Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Δέσμευση και χρησιμοποίηση φωτός"
(28 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
− | Η φυλλική επιφάνεια των [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρων]] αναπτύσσεται ταχέως κατά την άνοιξη και φθάνει στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Έπειτα παραμένει σταθερή κατά την καλοκαιρινή περίοδο και μειώνεται, όταν τα [[Φύλλα|φύλλα]] αρχίζουν να πέφτουν κατά το φθινόπωρο. Στα καρποφόρα είδη, υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς το χρονοδιάγραμμα αυτό. Στη [[ | + | Η φυλλική επιφάνεια των [[Δενδρώδεις καλλιέργειες|δένδρων]] αναπτύσσεται ταχέως κατά την άνοιξη και φθάνει στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Έπειτα παραμένει σταθερή κατά την καλοκαιρινή περίοδο και μειώνεται, όταν τα [[Φύλλα|φύλλα]] αρχίζουν να πέφτουν κατά το φθινόπωρο. Στα καρποφόρα είδη, υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς το χρονοδιάγραμμα αυτό. Στη [[Μηλιά|μηλιά]], τα [[Βοτανικά χαρακτηριστικά μηλιάς|φύλλα]] φέρονται στα [[Σχηματισμός λογχοειδών|λογχοειδή]] και τους βλαστούς. Τα φύλλα των λογχοειδών αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, συνήθως κατά τα τέλη της πτώσης των πετάλων, ενώ εκείνα των βλαστών αναπτύσσονται καθώς αυξάνουν οι βλαστοί, οι οποίοι χρειάζονται επιπρόσθετο χρονικό διάστημα περίπου 60 ημερών. Στη μηλιά ο σχηματισμός πολλών λογχοειδών είναι επιθυμητός, γιατί αυξάνουν την παραγωγή. |
− | Καθώς τα φύλλα ενός δένδρου αναπτύσσονται την άνοιξη, η δέσμευση του φωτός από τα δένδρα αυξάνει. Θεωρείται, γενικά, ότι η μεγαλύτερη κόμη δεσμεύει και περισσότερο φως. Αυτό όμως μπορεί και να μη συμβαίνει. Εάν σ' ένα δένδρο πάρα πολλά φύλλα συνωστίζονται, το ένα επισκιάζει τ' άλλο, και η σκίαση αυτή επηρεάζει αρνητικά τη φωτοσύνθεση. | + | |
− | Για τη μέτρηση της φυλλικής επιφάνειας χρησιμοποιείται ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας (ΔΦΕ). Δείκτης φυλλικής επιφάνειας είναι ο λόγος της φυλλικής επιφάνειας προς την εδαφική επιφάνεια. Χρησιμοποιείται δε σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης | + | Επομένως η φυλλική επιφάνεια στις αρχές της βλαστικής περιόδου είναι σχετικά υψηλή στα είδη εκείνα που φέρουν λογχοειδή, συγκριτικά με τα είδη που στερούνται λογχοειδών και αναπτύσσουν φύλλα μόνο σε βλαστούς. Στη [[Ροδακινιά|ροδακινιά]] σχηματίζονται λίγα λογχοειδή και η κύρια [[Ροδάκινο|καρποφορία]] φέρεται σε βλαστούς του έτους, γι' αυτό τα δένδρα [[Κλάδεμα ροδακινιάς|κλαδεύονται]] αυστηρά, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη βλάστηση και κατά συνέπεια παραγωγή. Στο είδος αυτό, η ανάπτυξη της φυλλικής επιφάνειας είναι περιορισμένη κατά την άνοιξη και αυξάνει για 90 ημέρες περίπου, μέχρι η βλαστική αύξηση σταματήσει. |
+ | |||
+ | Καθώς τα φύλλα ενός δένδρου αναπτύσσονται την άνοιξη, η δέσμευση του φωτός από τα δένδρα αυξάνει. Θεωρείται, γενικά, ότι η μεγαλύτερη κόμη δεσμεύει και περισσότερο φως. Αυτό όμως μπορεί και να μη συμβαίνει. Εάν σ' ένα δένδρο πάρα πολλά φύλλα συνωστίζονται, το ένα επισκιάζει τ' άλλο, και η σκίαση αυτή επηρεάζει αρνητικά τη φωτοσύνθεση. Για τη μέτρηση της φυλλικής επιφάνειας χρησιμοποιείται ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας (ΔΦΕ). Δείκτης φυλλικής επιφάνειας είναι ο λόγος της φυλλικής επιφάνειας προς την εδαφική επιφάνεια. Χρησιμοποιείται δε σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης | ||
