Το μετάξι στο χώρο διεθνούς εμπορίου
Το ποσοστό που κατέχει το μετάξι στο σύνολο της παγκόσμιας παραγωγής υφαντουργικών ινών, ζωικών, φυτικών, χημικών ή συνθετικών ήταν ανέκαθεν μικρό. Η σπανιότητα της πολύτιμης αυτής ύλης γίνεται αντιληπτή αν αναλογιστούμε ότι προπολεμικά αντιπροσώπευε το 0,5% της όλης παραγωγής υφαντουργικών ινών, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου πολέμου κατέβηκε και μέχρι του 0,16-0,18%, ποσοστό το οποίο κατέχει και σήμερα, από την άποψη του όγκου. Από την άποψη της αξίας η εικόνα είναι σαφώς διαφορετική, λόγω της υψηλής τιμής του ποιοτικού παραγόμενου προϊόντος, στις διεθνείς αγορές.
Οι διεθνείς απαιτήσεις για υψηλής ποιότητας μετάξι έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Από το 1961 μέχρι και το 2006 οι εισαγωγές ακατέργαστης μέταξας παγκοσμίως έχουν σχεδόν διπλασιαστεί αυξανόμενες από 7.000 σε περίπου 15.000 τόνους, με αντίστοιχη αύξηση της αξίας των παγκόσμιων εισαγωγών από περίπου 65,5 εκατομμύρια δολάρια σε 424,3 εκατομμύρια δολάρια.
Αντίστοιχη είναι και η τάση αύξησης που παρατηρείται για την Ευρωπαϊκή αγορά ακατέργαστης μέταξας. Έτσι οι εισαγωγές στην Ευρώπη από περίπου 3.000 τόνους που ήταν το 1961, έχουν αυξηθεί σε περίπου 5.000 τόνους (1/3 των παγκόσμιων εισαγωγών), ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί για την αξία των εισαγωγών από περίπου 3 εκατομμύρια δολάρια που ήταν το 1961 ανήλθαν το 2006 σε περίπου 162 εκατομμύρια δολάρια.
Σήμερα υπάρχουν πάνω από 30 μεταξοπαραγωγές χώρες στον κόσμο. Η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστης μέταξας σύμφωνα με στοιχεία του FAO, ανήλθε το 2006 σε περίπου 155.000 τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται από την Κίνα πλησιάζοντας τους 112.οοο τόνους, με εξαγωγές που φτάνουν τους 11.000 τόνους, με δεύτερη παραγωγό χώρα την Ινδία η οποία με ύψος παραγωγής 17.500 τόνους απορροφά στη δική της βιομηχανία, σε μεγάλο ποσοστό το μετάξι που παράγει. Άλλες χώρες με σημαντική παραγωγή είναι το Βιετνάμ με 13.000 τόνους, το Τουρκμενιστάν με 4.500 τόνους και ακολουθούν άλλα κράτη με μικρότερη δυναμικότητα, όπως η Ταϊλάνδη, η Ρουμανία, η Βραζιλία, το Ουζμπεκιστάν, το Ιράν κ.α.
Στην πλειοψηφία των παραγωγών χωρών γίνεται παράλληλα και σημαντική χρήση αλλά και εισαγωγές ακατέργαστης μέταξας. Η κυριότερη εξαγωγική χώρα είναι η Κίνα η οποία εξάγει περίπου το 90% της ποσότητας μεταξιού που διακινείται σχεδόν σε όλο τον κόσμο, σε Ευρώπη. Ιαπωνία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κ.ά.
Η παραγωγή μεταξιού στον κόσμο και την Ελλάδα
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τη Σηροτροφία να εξαφανίζεται από τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, λόγω της αύξησης του εργατικού κόστους, δεδομένου ότι η παραγωγή μέταξας με τον παραδοσιακό τρόπο είναι υψηλής χειρωνακτικής απασχόλησης. Έτσι έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί στην Ευρώπη από χώρες που παλιότερα παρήγαγαν μετάξι (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία), ενώ ακολουθούν η Ιαπωνία και η Κορέα. Το ίδιο συνέβη σε μεγάλο βαθμό και στη χώρα μας, από τη στιγμή που άρχισε να ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο.
