Φυλές βοοειδών
Ξενικές φυλές βοοειδών
Η ταξινόμηση των φυλών γίνεται ανάλογα με τον παραγωγικό τύπο στον οποίο ανήκουν. Έτσι έχουμε τον γαλακτοπαραγωγικό τύπο, ο οποίος ανήκει στον αναπνευστικό τύπο ζώων, δηλαδή στα βοοειδή με έντονες αναπνευστικές και κυκλοφοριακές λειτουργίες σαν συνέπεια των υψηλών αποδόσεων σε γάλα. Τον κρεοπαραγωγικό τύπο, ο οποίος ανήκει στον πεπτικό τύπο ζώων, δηλαδή στα ζώα με βραδείες λειτουργικές διαδικασίες πέψης και μεταβολισμού με συνέπεια την άριστη αξιοποίηση των ζωωτροφών χαμηλής διαιτητικής αξίας και τη μετατροπή αυτών σε πλούσιες μυικές μάζες. Και τον μικτό τύπο που είναι ενδιάμεσος μεταξύ των άλλων δύο. Στο pdf παρακάτω (σελίδα 42-44) δίνονται αναλυτικές πληροφορίες και για τους τρεις αυτούς τύπους. Ταξινόμηση των φυλών ανάλογα με τον παραγωγικό τύπο στον οποίο ανήκουν. Όσο αφορά στις φυλές των βοοειδών περισσότερες από 800 διαφορετικές ράτσες αναγνωρίζονται παγκοσμίως, κάποιες από αυτές διαμορφώθηκαν μέσω της προσαρμογής τους στο τοπικό κλίμα, ενώ άλλες αναπτύχθηκαν με την ανθρώπινη παρέμβαση για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες ανάγκες. Στο σύνδεσμο που ακολουθεί υπάρχουν οι φυλές των βοοειδών με τα χαρακτηριστικά τους. Φυλές βοοειδών.
Γαλακτοπαραγωγικός τύπος βοοειδών και οι κυριότερες φυλές
Ανήκει στον αναπνευστικό τύπο βοοειδών, δηλαδή στα ζώα µε έντονες αναπνευστικές και κυκλοφορικές λειτουργίες σαν συνέπεια των υψηλών αποδόσεων σε γάλα.
Ο γαλακτοπαραγωγικός τύπος είναι απόλυτα εξειδικευµένος στην γαλακτοπαραγωγή ή στην λιποπαραγωγή προσφέρεται για συστηµατικές µέτριες οικογενειακές ή µεγάλες επιχειρηµατικές βιοµηχανικές εκτροφές (βοοστάσια) παραγωγής και διακίνησης γάλακτος για βιοµηχανική επεξεργασία. Στο pdf που ακολουθεί αναφέρονται οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος της γαλακτοπαραγωγής. Ενδεικτικά κάποιοι απ' αυτούς είναι οι γενετικοί παράγοντες, η ηλικία του πρώτου τοκετού, η κυοφορία, οι κλιματικοί παράγοντες κ.ά. Παράγοντες που επηρεάζουν τη γαλακτοπαραγωγή.
Η φυλή Holstein
Η φυλή Χολστάιν [1] κατάγεται από την Ευρώπη. Η κύρια ιστορική εξέλιξή της έλαβε χώρα σε δύο βόρειες περιοχές της σημερινής Ολλανδίας (The Netherlands), τη Βόρεια Ολλανδία (North Holland) και τη Φρισλανδία (Friesland) όπου επιλέγονταν επί αιώνες με στόχο την υψηλή γαλακτοπαραγωγή.
Η εξέλιξη της φυλής συνεχίσθηκε στο Νέο Κόσμο, όπου η πρώτη ασπρόμαυρη αγελάδα αφίχθη στη Βοστόνη, περίπου στα 1850, με ένα Ολλανδικό ιστιοφόρο. Ακολούθησαν και άλλες εισαγωγές ζώων από την Ολλανδία αλλά οι παραγωγοί των ΗΠΑ διέκοψαν ήδη από το τέλος του προ-προηγούμενου αιώνα τις μαζικές εισαγωγές, ίδρυσαν Ένωση Παραγωγών με δικό τους γενεαλογικό βιβλίο και επιλέγοντας ζώα με υψηλές αποδόσεις διαμόρφωσαν την δική τους φυλή στην οποία έδωσαν το όνομα Χολστάιν. Σήμερα το όνομα αυτό χρησιμοποιείται σε όλες τις χώρες, παράλληλα όμως χρησιμοποιείται και το όνομα Φρίζιαν ή ασπρόμαυρη (-κόκκινη) φυλή.
Οι αγελάδες Χολστάιν αναγνωρίζονται αμέσως από τον χρωματισμό τους που είναι κυρίως ασπρόμαυρος ενώ υπάρχουν και ζώα ασπροκόκκινα, τα οποία μπορούν να προκύψουν ως απόγονοι ασπρόμαυρων εξαιτίας της παρουσίας και στους δύο γονείς ενός υποτελούς γονιδίου που δίνει αυτόν τον χρωματισμό μόνο σε ομοζύγωτη κατάσταση. Στην Ελλάδα ασπροκόκκινες αγελάδες εκτρέφονται μέσα σε αγέλες με ασπρόμαυρα ζώα ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν αγέλες με αποκλειστικά ασπροκόκκινα ζώα, όπου εκτιμώνται για τη μεγαλύτερη γενικά ανθεκτικότητά τους με θυσία όμως των υψηλών αποδόσεων.