του φωτός και της διαπνοής, ως βάση προσδιορισμού της παραγωγικότητας της κόμης. | του φωτός και της διαπνοής, ως βάση προσδιορισμού της παραγωγικότητας της κόμης. | ||
− | Η φυλλική επιφάνεια ενός συγκεκριμένου κλάδου ή δένδρου μπορεί να προσδιοριστεί δια μετρήσεως της πραγματικής επιφάνειας των φύλλων. Ωστόσο, η εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας γίνεται χωρίς τον προσδιορισμό της πραγματικής φυλλικής επιφάνειας. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερο σε μέγεθος είναι το δένδρο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η φυλλική του επιφάνεια. | + | |
− | Αυτό οδήγησε στον προσδιορισμό της φυλλικής επιφάνειας, με βάση τη διάμετρο συγκεκριμένου κλάδου ή κορμού. Ο Holland (1968) ανέπτυξε μια εξίσωση για τη | + | Η φυλλική επιφάνεια ενός συγκεκριμένου κλάδου ή δένδρου μπορεί να προσδιοριστεί δια μετρήσεως της πραγματικής επιφάνειας των φύλλων. Ωστόσο, η εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας γίνεται χωρίς τον προσδιορισμό της πραγματικής φυλλικής επιφάνειας. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερο σε μέγεθος είναι το δένδρο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η φυλλική του επιφάνεια. Αυτό οδήγησε στον προσδιορισμό της φυλλικής επιφάνειας, με βάση τη διάμετρο συγκεκριμένου κλάδου ή κορμού. Ο Holland (1968) ανέπτυξε μια εξίσωση για τη μηλιά, συσχετίζοντας τη συνολική φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου (Α) με την περιφέρεια του (G). Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην [[Ποικιλίες μηλιάς|ποικιλία μηλιάς Cox's Orange Pippin]], που ήταν εμβολιασμένη στο [[Υποκείμενα μηλιάς|υποκείμενο Μ<sub>2</sub>]]. Η εξίσωση αυτή έχει ως εξής: |
− | Η εξίσωση αυτή έχει ως εξής: logA= logK + blogG | + | |
+ | <b>logA= logK + blogG</b> | ||
+ | |||
Ο συντελεστής b ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο, γιατί η φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου ή ολόκληρου του δένδρου αυξάνει κατά τη βλαστική περίοδο μέχρι ενός επιπέδου, και ακολούθως μειώνεται, ενώ η περιφέρεια τους παραμένει η ίδια. Η τιμή τον Ιούλιο για τη συνολική επιφάνεια στις μελέτες του Holland ήταν: | Ο συντελεστής b ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο, γιατί η φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου ή ολόκληρου του δένδρου αυξάνει κατά τη βλαστική περίοδο μέχρι ενός επιπέδου, και ακολούθως μειώνεται, ενώ η περιφέρεια τους παραμένει η ίδια. Η τιμή τον Ιούλιο για τη συνολική επιφάνεια στις μελέτες του Holland ήταν: | ||
− | |||
− | |||
− | |||
+ | <b>logA=3.159+2.215logG</b> | ||
+ | |||
+ | Η τιμή Κ υποδηλώνει ένα συντελεστή που εξαρτάται από το συγκεκριμένο [[Συστήματα φύτευσης στη μηλιά|σύστημα φυτεύσεως]] των δένδρων και τη συγκεκριμένη ποικιλία, προσδιορίζεται από ένα δείγμα 15-20 κλάδων και είναι εφαρμόσιμη μόνο στο συγκεκριμένο σύστημα φύτευσης ή στη συγκεκριμένη ποικιλία. Ο Barlow (1969) και ο Verheij (1972) ανέπτυξαν παρόμοιες σχέσεις, συσχετίζοντες τη φυλλική επιφάνεια και τη διάμετρο του κορμού ολόκληρών δένδρων μηλιάς. Οι σχέσεις αυτές ήταν <b>logA = 0.329 + 2.586 logD</b> και <b>logA = -2.050 + 2.230 logD</b>. Στις εξισώσεις αυτές το D υποδηλώνει διάμετρο κορμού. Ο συντελεστής b και στις τρεις μελέτες είναι παρόμοιος, αλλά οι διαφορές στη δέσμευση του φωτός είναι μεγάλες. Οι σχέσεις αυτές διαφέρουν αρκετά και δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες, αλλα κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι καλα εδραιωμένες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον καθορισμό του δείκτη φυλλικής επιφάνειας με ένα σχετικά απλό τρόπο. | ||
