Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες ελαιοκράμβης"
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Σκληρωτίνια{{{top_heading|==}}} {{:Ασθένεια ελαιοκρ...') |
|||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{:Ασθένεια ελαιοκράμβης Μαύρος λαιμός|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια ελαιοκράμβης Μαύρος λαιμός|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ελαιοκράμβης | + | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια ελαιοκράμβης Φυτοφθόρα|Φυτοφθόρα]]{{{top_heading|==}}} |
− | {{:Ασθένεια ελαιοκράμβης | + | {{:Ασθένεια ελαιοκράμβης Φυτοφθόρα|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} |
[[σχετίζεται με::Ελαιοκράμβη φυτό| ]] | [[σχετίζεται με::Ελαιοκράμβη φυτό| ]] |
Αναθεώρηση της 08:32, 8 Αυγούστου 2013
Σκληρωτίνια
Η ασθένεια προκαλείται από τον ασκομύκητα Sclerotinia sclerotiorum και έχει ευρύτατο φάσμα ξενιστών. Τα φυτά μολύνονται σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης τους, συχνότερες όμως είναι οι προσβολές στα αναπτυγμένα φυτά. Η μόλυνση εμφανίζεται στη περιοχή του λαιμού που σύντομα εξαπλώνεται προς το στέλεχος και τη ρίζα. Σχηματίζει εκτεταμένο έλκος που καλύπτεται από πυκνό βαμβακώδες λευκό μυκήλιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται μαύρα ευμεγέθη σκληρώτια.
Την ασθένεια ευνοούν η υψηλή ατμοσφαιρική και εδαφική υγρασία και αναπτύσσεται σε θερμοκρασία από 0-25oC με άριστη στους 15-20oC. Σημειώνεται ότι, για την εκδήλωση της ασθένειας απαιτείται τα φυτά να είναι υγρά για αρκετές ώρες. Το παθογόνο επιβιώνει με το μυκήλιο του στους προσβεβλημένους ή νεκρούς φυτικούς ιστούς, αλλά κυρίως με τα σκληρώτια στο έδαφος.
Για την αντιμετώπιση συνιστώνται προληπτικά, περιορισμός της εδαφικής υγρασίας, αραιή φύτευση, καλή αποστράγγιση εδάφους και αποφυγή υπερβολικής άρδευσης. Εκρίζωση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτών. Εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης εδάφους για την καταστροφή των σκληρωτίων. Προληπτικοί ψεκασμοί με benomyl, iprodione, vinclozonil ή dichloran.
Βοτρύτης
Η ασθένεια προκαλεί από τον μύκητα Botrytis cinerea και προσβάλλει τα περισσότερα καλλιεργούμενα φυτά. Αναπτύσσεται σε υγιή, εξασθενημένους ή και νεκρούς φυτικούς ιστούς. Το παθογόνο προσβάλει σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης των φυτών, καθώς και σε όλα τα μέρη τους. Οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται από τη χαρακτηριστική γκριζοκαστανή εξάνθηση του παθογόνου (κονιδιοφόροι). Ο μύκητας αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες από 1-30oC με άριστες 18-23oC και σε συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας. Επιβιώνει σαπροφυτικά στα προσβεβλημένα φυτά, αλλά και με τα σκληρώτια του.
Για την αποφυγή προσβολών συνιστάται, αραιή φύτευση για τη μείωση της υγρασίας στον αγρό, τήρηση καλής υγιεινής στις φυτείες, αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων φυτών και γενικά η καλλιέργεια να είναι απαλλαγμένη από νεκρούς φυτικούς ιστούς που αποτελούν εστίες μόλυνσης. Συνιστώνται επίσης προληπτικοί ψεκασμοί με τα ακόλουθα σκευάσματα, captan, thiram, difolatan, chlorothalonil, dicloran τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται κατ’ εναλλαγή.
