Αμυγδαλιά
Περιεχόμενα
- 1 Γενικά στοιχεία
- 2 Βοτανικά χαρακτηριστικά
- 3 Τρόπος καρποφορίας
- 4 Κλιματικές συνθήκες
- 5 Εδαφικές συνθήκες
- 6 Επικονίαση-Γονιμοποίηση
- 7 Ανάπτυξη καρπού
- 8 Πολλαπλασιασμός
- 9 Υποκείμενα
- 10 Ποικιλίες
- 11 Ασθένειες
- 12 Εχθροί
- 13 Πληροφοριακά στοιχεία
- 14 Ευδοκιμεί στις περιοχές
- 15 Σχετικές σελίδες
- 16 Βιβλιογραφία
Γενικά στοιχεία
Στην Ελλάδα, η συστηµατική καλλιέργεια αµυγδαλιάς άρχισε την δεκαετία του ’60. Σήµερα, το 35-50% των ελληνικών αµυγδάλων παράγεται στην Θεσσαλία στους νοµούς Λάρισας και Μαγνησίας, 26-35% στην Μακεδονία στους νοµούς Σερρών και Καβάλας και το υπόλοιπο διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, οι παραδοσιακές περιοχές φυτεµένες µε παλιές ποικιλίες και µεγάλα σε ηλικία δένδρα, σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταλείπονται και χρησιµοποιούνται πιο παραγωγικές ποικιλίες σε καταλληλότερες περιοχές. Το 50% των εκτάσεων είναι πεδινές και έχουν καλύτερη απόδοση από τους αµυγδαλεώνες σε ηµιορεινές και ορεινές περιοχές. Επίσης, σηµαντικό ρόλο παίζει και η άρδευση του αµυγδαλεώνα τόσο στην παραγωγή όσο και στην ποιότητα του καρπού. Σήµερα, παρόλο που ο αριθµός των καλλιεργούµενων εκτάσεων έχει µειωθεί σε σχέση µε τις προηγούµενες δεκαετίες λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και της εισαγωγής αµυγδάλων σε ανταγωνιστικές τιµές, η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει σηµαντικές ποσότητες αµυγδάλων. Συγκεκριµένα, η ελληνική παραγωγή ανέρχεται στο 3,2% της παγκόσµιας αγοράς και στο 10% σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ένωσης. Η παγκόσµια παραγωγή αµυγδάλων αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της υψηλής θρεπτικής τους αξίας και της ποικιλίας µορφών κατανάλωσης. Κύρια παραγωγός χώρα είναι οι Η.Π.Α έχοντας το 16% της καλλιεργήσιµης έκτασης και το 30% της παγκόσµιας παραγωγής στηριζόµενη κυρίως στην περιοχή της Καλιφόρνια. Ακολουθεί η Ευρώπη που κατέχει µεν το 52% της καλλιεργήσιµης έκτασης αλλά παράγει γύρω στο 32% της παγκόσµιας παραγωγής.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η αµυγδαλιά αν και κατατάσσεται στα πυρηνόκαρπα, εξετάζεται στα ακρόδρυα, γιατί ο καρπός της αξιοποιείται ως ξηρός καρπός. Είναι ανώτερο φυτό, αγγειόσπερµο, δικότυλο, διαλυπέταλο. Ανήκει στην τάξη των ροδωδών (Rosales), στην οικογένεια των ροδίδων (Rocaceae) και στην υποοικογένεια Prunoideae. Τα χαρακτηριστικά της υποοικογένειας αυτής είναι τα άνθη µε ένα καρπόφυλλο σε κοινό υπάνθιο µε 1-2 σπερµοβλάστες. Το υπάνθιο δεν συµφύεται µε το καρπόφυλλο γι’αυτό και πέφτει κατά την ωρίµανση του καρπού. Το κοινότερο είδος είναι το Prunus dulcis συνώνυµο Prunus amygdalus. Είναι δένδρο φυλλοβόλο µε ύψος από 4-6m. Η αµυγδαλιά διαθέτει βαθύ και δυνατό ριζικό σύστηµα που την κάνει εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και της προσφέρει αντοχή και καλή στήριξη. Η ρίζα ενός ενήλικου δένδρου αµυγδαλιάς φτάνει τα 20m.