+ | |||
+ | Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας στη μηλιά ποικίλει από 1.5 έως 5. Αυτό εξαρτάται από το υποκείμενο, την ποικιλία, το κλάδεμα, τη [[Λίπανση μηλιάς|λίπανση]] και απ' άλλες [[Καλλιέργεια μηλιάς|καλλιεργητικές φροντίδες]]. Οι Verheij και Verver (1973) αναφέρουν ότι ένας ΔΦΕ 2.45 για τη μηλιά ήταν πολύ υψηλός (συνωστισμός φύλλων) για μια αυξημένη παραγωγή και καλή ποιότητα [[Μήλο|καρπών]]. Στους σύγχρονους οπωρώνες μηλιάς ο ΔΦΕ είναι περίπου 1.5 για δένδρα με υποκείμενο το Μ<sub>9</sub>, 1.7 για παλμέττα και 2.2 για τύπου Πίλλαρ (υπό μορφή στήλης ή κιόνων). | ||
+ | |||
+ | Στη [[Ροδακινιά|ροδακινιά]] ο ΔΦΕ είναι γενικά υψηλότερος απ' εκείνο της μηλιάς και κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10. Στη ροδακινιά η μεγαλύτερη [[Βοτανικά χαρακτηριστικά ροδακινιάς|φυλλική επιφάνεια]] βρίσκεται κοντά στη κορυφή του δένδρου. Μόνο το 5% της φυλλικής επιφάνειας βρίσκεται στο κατώτερο 10% του δένδρου, το 14% βρίσκεται στο επόμενο 50% από το [[Εδαφολογία|έδαφος]] και το 80% των φύλλων είναι στο επάκριο 40% του δένδρου. | ||
+ | |||
+ | Ο ΔΦΕ χρησιμεύει, σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης φωτός, ως βάση ανάλυσης της παραγωγικότητας της κόμης. Γενικά, η δέσμευση του φωτός από την κόμη μπορεί να εκφραστεί ως: | ||
+ | <b>I<sub>L</sub>/I<sub>0</sub>= e<sup>-KL</sup></b> | ||
+ | όπου I<sub>0</sub> είναι η προσπίπτουσα φωτεινή ενέργεια, I<sub>L</sub> το δεσμευμένο φως από το ΔΦΕ του φύλλου και Κ ο συντελεστής απορρόφησης μικρού μήκους κύματος ακτινοβολίας. Η ένταση του φωτός μειώνεται λογαριθμικά μαζί με το ΔΦΕ και η ολική δέσμευση φωτός συνδέεται με λογαριθμική σχέση με το ΔΦΕ. Οι τιμές Κ που υπολογίστηκαν από διάφορους ερευνητές έδειξαν ότι οι μέσοι όροι κυμαίνονται μεταξύ των τιμών 0.56, 0.43 και 0.60. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν έδειξαν ότι η μέση τιμή 0.60 για το Κ γίνεται αποδεκτή στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτών. | ||
+ | Η διαπερατότητα του φωτός στο δένδρο συνήθως καθορίζεται από το μέγεθος και το σχήμα του δένδρου. O Heinicke αναφέρει ότι η ένταση του φωτός σε μεγάλα δένδρα [[Ποικιλία μηλιάς Delicious|μηλιάς Delecious]] μειώθηκε κατά 58% σε απόσταση 2 μέτρων περίπου από την κορυφή του δένδρου. Ο Jackson παρατήρησε ταχύτερη μείωση της ακτινοβολίας εντός της κόμης ενός δένδρου μηλιάς ποικιλίας Cox Orange Pippin ύψους 4 μέτρων. Ο φωτισμός μειώθηκε στο 34% στα επάνω επίπεδα του δένδρου και σε απόσταση 1 μέτρου από την κορυφή. Οι Lakso και Musselman μέτρησαν τη διαπερατότητα της φωτοσυνθετικά δραστικής ακτινοβολίας (ΦΔΑ), σε μεγάλα δένδρα μηλιάς ποικιλίας McIntosh και βρήκαν, ότι μόνο το 15% του διαθέσιμου φωτός διήλθε στο εσωτερικό της κόμης του δένδρου. Η διαπερατότητα του φωτός ήταν ακόμα μικρότερη στην ποικιλία Wayne, όπου μόνο το 7% αυτού έφθασε στο εσωτερικό της κόμης του δένδρου. Το έντονο κόκκινο χρώμα των [[Μήλο|καρπών]] συνδέεται με επίπεδα φωτός μεγαλύτερα του 70% της πλήρους ακτινοβολίας. | ||