Η φυλή Χολστάιν κέρδισε την προτίμηση των παραγωγών για την υψηλή της γαλακτοπαραγωγή που είναι, κατά μέσον όρο, ανώτερη από κάθε άλλη φυλή αγελάδων αλλά με σχετικά μικρότερη περιεκτικότητα του γάλακτός της σε λίπος. Μεταξύ των γαλακτοπαραγωγικών φυλών δίνει επίσης ικανοποιητική απόδοση σε κρέας μόσχων και ενήλικων ζώων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Φυλής Χολστάιν Ελλάδας, οι αγελάδες στη χώρα μας παράγουν κατά μέσον όρο 8.510 χγρ. γάλακτος σε 305 ημέρες. Η περιεκτικότητα σε λίπος, πρωτεΐνη και λακτόζη είναι 3,83%, 3,32% και 4,89% αντίστοιχα και ο μέσος αριθμός σωματικών κυττάρων είναι 396.000. Η ηλικία πρώτου τοκετού είναι 27,6 μήνες (2,3) έτη, η ηλικία απομάκρυνσης 54,6 μήνες (4,6 έτη), ο αριθμός των γαλακτικών περιόδων μέχρι την απομάκρυνση 2,9 έτη, η διάρκεια της παραγωγικής ζωής 27 μήνες (2,3 έτη), το μεσοδιάστημα τοκετών 451 ημέρες και το διάστημα ανοικτών ημερών (από τον τοκετό μέχρι τη σύλληψη) 159 ημέρες. Οι αποδόσεις αυτές είναι απόλυτα συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες αποδόσεις κτηνοτροφικά προηγμένων χωρών. Η μέση γαλακτοπαραγωγή του συνολικού πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 10.158 χγρ. με 3,64% περιεκτικότητα λίπους και 3,05% πρωτεΐνης ενώ ο αριθμός των γαλακτικών περιόδων μέχρι την απομάκρυνση είναι 2,75.
Είναι η πιο διαδεδομένη φυλή στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ν. Αμερική και τη Ν. Αφρική και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, με συνολικό πληθυσμό πολλών δεκάδων εκατομμυρίων. Στην Ελλάδα η φυλή Χολστάιν αριθμεί συνολικό πληθυσμό 203.000 ζώων από τα οποία 150.000 περίπου είναι αρμεγόμενα ενώ τα υπόλοιπα είναι ζώα αντικατάστασης. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (2/2009) υπάρχουν 5.630 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες παρέδωσαν 716.000 τόνους γάλακτος περίπου. Τόσο ο αριθμός των μονάδων όσο και η ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις.
Η φυλή Χολστάιν έχει εισαχθεί στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία των ‘50, σε μικρούς αριθμούς επειδή τότε δινόταν βάρος σε φυλές μικτών αποδόσεων με γαλακτοπαραγωγική και κρεοπαραγωγική κατεύθυνση, όπως η Σβιτς (Schwyz) και η Σίμενταλ (Simmental). Οι αγελάδες Χολστάιν άρχισαν να διαδίδονται με ταχύ ρυθμό, όταν κατά το τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, εγκαταστάθηκαν αγελαδοτροφικές μονάδες κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα για τη κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε γάλα. Τότε έγινε φανερή η υπεροχή της αγελάδας Χολστάιν απέναντι στις άλλες φυλές ως προς τη γαλακτοπαραγωγή της.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Jersey
Το νησί Jersey, είναι ο τόπος καταγωγής της ομώνυμης φυλής [1] βοοειδών. Η μικρόσωμη αυτή γαλακτοπαραγωγική φυλή είναι γνωστή από το 1771 για το πλούσιο σε λίπος γάλα της. Στη δημιουργία αυτής της φυλής συμμετείχαν ζώα από Νορμανδία και Βρετάνη. Το 1886 ιδρύεται και το πρώτο γενεαλογικό βιβλίο της φυλής.
Τα χαρακτηριστικά αυτού του ζώου είναι πως το ύψος του ακρωμίου (του υψηλότερου σημείου της πλάτης) φτάνουν τα 120cm για τις αγελάδες και τα 135cm για τους ταύρους. Το σωματικό βάρος των θηλυκών ανέρχεται στα 400kg, ενώ των αρσενικών στα 600kg. Η μυική κάλυψη είναι πολύ περιορισμένη. Ο μαστός είναι πολύ αναπτυγμένος και καλής διαπλάσεως ενώ ο χρωματισμός των ζώων είναι καστανός ή ερυθρός.
Η απόδοση του γάλακτος ανέρχεται στα 4500kg ανά γαλακτική περίοδο με λιποπεριεκτικότητα 5,5%.
Όσο αφορά στα παραγωγικά χαρακτηριστικά της φυλής, η πρώιμη γενετήσια ωριμότητα (δηλαδή η ενήβωση των ταυριδίων γίνεται στην ηλικία των 10-12 μηνών, ενώ ο α’ τοκετός στην ηλικία των 24 μηνών.
Τα ζώα αυτά προσαρμόζονται εύκολα σε πληθώρα κλιματικών συνθηκών. Πρόκειται για ζώα ιδανικά για συστήματα εντατικής βόσκησης. Το βάρος γέννησης των μόσχων είναι 15-25kg. Για κάθε kg παραγόμενου λίπους απαιτεί 15% λιγότερα θρεπτικά συστατικά από μια ασπρόμαυρη αγελάδα. Παράγει το περισσότερο γάλα αναλογικά με το βάρος της από οποιαδήποτε άλλη φυλή στον κόσμο.
Βιβλιογραφία
- ↑ Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών, Διδάσκουσα Κουτσούλη Παναγιώτα, Γαλακτοπαραγωγικές και Κρεοπαραγωγικές φυλές βοοειδών, Η φυλή Jersey
Η φυλή Guernsey
Το νησί Guernsey, ένα μικρό νησί στο αγγλικό Κανάλι στα ανοικτά των ακτών της Γαλλίας, είναι η γενέτειρα της αγελάδας Guernsey.
Η ράτσα Guernsey [1] είναι γνωστή για την παραγωγή υψηλού βουτύρου, γάλακτος υψηλής πρωτείνης, με υψηλή συγκέντρωση βήτα καροτίνης. Η φυλή αυτή είναι μεσαίου μεγέθους και παράγει γάλα υψηλής ποιότητας ενώ καταναλώνουν 20-30% λιγότερη ζωοτροφή ανά κιλό γάλακτος που παράγεται από τις μεγαλύτερες γαλακτοκομικές φυλές. Είναι επίσης γνωστά για το ότι έχουν μικρότερο προβλεπόμενο διάστημα τοκετού και έχουν μικρότερη μέση ηλικία πρώτου μοσχαριού από τις μεγαλύτερες φυλές. Άλλα ελκυστικά χαρακτηριστικά των Guernsey είναι η έλλειψη ανεπιθύμητων γενετικών χαρακτηριστικών και η προσαρμοστικότητα σε θερμότερα κλίματα.
Τα Guernsey επίσης βόσκουν εξαιρετικά. Λόγω των ικανοτήτων της στη βόσκηση, της ευγενικής διάθεσης και της ικανότητας να παράγει αποδοτικά γάλα με λιγότερη ζωοτροφή από άλλες φυλές, είναι η ιδανική υποψήφια για εντατική βόσκηση. Οι παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων μπορούν να πραγματοποιήσουν το δυναμικό τους κέρδος μειώνοντας τη διαχείριση των κερδών.
