Λίπανση βυσσινιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Στον καθορισμό των λιπαντικών αναγκών της βυσσινιάς θα πρέπει να συνεκτιμώνται το μήκος της βλάστησης, το χρώμα των φύλλων, η παραγωγή και η ανάλυση εδάφους και φύλλων.

Άζωτο: Στην βυσσινιά το άζωτο αυξάνει τη βλάστηση και παραγωγή. Η έλλειψη αζώτου εκδηλώνεται με την παραγωγή κοντών και λεπτών επάκριων βλαστήσεων, μικρών χλωρωτικών φύλλων και μικρών, που ωριμάζουν νωρίς, καρπών. Τα συμπτώματα όμως αυτά μπορεί να προκληθούν και από φυσικές ή μηχανικές ζημιές των ριζών ή του κορμού των δένδρων, από κακή αποστράγγιση του εδάφους ή από ξηρασία. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, αν και υπάρχει αρκετό άζωτο στο έδαφος, το φυτό αδυνατεί να προσλάβει αρκετή ποσότητα, για να καλύψει τις ανάγκες του.Η περίσσεια αζώτου καθυστερεί την ωρίμανση των καρπών και την εμφάνιση του χαρακτηριστικού χρωματισμού των. Η παροχή αζώτου πρέπει να μειώνεται στα δένδρα, που κλαδεύονται αυστηρά και σε εκείνα που η παραγωγή τους καταστράφηκε από παγετό.

Η βυσσινιά φαίνεται να χρησιμοποιεί τις διάφορες μορφές αζώτου εξίσου καλά. Τα 3kg νιτρικού νατρίου, 1.5kg νιτρικής αμμωνίας, 1.1 kg ουρίας, ή 5kg μικτού λιπάσματος (10-10-10), όλα δίνουν περίπου 0.5kg ενεργού αζώτου. Κάθε μια από τις μορφές αυτές αζώτου είναι πολύ διαλυτή και εισέρχεται στο ριζικό σύστημα γρήγορα. Η ποσότητα του αζώτου, που θα δοθεί, θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση το μήκος της βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και την παραγωγή. Γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι θα πρέπει να παρέχονται κάθε χρόνο 25 έως 60kg ενεργού αζώτου κατά στρέμμα. Αν το μέσο μήκος της επάκριας βλάστησης είναι πάνω από 45cm η παροχή αζώτου πρέπει να περικοπεί ή να περιοριστεί για ένα χρόνο. Αν όμως η επάκρια βλάστηση είναι κοντή, κυρίως όταν η παραγωγή είναι μικρή, η παροχή αζώτου πρέπει να αυξηθεί. Η χρησιμοποίηση κοπριάς μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει τροφοπενία ψευδάργυρου ή να επιδεινώσει τα συμπτώματα της. Η συνεχής χρησιμοποίηση ως λιπασμάτων του νιτρικού νατρίου και ασβεστίου σε αρδευόμενους κερασεώνες μπορεί να δημιουργήσει υπερβολική αλκαλικότητα. Οι αλκαλικές εναποθέσεις τείνουν να συγκεντρωθούν στην επιφάνεια του εδάφους, και μερικές φορές το περισκληρύνουν, καθώς εξατμίζεται το νερό. Με την αύξηση της αλκαλικότητας του εδάφους, η εισδοχή νερού στο έδαφος μειώνεται σημαντικά και η αύξηση της βλάστησης αναστέλλεται. Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να μετριάσει κατά πολύ το πρόβλημα, με τη μεταφορά μέρους των αλκάλεων κάτω απ' το ριζικό σύστημα του δένδρου. Η χρησιμοποίηση, ως λιπάσματος, της θειικής αμμωνίας, θα βοηθήσει στη μείωση του pH του εδάφους και θα σταματήσει την περαιτέρω αύξηση της αλκαλικότητάς του.

Κάλιο: Τα πιο πολλά εδάφη παρέχουν αρκετή ποσότητα καλίου. Η ποσότητα, που πρέπει να προστίθεται θα πρέπει να αντιστοιχεί σ' εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δένδρα. Η έλλειψη καλίου προκαλεί στα φύλλα συστροφή προς την πάνω επιφάνεια και περιφερειακά κάψιμο. Η περίσσεια καλίου προκαλεί μαλάκωμα στη σάρκα των καρπών (μειώνει την περιεκτικότητα των αδιάλυτων στο νερό πηκτινικών ουσιών).

Φώσφορος: Τα πιο πολλά εδάφη, όπως και στο κάλιο, παρέχουν αρκετή ποσότητα φωσφόρου και η προστιθέμενη ποσότητα θα πρέπει να αντιστοιχεί σ' εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δένδρα. Η παροχή φωσφόρου στο έδαφος σε ποτιστικούς βυσσινεώνες αυξάνει την περιεκτικότητα του φωσφόρου στα φύλλα και τους καρπούς, αλλά δεν επηρεάζει την ωρίμαση ή τη διατήρηση της ποιότητας των καρπών. Ο ρόλος του φωσφόρου στη σύνθεση των πηκτινών και τη συνεκτικότητα της σάρκας των καρπών δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί πλήρως.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.