Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Γαρυφαλλιά"
Γραμμή 42: | Γραμμή 42: | ||
{{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}Ασθένειες{{{top_heading|==}}} | ||
− | Η γαρυφαλλιά, όπως και όλα σχεδόν τα ανθοκομικά φυτά εξωτερικού χώρου, είναι | + | Η γαρυφαλλιά, όπως και όλα σχεδόν τα ανθοκομικά φυτά εξωτερικού χώρου, είναι ευαίσθητα σε μυκητολογικές, ιολογικές και βακτηριακές ασθένειες. Αναλυτικά όλες τις ασθένειες, όπου περιγράφονται τα αίτια, τα συμπτώματα, οι συνέπειες καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισής τους, αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο: |
[[Ασθένειες γαρυφαλλιάς]]<ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/> | [[Ασθένειες γαρυφαλλιάς]]<ref name="Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών"/> |
Τελευταία αναθεώρηση της 07:57, 7 Μαρτίου 2016
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η γαρυφαλλιά είναι φυτό ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου. Η καλλιέργεια και η χρήση της είναι γνωστή στην Αρχαία Ελλάδα (Θεόφραστος 300 π.Χ). Το επιστημονικό του όνομα ΄΄Δίανθος ο καρυόφυλλος΄΄ είναι ελληνικό και σημαίνει άνθος του Διός με φύλλα με άρωμα κανέλλας. Ακόμα κι η αγγλική του ονομασία carnation προήλθε από την σύντμηση της λέξης coronation που σημαίνει στέψη επειδή οι αρχαίοι Έλληνες έστεφαν τους αθλητές με στέφανα από άνθη γαρυφαλλιάς. Η επιχειρηματική καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς σε θερμοκήπια άρχισε στις ΗΠΑ γύρω στα μισά του 20ου αιώνα και επεκτάθηκε γρήγορα σε περιοχές όπου το οικολογικό τους περιβάλλον ευνοούσε την καλλιέργεια όπως Κολομβία, Κένυα, Μεξικό, Αυστραλία, Ισραήλ, Νότια Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, αργότερα στην Ελλάδα και τελευταία σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος όπως η Τουρκία. Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης κι στην Ελλάδα σήμερα κατέχει την πρώτη θέση στην καλλιέργεια των κομμένων ανθέων. Η καλλιέργεια της και σε χώρες έξω από το φυσικό της περιβάλλον όπως η Ολλανδία, Αγγλία, κ.α οφείλεται στην προηγμένη τεχνολογία τους ιδιαίτερα στην παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού. Οι τύποι των θερμοκηπίων που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς είναι ελαφριές ξύλινες, μεταλλικές ή μεικτές κατασκευές σχήματος πυραμίδας ή τούνελ με κάλυψη από πλαστικό πολυαιθυλένιο κι χωρίς τεχνητή θέρμανση.
Η γαρυφαλλιά χρειάζεται πολλά εργατικά γι αυτό γίνεται κυρίως σε εκμεταλλεύσεις οικογενειακής μορφής των 3-5 στρεμμάτων, ενώ είναι λίγες οι καθαρά επιχειρηματικές καλλιέργειες άνω των 10 στρεμμάτων. Η στρεμματική απόδοση στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες κυμαίνεται από 140-180 χιλιάδες γαρύφαλλα το χρόνο, ανάλογα με την παραγωγικότητα των χρησιμοποιούμενων ποικιλιών και την εφαρμοζόμενη καλλιεργητική τεχνική ενώ των υπαίθριων από 120-140 χιλιάδες. Οι φυτείες είναι μονοετείς ή διετείς και σπάνια τριετείς. Του δευτέρου κι κυρίως του τρίτου χρόνου η ποιότητα και η απόδοση μειώνεται. Η καλλιέργεια γίνεται στο έδαφος ενώ τελευταία άρχισε να καλλιεργείται κι εκτός εδάφους σε υποστρώματα (πετροβάμβακα, περλίτη, ελαφρόπετρας κ.α). Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι κατά 60-70% τύπου Standard (μονοανθή) ενώ οι υπόλοιπες τύπου Spray(πολυανθή). Τελευταία προτιμώνται ποικιλίες με πολλά μπουμπούκια στην ανθοταξία.
