Λίτσι φυτό
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Παρά το γεγονός ότι το φυτό του λίτσι (Litchi chinensis Sonn.) δεν ήταν γνωστό στην άγρια μορφή του, υπάρχουν αναμφισβήτητες και σαφείς αποδείξεις ότι ο άνθρωπος το χρησιμοποιούσε για πολλά χρόνια. Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι το είδος καλλιεργούνταν ήδη πριν από 3.000 χρόνια. Αν και είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η ακριβής ημερομηνία, το λίτσι αναφέρεται ότι καλλιεργείται τουλάχιστον από το 1766 π.Χ. Η αρχική του προέλευση θεωρείται να βρίσκεται μεταξύ της 23ο και 27ο μοίρας του Βόρειου γεωγραφικού πλάτους, στην υποτροπική ζώνη της Νότιας Κίνας - πιο συγκεκριμένα στην Canton Province. Οι πρώτοι άνθρωποι που καλλιέργησαν αυτό το καρποφόρο δένδρο πριν τους Κινέζους, φαίνεται να είναι οι κάτοικοι του Malay, που καθιερώθηκε να θεωρείται ο τόπος καταγωγής του. Ιστορικά και καλλιεργητικά το Λίτσι είναι τόσο σημαντικό για τους Κινέζους όσο το Μάνγκο για τους Ινδούς. Έπαινοι έχουν γραφτεί από πολλούς ποιητές, καθ’ όλη την διάρκεια της Κινέζικης ιστορίας του, για τον λόγο αυτό ο καρπός ήταν πολύ επιθυμητός από πολλούς αυτοκράτορες της χώρας, οι οποίοι συνήθιζαν να το προσφέρουν σαν δώρο καλωσορίσματος. Η πρώτη γνωστή μονογραφία φυτοκομίας του Λίτσι γράφτηκε το 1059 από τον Tsai Hsiang, μέσα στην όποια κάλυψε τις ποικιλίες, τις περιοχές καλλιέργειας, τις μεθόδους αποθήκευσης του καρπού καθώς και την δημοτικότητα του στην Κίνα. Παρά τα εξαιρετικά χαρακτηριστικά του καρπού, μερικά είδη παρέμειναν περιορισμένα στην περιοχή της Βόρειας Κίνας μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Στην Ινδία άρχισε να καλλιεργείται τον 17ο αιώνα. Τα πρώτα νέα ύπαρξης του καρπού έφθασαν στο δυτικό ημισφαίριο μέσω της δημοσίευσης της ιστορίας του Mendoza το 1585, όπου ο συγγραφέας το παρομοιάζει σαν ένα είδος κερασιού. Η διάδοση του στην τροπική και υποτροπική ζώνη άργησε να πραγματοποιηθεί, στην Βόρεια Αφρική εισήχθη, προφανώς από τον Μαυρίκιο το 1869, στην Αμερική εξαπλώθηκε πρώτα στην Τζαμάικα το 1775 και αργότερα στην Χαβάη το 1873, από ένα Κινέζο έμπορο. Στην Αυστραλία έφθασε περίπου το 1854 και στο Ισραήλ το 1930 - 1940. Η καλλιέργεια του Λίτσι εμφανίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα, σε πολλές άλλες χώρες, όπως στην Κεντρική και Βόρεια Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία και σε πολλά νησιά του Ειρηνικού ακόμα και στην Ισπανία. Αξίζει να αναφερθούν εδώ οι προσπάθειες που έγιναν στις αρχές του 19ου αιώνα να καθιερωθεί αυτό το καρποφόρο δένδρο στην Βόρεια Ευρώπη, ιδιαίτερα σε θερμοκήπια στην Αγγλία. Η εξάπλωση του λίτσι ανά τον κόσμο πραγματοποιήθηκε με σχετικά αργούς ρυθμούς, αυτό οφείλεται χωρίς αμφιβολία στο γεγονός ότι η περίοδος βιωσιμότητας του σπέρματος είναι πολύ μικρή - μόνο για λίγες μέρες.[1]
Το λίτσι καλλιεργείται σε πολύ μικρή έκταση στη Δυτική Κρήτη. Τα δεδομένα από αυτές τις φυτείες έχουν δείξει ότι μπορούν να παραχθούν πολύ καλής ποιότητας καρποί σε κατάλληλες περιοχές της Νότιας Ελλάδας. Προωθείται κάθε ποικιλία που δοκιμάστηκε και κρίνεται καταλληλότερη από τις κατά τόπους αρμόδιες Δ/νσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών Ενοτήτων λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του Ινστιτούτου Υποτροπικών και Ελαίας Χανίων ή του ΤΕΙ Φυτικής Παραγωγής Ηρακλείου. Η καλλιέργεια προωθείται στις περιοχές των νήσων Κρήτης, Κυθήρων, Αντικυθήρων και των νομών Μεσσηνίας, Λακωνίας, Δωδεκανήσου και Κυκλάδων.