Ο ρόλος των κυτοκινίνων στην έκπτυξη των οφθαλμών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι συνθετικές κυτοκινίνες, όπως η βενζυλαδενίνη (ΒΑ) και η θιομπουτραζόλη (ΤΒΖ), μπορούν να προκαλέσουν έκπτυξη οφθαλμών στα καρποφόρα δένδρα. Η βενζυλαδενίνη προκαλεί έκπτυξη οφθαλμών, όταν παρέχεται στην περίοδο που τα καρποφόρα δένδρα βρίσκονται σε λήθαργο. Οι βλαστοί, οι οποίοι παράγονται από την επίδραση της βενζυλαδενίνης, σπάνια αποκτούν μήκος μεγαλύτερο των 5-8cm στη μηλιά και παραμένουν κυρίως στο μέγεθος των λογχοειδών.

Η θιομπουτραζόλη είναι πιο αποτελεσματικός ρυθμιστής σχετικά με την προτροπή έκπτυξης των οφθαλμών, απ' ότι η βενζυλαδενίνη. Η αύξηση της βλάστησης, η οποία προκλήθηκε από τη θιομπουτραζόλη, είναι μικρότερη απ' εκείνη που προκλήθηκε από τη βενζυλαδενίνη. Όταν η θιομπουτραζόλη, που προκαλεί έκπτυξη οφθαλμών, συνδεόταν με την απομάκρυνση του επάκριου οφθαλμού, οι κορυφαίοι οφθαλμοί (2-3) του βλαστού θα εκπτύσσοντο και οι βλαστοί αυτοί θα επιμηκύνοντο κανονικά, ενώ οι υπόλοιποι οφθαλμοί, όταν θα εκπτύσσοντο, θα έδιναν κοντούς βλαστούς. Αυτό αποδεικνύει, ότι τα συστατικά τύπου κυτοκινίνων είναι σε θέση να υπερνικήσουν τους παραμένοντες στους οφθαλμούς παρεμποδιστές, που εμποδίζουν την έκπτυξη τους, αλλά δεν είναι σε θέση να υπερνικήσουν την παρεμπόδιση έκπτυξης των οφθαλμών, που προκαλείται από την κυριαρχία της κορυφής.

Οι επιδράσεις της θιομπουτραζόλης και της βενζυλαδενίνης δεν είναι μεταβιβάσιμες. Τα συστατικά αυτά πρέπει να παρέχονται στους οφθαλμούς και επηρεάζουν μόνο τον οφθαλμό στον οποίο παρέχονται. Οι αψέκαστοι οφθαλμοί, που βρίσκονται λίγο πιο πάνω ή κάτω των ψεκασθέντων, δεν εκπτύσσονται. Υπάρχουν όμως ενδείξεις, ότι οι οψιμανθείς ποικιλίες της μηλιάς έχουν μικρότερες συγκεντρώσεις κυτοκινινών, και ότι αυτός είναι ο παράγοντας που καθυστερεί την άνθηση. Ωστόσο, είναι δύσκολο να ερμηνευθούν τα διαθέσιμα δεδομένα. Η οψιμανθής ποικιλία, η οποία χρησιμοποιήθηκε στις έρευνες του Swartz είχε τέσσερις φορές μικρότερη συγκέντρωση κυτοκινίνης και πέντε φορέ μεγαλύτερη αμπσισικού οξέος από την χρησιμοποιηθείσα πρωϊανθή ποικιλία.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997