Τα φύλλα της αµυγδαλιάς είναι λογχοειδή, οδοντωτά στην άκρη τους και φτάνουν τα 12cm σε µήκος. Έχουν χρώµα ανοιχτοπράσινο και είναι γυαλιστερά και αδενοφόρα. Η αµυγδαλιά έχει απλά φύλλα µε µονοτµηµατικό ενιαίο έλασµα που είναι διατεταγµένα κατ’εναλλαγή. Χαρακτηριστικό της αµυγδαλιάς είναι ότι η έκπτυξη των φύλλων της γίνεται αµέσως µετά την ανθοφορία.
Οι οφθαλµοί στην αµυγδαλιά διακρίνονται σε βλαστοφόρους και απλούς ανθοφόρους και συναντώνται από 1-3 ανά γόνατο (παράπλευροι οφθαλµοί). Οι ανθοφόροι είναι µεγαλύτεροι από τους βλαστοφόρους, έχουν σχήµα σφαιρικό και βρίσκονται κυρίως στο κορυφαίο τµήµα των ετήσιων βλαστών. Εκπτύσσονται νωρίτερα από τους βλαστοφόρους και είναι µονανθείς. Οι νεαροί βλαστοί που θα εκπτυχθούν έχουν πρασινορόδινο χρώµα στην αρχή και αργότερα καστανό.
Η άνθιση της αµυγδαλιάς γίνεται στους ετήσιους βλαστούς, κυρίως σε ροζέτες. Τα άνθη είναι µονήρη, δηλαδή µεµονωµένα χωρίς ταξιανθίες, λευκά ή λευκορόδινα. Η ωοθήκη είναι περίγυνη, µονόχωρη, µε δύο σπερµοβλάστες από τις οποίες συνήθως µόνο η µία εξελίσσεται σε σπέρµα του καρπού. Το άνθος προέρχεται από την έκπτυξη του ανθοφόρου οφθαλµού και αποτελείται από τον κάλυκα, την στεφάνη και τον ύπερο. Η εποχή άνθησης είναι πολύ νωρίς την άνοιξη (εξαρτάται βέβαια και από την ποικιλία) γι’αυτό και πολύ συχνά τα άνθη της αµυγδαλιάς υφίστανται ζηµιά από όψιµους παγετούς.
Οι καρποί της αµυγδαλιάς είναι "δρύπες". Το σχήµα τους είναι ανάλογο µε την ποικιλία, είναι όµως σχεδόν επίµηκες και ποτέ στρογγυλό. Το εξωκάρπιο δεν είναι σαρκώδες, όπως στα άλλα πυρηνόκαρπα, αλλά λεπτό που όταν ωριµάζει ο καρπός ανοίγει και ξεραίνεται. Ακόµη το εξωκάρπιο σκεπάζεται µε ελαφρό χνούδι. Το ενδοκάρπιο είναι σκληρό και ξυλώδες σε µερικές ποικιλίες, σε άλλες όµως είναι λιγότερο σκληρό και κλείνει ένα ή δυο σπέρµατα, που καλύπτονται από φλούδα. Η ψίχα ή τα σπέρµατα του αµυγδάλου αποτελούν σε βάρος το 30-40% ολόκληρου του καρπού.[1]
Τρόπος καρποφορίας
Η αμυγδαλιά σχηματίζει απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς πλάγια σε λογχοειδή (μπουκέτα του Μαΐου), λεπτοκλαδιά και βλαστούς κατά τη βλαστική περίοδο, που συμπληρώνουν την ανάπτυξή τους κατά τη ληθαργική περίοδο που ακολουθεί και ανθίζουν νωρίς την επόμενη άνοιξη, αν ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου τους. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών της αμυγδαλιάς γίνεται το καλοκαίρι και οι πρώτες καταβολές ανθέων διαπιστώνονται κατά τα τέλη Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου.