Από τις λοιπές χώρες παραγωγής η Κολομβία, ΗΠΑ, Ιταλία και τελευταία η Τουρκία και η Κένυα καλλιεργούν κυρίως Standard, το Ισραήλ και η Ολλανδία Spray και η Ισπανία στρέφεται τελευταία προς τα Spray. Η ζήτηση και επομένως η παραγωγή των γαρυφάλλων τύπου Spray, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο και τούτο επειδή απαιτούν λιγότερα εργατικά, είναι πιο παραγωγικά, έχουν λεπτότερο άρωμα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στο βάζο.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η γαρυφαλλιά ανήκει στην οικογένεια Caryophyllaceae, το γένος Dianthus κι είδος caryophyllus. Τα μέλη αυτής της οικογένειας είναι δικοτυλήδονα. Αποτελείται από 80 γένη κι 200 είδη τα οποία είναι είτε ετήσια είτε πολυετή κι τα περισσότερα από αυτά απαντώνται στο βόρειο ημισφαίριο. Πάνω από 300 είδη δίανθου έχουν προσδιοριστεί.
Το γαρύφαλλο είναι φυτό ποώδες, πολυετές, ημιξυλώδες με μέσο ύψος 0,45-1m. Οι βλαστοί έχουν πολλούς κόμβους κι φύλλα άμισχα, στενόμακρα, με αντίθετη διάταξη που το χρώμα τους ποικίλλει από πράσινο μέχρι γκρι-μπλέ ή ακόμα και μώβ. Σε κάθε κόμβο υπάρχει μόνο ένας βλαστόφορος οφθαλμός που όταν εκπτυχθεί δίνει ένα ισχυρό πλευρικό βλαστό 40-60cm που καταλήγει σε ένα ή περισσότερα άνθη διαφόρων χρωμάτων και μεγεθών. Η γαρυφαλλιά αναβλαστάνει εύκολα από τους κόμβους της βάσης των βλαστών από όπου παίρνονται και τα καλύτερα, ενώ οι οφθαλμοί που βρίσκονται στους κόμβους της κορυφής δίνουν πολύ κοντά κι όχι εμπορεύσιμα γαρύφαλλα. Το άνθος αποτελείται από κάλυκα 5 συμφυών σεπάλων και στεφάνη με πολλά ελεύθερα πέταλα. Η ωοθήκη είναι μονόχωρη και έχει 2 καρπόφυλλα. Ο καρπός είναι κάψα.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η γαρυφαλλιά αν και φυτό φωτοπεριοδικά ουδέτερο απαιτεί πολύ φώς, σχετική υγρασία 60-70% και θερμοκρασία όχι πάνω από 20-22oC την ημέρα κάτω από 12oC την νύχτα. Το φυτό αντέχει και σε πιο ακραίες ακόμη τιμές θερμοκρασιών με σημαντική όμως πτώση ποιότητας και καθυστέρηση στο ρυθμό αύξησης και άνθησης των φυτών. Θανατηφόρα θερμοκρασία είναι από -4 έως -2oC. Η ελάχιστη βιολογική κυμαίνεται από 4-6oC και η μέγιστη βιολογική στους 32oC. Άριστη θερμοκρασία εδάφους θεωρείται στους 15oC, ενώ σε θερμοκρασίες άνω των 10oC, επέρχεται ο σχηματισμός των ανθοφόρων οφθαλμών. Επιθυμητή ένταση φωτισμού 15.000-45.000 Lux, και CO2 ατμόσφαιρας 500-1000 ppm. [2]
Εδαφικές συνθήκες
Τα ελαφρά αμμώδη έως αμμοπηλώδη εδάφη που στραγγίζουν με pH 6,5-7,5 συνιστώνται περισσότερο για την καλλιέργεια των γαρυφάλλων. Στα πολύ ελαφριά ή βαριά χωράφια με χαμηλή στράγγιση και αερισμό είναι απαραίτητη η ανάπλαση του εδάφους με εδαφοβελτιωτικά όπως άμμος, τύρφη, κοπριά, ή άλλα οργανικά υλικά για την βελτίωση συνθηκών υγρασίας και αερισμού καθώς και των χημικών ιδιοτήτων τους. Επίσης η προσθήκη δολομίτη ή ασβεστόσκονης εκεί όπου το ενεργό ασβέστιο είναι κάτω από 5% ευνοεί την καλλιέργεια.