Κάτι αντίστοιχο έχει αρχίσει να διαφαίνεται ακόμα και στην Κίνα, όπου οι κατά παράδοση παραγωγικές περιοχές της χώρας που είναι συνήθως οι παραθαλάσσιες, μετατρέπονται με ταχείς ρυθμούς σε βιομηχανικές. Έτσι οι περιοχές παραγωγής μεταξιού στην Κίνα μετατοπίζονται προς το εσωτερικό της χώρας, χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον να έχουμε αισθητή μείωση της παραγωγής και κατ' επέκταση αύξηση της τιμής του προϊόντος στη διεθνή αγορά.
Με δεδομένη την έντονη ελλειματικότητά της, η Ευρωπαϊκή ένωση (Ε.Ε.) φαίνεται αποφασισμένη να συνεχίσει να στηρίζει με ισχυρά οικονομικά κίνητρα την προώθηση και ανάπτυξη της σηροτροφίας και της παραγωγής και της παραγωγής προϊόντων μεταξιού στους κόλπους της. Έτσι έχει θεσπίσει τη χορήγηση ενίσχυσης ύψους 133,26 ευρώ ανά κουτί εκτρεφόμενου μεταξόσπορου των 20.000 αυγών, με την προϋπόθεση ότι θα παραχθούν 20 κιλά χλωρά κουκούλια ανά κουτί. Το συγκεκριμένο μέτρο ισχύει από το 1972 και πρόσφατα ενσωματώθηκε στον Καν. (Ε.Κ.) 1234/2007 του Συμβουλίου της Ε.Ε. σχετικά με την "Κοινή Οργάνωση Αγοράς". Δεν είναι τυχαίο ότι στο σκεπτικό του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται ότι: "Η εκτροφή μεταξοσκωλήκων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία ορισμένων περιοχών της Κοινότητας. Η δραστηριότητα αυτή αποτελεί πηγή συμπληρωματικών εισοδημάτων για τους γεωργούς των περιοχών αυτών. Επομένως θα πρέπει να υιοθετηθούν μέτρα τα οποία να συμβάλλουν στην εξασφάλιση δικαίου εισοδήματος στους εκτροφείς μεταξοσκωλήκων."
Η παραπάνω ενίσχυση σύμφωνα με τον Καν. (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου της Ε.Ε. αποτελεί άμεση ενίσχυση και οι ενδιαφερόμενοι προκειμένου να τη λάβουν οφείλουν να υποβάλουν αίτηση για την ενιαία ενίσχυση, στους κατά τόπους αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει πολλά από τα χαρακτηριστικά και τις συνθήκες εκείνες που μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια εκ νέου άνθηση της σηροτροφίας, κάτι που και στο παρελθόν έχει συμβεί, αφού αποτέλεσε μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις του κλάδου, παγκοσμίως, έχοντας υπάρξει αυτάρκης στην παραγωγή μεταξιού και μεταξόσπορου, αλλά και ικανή να εξάγει σημαντικές ποσότητες. Μέχρι και τη δεκαετία του 80 η Ελλάδα πραγματοποιούσε εξαγωγές ακατέργαστης μέταξας.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχουν παρατηρηθεί ανοδικές τάσεις στην παραγωγή κουκουλιών, ενώ υπάρχει έντονο ενδιαφέρον και σε νέες περιοχές όπως οι Σέρρες, η Καβάλα, η Βοιωτία και η Εύβοια, στις οποίες έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις. Ως παραγωγικός τομέας μπορεί να δώσει διέξοδο στον αγροτικό πληθυσμό για τη στήριξη του οικογενειακού εισοδήματος. Αποτελεί αγροτική απασχόληση που δεν απαιτεί υψηλό κόστος εγκατάστασης γιατί μπορεί να αξιοποιήσει τις ήδη υπάρχουσες εγκαταστάσεις (αποθήκες, στάβλους κ.ά.) καθώς και το εργατικό δυναμικό της αγροτικής οικογένειας. Επιπλέον η σηροτροφία προκαλεί ελάχιστη ρύπανση στο περιβάλλον συγκρινόμενη με άλλες γεωργικές δραστηριότητες, αφού χρησιμοποιούνται ελάχιστα εντομοκτόνα για την καλλιέργεια της μουριάς, ενώ μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας εξυγίανσης υποβαθμισμένων εδαφών, καθώς η έντονη βλαστική ικανότητα και η ταχεία αύξηση της βιομάζας των δένδρων της μουριάς είναι δυνατόν να οδηγήσουν στη φυτοαποκατάσταση και την απομάκρυνση των ρύπων από επιβαρημένα εδάφη. Επίσης η κατανάλωση ενέργειας που απαιτείται από τη βιομηχανία του μεταξιού είναι αμελητέα συγκρινόμενη με αυτή που καταναλώνεται για την παραγωγή άλλων υφαντικών ινών.