Αλτενάρια
Η ασθένεια είναι διαδεδομένη παγκοσμίως και είναι ιδιαίτερα σημαντική στα εύκρατα υγρά κλίματα. Προσβάλει τα περισσότερα τα περισσότερα φυτικά είδη, με ένα ευρύ κύκλο καλλιεργήσιμων και αυτοφυών σταυρανθών. Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Alternaria brassicae που προσβάλει όλα τα υπέργεια μέρη του φυτού, σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης του. Στα νεαρά φυτάρια προκαλούνται τήξεις, ενώ στα αναπτυγμένα φυτά προκαλούνται κηλιδώσεις των φύλλων, που παρουσιάζονται σαν συγκεντρικοί κύκλοι.
Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του μύκητα και μολύνσεως των φυτών κυμαίνεται μεταξύ των 17-24oC, με τις ακραίες για την να φτάνουν τους 6-37oC. Οι μολύνσεις ευνοούνται επίσης από τον υγρό καιρό, ενώ η σοβαρότητα της ασθένειας ελαττώνεται σημαντικά στα γόνιμα εδάφη. Πηγές μολύνσεως αποτελούν ο σπόρος, το έδαφος, τα υπολείμματα της καλλιέργειας και οι αυτοφυείς ξενιστές.
Έτσι για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστώνται, υγιής σπόρος ή χημική απολύμανση του ύποπτου σπόρου με σκόνη iprodione. Απομάκρυνση και καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας και των ζιζανίων. Ισορροπημένη λίπανση και ψεκασμοί των φυτών με iprodione, maneb, chlorothalonil.
Βερτισιλλίωση
Πρόκειται για αδρομύκωση που οφείλεται στο παθογόνο Verticillium dahliae. Είναι εδαφογενής ασθένεια και οι μολύνσεις των φυτών γίνονται κυρίως από τις ρίζες. Μετά από την είσοδο του μύκητα στις ρίζες, προχωρά και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου, με αποτέλεσμα τα φυτά να γίνονται καχεκτικά και να αποξηραίνονται. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ένας καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων. Πολύ συχνά, τα φυτά, εμφανίζουν το σύνδρομο βραδέως μαρασμού, με την μορφή ημιπληγίας (τα συμπτώματα παρατηρούνται μόνο από τη μια πλευρά του φυτού).
Η ασθένεια ευνοείται από μεσαίες θερμοκρασίες 21-27oC και φαίνεται ότι γι’ αυτό επικρατεί και είναι σοβαρό παθογόνο σε θερμότερες περιοχές, όπως στη Ν. Ευρώπη. Επίσης παρουσιάζεται σοβαρότερη σε ουδέτερα μέχρι αλκαλικά εδάφη. Το παθογόνο επιβιώνει στο έδαφος με τα μικροσκληρώτια για πολλά χρόνια (8-14), και σαν μυκήλιο στους προσβεβλημένους φυτικούς ιστούς, αλλά και σε πλήθος ζιζανίων ξενιστών όπως είναι τα, Calentula avvensis,Geranium dissctum, Malva sylvestris, Solanum nigrum κ.α.
Λόγω ότι πρόκειται για ιδιαίτερα καταστρεπτική ασθένεια, που προκαλεί σοβαρές ζημιές, χωρίς να υπάρχουν μέχρι σήμερα αποτελεσματικά χημικά μέσα, συνίσταται να χρησιμοποιούνται ανθεκτικά ανθεκτικές ποικιλίες και υβρίδια, η εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης του εδάφους, η συστηματική αντιμετώπιση των ζιζανίων ξενιστών και η αμειψισπορά με μη ευπαθή φυτά όπως το βαμβάκι, η τομάτα, η πατάτα.
Καρκίνωση ρίζων
Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία και έκτοτε αναγνωρίστηκε παγκοσμίως ως η πλέον καταστρεπτική ασθένεια των σταυρανθών. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της είναι η υπερτροφία των ριζών που οφείλεται στον μύκητα Plasmodiophora brassicae. Τα φυτά εμφανίζουν καχεκτική ανάπτυξη και τέλος ολική μάρανση. Τα συμπτώματα του παθογόνου μοιάζουν με τις ζημιές που προκαλούνται από τοξικότητες των ζιζανιοκτόνων 2,4-D ή MCPA, ή με τις προσβολές από το έντομο Ceutorhynchus pleurostigma.