Συνιστάται επίσης η φύτευση των φυτών σε υπερυψωμένα σαμάρια. Ιδίως στα εδάφη μικρής αποστραγγιστικότητας και η άρδευση με σταγόνες για μεγαλύτερη οικονομία και καλύτερη κατανομή του λιπάσματος και την ελάττωση του κινδύνου της μετάδοσης ασθενειών εδάφους και φυλλώματος. Η καλύτερη εποχή φύτευσης των μοσχευμάτων για την αύξηση της παραγωγής και την καλύτερη χρονική κατανομή της είναι από τα τέλη Απριλίου μέχρι τέλος Μάιου.
Η φύτευση πάντως δεν πρέπει να παρατείνεται πέραν του Ιουνίου παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις πχ όταν επιδιώκουμε μια μεγάλη πρώτη παραγωγή γύρω στα Χριστούγεννα. Συνιστάται η πυκνότητα φύτευσης να μην ξεπερνά τα 18-19.000 περίπου φυτά ανά στρέμμα λόγω του ανεπαρκούς φωτισμού και αερισμού στις πυκνές φυτεύσεις ειδικά για τις διετής και τριετής καλλιέργειες καλό είναι να τοποθετούνται πριν το φύτεμα τα τρία δίχτυα υποστήριξης επί των κρεβατιών ή τουλάχιστον το πρώτο σαν οδηγός φύτευσης. Τα μοσχεύματα πρέπει να φυτεύονται πολύ ρηχά, ίσα-ίσα να καλύπτεται με χώμα το ριζικό τους σύστημα, να καταβρέχονται συχνά τις πρώτες μέρες και να γίνει αμέσως το πρώτο ριζοπότισμα εναντίων της ριζοκτονίας του πυθίου και της φυτόφθορας.[2]
Πολλαπλασιασμός
Η ποσότητα και η ποιότητα της παραγωγής που αποδίδει μια καλλιέργεια επηρεάζεται από τον τρόπο πολλαπλασιασμού που εφαρμόζεται. Τελευταία η κύρια προσπάθεια στο τομέα του πολλαπλασιασμού των φυτών (στις προηγμένες τεχνολογικά χώρες) έχει στραφεί στη παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού με τη μέθοδο του μικροπολλαπλασιασμού. Η μέθοδος αυτή γνωστή και ως in vitro καλλιέργεια εφαρμόζεται ήδη σε εμπορική κλίμακα για τον πολλαπλασιασμό πολλών φυτών κυρίως όμως ποώδων (χρυσάνθεμο, γαριφαλιά, φράουλα, κ.λ.π). Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα άφθονο πολλαπλασιαστικό υλικό με απόλυτη πιστότητα προς στους γονείς και απαλλαγμένο από ιώσεις και σοβαρές ασθένειες των αγγείων μεγάλη παραγωγικότητα και ποιότητα, μεγάλη διάρκεια ζωής στο βάζο, ωραίους χρωματισμούς κ.α.
Σε ότι αφορά τις ανάγκες της χώρας σε πολλαπλασιαστικό υλικό γαρυφαλλιάς αξίζει να αναφέρουμε ότι και πρόσφατα το σύνολο αυτών των αναγκών καλύπτονταν με εισαγωγές από το Ισραήλ, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία. Σήμερα όμως χάρη στη δημιουργία δύων εξειδικευμένων σύγχρονων πολλαπλασιαστικών μονάδων στην Τροιζηνία και στο Αιτωλικό, με μερική σύμπραξη ξένων εξειδικευμένων οίκων το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της χώρας μας (70% περίπου δηλαδή 12 εκατ. ριζοβολημένα μοσχεύματα) καλύπτεται από τις μονάδες αυτές μια από τις οποίες μάλιστα πραγματοποιεί και εξαγωγές.