Οι πιο πολλές ποικιλίες σχηματίζουν τους περισσότερους ανθοφόρους οφθαλμούς πλάγια σε λογχοειδή ή μπουκέτα του Μαΐου και ανά ένα σε κάθε κόμβο. Μερικές όμως ποικιλίες έχουν την τάση να σχηματίζουν δύο ωοθήκες σε κάθε άνθος, που εξελίσσονται σε δύο καρπούς με κοινό ποδίσκο. Οι νέοι αμυγδαλεώνες που δέχονται τις αναγκαίες καλλιεργητικές φροντίδες, αρχίζουν να σχηματίζουν ανθοφόρους οφθαλμούς κατά τον 3ο ή 4ο χρόνο από την εγκατάστασή τους. Η αμυγδαλιά εισέρχεται σε καρποφορία από τον 8ο-10ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 50 και πλέον χρόνια.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η αμυγδαλιά είναι δέντρο των θερμών και ξηρών κλιμάτων. Περιοριστικοί παράγοντες είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και της άνοιξης και οι πολύ υψηλές του καλοκαιριού. Κατά την ανθοφορία, αν η θερμοκρασία κατέλθει στους -4oC για μισή ώρα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημιά και σε ποσοστό από 20-100%, ανάλογα με την ποικιλία. Οι δε πολύ υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες, όταν συνοδεύονται από έλλειψη νερού στο έδαφος προκαλούν συρρίκνωση ψίχας. Από άποψη υψομέτρου, μπορεί να αναπτυχθεί και μέχρι 1100m (π.χ περιοχή Βυτίνα Αρκαδίας). Οι ανάγκες της αμυγδαλιάς σε ψύχος για τη διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της είναι μικρές (250-400 ώρες, θερμοκρασία κάτω από 7oC) και για αυτό η αμυγδαλιά βλαστάνει και ανθίζει νωρίτερα από όλα τα καρποφόρα δέντρα και ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα. Κανονική ανάπτυξη αμυγδάλων επιτυγχάνεται σε περιοχές με μακρύ καλοκαίρι άνευ βροχοπτώσεων, αλλά σε καλά αρδευόμενους αμυγδαλεώνες.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Η αμυγδαλιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδάφων, από αμμοπηλώδη έως και αργιλοαμμώδη. Προτιμά όμως τα ελαφρά, γόνιμα, βαθιά και καλά αποστραγγασισμένα εδάφη. Είναι πολύ ανθεκτική στα ασβεστώδη εδάφη. Αν και η αμυγδαλιά είναι ανθεκτική στην ξηρασία και επιβιώνει επί μακρόν σε ξηρά εδάφη, η παραγωγή μειώνεται σημαντικά κάτω από ξερικές συνθήκες. Τα βαριά ή μη καλώς αποστραγγισμένα εδάφη πρέπει να αποφεύγονται. Το κατώτατο όριο pH του εδάφους που απαιτείται για να εγκαταστήσουμε έναν αμυγδαλεώνα είναι 5,5. Η άριστη περιοχή όμως όπου θα μας δώσει και υψηλή ποιοτική και ποσοτική παραγωγή αμυγδάλων είναι 6,1-8,1.[2]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Η αμυγδαλιά, ανάλογα με την ποικιλία, ανθίζει από τέλη Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Η διάρκεια της ανθοφορίας, ανάλογα με τις επικράτουσες κλιματικές συνθήκες, κυμαίνεται από 2-10 ή και περισσότερες ημέρες. Το άνθος της αμυγδαλιάς είναι αυτοασυμβίβαστο. Η προβολή της γύρης ενός άνθους του ίδιου δέντρου, της ίδιας ποικιλίας και μερικές φορές διαφόρων άλλων ποικιλιών, δεν αναπτύσσεται εντός του στύλου του άνθους.Οι ποικιλίες της αμυγδαλιάς στην πλειονότητά τους είναι αυτόστειρες και χρειάζονται σταυρεπικονίαση. Εξαίρεση αποτελούν οι ποικιλίες Truoito, Tuono και Genco που θεωρούνται ως αυτογόνιμες. Το άνθος της αμυγδαλιάς, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για τις μέλισσες, είναι πιο επιδεκτικό στη σταυρεπικονίαση την επόμενη μέρα από της διάνοιξής τους και παραμένει επιδεκτικό, αλλά με βαθμιαία μείωση της επιδέκτικότητας του για 3 ή 4 ακόμα ημέρες.
