Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Βοοειδή"
Γραμμή 159: | Γραμμή 159: | ||
[[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε κτηνοτρόφο::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε κτηνίατρο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε κτηνίατρο::30| ]] | ||
− | [[Category: | + | [[Category:Ζώο]] |
__NOTOC__ | __NOTOC__ |
Αναθεώρηση της 07:36, 13 Αυγούστου 2013
Τα βοοειδή είναι θηλαστικά μηρυκαστικά ζώα. Το αρσενικό λέγεται ταύρος και το θηλυκό αγελάδα. Ο ευνουχισμένος ταύρος που τον προορίζουν για εργασία ή για κρεατοπαραγωγή λέγεται βόδι. Το μικρό της αγελάδας λέγεται μοσχάρι. Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν σε όλο τον κόσμο περίπου 1,3 δισεκατομμύρια βοοειδή. Μία κοινή λανθασμένη άποψη είναι ότι οι ταύροι ερεθίζονται από το κόκκινο χρώμα. Ωστόσο, τα βοοειδή δε διακρίνουν το κόκκινο από το πράσινο χρώμα. Σε χώρες όπως η Ινδία η αγελάδα θεωρείται ιερό ζώο.
Βασίλειο | Animalia (Ζώα) |
Συνομοταξία | Chordata (Χορδωτά) |
Ομοταξία | Θηλαστικά (Mammalia) |
Τάξη | Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla) |
Οικογένεια | Βοοειδή (Bovidae) |
Υποοικογένεια | Βοοίναι (Bovinae) |
Γένος | Βους (Bos) |
Φυλές βοοειδών
Ο κλασικός ορισμός της “φυλής” είναι συνήθως μια παραλλαγή αυτής της δήλωσης. Ζώα που μέσω επιλογής και αναπαραγωγής έχουν φτάσει στο σημείο να μοιάζουν μεταξύ τους και να μεταβιβάζουν τα εν λόγω χαρακτηριστικά στους απογόνους τους. Τα βοοειδή που εκτρέφονται ταξινομούνται σε φυλές ανάλογα με τον παραγωγικό τύπο [1] στον οποίο ανήκουν. Έτσι τις διακρίνουμε σε τρεις τύπους:
- Τον γαλακτοπαραγωγικό τύπο,
- Τον κρεοπαραγωγικό τύπο και
- Τον μικτό τύπο.
Εκτός όμως απ'τις φυλές εισαγωγής υπάρχουν και οι αυτόχθονες [2], όπως είναι η Βραχυκερατική [3], η Κατερίνης, η Συκιάς κι ο Ελληνικός Βούβαλος [4]. Στον πίνακα που ακολουθεί υπάρχουν στοιχεία για τους εγκεκριμένους ή αναγνωρισμένους οργανισμούς [5] για τη διατήρηση ή κατάρτιση γενεαλογικού βιβλίου ή μητρώου της φυλής. Εγκεκριμένοι οργανισμοί για διατήρηση γενεαλογικού βιβλίου ή μητρώου της φυλής
Ανατομικά χαρακτηριστικά βοοειδών
Τα φυτοφάγα, όπως είναι και τα βοοειδή, τρέφονται με φυτά, όχι κρέας. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως τα ανατομικά [6] τους χαρακτηριστικα είναι προσαρμοσμένα να διασπούν υδατάνθρακες και άλλα θρεπτικά στοιχεία παραγόμενα από φυτά. Τα συνήθη ανατομικά χαρακτηριστικα των φυτοφάγων επιβεβαιώνουν την προσαρμογή τους σε δίαιτες βασισμένες σε φυτά.
Μακρύ πεπτικό έντερο: Χρειάζεται ως και 10 φορές μεγαλύτερο από το μήκος ολόκληρου του σώματος τους, λόγω της σχετικής δυσκολίας με την οποία διασπάται η κάθε φυτική τροφή. Τα φυτοφάγα ζώα έχουν σημαντικά πιο μακριά και περίπλοκα έντερα από τα σαρκοφάγα.
Τετράγωνοι και επίπεδοι τραπεζίτες. Παρέχουν μία ιδανική επιφάνεια άλεσης για να συνθλίβουν και να αλέθουν τα φυτά (οχι όμως και το κρέας). Διαθέτουν ακόμη κάτω γνάθο με χαρακτηριστική πλάγια κίνηση που υποβοηθά την άλεση η οποία είναι απαραίτητη για το μάσημα των φυτών.
Ένζυμα στο σάλιο που διασπούν τους υδατάνθρακες. Η αμυλάση είναι ένα πεπτικό ένζυμο στο σάλιο που βοηθά στην πέψη των υδατανθράκων. Τα φυτοφάγα ζώα μασούν την τροφή τους για την εξασφάλιση της σωστής μίξης της με την αμυλάση.