Οι μολύνσεις πραγματοποιούνται σε θερμοκρασίες από 9-30oC με άριστες στους 18-25oC. Η ασθένεια εμφανίζεται κυρίως σε υγρά εδάφη με κακή αποστράγγιση, ευνοείται επίσης στα όξινα εδάφη. Το παθογόνο επιβιώνει στο έδαφος με τη μορφή υπνοσπορίων, τα οποία διατηρούν τη ζωτικότητα τους επί 20 χρόνια τουλάχιστον. Η μετάδοση του παθογόνου γίνεται με το νερό ποτίσματος, τα εργαλεία κατεργασίας εδάφους, τα ζώα και τον άνθρωπο.
Μαύρος λαιμός
Αποτελεί την κυριότερη από τις ασθένειες που παρουσιάζονται στην Ευρώπη για την καλλιέργεια της ελαιοκράμβης. Είναι μία πολύ σοβαρή ασθένεια όλων των σταυρανθών και προσβάλει όλα τα μέρη του φυτού, λαιμό, ρίζα, στέλεχος και φύλλα καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης του. Η ασθένεια οφείλεται στον ασκομύκητα Leptosphaeria maculans του οποίου η ατελή μορφή που είναι και η παρασιτική φάση του παθογόνου ονομάζεται Phoma lingam. Οι έντονες προσβολές προκαλούν τήξεις φυταρίων. Στα φύλλα παρατηρούνται κηλίδες όπου στο κέντρο τους εμφανίζονται μαύρα στίγματα (πυκνίδια). Στα μεγαλύτερα φυτά η προσβολή εντοπίζεται συνήθως στη βάση στου στελέχους με τον σχηματισμό έλκους. Τα έλκη που εμφανίζονται στην περιοχή του λαιμού επεκτείνονται και στις ρίζες, τα έντονα προσβεβλημένα φυτά τελικώς ξεραίνονται. Η ασθένεια ευνοείται από το υγρό περιβάλλον και θερμοκρασίες 18-24oC. Διαχειμάζει στα υπολείμματα τις καλλιέργειας και επιβιώνει σε αυτά εώς και 3 χρόνια, καθώς και στο μολυσμένο σπόρο.
Για την αντιμετώπιση της συνιστώνται υγιείς σπόρος, απολύμανση ύποπτου σπόρου με μείγμα benomyl και thiram ή και με iprodione που ελέγχει και την αλτεναρίωση. Αμειψισπορά τουλάχιστον 3-4 ετών κατά την οποία να μη καλλιεργούνται σταυρανθή και καταστροφή των αυτοφυών σταυρανθών. Εκρίζωση και κάψιμο των προσβεβλημένων φυτών και καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, τα οποία δεν πρέπει να δίνονται ούτε ως τροφή στα ζώα. Ψεκασμοί με thiabendazole ή συνδυασμός αυτού με thiram.
Φυτοφθόρα
Πρόκειται για ασθένεια που οφείλεται στον μύκητα Phytophthora cryptoge. Λόγω των προσβολών που προκαλούνται, η ασθένεια είναι γενικά γνωστή σαν έλκος ή σήψη του λαιμού. Τα φυτά προσβάλλονται σ’ όλα τα στάδια της ανάπτυξής τους και μπορούν να προκληθούν, τήξη φυταρίων, έλκος λαιμού, σηψιριζίες, προσβολές φύλλων και καρπών, με την προσβολή να αρχίζει συνήθως από τον λαιμό ή την κύρια ρίζα. Οι μολύνσεις ευνοούνται από την υψηλή εδαφική υγρασία και από θερμοκρασίες εδάφους που κυμαίνονται μεταξύ 18-30oC. Για την αποτροπή της προσβολής του λαιμού και των ριζών συνιστώνται, αραιή φύτευση, καλή αποστράγγιση, αποφυγή δημιουργίας πληγών.
Θεραπευτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των προσβολών αποτελούν, η εκρίζωση και η καύση των προσβεβλημένων φυτών και οι ψεκασμοί με τα μυκητοκτόνα metalaxyl, furalaxyl, fosetyl-Al, benalaxyl κ.ά.