Αγκινάρα φυτό
Γενικά στοιχεία
Η προέλευση της αγκινάρας είναι από την Μεσόγειο με πιθανή χώρα την Αλγερία. Είναι φυτό αφρικανικής προέλευσης με μεγάλη ιστορία. Οι Ρωμαίοι τις εισήγαγαν από τις ισπανικές και αφρικανικές επαρχίες τους. Για μερικούς αιώνες τα ίχνη της αγκινάρας χάνονται και ξαναβρίσκονται πια σε συνταγές μαγειρικής από το Μεσαίωνα και μετά. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την αγκινάρα κινάρα, από το λατινικό Cynara. Το επιστημονικό της όνομα Cynara scolimus προέρχεται κατά συνέπεια από τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά. Η επιστροφή της αγκινάρας στην Ευρώπη ύστερα από τη μακρόχρονη μεσαιωνική λήθη, έγινε χάρη στους Άραβες, οι οποίοι την επανεισήγαγαν όπως και πολλά άλλα τρόφιμα στη Ισπανία.[1]
Η αγκινάρα καλλιεργείται κυρίως για τις ανθοκεφαλές της που καταναλίσκονται νωπές ή μαγειρεμένες, αλλά και τα φύλλα της αποτελούν μια θαυμάσια ζωοτροφή ιδίως για ζώα που βρίσκονται σε γαλακτοπαραγωγή (αγελάδες, πρόβατα). Στην Ιταλία από τα φύλλα παράγουν λικέρ, το γνωστό και ως "Cynar". Αρκετά φαρμακευτικά προϊόντα, ακόμα και καλλυντικές κρέμες, έχουν βάση την αγκινάρα. Όλα τα μέρη του φυτού είναι τονωτικά, διουρητικά και ελαφρώς πικρά, λόγω της ουσίας κιναρίνης που περιέχει. Η ουσία αυτή είναι τοξική αλλά και φαρμακευτική, για παθήσεις του συκωτιού και της δυσκοιλιότητας.[2]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η αγκινάρα είναι μια πολυετή καλλιέργεια, όπου εμπορικά μπορεί να παραμείνει στο χωράφι για 4-5 χρόνια αλλά παραμένει στον αρχικό χώρο εγκατάστασής της περισσότερα χρόνια. Έχει θαμνώδη ανάπτυξη χωρίς όμως να σχηματίζει κορμό ή βλαστό. Όταν βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη και έχουν σχηματιστεί και οι ανθικές κεφαλές φτάνει το ύψος των 1-1,5m. Το φυτό ξεκινάει τον ετήσιο κύκλο του με τις πρώτες βροχές του Σεπτεμβρίου και κατά τη φάση αυτή σχηματίζεται το φύλλωμα. Ακολούθως σχηματίζονται το ανθικό στέλεχος όπου στην κορυφή φέρει τις ταξιανθίες. Στους καλοκαιρινούς μήνες που ακολουθούν το υπέργειο τμήμα του φυτού ξηραίνεται. Τον Σεπτέμβρη πάλι με τις πρώτες βροχές βλαστάνουν οι οφθαλμοί από την πάνω επιφάνεια του υπόγειου τμήματος του φυτού και ξεκινάει ο νέος ετήσιος κύκλος του φυτού. Τα φύλλα αναπτύσσονται από τη βάση του φυτού και φθάνει σε μήκος 1-1,5m. Φέρουν λοβούς και ο βαθμός της εγκόλπωσης σχετίζεται άμεσα με την πρωιμότητα των φυτών. Φυτά με αβαθής εγκολπώσεις χαρακτηρίζονται ως περισσότερο πρώιμα σε σύγκριση με φυτά με μεγαλύτερες εγκολπώσεις στα φύλλα. Στην κάτω επιφάνεια φέρουν αριθμό τριχών.