Βιβλιογραφία
Κρεοπαραγωγικός τύπος βοοειδών και οι κυριότερες φυλές
Ανήκει στον πεπτικό τύπο βοοειδών δηλαδή στα ζώα µε βραδείες λειτουργικές διαδικασίες πέψης και µεταβολισµού µε συνέπεια την άριστη αξιοποίηση των ζωοτροφών χαµηλής διαιτητικής αξίας και τη µετατροπή αυτών σε πλούσιες µυικές µάζες. Ο τύπος αυτός είναι απόλυτα εξειδικευµένος στην παραγωγή κρέατος καλής ποιότητας.
Η φυλή Limousin
Τα Limousin [1] προέρχονται από τις περιοχές Limousin και Marche της Γαλλίας. Είναι αναγνωρίσιμα από το διακριτικό χρυσαφένιο και κόκκινο τρίχωμά τους. Φημίζονται για την μυική τους διάπλαση, την γρήγορη εκτροφή τους, την ευκολία στην διαχείριση και την εμπορευσιμότητα των νεαρών ζώων σε σχέση με άλλες ράτσες. Τα Limousin επιπλέον παράγουν τις πλέον άπαχες κοπές κρέατος που έχουν γίνει σημείο αναφοράς στη σύγχρονη αγορά.
Κάποιες αλλαγές στο χρώμα (μαύρο) ή στην εμφάνιση (έλλειψη κεράτων) προέρχονται από διασταυρώσεις με άλλες ράτσες.
Αυτή η κατεξοχήν κρεατοπαραγωγός ράτσα [2] όπως προαναφέρθηκε κατάγεται από την περιοχή της Λιμουζέν (Limousin), στα δυτικά του Μασίφ Σαντράλ (Massif Central), περιοχή στο κέντρο της Γαλλίας της οποίας το σκληρό κλίμα δημιούργησε ζώα ιδιαίτερα ανθεκτικά. Η Λιμουζίν είναι η 2η κατά σειρά ράτσα γαλλικού εξαγόμενου βοδινού κρέατος εξ’αιτίας της συνολικής παραγωγής κρέατος που δίνει αλλά και της ποιότητάς του, που το προτιμούν οι γευσιγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Το βάρος των ενήλικων ταύρων κυμαίνεται στα 1000 έως 1300 κιλά, των ενήλικων αγελάδων στα 650 έως 850 κιλά και το μέσο ύψος των ενήλικων αγελάδων από 135 έως 145 εκατοστά.
Πρόκειται για μεγαλόσωμη φυλή [3]. Το ύψος του ακρωμίου των ταύρων είναι 145cm και των αγελάδων 135cm. Ο χρωματισμός τους είναι ανοικτός καστανός με ανοικτότερους δακτυλίους γύρω από τα μάτια και στο ακρορρίνιο. Πρόκειται για καθαρά κρεοπαραγωγικό τύπο βοοειδών με ήπιο χαρακτήρα.
Είναι ανθεκτική ράτσα με καλές μητρικές ιδιότητες. Δίνει καλή ποιότητα σφαγίου. Η ηλικία α’ τοκετού είναι στους 30-36 μήνες ενώ δεν παρατηρούνται δυστοκίες. Το βάρος της γέννησης κυμαίνεται στα 30-37 kg. Έχουν υψηλή απόδοση σε σφάγιο και εξαιρετική ποιότητα, ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία σφαγής. Χρησιμοποιείται σε διασταυρώσεις χρήσεως.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα STELMA - Ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
- ↑ Ιστοσελίδα Bovillage - Kρεατοπαραγωγές ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
- ↑ Εισαγωγή στη Ζωοτεχνία, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής & Υδατοκαλλιεργειών, Διδάσκουσα Κουτσούλη Παναγιώτα, Γαλακτοπαραγωγικές και Κρεοπαραγωγικές φυλές βοοειδών
Η φυλή Charolais
Ta Charolais [1] κατάγονται από το χωριό Charolais που βρίσκεται στην περιοχή Charolais στην Γαλλία. Εκτρέφονται για το κρέας τους και είναι αναγνωρισμένα για την άριστη ποιότητά τους κυρίως όταν διασταύρωνονται με Angus και Hereford.
Επειδή αυτή η κατηγορία βοοειδών είναι αρκετά μυώδη, οι ταύροι φτάνουν μέχρι και τα 1.100 κιλά και οι αγελάδες περίπου στα 900 κιλά. Πιο συγκεκριμένα το βάρος των ενήλικων ταύρων κυμαίνεται από 1000 έως 1400 κιλά, των ενήλικων αγελάδων από 700 έως 900 κιλά και το μέσο ύψος των ενήλικων αγελάδων από 135 έως 150 εκατοστά. Το τρίχωμά τους είναι σχεδόν πάντα άσπρο.
Τα εντυπωσιακά αυτά μοσχάρια [2] εκτρέφονται σε όλα τα μέρη που το επιτρέπουν οι φυσικές συνθήκες, αλλά τη βρίσκουμε κυρίως στα νοτιοανατολικά του Μασίφ Σαντράλ (Massif Central), (περιοχή στο κέντρο της Γαλλίας) και στην Βαντέ (Vendée), (περιοχή στα δυτικά).
Η φυλή Σαρολαίζ [3] προέρχεται από μια τοπική ράτσα που έχει συγγένεια με την φυλή Σίμμενταλ. Είναι φυλή καθαρά κρεατοπαραγωγική.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα STELMA - Ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
- ↑ Ιστοσελίδα Bovillage - Kρεατοπαραγωγές ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
- ↑ Αγρόκτημα Βουγιούκα-Φυλή βοοειδών Charolais
Η φυλή Angus
Η ράτσα Angus (Aberdeen Angus) [1] προέρχεται από την Σκωτία και προορίζεται κατά κύριο λόγο για την παραγωγή κρέατος. Αναπτύχθηκε από ντόπια βοοειδή των περιοχών Aberdeenshire και Angus στην Σκωτία και στα περισσότερα μέρη του κόσμου είναι γνωστή ως Aberdeen Angus.
Το χρώμα των ζώων Angus είναι μαύρο ή κόκκινο. Για αυτό τον λόγο στις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνται ως δύο χωριστές ράτσες τα Red Angus και τα Black Angus. Το Black Angus είναι το πιο δημοφιλές βοοειδές στις ΗΠΑ με 324.266 ζώα καταχωρημένα το 2005.