Η μέλισσα είναι πρακτικά το μοναδικό έντομο με οικονομική σημασία για την αμυγδαλιά και οι παραγωγοί σε όλο τον κόσμο το γνωρίζουν αυτό και τη χρησιμοποιούν στους αμυγδαλεώνες τους για να εξασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή σταυρεπικονίαση των άνθεων. Είναι γνωστό ότι η αμυγδαλιά ανθίζει, όταν οι ημέρες είναι ψυχρές και μικρής διάρκειας και υπάρχει έλλειψη εντόμων επικονιαστών. Οι μέλισσες την εποχή αυτή του έτους βρίσκονται συνήθως στην πιο αδύνατή τους κατάσταση. Ο καιρός συνήθως είναι ακατάστατος και οι θερμοκρασίες συχνά περιορίζουν τη δραστηριότητα των μελισσών σε 1-3 ώρες κατά το μεσημέρι.
Όσο αφορά τη διάταξη των ποικιλιών συνιστάται η φύτευση μιας σειράς με την επικονιάστρια ποικιλία για κάθε 3 σειρές της κύριας ποικιλίας. Όταν όμως η μία επικονιάστρια ποικιλία δεν εξασφαλίζει ικανοποιητική σταυρεπικονίαση, λόγω μη επαρκούς συνάνθησης, τότε συνιστάται η χρησιμοποίηση δύο επικονιαστριών ποικιλιών, μιας πρωϊμότερης και της άλλης οψιμότερης της κύριας ποικιλίας του αμυγδαλεώνα, που να καλύπτουν το χρονικό εύρος της άνθησης της κύριας ποικιλίας.
Η γύρη της αμυγδαλιάς συλλέγεται σχετικά εύκολα από άνθη που είναι έτοιμα να ανοίξουν (στάδιο ρόδινης κορυφής). Οι ανθήρες απομακρύνονται από τους στήμονες με μικρές λαβίδες και στη συνέχεια ξηραίνονται στον αέρα σε σκιερό μέρος ή συνθήκες δωματίου για 24 ώρες. Για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πρέπει να διατηρηθεί σε χαμηλή θερμοκρασία, περίπου 0oC ή χαμηλότερη. Ο καλύτερος τρόπος διατήρησής της για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι η τοποθέτησή της σε καταψύκτη.
Κατά την εφαρμογή τεχνητών επικονιάσεων επιβάλλεται η απομάκρυνση των πετάλων, στημόνων και μέρων του ανθικού κυπέλλου, γιατί έτσι αποφεύγεται η φυσική σταυρεπικονίαση που γίνεται με τις μέλισσες. Ένα μεγάλο ποσοστό καρπόδεσης των άνθεων είναι προφανές ότι αποτελεί επιθυμητό δενδροκομικό χαρακτηριστικό. Η καρπόδεση συνήθως επηρεάζεται από πολλούς περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά υπεισέρχονται και γενετικά ελεγχόμενα χαρακτηριστικά. Η στειρότητα της ωοθήκης αποτελεί μια άλλη αιτία που επηρεάζει την καρπόδεση. Τα άγονα άνθη με ατροφική ωοθήκη πέφτουν μέσα σε λίγες ημέρες μετά την άνθηση χωρίς την παραμικρή διόγκωση της ωοθήκης.[1]
Ανάπτυξη καρπού
Η ανάπτυξη του καρπού της αμυγδαλιάς πραγματοποιείται σε 3 στάδια, τα οποία είναι τα εξής:
- 1ο στάδιο: Η φάση αυτή διαρκεί από την γονιµοποίηση των ανθέων µέχρι και το τέλος της ανάπτυξης του καρπού, τέλη Απριλίου µε αρχές Μαΐου ανάλογα µε την θερµοκρασία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου ο καρπός φτάνει το µέγιστο µέγεθός του αλλά παραµένει µαλακός. Η τελική µορφή του σπέρµατος στο στάδιο αυτό είναι µια λευκή κατασκευή µε πυκνό εξωτερικό στρώµα, γεµάτο µε ένα υδατώδη διάφανο ιστό, τον σπερµατικό ιστό. Στη φάση αυτή µπορεί να συµβουν τρία κύµµατα αποκοπής των ανθέων ή πτώσης των καρπών, σαν µια φυσική διαδικασία αραιώµατος και ανταγωνισµού που µπορεί βέβαια να επηρεαστεί και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος ή από κακούς χειρισµούς του καλλιεργητή.