+ | Οι καρποί που δέχθηκαν λιγότερο από το 40% της ακτινοβολίας, ανέπτυξαν ανεπαρκές κόκκινο χρώμα. Το μέγεθος του καρπού επηρεάζεται επίσης κατά τον ίδιο τρόπο. Οι σκιαζόμενοι καρποί είναι πάντοτε μικρότεροι σε μέγεθος απ' εκείνους που είναι εκτεθειμένοι σε πλήρη ακτινοβολία. Η ένταση του φωτός, που είναι αναγκαία για τους ποιοτικούς χαρακτήρες (μέγεθος καρπού, κόκκινο χρώμα, σχηματισμός λογχοειδών) στη μηλιά. Στους χαμηλούς ΔΦΕ, το ύψος και το σχήμα του δένδρου ασκούν μικρή επίδραση στη διαπερατότητα του φωτός εντός των μηλεοδένδρων. | ||
− | <ref name="Δέσμευση και χρησιμοποίηση φωτός"/> | + | Η σκίαση μπορεί να προέλθει από αλληλοεπικάλυψη των φύλλων και από αλληλοσκίαση των δένδρων. Ο Sansavini μελέτησε το βαθμό αμφότερων των τύπων σκίασης σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 44.29<sup>0</sup>. Παρατήρησε, ότι αυξανομένου του μεγέθους των δένδρων, η σκίαση από την αλληλοσκίαση των δένδρων αυξάνει. Συγκριτικά, η σκίαση, που προέρχεται από την αλληλοσκίαση των δένδρων, είναι αποτέλεσμα της απόστασης φύτευσης αυτών και της θέσης καθ' ύψος του ήλιου.<ref name="Δέσμευση και χρησιμοποίηση φωτός"/> |
Τελευταία αναθεώρηση της 07:33, 6 Ιουλίου 2016
Η φυλλική επιφάνεια των δένδρων αναπτύσσεται ταχέως κατά την άνοιξη και φθάνει στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Έπειτα παραμένει σταθερή κατά την καλοκαιρινή περίοδο και μειώνεται, όταν τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν κατά το φθινόπωρο. Στα καρποφόρα είδη, υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ως προς το χρονοδιάγραμμα αυτό. Στη μηλιά, τα φύλλα φέρονται στα λογχοειδή και τους βλαστούς. Τα φύλλα των λογχοειδών αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, συνήθως κατά τα τέλη της πτώσης των πετάλων, ενώ εκείνα των βλαστών αναπτύσσονται καθώς αυξάνουν οι βλαστοί, οι οποίοι χρειάζονται επιπρόσθετο χρονικό διάστημα περίπου 60 ημερών. Στη μηλιά ο σχηματισμός πολλών λογχοειδών είναι επιθυμητός, γιατί αυξάνουν την παραγωγή.
Επομένως η φυλλική επιφάνεια στις αρχές της βλαστικής περιόδου είναι σχετικά υψηλή στα είδη εκείνα που φέρουν λογχοειδή, συγκριτικά με τα είδη που στερούνται λογχοειδών και αναπτύσσουν φύλλα μόνο σε βλαστούς. Στη ροδακινιά σχηματίζονται λίγα λογχοειδή και η κύρια καρποφορία φέρεται σε βλαστούς του έτους, γι' αυτό τα δένδρα κλαδεύονται αυστηρά, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη βλάστηση και κατά συνέπεια παραγωγή. Στο είδος αυτό, η ανάπτυξη της φυλλικής επιφάνειας είναι περιορισμένη κατά την άνοιξη και αυξάνει για 90 ημέρες περίπου, μέχρι η βλαστική αύξηση σταματήσει.
Καθώς τα φύλλα ενός δένδρου αναπτύσσονται την άνοιξη, η δέσμευση του φωτός από τα δένδρα αυξάνει. Θεωρείται, γενικά, ότι η μεγαλύτερη κόμη δεσμεύει και περισσότερο φως. Αυτό όμως μπορεί και να μη συμβαίνει. Εάν σ' ένα δένδρο πάρα πολλά φύλλα συνωστίζονται, το ένα επισκιάζει τ' άλλο, και η σκίαση αυτή επηρεάζει αρνητικά τη φωτοσύνθεση. Για τη μέτρηση της φυλλικής επιφάνειας χρησιμοποιείται ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας (ΔΦΕ). Δείκτης φυλλικής επιφάνειας είναι ο λόγος της φυλλικής επιφάνειας προς την εδαφική επιφάνεια. Χρησιμοποιείται δε σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης του φωτός και της διαπνοής, ως βάση προσδιορισμού της παραγωγικότητας της κόμης.