Τα θηλυκά [2] ζυγίζουν πάνω από 800 kg, και οι ταύροι ζυγίζουν πάνω από 1300 kg, ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν άλλες αγέλες που έχουν διατηρήσει μικρότερο μέγεθος.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα STELMA - Ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Angus
- ↑ Ιστοσελίδα an-tech.gr - Αγελάδα κρεοπαραγωγής Angus
Η φυλή Parthenais
H φυλή Parthenais [1] προέρχεται από το διαμέρισμα Deux-Sèvres της Δυτικής Γαλλίας. Το όνομα προέρχεται από την πόλη Parthenay, η οποία ήταν μιά σημαντική αγορά βοοειδών κατά τον Μεσαίωνα. Η χρυσή εποχή αυτής της ράτσας ήταν κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 19oυ αιώνα, καθώς όταν ιδρύθηκε το Γαλλικό γενεαλογικό αρχείο βοοειδών το 1893, την καταγράφει ως μία από τις παλαιότερες στην Γαλλία.
Η ράτσα έγινε εξαγωγή στις ΗΠΑ, στην Ιρλανδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στον Καναδά. Το τρίχωμα των Parthenais είναι χρυσαφί καφέ, με πιο ανοιχτόχρωμα μάτια, ρύγχος και πόδια, ενώ η μύτη, οι οπλές και η ουρά είναι μαύρα. Τα κέρατα είναι κυρτά. Οι ταύροι ζυγίζουν ως 1150 κιλά και έχουν περίπου 145 εκατοστά ύψος. Οι ώριμες αγελάδες ζυγίζουν περίπου 700 κιλά και έχουν περίπου 135 εκατοστά ύψος.
Η Parthenais λόγω της πλούσιας ιστορίας της, επιλέγεται από το 1970 για αναπαραγωγή ως μία καθαρή ράτσα εκτροφής με μυική υπερτροφία, που παράγει άπαχο νόστιμο κρέας. Οι αγελάδες επίσης παρέχουν αρκετό γάλα να αναθρέψουν τα μικρά τους.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Blonde d'Aquitaine
Η Blonde d'Aquitaine είναι διασταύρωση 3 άλλων ρατσών της Ακιτέν (Aquitaine): της Γκαρονέζ (Garonnaise), της Κερσύ (Quercy) και της Ξανθιάς (Μπλόντ) των Πυρηναίων (la Blonde des Pyrénées). Η διασταύρωση αυτή δημιούργησε μια ξεχωριστή κρεατοπαραγωγό ράτσα που χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη ανάπτυξη, την ευρωστία της και το χαμηλό επίπεδο λίπους. Τα δυνατά σημεία αυτών των ζώων [1] είναι τα βαριά νεαρά μοσχάρια και η εξαιρετική απόδοση του σφάγιου.
Το βάρος των ενήλικων ταύρων κυμαίνεται από 1200 έως 1500 κιλά, των ενήλικων αγελάδων από 850 έως 1100 κιλά και το μέσο ύψος των ενήλικων αγελάδων κυμαίνεται από 145 έως 155 εκατοστά.
Η ράτσα Blonde d’ Aquitaine κατάγεται από την περιοχή της Aquitaine στην Νότιο Ανατολική Γαλλία ακριβώς δίπλα στην πεδιάδα της Garonne και της Pyrenees.
Ηταν πάντα εξαιρετικά άπαχα ζώα [2] με ελαφριά αλλά γερή δομή οστών και μεγαλή μυική ανάπτυξη. Το χρώμα τους παρουσιάζει μια απόκλιση από σχεδόν ολόασπρα σε πιο σκουρόχρωμα. Τα Blonde είναι η δεύτερη πιο δημοφιλής φυλή στην Γαλλία.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα Bovillage - Kρεατοπαραγωγές ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Blonde d'Aquitaine
- ↑ Ιστοσελίδα STELMA - Ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Blonde d'Aquitaine
Η φυλή Maine Anjou
Τα ζώα αυτά [1] κατάγονται από την περιοχή του Λίγηρα (Loire) και ζουν μέσα σε δεντρόφυτες εκτάσεις. Προσαρμόζονται στις διαφορετικές κλιματικές συνθήκες και τον περισσότερο χρόνο ζουν ελεύθερα μέσα στα λιβάδια. Η Μεν Ανζού (Maine Anjou) είναι γνωστή σαν ράτσα υπάκουη και πρώιμη: τα μοσχάρια μπορούν να γεννήσουν σε ηλικία 24 έως 30 μηνών. Επιπλέον είναι μια ράτσα με βαριά κόκαλα, με ανεπτυγμένους μύες και δίνει κόκκινο και σφικτό κρέας.
Βάρος των ενήλικων ταύρων: 1100 έως 1450 κιλά Βάρος των ενήλικων αγελάδων: 750 έως 850 κιλά Μέσο ύψος των ενήλικων αγελάδων: 140 έως 145 εκατοστά
Η ράτσα Maine-Anjou [2] προέρχεται από την περιοχή Anjou της Δυτικής Γαλλίας και αρχικά ήταν κρεατοπαραγωγός ράτσα. Το χρώμα τους είναι κόκκινο άσπρο (μερικές φορές μαύρο ή καφέ) και έχουν κέρατα. Είναι βαριά ζώα, οι ταύροι ζυγίζουν από 998 έως 1406 κιλά και οι αγελάδες από 680 έως 862 κιλά.
Σήμερα οι αγελάδες εκτρέφονται για παραγωγή γάλακτος και τα νεαρά αρσενικά για παραγωγή κρέατος. Η ράτσα συναντάται σε πολλές χώρες, όπως: Καναδάς, ΗΠΑ, Ρωσσία, Αργεντινή, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα Bovillage - Kρεατοπαραγωγές ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
- ↑ Ιστοσελίδα STELMA - Ράτσες βοοειδών - Η κρεοπαραγωγική φυλή βοοειδών Maine Anjou
Η φυλή Gasconne
Η ράτσα Gasconne [1] κατάγεται από την περιοχή της Γασκώνης (Gascogne) στην οποία οφείλει και το όνομά της. Μία περιοχή με πολύμορφο κλίμα και έδαφος στο οποίο είναι πλήρως προσαρμοσμένη.