Η γαρυφαλλιά μπορεί να πολλαπλασιαστεί εγγενώς με σπόρο και αγενώς με μοσχεύματα ή παραφυάδες. Η μέθοδος του σπόρου χρησιμοποιείται κυρίως για υβριδισμούς. Η βλάστηση γίνεται εύκολα σε θερμοκρασία 13-16oC. Οι παραφυάδες χρησιμοποιούνται βασικά σε ποικιλίες που προορίζονται να φυτευτούν σε κήπους.
Η διαδικασία παραγωγής μοσχευμάτων συνοψίζεται ως εξής: παράγονται καταρχήν από την επιθυμητή ποικιλία με την μέθοδο της θερμοθεραπείας και του μεριστωματικού πολλαπλασιασμού τα super elite φυτά( βασικό ή πυρηνικό υλικό) που είναι καθαρά από ασθένειες του αγγειακού συστήματος και ιώσεις και αποτελούν τα μητρικά των μητρικών φυτειών. Ο ιολογικός έλεγχος γίνεται είτε με φυτά δείκτες είτε με το τεστ Elisa. Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται σε εντελώς ελεγμένες συνθήκες από φυτουγειονομικής άποψης για την λήψη μοσχευμάτων.
Οι μητρικές φυτείες ομοίως καλλιεργούνται σε ελεγχόμενα θερμοκήπια για 6-9 μήνες και από κάθε μητρικό φυτό λαμβάνονται 30-50 μοσχεύματα φυλλοφόρα που ριζοβολούν σε υδρονέφωση με κατάλληλα υποστρώματα και αποτελούν το φυτωριακό υλικό που αγοράζουν οι παραγωγοί.[1]
Ποικιλίες
Η γενετική βελτίωση του αυτοφυούς γαρυφάλλου άρχισε τον 19ο αιώνα στην Αμερική με την δημιουργία των αμερικάνικων ποικιλιών ή τύπου Sim και κορυφώθηκε κατά τα μέσα του 20ου αιώνα στην Ευρώπη με την δημιουργία των Μεσογειακών ποικιλιών. Οι ποικιλίες γαρυφαλλιάς που καλλιεργούνται σήμερα προέρχονται από τα είδη Dianthus caryophyllous(συναντάται στην Ν. Ευρώπη και στην Σαρδηνία) και Dianthus fruticosus που συναντάται στην Μεσόγειο και στα Ελληνικά νησιά. Σήμερα με την μέθοδο της κλωνικής επιλογής των μεταλλαγών και των διασταυρώσεων έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες, παραγωγικές, ανθεκτικές στις ασθένειες και πολύ καλής ποιότητας και διατηρησιμότητας ποικιλίες και υβρίδια. Οι εμπορικές ποικιλίες που υπάρχουν σήμερα στην αγορά, χωρίζονται από πρακτικής πλευράς σε 4 κατηγορίες που αναλύονται στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Ασθένειες
Η γαρυφαλλιά, όπως και όλα σχεδόν τα ανθοκομικά φυτά εξωτερικού χώρου, είναι ευαίσθητα σε μυκητολογικές, ιολογικές και βακτηριακές ασθένειες. Αναλυτικά όλες τις ασθένειες, όπου περιγράφονται τα αίτια, τα συμπτώματα, οι συνέπειες καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισής τους, αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Ο σημαντικότερος εχθρός της γαρυφαλλιάς είναι ο τετράνυχος. Παρόλα αυτά η γαρυφαλλιά προσβάλλεται και από άλλους εντομολογικούς εχθρούς, οι οποίοι και αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 "Επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων σε καλλιέργεια γαρύφαλλου", πτυχιακή εργασία της φοιτήτριας Νίκης Σταυρουλάκη, τμήμα Φυτικής Παραγωγής, Ηράκλειο 2013.
- ↑ 2,0 2,1 "Αναπαραγωγή παραδοσιακών αρωματικών ποικιλιών γαρυφαλλιάς με αγενή πολλαπλασιασμό στην υδρονέφωση, πτυχιακή μελέτη του φοιτητή Μοτάκη Γεώργιου, τμήμα Θερμοκηπιακών καλλιεργειών και ανθοκομίας, Ηράκλειο 2007.
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.