Η φυλλική επιφάνεια ενός συγκεκριμένου κλάδου ή δένδρου μπορεί να προσδιοριστεί δια μετρήσεως της πραγματικής επιφάνειας των φύλλων. Ωστόσο, η εκτίμηση της φυλλικής επιφάνειας γίνεται χωρίς τον προσδιορισμό της πραγματικής φυλλικής επιφάνειας. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερο σε μέγεθος είναι το δένδρο, τόσο μεγαλύτερη είναι και η φυλλική του επιφάνεια. Αυτό οδήγησε στον προσδιορισμό της φυλλικής επιφάνειας, με βάση τη διάμετρο συγκεκριμένου κλάδου ή κορμού. Ο Holland (1968) ανέπτυξε μια εξίσωση για τη μηλιά, συσχετίζοντας τη συνολική φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου (Α) με την περιφέρεια του (G). Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην ποικιλία μηλιάς Cox's Orange Pippin, που ήταν εμβολιασμένη στο υποκείμενο Μ2. Η εξίσωση αυτή έχει ως εξής:
logA= logK + blogG
Ο συντελεστής b ποικίλλει ανάλογα με το χρόνο, γιατί η φυλλική επιφάνεια ενός κλάδου ή ολόκληρου του δένδρου αυξάνει κατά τη βλαστική περίοδο μέχρι ενός επιπέδου, και ακολούθως μειώνεται, ενώ η περιφέρεια τους παραμένει η ίδια. Η τιμή τον Ιούλιο για τη συνολική επιφάνεια στις μελέτες του Holland ήταν:
logA=3.159+2.215logG
Η τιμή Κ υποδηλώνει ένα συντελεστή που εξαρτάται από το συγκεκριμένο σύστημα φυτεύσεως των δένδρων και τη συγκεκριμένη ποικιλία, προσδιορίζεται από ένα δείγμα 15-20 κλάδων και είναι εφαρμόσιμη μόνο στο συγκεκριμένο σύστημα φύτευσης ή στη συγκεκριμένη ποικιλία. Ο Barlow (1969) και ο Verheij (1972) ανέπτυξαν παρόμοιες σχέσεις, συσχετίζοντες τη φυλλική επιφάνεια και τη διάμετρο του κορμού ολόκληρών δένδρων μηλιάς. Οι σχέσεις αυτές ήταν logA = 0.329 + 2.586 logD και logA = -2.050 + 2.230 logD. Στις εξισώσεις αυτές το D υποδηλώνει διάμετρο κορμού. Ο συντελεστής b και στις τρεις μελέτες είναι παρόμοιος, αλλά οι διαφορές στη δέσμευση του φωτός είναι μεγάλες. Οι σχέσεις αυτές διαφέρουν αρκετά και δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες, αλλα κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι καλα εδραιωμένες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον καθορισμό του δείκτη φυλλικής επιφάνειας με ένα σχετικά απλό τρόπο.
Ο δείκτης φυλλικής επιφάνειας στη μηλιά ποικίλει από 1.5 έως 5. Αυτό εξαρτάται από το υποκείμενο, την ποικιλία, το κλάδεμα, τη λίπανση και απ' άλλες καλλιεργητικές φροντίδες. Οι Verheij και Verver (1973) αναφέρουν ότι ένας ΔΦΕ 2.45 για τη μηλιά ήταν πολύ υψηλός (συνωστισμός φύλλων) για μια αυξημένη παραγωγή και καλή ποιότητα καρπών. Στους σύγχρονους οπωρώνες μηλιάς ο ΔΦΕ είναι περίπου 1.5 για δένδρα με υποκείμενο το Μ9, 1.7 για παλμέττα και 2.2 για τύπου Πίλλαρ (υπό μορφή στήλης ή κιόνων).
