Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Θερμοκρασία του εδάφους"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
(8 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Τα ριζικά συστήματα είναι πολύ ευαίσθητα στις αλλαγές της [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασίας του εδάφους]]. Η κανονική θερμοκρασία για την αύξηση της [[Ρίζες|ρίζας]] κυμαίνεται από 20<sup>0</sup>-25<sup>0</sup>C. Πάνω από 35<sup>0</sup>C ο σχηματισμός νέων ριζών στη [[Μηλιά|μηλιά]] και [[Ροδακινιά|ροδακινιά]] σταματά. Το θυσσανώδες ριζικό σύστημα μπορεί ν' αντέξει σ' αυτή τη θερμοκρασία, αλλά με κάποια εσωτερική ζημιά. Πάνω από 24<sup>0</sup>C οι ρίζες δεν είναι χυμώδεις, το ποσοστό % της ξηράς ουσίας αυξάνει η ξυλοποίηση είναι εντονότερη και παρατηρείται πρόωρη αποσύνθεση του φλοιού. Ο αριθμός των ενεργών ριζών στα πρώτα 30 cm του [[Εδαφολογία|εδάφους]] μπορεί να μειωθεί σε περιοχές με υψηλές εδαφικές θερμοκρασίες. Αποτελεί κανόνα οι ρίζες αυτών, που ευδοκιμούν στα πιο ζεστά κλίματα σταματούν να αυξάνουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες συγκριτικά μ' εκείνα ψυχρότερων κλιμάτων. Η αύξηση των ριζών αρχίζει, όταν η θερμοκρασία του εδάφους φθάσει στο κρίσιμο επίπεδο αυτής. Το κρίσιμο αυτό επίπεδο ποικίλει μεταξύ των καρποφόρων δένδρων π.χ. μηλιά και [[Αχλαδιά|αχλαδιά]] είναι 7<sup>0</sup>-9<sup>0</sup>C στη ροδακινιά και [[Δαμασκηνιά|δαμασκηνιά]] 4<sup>0</sup>-5<sup>0</sup>C και στα [[Εσπεριδοειδή|εσπεριδοειδή]] 16<sup>0</sup>-18<sup>0</sup>C
+
Τα ριζικά συστήματα είναι πολύ ευαίσθητα στις αλλαγές της [[Θερμοκρασία εδάφους|θερμοκρασίας του εδάφους]]. Η κανονική θερμοκρασία για την αύξηση της [[Ρίζες|ρίζας]] κυμαίνεται από 20<sup>0</sup>-25<sup>0</sup>C. Πάνω από 35<sup>0</sup>C ο σχηματισμός νέων ριζών στη [[Μηλιά|μηλιά]] και [[Ροδακινιά|ροδακινιά]] σταματά. Το θυσσανώδες ριζικό σύστημα μπορεί ν' αντέξει σ' αυτή τη θερμοκρασία, αλλά με κάποια εσωτερική ζημιά. Πάνω από 24<sup>0</sup>C οι ρίζες δεν είναι χυμώδεις, το ποσοστό % της ξηράς ουσίας αυξάνει η ξυλοποίηση είναι εντονότερη και παρατηρείται πρόωρη αποσύνθεση του φλοιού. Ο αριθμός των ενεργών ριζών στα πρώτα 30cm του [[Εδαφολογία|εδάφους]] μπορεί να μειωθεί σε περιοχές με υψηλές εδαφικές θερμοκρασίες. Αποτελεί κανόνα οι ρίζες αυτών, που ευδοκιμούν στα πιο ζεστά κλίματα σταματούν να αυξάνουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες συγκριτικά μ' εκείνα ψυχρότερων κλιμάτων. Η αύξηση των ριζών αρχίζει, όταν η θερμοκρασία του εδάφους φθάσει στο κρίσιμο επίπεδο αυτής. Το κρίσιμο αυτό επίπεδο ποικίλει μεταξύ των καρποφόρων δένδρων π.χ. μηλιά και [[Αχλαδιά|αχλαδιά]] είναι 7<sup>0</sup>-9<sup>0</sup>C στη ροδακινιά και [[Δαμασκηνιά|δαμασκηνιά]] 4<sup>0</sup>-5<sup>0</sup>C και στα [[Εσπεριδοειδή|εσπεριδοειδή]] 16<sup>0</sup>-18<sup>0</sup>C.
  