Το υπόγειο τμήμα αποτελείται από το ριζικό σύστημα, που επιτελεί όλες τις βασικές λειτουργίες της πρόσληψης νερού και θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος και τον κυκλικό δίσκο με βασικό ρόλο αποθήκευσης θρεπτικών στοιχείων. Το ριζικό σύστημα αποτελείται από μία κεντρική, σαρκώδη και πασσαλώδη ρίζα, που φθάνει και τα 60cm βάθος. Το όργανο του κυκλικού δίσκου βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, όπου στην πάνω επιφάνεια του σχηματίζει κάθε χρόνο καινούριους οφθαλμούς. Κάθε ένας οφθαλμός δίνει τη γένεση σε μία παραφυάδα, δηλαδή σε ένα νέο φυτό. Άρα σε θέση φύτευσης σχηματίζονται περισσότερα από 1 φυτά. Ο ανθοφόρος βλαστός σχηματίζεται προς το τέλος του φθινοπώρου ή αρχές του χειμώνα από το κέντρο του κάθε φυτού, με ύψος που φτάνει το 1m. Ένα φυτό σχηματίζει μόνο ένα ανθοφόρο οφθαλμό που στη συνέχεια διακλαδίζεται και σχηματίζει μια κεντρική ανθοκεφαλή και τις δευτερεύουσες ανθοκεφαλές. Συνολικά κάθε ένα φυτό μπορεί να σχηματίσει 5-10 ανθοκεφαλές ανάλογα με τη θρεπτική κατάσταση, την ηλικία του φυτού και την ποικιλία. Η ανθοκεφαλή αποτελείται από την ανθοδόχη, τα βράκτια φύλλα και μεγάλο αριθμό ανθέων. Τα βράκτια φύλλα έχουν χρωματισμό από πράσινο έως ιώδες και το ελεύθερο τμήμα τους μπορεί να καταλήγει σε άκανθα ή όχι, ανάλογα με την ποικιλία. Ο σπόρος συγκομίζεται τους 2 τελευταίους μήνες (Ιούλιο - Αύγουστο). Το βρώσιμο μέρος της ανθοκεφαλής αποτελείται από μικρό τμήμα του ανθικού ποδίσκου (3-4cm), τη βάση της ανθοδόχης και τις σαρκώδεις βάσεις των βράκτιων φύλλων.[3]
Κλιματικές συνθήκες
Η αγκινάρα ευδοκιμεί σε περιοχές που έχουν κλίμα εύκρατο, δροσερό, όχι πολύ θερμό και που έχουν ήπιο χειμώνα. Μπορεί να καλλιεργηθεί και σε περιοχές που η θερμοκρασία φθάνει και κάτω από τους 0oC, πρέπει όμως στην περίπτωση αυτή τα φυτά να προφυλαχτούν κατά την είσοδό τους στον χειμώνα με κάλυψη από άχυρο , κοπριά ή χώμα, αφού το φύλλωμα περιοριστεί σημαντικά με την αφαίρεση των παραφυάδων. Όταν ο χειμώνας είναι ήπιος, όπως στην Κρήτη, παράλιες περιοχές Πελοποννήσου, νησιά, η παραγωγή αρχίζει από το φθινόπωρο (Νοέμβριο) και συνεχίζεται μέχρι το τέλος της άνοιξης - αρχές καλοκαιριού. Όσο πιο ψυχρό είναι το κλίμα τόσο πιο όψιμη είναι και η παραγωγή, και τόσο πιο αργά συνεχίζεται η καρποφορία προς το καλοκαίρι. Όταν εμφανιστούν παγετοί κατά την βλάστηση, νωρίς την καλλιεργητική περιόδο, αυτοί προκαλούν ζημιές στα φύλλα. Εάν όμως οι παγετοί είναι πιο όψιμοι προκαλούν ζημιές στα φύλλα και τις ανθοκεφαλές. Όταν υπάρχει ο κίνδυνος του παγετού, τα φυτά πρέπει να προστατεύονται με τεχνητή βροχή ή με μία άλλη αποτελεσματική μέθοδο προστασίας. Η αγκινάρα είναι φυτό που αντέχει αρκετά στους ισχυρούς αέρες. Αυτό το οφείλει στην αντοχή και ιδιαίτερη διαμόρφωση του φυλλώματός της. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν επικρατούν μικρές ημέρες και υψηλές θερμοκρασίες, και αυτές οι καταστάσεις συνοδεύονται και από ξηρασία, τότε επιταχύνεται η άνθηση στα φυτά, οι ανθοκεφαλές χάνουν γρήγορα την τρυφερότητα τους, αρχίζουν να ξυλοποιούνται και καθίστανται ακατάλληλες για εμπορία.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Η αγκινάρα δεν είναι πολύ απαιτητικό φυτό στο έδαφος. Αναπτύσσεται και παράγει σε μεγάλη ποικιλία εδαφών, ακόμα και σε ασβεστώδη και ελαφρώς αλκαλικά εδάφη. Εν τούτοις αποδίδει καλύτερα όταν καλλιεργείται σε βαθιά, γόνιμα και καλά στραγγιζόμενα εδάφη, που καλλιεργούνται εύκολα, όπως είναι τα αμμοπηλώδη ή πηλοαμμώδη εδάφη. Υψηλή περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ουσία βοηθά σημαντικά στην εξασφάλιση υψηλών αποδόσεων. Η αγκινάρα δεν πρέπει να καολουθεί αγκινάρα στο σύστημα αμειψισποράς αλλά μετά από σιτάρι, πατάτα κ.λ.π ή ακόμα καλύτερα μετά από φυτό χλωρής λίπανσης με ψυχανθές.[2]
Πολλαπλασιασμός
Ο πολλαπλασιασμός της αγκινάρας γίνεται τόσο με έγγενη τρόπο (σπόρο) όσο και με αγενή τρόπο (παραφυάδες, ξηρόφυτα). Ο πολλαπλασιασμός με σπόρο δε χρησιμοποιείται καθώς καθυστερεί η καλλιέργεια να μπει στην παραγωγή για ένα χρόνο. Τα ξηρόφυτα χρησιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση που κάποια καλλιέργεια θα εγκαταληφθεί και θα ξεκινήσει μια νέα καλλιέργεια. Η φύτευση των παρφυάδων είναι πιο συνηθισμένη μέθοδος που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και αναφέρεται στη μεταφύτευση νεαρών φυτών. Οι τρόποι πολλάπλασιασμού αναλύονται στο σύνδεσμο που ακολουθεί:
Μέθοδοι πολλαπλασιασμού αγκινάρας[3]
Ποικιλίες
Η διάφορες ποικιλίες που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα διαφέρουν ως προς το χρώμα των φύλλων, το μέγεθος των ανθοφόρων και την ύπαρξη ή όχι άκανθας στην άκρη των φύλλων. Οι περισσότερες διαδεδομένες είναι η Αργίτικη , η Ιώδη της Αττικής ,η Πολίτικη και η Αυγουλωτή και αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ποικιλίες αγκινάρας[2], [3], [4]
Ασθένειες
Η αγκινάρα προσβάλλεται από ασθένειες όπως τον περονόσπορο, την Ramularia cynarae, το ωΐδιο και την ίωση. Αναλυτικά οι ασθένειες της αγκινάρας καθώς και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Η αγκινάρα προσβάλλεται από εχθρούς όπως τις αφίδες, τα σαλιγκάρια, την κασσίδα και την πυραμείς. Αναλυτικά οι εχθροί της αγκινάρας καθώς και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ Εργασία για την αγκινάρα, της μαθήτριας Ντάνου Κριστίνας, Άνδρος 2012.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Ειδική λαχανακομία - Λαχανικά υπαίθρου, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1996.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Τεχνική βιολογικής καλλιέργειας λαχανικών - Αγκινάρα, του Χαράλαμπου Θανόπουλου Msc Γεωπόνος, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2008.
- ↑ Κορινθία: Μούσμουλα - Αγκινάρες