Σήμερα υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για μια αναβίωση της σηροτροφίας και των συναφών τομέων παραγωγής μεταξονήματος και μεταξοϋφαντουργίας. Βασική προϋπόθεση είναι η λειτουργία του αναπιστηρίου του Δήμου Σουφλίου ή άλλων μονάδων αναπήνισης κουκουλιών, εξέλιξη που θα οδηγήσει στην ολοκληρωμένη αξιοποίηση των παραγόμενων κουκουλιών, εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα ικανοποιητικό εισόδημα για τους παραγωγούς, ανεξάρτητα από τη χορήγηση κοινοτικών ή άλλων ενισχύσεων. Η εμπορευματοποίηση των κουκουλιών, η αξιοποίησή τους και η παραγωγή ελληνικού μεταξιού πρέπει να είναι πλέον οι κύριοι στόχοι, καθώς ένα προϊόν χωρίς εμπορική αξία είναι καταδικασμένο σιγά-σιγά να εξαφανιστεί. Επιπλέον, είναι ζητούμενο για ένα από τα αρχαιότερα νήματα και οπωσδήποτε το πιο γοητευτικό, να αρχίσει να χρησιμοποιεί νέες τεχνικές marketing και διαφήμισης για να υπενθυμίσει και να διδάξει τον κόσμο όλα όσα έχει να του προσφέρει, αλλά παράλληλα να κάνει τον παραγωγό του να νιώσει την αξία του προϊόντος που παράγει και να το αγαπήσει.
Επιπλέον, οι όσο το δυνατόν καταλληλότερες τεχνικές επεξεργασίας των κουκουλιών και διαδικασίες αναπήνισής τους, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ποιοτικού μεταξιού. Νέες τεχνικές εκτροφής και καλλιέργειας της μουριάς και σύγχρονες τεχνολογίες στη σηροτροφία και στην επεξεργασία του μεταξιού έχουν εισαχθεί πρόσφατα στον κλάδο και συνεχώς εξελίσσονται, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος, ώστε η εκτροφή του μεταξοσκώληκα να είναι οικονομικά συμφέρουσα. Στις κυριότερες σηροτροφικές χώρες εφαρμόζονται νέες τεχνολογίες χάρη στις οποίες μπορούμε να παράγουμε καλής ποιότητας μεταξωτό νήμα και κατ' επέκταση μεταξωτά υφάσματα, εξασφαλίζοντας υψηλής ποιότητας προϊόντα, ικανά να εξαχθούν και να απορροφηθούν από χώρες με παράδοση στην υψηλή ραπτική, όπως παλιές Ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.).
Βιβλιογραφία
Σφάλμα παραπομπής: Η ετικέτα <ref>
που ορίζεται μέσα στο <references>
έχει χαρακτηριστικό ομαδοποίησης «» που δεν εμφανίζεται σε προηγούμενο κείμενο.