Μία ράτσα μετρίου μεγέθους, ανθεκτική και γερή, πολύ καλή πεζοπόρος: τα μέλη της είναι σταθερά και κοντά, ενώ τα μαύρα και σκληρά της νύχια της δίνουν εξαιρετική ικανότητα στην πεζοπορία. Το τρίχωμά της, χρώματος γκρι ασημί, είναι ένα θαύμα προσαρμογής: γίνεται πιο ανοιχτόχρωμο το καλοκαίρι για να αντανακλά τις ηλιαχτίδες και σκουραίνει το χειμώνα ώστε να τις τραβά καλύτερα, ενώ η μαύρη μουσούδα της την καθιστά ανθεκτική στην έκθεση στον ήλιο.
Αρχές Μαΐου μεταφέρεται στην καρδιά των Κεντρικών και Ανατολικών Πυρηναίων, έως τις πιο ψηλές κορφές.
Το βάρος των ενήλικων ταύρων κυμαίνεται από 800 με 950 κιλά, το βάρος των ενήλικων αγελάδων από 550 με 700 κιλά ενώ ο μέσος όρος ύψους των ενήλικων αγελάδων κυμαίνεται γύρω στα 135 εκατοστά.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Salers
Η ράτσα [1] αυτή κατάγεται από το Κεντρικό Όρος (Massif Central) της Γαλλίας και οφείλει το όνομά της σε ένα μεσαιωνικό χωριό της περιοχής Cantal.
Είναι μεγάλη σε μέγεθος, εύρωστη και ανθεκτική. Η Salers ξέρει να προσαρμόζεται σε διαφορετικούς χώρους. Αντέχει πολύ καλά τις διαφορές υψόμετρου και θερμοκρασίας. Το τρίχωμά της είναι πολύ ιδιαίτερο: ομοιόμορφο χρώμα, κόκκινο σκούρο, σχεδόν στις αποχρώσεις της σκουριάς, με τρίχες μακριές και κατσαρές–περισσότερο η λιγότερο τραχύ ανάλογα με την εποχή. Τρίχωμα μοναδικό στις ράτσες μοσχαρίσιου κρέατος. Μοναδικά είναι επίσης και τα πολύ χαρακτηριστικά κέρατά της, σε σχήμα ανοιχτής «λύρας», χρώματος λευκού ιβουάρ και μαύρου στις άκρες.
Το βάρος των ενήλικων ταύρων της φυλής είναι 1.000 με 1.300 κιλά ενώ το βάρος των ενήλικων αγελάδων είναι 650 με 900 κιλά. Ο μέσος όρος ύψους των ενήλικων αγελάδων είναι 140 εκατοστά.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Aubrac
Η Aubrac [1] είναι μία ορεινή ράτσα. Κατάγεται από μια μικρή οροσειρά στα νοτιοανατολικά του Κεντρικού Όρους (Massif Central), στην οποία οφείλει και το όνομά της.
Είναι μία ράτσα μετρίου μεγέθους, ανθεκτική αλλά ιδιαιτέρως κομψή: το τρίχωμά της φέρει αποχρώσεις που ποικίλλουν από το χρυσοκόκκινο έως το απαλό γκρι και τα μάτια της είναι τόσο εντυπωσιακά που μοιάζουν σχεδόν βαμμένα. Είναι εύκολη στην εκτροφή της, δεν απαιτεί μεγάλη ανθρώπινη επέμβαση και προσαρμόζεται τέλεια σε ακραίες κλιματικές συνθήκες:
- διαφορές θερμοκρασίας,
- αέρας,
- κρύο.
Πρόκειται για μια ράτσα ιδιαίτερα αποδοτική σε ό,τι αφορά στην παραγωγή κρέατος. Είναι εξαιρετική πεζοπόρος, ευκίνητη και εύρωστη: από Μάιο μέχρι Οκτώβριο τη συναντάμε στις μεγάλες κοιλάδες της οροσειράς Aubrac.
Το βάρος των ενήλικων ταύρων ανέρχεται στα 850 με 1.100 κιλά ενώ το βάρος των ενήλικων αγελάδων στα 550 με 750 κιλά Ο μέσος όρος ύψους των ενήλικων αγελάδων είναι 130 εκατοστά.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Hereford
Η φυλή Hereford [1] δημιουργήθηκε 2,5 αιώνες πριν ως προιόν αναγκαιότητας. Τα Hereford στα τέλη του 1700 και στις αρχές του 1800 στην Αγγλία ήταν πολύ μεγαλύτερα από ότι σήμερα. Τα Hereford ήρθαν στις ΗΠΑ το 1817 όταν ο πολιτικός Henry Clay του Κεντάκι έκανε την πρώτη του εισαγωγή – έναν τάυρο και δύο θηλυκά. Για να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη αγορά, η οποία αναπτύχθηκε από τη δυτική περιοχή των βοοοδοπαραγωγών, οι κτηνοτρόφοι των Herefords επέκτειναν τα κοπάδια τους με μεγάλες εισαγωγές από το Herefordhire. Ενώ μόνο 200 κεφάλια εισήχθησαν μέχρι το 1880, περισσότερα από 3.500 κεφάλια Herefords ήρθαν κατά τα έτη 1880-1889.
Η φυλή κατάγεται από την Κεντροδυτική Αγγλία και ο χρωματισμός της είναι χαρακτηριστικός, αφού έχει άσπρο στο κεφάλι, την κοιλιά και την ραχιαία γραμμή και κόκκινο στο υπόλοιπο σώμα. Είναι φυλή ανθεκτική, που παχαίνει εύκολα με χόρτο και φυσικά προσφέρεται για εκτατικές συνθήκες εκτροφής.
Βιβλιογραφία
Μικτός τύπος βοοειδών και οι κυριότερες φυλές
Ο µικτός τύπος είναι ενδιάµεσος µεταξύ γαλακτοπαραγωγού και κρεοπαραγωγού τύπου. ∆ηµιουργήθηκε λόγω της αρνητικής γενετικής συσχέτισης µεταξύ των χαρακτήρων της γαλακτοπαραγωγής και της κρεοπαραγωγής. Ό,τι κερδίζει η προσπάθεια γεννητικής βελτίωσης στη γαλακτοπαραγωγή το χάνει στην κρεοπαραγωγή.