 +
Οι λιγότερο ενεργές, από φυσιολογικής άποψης, ρίζες αυξάνουν με μικρότερο ρυθμό συγκριτικά με τις απορροφητικές, που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη φυσιολογική δραστηριότητα. Το [[Άζωτο|άζωτο]] στη μηλιά μπορεί ν' απορροφηθεί απ' το ριζικό σύστημα στους 0,6<sup>0</sup>C, αλλά δε φθάνει στο μέγιστο μέχρι τους 7,2<sup>0</sup>C. Η παγετοπληξία των ριζών συνδέεται με τα ελαφρότερα σε υφή και ξηρότερα εδάφη, κυρίως στ' ακάλυπτα από χιόνι. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ ειδών και μεταξύ κλώνων. Η ευαισθησία στις χαμηλές θερμοκρασίες ποικίλει 3<sup>0</sup>-4<sup>0</sup>C εντός της εποχής και η αντοχή είναι μεγαλύτερη κατά τα τέλη του χειμώνα. Η τρυφερότητα των ριζών αυξάνει με το βάθος αυτών. Οποιαδήποτε εποχή, όσο μακρύτερα βρίσκονται οι ρίζες απ' την κόμη του δένδρου, σε κάθετη ή οριζόντια κατανομή, τόσο λιγότερο αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αυτό ίσως οφείλεται στο μέγεθος των ριζών, καθόσον πρώτα υφίστανται ζημιά από [[Παγετοπροστασία|παγετό]] οι μικρότερες ρίζες. Η κρίσιμη χαμηλή θερμοκρασία για τις ρίζες της μηλιάς είναι -3<sup>0</sup>C έως -12<sup>0</sup>C. Οι μεν μεγαλύτερη σε αντοχή ρίζες της μηλιάς επιβιώνουν στους -10<sup>0</sup>C έως -15<sup>0</sup>C. Για την αχλαδιά η κρίσιμη χαμηλότερη θερμοκρασία είναι -9<sup>0</sup>C, για τη ροδακινιά -10<sup>0</sup>C και για την [[Κερασιά|κερασιά]] -15<sup>0</sup>C.
  
<ref name="Θερμοκρασία του εδάφους"/>
+
Η ζημιά των ριζών από παγετό περιορίζεται στις επιφανειακές ρίζες, καθώς οι κρίσιμες χαμηλές θερμοκρασίες, συνήθως, δεν εισχωρούν βαθιά στο εδάφος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την εισχώρηση των χαμηλών (παγετού) και υψηλών θερμοκρασιών στο έδαφος αποτελούν θέμα προς μελέτη, καθόσον υπάρχει μικρότερη θερμική ανεκτικότητα στις ρίζες απ' ότι στα υπέργεια τμήματα των καρποφόρων [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρων]]. Ζημιά από παγετό υφίσταται συχνά το ριζικό σύστημα των δενδρυλλίων κατά τη μεταφορά και τη διάρκεια της φύτευσής τους. <ref name="Θερμοκρασία του εδάφους"/>
  
  
Γραμμή 9: Γραμμή 10:
 
<ref name="Θερμοκρασία του εδάφους"> Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.</ref>  
 
<ref name="Θερμοκρασία του εδάφους"> Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.</ref>  
 
</references>
 
</references>
 +
 +
[[πόσο αφορά σε γεωργό::20| ]]
 +
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::20| ]]
 +
[[πόσο αφορά σε εκπαιδευτικό-ακαδημαϊκό-ερευνητικό φορέα::30| ]]
 +
[[σχετίζεται με::Γεωργικές καλλιέργειες ανοιχτού τύπου| ]]
 +
[[σχετίζεται με::Γεωργικές καλλιέργειες κλειστού τύπου| ]]
 +
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]