Αναπαραγωγή βοοειδών
Στα βοοειδή, η ήβη [7] εμφανίζεται σε ηλικία 15 μηνών. Ο σεξουαλικός κύκλος των θηλυκών διαρκεί περίπου 21 μέρες. Ένα θηλυκό σε εποχή οίστρου δέχεται το καβαλίκεμα των ομογενών του. Η ωορρηξία λαμβάνει χώρα 10 με 12 ώρες μετά το τέλος του οίστρου. Μετά τον τοκετό, ο οποίος προκαλεί γαλακτοπαραγωγή, τα θηλυκά δεν έχουν οίστρο για 40 έως 90 μέρες ανάλογα με τις ποικιλίες, δεδομένου ότι ο θηλασμός του μόσχου επιμηκύνει στις κρεοπαραγωγές ποικιλίες την περίοδο αυτή.
Η διάρκεια της κύησης είναι περίπου 9 μήνες, αλλά εξαρτάται από την ποικιλία, την ηλικία του θηλυκού, τον αριθμό μόσχων που έχει αποκτήσει και τον αριθμό μοσχαριών που γεννιούνται σε κάθε τοκετό.
Στις γαλακτοπαραγωγές κτηνοτροφικές μονάδες, 90% των θηλυκών γονιμοποιούνται με τεχνητή σπερματέγχυση. Τα πλεονεκτήματα της τεχνητής σπερματέγχυσης είναι :
- σε επίπεδο υγιεινής (περιορισμός της εξάπλωσης των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών και της βρουκέλωσης),
- σε επίπεδο γενετικής (επιλογή των ταύρων),
- σε οικονομικό επίπεδο (όχι συντήρηση των ταύρων στο χώρο της εκμετάλλευσης).
Όσο αφορά στην παθολογία αναπαραγωγής [8] των βοοειδών, στο pdf που ακολουθεί υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για κάθε στάδιο της αναπαραγωγής. Παθολογία αναπαραγωγής βοοειδών
Επιπλέον υπάρχει και η in vitro παραγωγή εμβρύων βοοειδών. [9] Η IVEP (in vitro embryo production) μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αγελάδες που η ορμονική παρέμβαση απέτυχε ή ακόμα για την παραγωγή εμβρύων από μία αγελάδα δότρια της οποίας τα ωοκύτταρα θα γονιμοποιηθούν με το σπέρμα διαφορετικών ταύρων και θα προκύψουν διαφορετικοί γενότυποι, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο γενετική βελτίωση. Τέλος το πρωτόγαλα [10] της αγελάδας το οποίο παράγεται τις πρώτες ώρες μετά τον τοκετό εκπληρώνει σημαντικές λειτουργίες για το νεογέννητο και εξασφαλίζει την επιβίωση του μοσχαριού.
Ασθένειες βοοειδών
Οι ασθένειες απ' τις οποίες προσβάλλονται τα βοοειδή είναι αρκετές και σημαντικές. Πιο αναλυτικά οι κυριότερες απ' αυτές είναι: η φυματίωση [11] που είναι μια λοιμώδης νόσος με αργό ρυθμό εξέλιξης. Απ’ το μικρόβιο προσβάλλονται διάφορα όργανα του σώματος στα οποία σχηματίζονται φυμάτια. Ζώα θετικά στη φυματίωση σφάζονται σε εγκεκριμένα, για το σκοπό αυτό, σφαγεία και κάτω από συγκεκριμένες υγειονομικές προϋποθέσεις. Ο πυρετός Q [11] οφείλεται σε μία ρικέττσια, την Coxiella burnetii. Η C. Burnetii κατατάσσεται στην οικογένεια των ρικεττσιών. Μετά τη μόλυνση του ζώου, η C. Burnetii μπορεί να εντοπιστεί στους μαστούς, τους μαστικούς λεμφαδένες, τον πλακούντα, τη μήτρα από όπου μπορεί να αποβάλεται μετά τον τοκετό και τη γαλουχία. Η βεσνοϊτίωση [12] αρχικά και σε μία σοβαρή εκδήλωση της νόσου μπορεί να παρατηρηθούν πυρετός, μείωση της όρεξης, κατάπτωση και οιδήματα σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως στις αρθρώσεις λόγω της αγγειίτιδας που προκαλεί το παράσιτο. Η βρουκέλλωση [11] είναι μία μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως το γεννητικό σύστημα των ζώων, με αποτέλεσμα την πρόκληση αποβολής και στειρότητα. Η πανώλη [13] ξεκινά αρχικά με περίοδο ψηλού πυρετού (40-42oC), ανορεξία και μείωση του μηρυκασμού. Η αναπνοή των ζώων γίνεται με δυσκολία. Ο αφθώδης πυρετός [13] είναι νόσος με πολύ ψηλή μεταδοτικότητα κι έχει ως συμπτώματα τον πυρετό, την ανορεξία, την αγαλαξία για 2-3 ημέρες κ.ά. Η φυσαλιδώδης στοματίτιδα [13] όπου τα συμπτώματα είναι παρόμοια με του αφθώδους πυρετού, η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια [14] που είναι μια προοδευτική νευρολογική ασθένεια των αγελάδων, η μαστίτιδα [15] που οφείλεται στη μόλυνση του μαστού από παθογόνους μικροοργανισμούς και έχει σαν συνέπεια την παραγωγή αλλοιωμένης σύστασης και μικρής ποσότητας γάλακτος, με μεγάλο αριθμό παθογόνων μικροοργανισμών. κ.ά.