Ο µικτός τύπος προτιμάται από τους αγελαδοτρόφους που δεν επιθυµούν την πλήρη εξειδίκευση σε γάλα ή σε κρέας. Είναι ιδανικός για µικρές (µέχρι 10 αγελάδες) ή µεσαίες οικογενειακές συστηµατικές εκτροφές (10-15 αγελάδων), οι οποίες τοποθετούν µια µέση ατοµική γαλακτοπαραγωγή (περίπου 4000kg) που θα στηρίξει οικονοµικά την εκτροφή, αλλά συµπληρωµατικά να έχουν την δυνατότητα τα µοσχάρια να παχυνθούν αποτελεσµατικά (ηµερησία αύξηση 1-1,2kg) και να προσφέρουν σηµαντικού βάρους σφάγιο, καλής απόδοσης (60-65%) και καλής ποιότητας κρέατος. Εξάλλου ο µικτός τύπος είναι λιγότερο απαιτητικός σε ποιότητα και ποσότητα ζωοτροφών από τον γαλακτοπαραγωγικό τύπο.
Η φυλή Simmental
Η ράτσα Simmental [1] είναι μία ευπροσάρμοστη ράτσα που προέρχεται από την κοιλάδα του ποταμού Simme στο Ελβετικό καντόνι της Βέρνης στη Δυτική Ελβετία.
Συγκαταλέγεται στις παλαιότερες και πιο διαδεδομένες κατηγορίες βοοειδών του κόσμου. Η ράτσα είναι γνωστή από τον Μεσαίωνα και συνέβαλε στην ανάπτυξη και άλλων γνωστών Ευρωπαικών κατηγοριών όπως η Montbeliarde (Γαλλία), Razzeta d'Oropa (Ιταλία) και Fleckvieh (Γερμανία). Τα Simmental έχουν εκτραφεί ιστορικά για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, για το βόειο κρέας τους αλλά και ως ζώα έλξης.
Το παραδοσιακό χρώμα των Simmental ποικίλει από "κόκκινο και άσπρο με βούλες", ή "χρυσό και άσπρο", αν και δεν υπάρχει σταθερός χρωματισμός αναφοράς. Τα ζώα της Ευρωπαικής ηπείρου έχουν κυρίως απαλό κίτρινο ή χρυσό χρώμα ενώ αυτά που βρίσκονται στις ΗΠΑ έχουν ένα πιο πολύ βαθύ κόκκινο χρώμα. Το κεφάλι τους είναι λευκό και αυτό το χαρακτηριστικό διατηρείται σε πιθανές διασταυρώσεις.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Belgian Blue
Η ράτσα Belgian Blue [1] προέρχεται από το Βέλγιο αλλά είναι γνωστή και στην Γαλλία ως Race de la Moyenne et Haute Belgique. Συναντάται και με άλλα ονόματα όπως Belgian Blue-White, Belgian White και Blue Pied, Belgian White Blue, Blue και Blue Belgian. Η βαρειά μυώδης εμφάνιση του ζώου, είναι ένα χαρακτηριστικό που το μοιράζεται με τα Piedmontese. Το όνομα προέρχεται από το τυπικό γκρί-μπλέ χρώμα του τριχώματος αν και αυτό μπορεί να ποικίλει από άσπρο έως μαύρο.
Η Belgian Blue έχει μια φυσική γονιδιακή μετάλλαξη της μυοστατίνης, μιας πρωτείνης η οποία αντισταθμίζει την ανάπτυξη των μυών. Η μειωμένη μυοστατίνη δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση της ανάπτυξης των μυών, η οποία αρχικώς οφείλεται σε υπερπλασία περισσότερο παρά σε υπερτροφία. Επίσης αυτή η μετάλλαξη εισέρχεται και στην διαδικασία απόθεσης λίπους που σαν τελικό αποτέσμα έχει την παραγωγή πολύ άπαχου κρέατος.
Η ράτσα αρχικά συναντάται στο κεντρικό και βορειότερο του κεντρικού Βέλγιο κατά τον 19ο αιώνα και προέρχεται από την διασταύρωση Shorthorn από το Ηνωμένο Βασίλειο και πιθανώς Charolais. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως γαλακτοπαραγωγά και κρεατοπαραγωγά ζώα. Η σύγχρονη ανάπτυξη της ράτσας έγινε το 1950 από τον καθηγητή Hanset, ο οποίος εργαζόταν σε ένα κέντρο τεχνητής σπερματέγχυσης στην επαρχία της Λιέγης.
Κριτικές αποκαλούν την ράτσα ως «αγελάδες τέρατα» και μερικές κυβερνήσεις χωρών όπως η Δανική υποστηρίζουν την εξάλειψή της.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Normande
Η ράτσα [1] αυτή εκτρέφεται στην Νορμανδία στην ΒΔ Γαλλία. Πιθανολογείται πως η ράτσα έρχεται από κοπάδια που εισήχθησαν στην περιοχή από Βίγκινκς εποίκους.
Τα ζώα εκτρέφονται για το κρέας και το γάλα τους, με έμφαση στο γάλα, το οποίο είναι κατάλληλο για την παραγωγή τυριών.
Το χρώμα των ζώων στον λαιμό είναι καστανό ή μαύρο. Το κεφάλι είναι λευκό και τα μάτια ζωηρά μαύρα με σχήμα σαν μισοφέγγαρα. Οι αγελάδες ζυγίζουν κατά μέσο όρο 700 κιλά και έχουν ύψος περίπου 140 εκατοστά. Τα μοσχάρια ζυγίζουν 1100 κιλά και το ύψος τους φθάνει τα 152 εκατοστά.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Piedmontese
Η ράτσα Piedmontese [1] προέρχεται από την περιοχή Piedmonte της ΒΔ Ιταλίας. Τα ζώα γεννιούνται με κιτρινόφαιο χρώμα που γίνεται γκριζόασπρο καθώς ωριμάζουν.
Η συγκεκριμένη κατηγορία αναπτύχθηκε μέσω της φυσικής επιλογής και μιας κανονικής πορείας εξημέρωσης, ιδιαίτερα από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά η χαρακτηριστική υπερτροφική ανάπτυξη των μυών μετά τον τοκετό, μέσω της επιλεκτικής αναπαραγωγής. Το πρώτο γενεαλογικό βιβλίο άνοιξε το 1877.
Τα Piedmontese εκτρέφονται για το γάλα τους το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή πολλών παραδοσιακών τυριών της περιοχής (Castelmagno, Bra, Raschera, και Toma Piemontese), καθώς και για το κρέας τους το οποίο θεωρείται άριστης ποιότητας.