Τελευταία αναθεώρηση της 12:52, 23 Σεπτεμβρίου 2016

Τα ριζικά συστήματα είναι πολύ ευαίσθητα στις αλλαγές της θερμοκρασίας του εδάφους. Η κανονική θερμοκρασία για την αύξηση της ρίζας κυμαίνεται από 200-250C. Πάνω από 350C ο σχηματισμός νέων ριζών στη μηλιά και ροδακινιά σταματά. Το θυσσανώδες ριζικό σύστημα μπορεί ν' αντέξει σ' αυτή τη θερμοκρασία, αλλά με κάποια εσωτερική ζημιά. Πάνω από 240C οι ρίζες δεν είναι χυμώδεις, το ποσοστό % της ξηράς ουσίας αυξάνει η ξυλοποίηση είναι εντονότερη και παρατηρείται πρόωρη αποσύνθεση του φλοιού. Ο αριθμός των ενεργών ριζών στα πρώτα 30cm του εδάφους μπορεί να μειωθεί σε περιοχές με υψηλές εδαφικές θερμοκρασίες. Αποτελεί κανόνα οι ρίζες αυτών, που ευδοκιμούν στα πιο ζεστά κλίματα σταματούν να αυξάνουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες συγκριτικά μ' εκείνα ψυχρότερων κλιμάτων. Η αύξηση των ριζών αρχίζει, όταν η θερμοκρασία του εδάφους φθάσει στο κρίσιμο επίπεδο αυτής. Το κρίσιμο αυτό επίπεδο ποικίλει μεταξύ των καρποφόρων δένδρων π.χ. μηλιά και αχλαδιά είναι 70-90C στη ροδακινιά και δαμασκηνιά 40-50C και στα εσπεριδοειδή 160-180C.

Οι λιγότερο ενεργές, από φυσιολογικής άποψης, ρίζες αυξάνουν με μικρότερο ρυθμό συγκριτικά με τις απορροφητικές, που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη φυσιολογική δραστηριότητα. Το άζωτο στη μηλιά μπορεί ν' απορροφηθεί απ' το ριζικό σύστημα στους 0,60C, αλλά δε φθάνει στο μέγιστο μέχρι τους 7,20C. Η παγετοπληξία των ριζών συνδέεται με τα ελαφρότερα σε υφή και ξηρότερα εδάφη, κυρίως στ' ακάλυπτα από χιόνι. Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ ειδών και μεταξύ κλώνων. Η ευαισθησία στις χαμηλές θερμοκρασίες ποικίλει 30-40C εντός της εποχής και η αντοχή είναι μεγαλύτερη κατά τα τέλη του χειμώνα. Η τρυφερότητα των ριζών αυξάνει με το βάθος αυτών. Οποιαδήποτε εποχή, όσο μακρύτερα βρίσκονται οι ρίζες απ' την κόμη του δένδρου, σε κάθετη ή οριζόντια κατανομή, τόσο λιγότερο αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες. Αυτό ίσως οφείλεται στο μέγεθος των ριζών, καθόσον πρώτα υφίστανται ζημιά από παγετό οι μικρότερες ρίζες. Η κρίσιμη χαμηλή θερμοκρασία για τις ρίζες της μηλιάς είναι -30C έως -120C. Οι μεν μεγαλύτερη σε αντοχή ρίζες της μηλιάς επιβιώνουν στους -100C έως -150C. Για την αχλαδιά η κρίσιμη χαμηλότερη θερμοκρασία είναι -90C, για τη ροδακινιά -100C και για την κερασιά -150C.

Η ζημιά των ριζών από παγετό περιορίζεται στις επιφανειακές ρίζες, καθώς οι κρίσιμες χαμηλές θερμοκρασίες, συνήθως, δεν εισχωρούν βαθιά στο εδάφος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την εισχώρηση των χαμηλών (παγετού) και υψηλών θερμοκρασιών στο έδαφος αποτελούν θέμα προς μελέτη, καθόσον υπάρχει μικρότερη θερμική ανεκτικότητα στις ρίζες απ' ότι στα υπέργεια τμήματα των καρποφόρων δένδρων. Ζημιά από παγετό υφίσταται συχνά το ριζικό σύστημα των δενδρυλλίων κατά τη μεταφορά και τη διάρκεια της φύτευσής τους. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.