Στη ροδακινιά ο ΔΦΕ είναι γενικά υψηλότερος απ' εκείνο της μηλιάς και κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10. Στη ροδακινιά η μεγαλύτερη φυλλική επιφάνεια βρίσκεται κοντά στη κορυφή του δένδρου. Μόνο το 5% της φυλλικής επιφάνειας βρίσκεται στο κατώτερο 10% του δένδρου, το 14% βρίσκεται στο επόμενο 50% από το έδαφος και το 80% των φύλλων είναι στο επάκριο 40% του δένδρου.
Ο ΔΦΕ χρησιμεύει, σε συνδυασμό με τις μετρήσεις δέσμευσης φωτός, ως βάση ανάλυσης της παραγωγικότητας της κόμης. Γενικά, η δέσμευση του φωτός από την κόμη μπορεί να εκφραστεί ως:
IL/I0= e-KL
όπου I0 είναι η προσπίπτουσα φωτεινή ενέργεια, IL το δεσμευμένο φως από το ΔΦΕ του φύλλου και Κ ο συντελεστής απορρόφησης μικρού μήκους κύματος ακτινοβολίας. Η ένταση του φωτός μειώνεται λογαριθμικά μαζί με το ΔΦΕ και η ολική δέσμευση φωτός συνδέεται με λογαριθμική σχέση με το ΔΦΕ. Οι τιμές Κ που υπολογίστηκαν από διάφορους ερευνητές έδειξαν ότι οι μέσοι όροι κυμαίνονται μεταξύ των τιμών 0.56, 0.43 και 0.60. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν έδειξαν ότι η μέση τιμή 0.60 για το Κ γίνεται αποδεκτή στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτών.
Η διαπερατότητα του φωτός στο δένδρο συνήθως καθορίζεται από το μέγεθος και το σχήμα του δένδρου. O Heinicke αναφέρει ότι η ένταση του φωτός σε μεγάλα δένδρα μηλιάς Delecious μειώθηκε κατά 58% σε απόσταση 2 μέτρων περίπου από την κορυφή του δένδρου. Ο Jackson παρατήρησε ταχύτερη μείωση της ακτινοβολίας εντός της κόμης ενός δένδρου μηλιάς ποικιλίας Cox Orange Pippin ύψους 4 μέτρων. Ο φωτισμός μειώθηκε στο 34% στα επάνω επίπεδα του δένδρου και σε απόσταση 1 μέτρου από την κορυφή. Οι Lakso και Musselman μέτρησαν τη διαπερατότητα της φωτοσυνθετικά δραστικής ακτινοβολίας (ΦΔΑ), σε μεγάλα δένδρα μηλιάς ποικιλίας McIntosh και βρήκαν, ότι μόνο το 15% του διαθέσιμου φωτός διήλθε στο εσωτερικό της κόμης του δένδρου. Η διαπερατότητα του φωτός ήταν ακόμα μικρότερη στην ποικιλία Wayne, όπου μόνο το 7% αυτού έφθασε στο εσωτερικό της κόμης του δένδρου. Το έντονο κόκκινο χρώμα των καρπών συνδέεται με επίπεδα φωτός μεγαλύτερα του 70% της πλήρους ακτινοβολίας.
Οι καρποί που δέχθηκαν λιγότερο από το 40% της ακτινοβολίας, ανέπτυξαν ανεπαρκές κόκκινο χρώμα. Το μέγεθος του καρπού επηρεάζεται επίσης κατά τον ίδιο τρόπο. Οι σκιαζόμενοι καρποί είναι πάντοτε μικρότεροι σε μέγεθος απ' εκείνους που είναι εκτεθειμένοι σε πλήρη ακτινοβολία. Η ένταση του φωτός, που είναι αναγκαία για τους ποιοτικούς χαρακτήρες (μέγεθος καρπού, κόκκινο χρώμα, σχηματισμός λογχοειδών) στη μηλιά. Στους χαμηλούς ΔΦΕ, το ύψος και το σχήμα του δένδρου ασκούν μικρή επίδραση στη διαπερατότητα του φωτός εντός των μηλεοδένδρων.
Η σκίαση μπορεί να προέλθει από αλληλοεπικάλυψη των φύλλων και από αλληλοσκίαση των δένδρων. Ο Sansavini μελέτησε το βαθμό αμφότερων των τύπων σκίασης σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 44.290. Παρατήρησε, ότι αυξανομένου του μεγέθους των δένδρων, η σκίαση από την αλληλοσκίαση των δένδρων αυξάνει. Συγκριτικά, η σκίαση, που προέρχεται από την αλληλοσκίαση των δένδρων, είναι αποτέλεσμα της απόστασης φύτευσης αυτών και της θέσης καθ' ύψος του ήλιου.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.