Χαρακτηριστικό των Πιμοντέζ είναι το γονίδιο της μυοστατίνης το οποίο αυξάνει την μυική μάζα του ζώου, μειώνει το λίπος ενώ παράλληλα βελτιώνει την τρυφεράδα του κρέατος. Το κρέας των Piedmontese και των διασταυρώσεων με Piedmontese βοοειδών είναι χαμηλής θερμιδικής αξίας, πλούσιο σε πρωτείνες με υψηλό ποσοστό καλών Ωμέγα 3 Λιπαρών Οξέων, με αποτέλεσμα να θεωρείται για αυτές του τις ιδιότητες ως υψηλής ποιότητας κρέας καθώς είναι αποτέλεσμα γενετικών παρά περιβαλλοντολογικών επιρροών.
Ο αριθμός των ζώων στην περιοχή Piedmont ανέρχεται περίπου στις 273.000.
Βιβλιογραφία
Η φυλή Φαιά των Άλπεων (Σβυτς)
Είναι ορεινή φυλή [1] μικτών αποδόσεων με κοιτίδα προεύλεσης τις Ελβετικές Άλπεις, όπου αποτελεί το 45% του βόειου πληθυσμού. Εκτρέφεται με διάφορους τύπους στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο για τη βελτίωση του εγχώριου ορεινού βόειου πληθυσμού στην αρχή με ταύρους σε φυσική οχεία και στη συνέχεια με σπέρμα νωπό και αργότερα κατεψυγμένο με τεχνητή σπερματέγχυση. Τα αποτελέσματα είναι καλά ως προς τη βελτίωση της διάπλασης, αλλά μικρά ως προς τη γαλακτοπαραγωγή και τη μητρότητα των αγελάδων. Τα προϊόντα συνεχούς διασταύρωσης προχωρημένης γενιάς που θεωρούνται σχεδόν καθαρόαιμα ζώα παράγουν 1500-2000 κιλά γάλα.
Ο χρωματισμός τους είναι μονόχρωμος φαιός σε διάφορες αποχρώσεις ανοιχτού ή σκούρου χρώματος. Ανοιχτότερες αποχρώσεις έχουν η κοιλιά, ο μαστός και το εσωτερικό μέρος του μηρού. Ως προς τη διάπλαση διαφέρουν ανάλογα με την προέλευση και την κατεύθυνση της επιλογής των διαφόρων περιοχών. Ο αμερικάνικος τύπος (Brown Swiss) και ο ελβετικός είναι λεπτοφυέστεροι με μεγαλύτερη κατεύθυνση στη γαλακτοπαραγωγή. Αντίθετα ο τύπος Montafon (Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Βαυαρία) εμφανίζει ισχυρότερο σκελετό και καλή μυική ανάπτυξη. Στη χώρα μας μετά από μελέτη του ελληνικού φαιού πληθυσμού έχει οριστεί ο τύπος αγελάδων βάρους 500 κιλών με ύψος ακρωμίου 130-135cm και ταύρων βάρους 700-800 κιλών με ύψος ακρωμίου 140-145 cm,ως επιδιωκόμενοι τύποι της ελληνικής φυλής Φαιά των Άλπεων. Η ανάπτυξη της φυλής είναι σχετικά όψιμη με πρώτο τοκετό σε ηλικία 2,5-3 ετών. Ανήκει στο βραχυκερατικό τύπο με κεφάλι μακρύ και πλατύ, ράχη ευθεία και μέτριου πλάτους, λεκάνη πλατιά, άκρα δυνατά, εύσαρκα, μαστός στρογγυλός και καλής ανάπτυξης.
Πρόκειται για φυλή μικτών αποδόσεων (γάλα-κρέας) κατάλληλη και για εργασία. Εγκλιματίζεται εύκολα σε θερμά και ξηρά κλίματα και χρησιμοποιεί άριστα τις φυσικές βοσκές. Η μέση γαλακτοπαραγωγή είναι 3000-4000 κιλά με λιποπεριεκτικότητα 3,5-4%. Η αυξητική ικανότητα των μόσχων μέχρις ηλικίας 18-20 μηνών είναι καλή (1-1,2 κιλά ημερησίως) αλλά η ποιότητα του κρέατος υστερεί των κρεοπαραγωγών φυλών. Η απόδοση σε σφάγιο των ενήλικων ζώων είναι 50% και των μόσχων 55%. Είναι φυλή κατάλληλη στη χώρα μας για μικρές χωρικές, οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, για τη συμπλήρωση του γεωργικού εισοδήματός τους με την παραγωγή κάποιας ποσότητας γάλακτος και την προσοδοφόρο πάχυνση των παραγόμενων μόσχων.
Βιβλιογραφία
- ↑ Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσαλονίκης, σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, τμήμα Ζωικής Παραγωγής, Πτυχιακή διατριβή του Δεμερτζή Δημήτριου, Ζωοτεχνική διαχείριση-έλεγχος των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων στη ζώνη γάλακτος της γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ.Α.Ε., Θεσσαλονίκη 2010
Αυτόχθονες φυλές βοοειδών
Υπάρχουν οι αυτόχθονες φυλές βοοειδών, όπως η Βραχυκερατική, η Κατερίνης, η Συκιάς (με κυριότερη αυτών τη Βραχυκερατική) κι ο Ελληνικός Βούβαλος.
Φυλή Βραχυκερατική
Τα ζώα της φυλής αυτής, όπως πιστεύεται, συγγενεύουν με εκείνα της Ιλλυρικής Βραχυκερατικής φυλής, τα οποία ήταν διαδεδομένα παλαιότερα σε όλα τα βαλκανικά κράτη.
Ο συνολικός πληθυσμός της φυλής ανέρχεται σε 3.037 ζώα και περιοχές όπου εκτρέφονται είναι η Κεφαλλονιά, η νήσος Πεταλάς και η Αιτ/νία.
Τα ζώα αυτά εκτρέφονται στους φτωχούς σε βλάστηση ορεινούς βοσκότοπους της χώρας μας.
Οι αγελάδες καθόλη τη διάρκεια του έτους διατηρούνται στους βοσκότοπους και μόνο σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα προφυλάσσονται σε στάβλους πρόχειρης συνήθως κατασκευής. Οι αγελάδες καλύπτουν τις θρεπτικές ανάγκες κυρίως από την βόσκηση και κατά την διάρκεια των χειμερινών μηνών χορηγούνται συμπυκνωμένες και χονδροειδείς ζωοτροφές.