Σήμανση ζώων
Τα βοοειδή πρέπει, αφενός να αναγνωρίζονται και αφετέρου, να καταγράφονται κατά τρόπο που να επιτρέπεται ο προσδιορισμός της εκμετάλλευσης προέλευσής τους. Η αναγνώριση ή η σήμανση των βοοειδών συνίσταται στην τοποθέτηση αναγνωριστικού σήματος. Το μέσο αναγνώρισης είναι ένα ενώτιο [16] εγκεκριμένο από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, το οποίο τοποθετείται σε κάθε αυτί, είναι κατασκευασμένο από αναλλοίωτο υλικό, είναι μη παραποιήσιμο, και είναι ευανάγνωστο καθ΄όλην τη διάρκεια της ζωής του ζώου. Επίσης άλλοι τρόποι καταγραφής των ζώων έιναι το μητρώο εκμετάλλευσης (μητρώο βοοειδών)και το διαβατήριο βοοειδών. Καρτέλες που περιλαμβάνουν στοιχεία του βοοειδούς αλλά και του κατόχου του. Στη συνέχεια ακολουθεί η καρτέλα για αίτηση χορήγησης έγκρισης μέσως σήμανσης ζωικού κεφαλαίου. Αίτηση χορήγησης έγκρισης μέσως σήμανσης ζωικού κεφαλαίου αλλά και το σχετικό ΦΕΚ με τον κανονισμό για τις διαδικασίες έγκρισης μέσων σήμανσης.Κανονισμός για τις διαδικασίες έγκρισης μέσων σήμανσης.
Βόειο κρέας
Στην Ελλάδα το βόειο κρέας [17] έρχεται δεύτερο σε ζήτηση μετά το χοιρινό και διεκδικεί ποσοστό κατανάλωσης 23% σε σχέση με το σύνολο του καταναλισκόμενου κρέατος. Η ετήσια παραγωγή στην Ελλάδα κυμαίνεται στους 70.000 τόνους βοείου κρέατος περίπου, ενώ οι συνολικές εισαγωγές μοσχαρίσιου και βοείου κρέατος φθάνουν τους 140.000 τόνους περίπου, δηλ. η χώρα είναι έντονα ελλειμματική σε βόειο κρέας, αφού εισάγει τα 2/3 των ετήσιων αναγκών της. Βασική χώρα προέλευσης του εισαγόμενου βοείου κρέατος είναι η Γαλλία από την οποία εισήχθη το 55,8% των συνολικά εισαγόμενων ποσοτήτων το 1997. Ακολουθούν με διαφορά οι Κάτω Χώρες με μερίδιο 14,9%, ενώ από τις τρίτες χώρες εισήχθη το 4,33% των συνολικά εισαγομένων ποσοτήτων το ίδιο έτος.
Οι σφαγές των βοοειδών στην Ελλάδα και την Θεσσαλία γίνονται κύρια κατά τις δεύτερες 25 εβδομάδες του χρόνου (από Ιούνιο έως Ιανουάριο), την εποχή δηλαδή που οι παχυνόμενοι μόσχοι φτάνουν το κατάλληλο βάρος σφαγής (υπολογίζεται μετά από 16 - 18 μήνες). Η ίδια εποχικότητα - κυκλικότητα παρατηρείται κατά κύριο λόγο και στην ΕΕ. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων νωπού βοείου κρέατος στη αγορά την υπόλοιπη περίοδο, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των τιμών.
Όσο αφορά στη διατροφική αξία του, το βοδινό αποτελεί μέρος μιας υγιεινής διατροφής και αποτελεί ένα χορταστικό γεύμα. Παρ’ όλο που το κόκκινο κρέας περιέχει μικρή ποσότητα λίπους, έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτείνες, βιταμίνες και μέταλλα. Είναι ωφέλιμο για τον άνθρωπο όταν καταναλώνεται σε ελεγχόμενες ποσότητες.