- 2ο στάδιο:: Μετά το τέλος του πρώτου σταδίου, ο καρπός µπαίνει στη φάση σκλήρυνσης του ενδοκαρπίου και αύξησης του εµβρύου που παραµένει µαλακό. Αύτη η περίοδος είναι πολύ κρίσιµη γιατί η καταπόνηση στο διάστηµα αυτό µπορεί να προκαλέσει ζηµιές στην παραγωγή. Η σκλήρυνση του ενδοκαρπίου ολοκληρώνεται Ιούνιο µε Ιούλιο ενώ η αύξηση του εµβρύου αρχές Ιουνίου.
- 3ο στάδιο:: Κατά το στάδιο αυτό ολοκληρώνεται η µορφολογική διαφοροποίηση του περικαρπίου, του ενδοκαρπίου και του σπέρµατος καθώς και η ωρίµανση του καρπού. ∆ύο ξεχωριστές διαδικάσιες που συνήθως συµβαίνουν ταυτόχρονα σηµατοδοτούν την ωρίµανση του καρπού. Η µία είναι το σχίσιµο του περικαρπίου κατά µήκος της ραφής που σταδιακά αποκολλάται από το κέλυφος και αρχίζει να ξηραίνεται και η δεύτερη είναι ο σχηµατισµός µιας ζώνης αποκοπής στο σηµείο επαφής καρπού και ποδίσκου.[1]
Πολλαπλασιασμός
Η αμυγδαλιά πολλαπλασιάζεται κυρίως με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 ετών, αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται ο εγκεντρισμός (σχιστός ή υπόφλοιος στεφανίτης) συνήθως σε δέντρα μεγάλης ηλικίας. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει νωρίς την άνοιξη μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκειμένου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC. Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεεπτεμβρίου) με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια.[3]
Υποκείμενα
Στην επιτυχία μιας καλλιέργειας αμυγδαλιάς μετά την ποικιλία, ακολουθεί το υποκείμενο. Η παραγωγικότητα των δέντρων εξαρτάται βέβαια από την ποικιλία, επηρεάζεται όμως σημαντικά και από το υποκείμενο. Τα κύρια υποκείμενα που χρησιμοποιούνται είναι δύο, το σπορόφυτο αμυγδαλιάς και το αμυγδαλοροδάκινο GF677 τα οποιά αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ποικιλίες
Οι κυριότερες ποικιλίες της αμυγδαλιάς έχουν καταγωγή απότη Γαλλία, Ιταλία, Η.Π.Α. Στην Ελλάδα καταγωγή έχει η Ρέτσου. Αναλυτικά οι ποικιλίες αναφέρονται με λεπτομέρειες στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ασθένειες
Οι ασθένειες αναγράφονται με λεπτομέρειες στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Οι εχθροί αναγράφονται με λεπτομέρειες στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί αμυγδαλιάς[5], [6], [1]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 , Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς και τα ενεργειακά αξιοποιήσιμα υπολλείματά της, πτυχιακή μελέτη της Καστανίδου Αικατερίνης, Θεσσαλονίκη 2012.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ ,"Αμυγδαλιά: Στοιχεία καλλιέργειας" του Νάνου Γεωργίου και Μπέλης Αικατερίνης, καθηγητών Γεωπονικού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
- ↑ Ασθένειες καρποφόρων δέντρων και αμπέλου του Παναγόπουλου Χ., Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ Ημίπτερα καρποφόρων δέντρων πτυχιακή εργασία του Καραβότα Κων/νου, Ηράκλειο 2010.
- ↑ Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.