Τα ζώα της Βραχυκερατικής φυλής [1] είναι μικρόσωμα. Το κεφάλι τους είναι μικρό, με κέρατα λεπτά που στρέφονται προς τα μπροστά στεφανοειδώς. Ο τράχηλος μακρύς με μικρή λαμυρίδα. Ο κορμός μάλλον κοντός, το στήθος και ο θώρακας στενά, αβαθή. Η ράχη και η οσφύς στενές. Η λεκάνη στενή επικλινής. Τα άκρα αναλογικά υψηλά. Ο μαστός μικρός και τριχωτός. Η όλη ανάπτυξη των μυϊκών μαζών είναι μάλλον περιορισμένη.
Ο χρωματισμός του τριχώματος παραλλάσσει πολύ και μπορεί να είναι: ξανθός, αργυρόφαιος, ορφνός, καστανός, φαιός, ορφνόμαυρος. Ο χρωματισμός του ακρορρινίου, των κεράτων και των χηλών είναι συνήθως μαύρος.
Το σώμα τους είναι μικρού μεγέθους. Το σωματικός βάρος των ταύρων είναι 300 Kgr και των αγελάδεων 220 Kgr περίπου. Είναι ζώο βραδείας ανάπτυξης, αλλά ανθεκτικό λιτοδίαιτο, μακρόβιο και υψηλής αναπαραγωγικής ικανότητας. Στο παρελθόν τα ζώα της φυλής αυτής χρησιμοποιούνταν για εργασία.
Το ύψος του ακρωμίου στους ταύρους είναι 96-103 εκ. ενά στις αγελάδες 90-100 εκ. Το σωματικό βάρος είναι 300 και 220kg αντίστοιχα.
Η ετήσια γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων υπολογίζεται σε 700 Kg γάλακτος, το οποίο καταναλώνεται από το μοσχάρι κατά τη φυσική γαλουχία που διαρκεί 6 μήνες περίπου.
Το σωματικό βάρος των μοσχαριών στη γέννηση είναι 16kg για τα αρσενικά και 14g για τις μοσχίδες. Η ηλικία των μοσχίδων στον πρώτο τοκετό είναι 28 μηνών.
Η κρεοπαραγωγική ικανότητα είναι μικρή. Τα ζώα που προορίζονται για σφαγή εκτρέφονται συνήθως μαζί με τα άλλα βοοειδή της αγέλης και τους χορηγείται κατά τους χειμερινούς μήνες συμπληρωματικό σιτηρέσιο. Είναι έτοιμα για σφαγή σε ηλικία 20 μηνών με σωματικό βάρος 160-180 Kg. Η απόδοση σε σφάγιο είναι 45% περίπου.
Περιοχές που ενδείκνυνται ως κατάλληλες για εκτροφή είναι η ορεινές περιοχές της χώρας.
Βιβλιογραφία
Φυλή Κατερίνης
Είναι αυτόχθονη φυλή [1] που ανήκει στον τύπο των Ελληνικών Στεππικών φυλών βοοειδών. Περιοχή εκτροφής για τη φυλή Κατερίνης είναι η Θεσσαλία. Ο πληθυσμός των θηλυκών αναπαραγωγής ανέρχεται στα 200 ζώα.
Είναι μέσου μεγέθους βοοειδή, με τα ενήλικα αρσενικά να φτάνουν τα 375 Kg και τα ενήλικα θηλυκά τα 280 Kg. Ενώ το ύψος του ακρωμίου τους φτάνει τα 123cm για τα αρσενικά της φυλής και τα 113cm για τα θηλυκά. Φέρουν λυροειδή κέρατα.
Βιβλιογραφία
Φυλή Συκιάς
Είναι αυτόχθονη φυλή [1] που ανήκει στον τύπο των Ελληνικών Στεππικών φυλών βοοειδών. Περιοχή εκτροφής για τη φυλή Συκιάς είναι η Σιθωνία Χαλκιδικής.
Είναι μέσου μεγέθους βοοειδή, με τα ενήλικα αρσενικά να φτάνουν τα 375 Kg και τα ενήλικα θηλυκά τα 280 Kg. Ενώ το ύψος του ακρωμίου τους φτάνει τα 123cm για τα αρσενικά της φυλής και τα 113cm για τα θηλυκά.
Βιβλιογραφία
Ελληνικός Βούβαλος
Η φυλή [1] ανήκει στον κοινό βούβαλο τύπου Murrah, που προέρχεται απ' τον ασιατικό βούβαλο. Οι περιοχές εκτροφής του είναι η Κεντρική κι η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη. Ο πληθυσμός των θηλυκών αναπαραγωγής του είδους ανέρχεται στα 2.700 ζώα. Η κατάσταση του πληθυσμού είναι απειλούμενη.
Το σωματικό τους βάρος κυμαίνεται στα 575 Kg για τα αρσενικά και στα 475 Kg για τα θηλυκά. Ενώ το ύψος του ακρωμιου τους φτάνει τα 140 cm στα αρσενικά και τα 130 cm στα θηλυκά. Η μέση τιμή της γαλακτοπαραγωγής τους ανέρχεται στα 1020 Kg.
Ο βούβαλος [2] ως πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε παραγωγικό ζώο του έλληνα αγρότη και εμπλούτιζε με την παρουσία τους το οικοσύστημα και το τοπίο πολλών υγροτόπων. Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα οι βούβαλοι ήταν διαδεδομένοι σε όλη τη χώρα. Το σημαντικότερο μέρος του πληθυσμού εκτρέφονταν σε ελώδεις περιοχές της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50, εκτρέφονταν στις περιοχές αυτές γύρω στα 70000 με 75000 ζώα.
Φαίνεται ότι υπάρχουν δυνατότητες για τη βελτίωση του πληθυσμού των βουβάλων, καθώς και εκφρασμένο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του τομέα της βουβαλοτροφίας. Το βουβάλι είναι ζώο προσαρμοσμένο στις περιοχές που εκτρέφεται και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή υψηλής ποιότητας παραδοσιακών προϊόντων, τα οποία εκτιμώνται από τους καταναλωτές. Στο σύνδεσμο που ακολουθεί αναλύονται οι προοπτικές ανάπτυξης της βουβαλοτροφίας. Η βουβαλοτροφία στην Ελλάδα.