή είναι 3000-4000 κιλά με λιποπεριεκτικότητα 3,5-4%. Η αυξητική ικανότητα των μόσχων μέχρις ηλικίας 18-20 μηνών είναι καλή (1-1,2 κιλά ημερησίως) αλλά η ποιότητα του κρέατος υστερεί των κρεοπαραγωγών φυλών. Η απόδοση σε σφάγιο των ενήλικων ζώων είναι 50% και των μόσχων 55%. Είναι φυλή κατάλληλη στη χώρα μας για μικρές χωρικές, οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, για τη συμπλήρωση του γεωργικού εισοδήματός τους με την παραγωγή κάποιας ποσότητας γάλακτος και την προσοδοφόρο πάχυνση των παραγόμενων μόσχων.