Αγελαδινό γάλα
Το αγελαδινό γάλα [18] είναι μία πλήρης τροφή, που καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες που έχει ο ανθρώπινος οργανισμός. Για την ακρίβεια, αποτελείται από πρωτεΐνες, λακτόζη, τριγλυκερίδια, φώσφορο, ασβέστιο και βιταμίνες (B2, A και κυρίως D). Τονίζουμε την πλούσια περιεκτικότητά του σε ασβέστιο και λυσίνη, ένα αμινοξύ που συχνά λείπει από τις φυτικές πρωτεΐνες. Επιπλέον, το αγελαδινό γάλα περιέχει κατά μέσο όρο 4% λιπίδια στα 100ml, με τη συντριπτική πλειονότητα να είναι κορεσμένα λιπαρά. Το αγελαδινό γάλα, όμως, υστερεί σε λινολεϊκό οξύ συγκριτικά με το μητρικό γάλα, το οποίο είναι 50 φορές πιο πλούσιο. Επιπλέον, το αγελαδινό γάλα περιέχει 5% γλυκίδια, και κυρίως υπό τη μορφή λακτόζης. Η κατανάλωσή του είναι πολύ σημαντική για τα παιδιά, διότι θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ανάπτυξης του σκελετού και διατήρησης της πεπτικής γαλακτικής χλωρίδας. Επιπρόσθετα, ευνοεί την απορρόφηση του ασβεστίου. Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές δυσανεξία στη λακτόζη, εξαιτίας της έλλειψης λακτάσης στους ενήλικες. Το γάλα αγελάδας είναι πλούσιο και σε μεταλλικά στοιχεία, με κυρίαρχο το ασβέστιο και το φώσφορο, που ευνοούν την απορρόφησή του από τον οργανισμό. Περιέχει όλες τις βιταμίνες, με εξαίρεση τη βιταμίνη Β12, ενώ περιέχει 0,1 έως 0,2mg βιταμίνης D και 2mg βιταμίνης C.
Πληροφοριακά στοιχεία
Σχετικές σελίδες
- Εκτροφή βοοειδών
- Φυλές βοοειδών
- Αυτόχθονες φυλές βοοειδών
- Ο τοκετός
- Φυσικό ζευγάρωμα ή τεχνητή σπερματέγχυση
- In vitro παραγωγή εμβρύων βοοειδών
- Colostrum (Πρωτόγαλα αγελάδας, πύαρ)
- Ασθένειες βοοειδών
- Βόειο κρέας
- Αγελαδινό γάλα
Βιβλιογραφία
- ↑ "Η βοοτροφία στο νομό Θεσσαλονίκης", Πτυχιακή εργασία της Ματσικουρλή Γερακίνας, Θεσσαλονίκη 2010.
- ↑ ΕΘΙΑΓΕ Αυτόχθονες Φυλές Αγροτικών Ζώων
- ↑ Βοοειδή-Βραχυκερατική φυλή
- ↑ Η βουβαλοτροφία στην Ελλάδα
- ↑ Εγκεκριμένοι οργανισμοί διατήρησης γενεαλογικού βιβλίου ή μητρώου της φυλής
- ↑ Η ανατομία της διατροφής
- ↑ Αναπαραγωγή και πρόοδος της γενετικής
- ↑ "Γεωπονικό Πανεπιστημίο Αθηνών, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Στοιχεία φυσιοπαθολογίας"
- ↑ In vitro παραγωγή εμβρύων βοοειδών
- ↑ To Πρωτόγαλα (colostrum)
- ↑ 11,0 11,1 11,2 Ασθένειες βοοειδών
- ↑ Βεσνοϊτίωση των βοοειδών
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Κοινοποίηση ασθενειών
- ↑ Σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια
- ↑ Μαστίτιδες αγελάδων
- ↑ Ενώτια σήμανσης
- ↑ Βόειο κρέας
- ↑ Το γάλα και οι απόψεις των ειδικών για τη θρεπτική του αξία
- ↑ Ποικιλίες αγελαδινού γάλακτος, μέθοδοι επεξεργασίας και υγεία
- ↑ Η συχνότητα παρασιτισμού του πεπτικού συστήματος των βοοειδών στην Ελλάδα
- ↑ Φυλές βοοειδών
- ↑ "Παράγοντες που επηρεάζουν τη γαλακτοπαραγωγική ικανότητα των μηρυκαστικών", Πτυχιακή διατριβή της Μανίκα Μαρία-Άννας, Θεσσαλονίκη 2010.