[2]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το λίτσι ανήκει στην κατηγορία των υποτροπικών φυτών, δεν γίνεται πολύ ψηλό (σπάνια ξεπερνάει τα 10 - 12m), αν και κάποιες ζωηρές ποικιλίες μπορούν να φθάσουν τα 20m σε 25 - 30 χρόνια καλλιέργειας τους. Η κόμη τους είναι γενικά στρογγυλή, πυκνή, συμπαγής και συμμετρική, πλησιάζοντας περίπου τα 12m σε ύψος. Τα δένδρα, παρ’ όλα αυτά διαφέρουν στον τρόπο ανάπτυξης τους. Σε πολλές ποικιλίες τα κλαδιά είναι πυκνά, λυγισμένα, μπορεί επίσης να συστρέφονται και να κρέμονται σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους, για αυτό τον λόγο το δένδρο μοιάζει με κλαίουσα. Άλλα δένδρα έχουν μεγαλύτερη τάση για βλαστική ανάπτυξη και είναι πιο κάθετα. Ωστόσο σ’ αυτό το πυκνό, μικρόκορμο δένδρο φροντίζουμε πάντα να παράγει καρπούς στα χαμηλά κλαδιά, τα οποία αφαιρούνται κατά το κλάδεμα. Τα κλαδιά, καθώς αναπτύσσονται έχουν μια τάση να διαμορφώνονται σε σχήμα - V με διχαλωτή διακλάδωση, τα οποία σπάζουν εύκολα με τον άνεμο. Είναι αειθαλές δένδρο και παράγει μεγάλο αριθμό ετήσιων βλαστών οι οποίοι του δίνουν ελκυστική εμφάνιση όλες τις εποχές. Οι καλλωπιστικές του ιδιότητες επιπλέον αυξάνουν τον χρόνο συγκομιδής όταν τα κλαδιά των λαμπερών κόκκινων καρπών βρίσκονται στην περιφέρεια του δένδρου.
Το ριζικό σύστημα του φυτού του λίτσι διαφέρει και εξαρτάται από την μέθοδο πολλαπλασιασμού από την οποία έχει προέλθει. Τα αυτόριζα δένδρα που προέρχονται από σπόρο, αναπτύσσουν αρκετά ισχυρή πρωτεύουσα ρίζα και καλά κατανεμημένο δευτερογενές και τριτογενές ριζικό σύστημα. Ωστόσο τα περισσότερα δένδρα πολλαπλασιάζονται με την τεχνική των εναέριων καταβολάδων. Τα φυτά που προκύπτουν από καταβολάδες χαρακτηρίζονται από ένα πολύ επιπόλαιο ριζικό σύστημα, όπου η πρωτεύουσα ρίζα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι νεαρές ρίζες ξεκινούν από το επίπεδο του εδάφους και απλώνονται σε βάθος περίπου 1m.
Τα φύλλα του λίτσι τοποθετούνται εναλλάξ, έχουν χαλκοκόκκινο έως ωχρό πράσινο χρώμα, σε ορισμένες ποικιλίες έχουν κρεμ χρώμα όταν είναι σε νεαρή ηλικία και γυαλιστερό σκούρο πράσινο όταν ωριμάσουν. Το συνολικό τους μήκος (μίσχος και ράχη) υπολογίζεται από 7,5 - 22,5cm. Η βάση του ελάσματος του φύλλου έχει σχήμα ελλειψοειδές και η άκρη του είναι κάπως μυτερή, ελλειψοειδής ή αρκετά στρογγυλεμένη. Ένα φύλλο αποτελείται από 10 έως 12 ζευγάρια φυλλαρίων, τα οποία τοποθετούνται κατά μήκος της ράχης άμεσα ή πλάγια απέναντι το ένα στο άλλο, καθένα από αυτά έχει μικρό μίσχο και το μήκος του υπολογίζεται περίπου 3 - 25mm. Τα φυλλάρια έχουν γυαλιστερό σκούρο πράσινο χρώμα στην πάνω πλευρά και θαμπό ωχρό στην κάτω πλευρά. Τα συναντάμε συνήθως με στενόμακρο λογχοειδές ή ακόμα και με ελλειπτικό σχήμα, υπολογίζονται από 7,5 - 20cm σε μήκος και 2,5 - 6cm σε πλάτος, έχουν λεία αλλά και δερματώδη υφή. Το μήκος του μίσχου και της ράχης, όπως και η τοποθέτηση των φυλλαρίων, ο αριθμός, το σχήμα και το μέγεθος τους είναι μερικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ποικιλιών.
Η ταξιανθία του λίτσι είναι καθορισμένη και αποτελείται από ομάδες ανθέων, όπου παράγονται σε ξύλο προηγούμενης χρονιάς. Οι ταξιανθίες συνήθως παράγονται σε μπουκέτα των 10 ή περισσότερων ομάδων, αλλά σε μερικά δένδρα μπορεί να παρουσιάζεται ένα υψηλό ποσοστό ακραίων ή μασχαλιαίων ταξιανθιών. Οι ταξιανθίες, γενικώς παρουσιάζονται μικτές με τους κατώτερους οφθαλμούς να παράγουν μόνο φύλλα, οι μεσαίοι οφθαλμοί παράγουν ανθοφόρους οφθαλμούς στις μασχάλες των φύλλων και οι κορυφαίοι οφθαλμοί παράγουν μόνο ανθοφόρες διακλαδώσεις και ορισμένες φορές πολύ μικρά φύλλα, τα οποία πέφτουν. Το μήκος της ταξιανθίας υπολογίζεται περίπου 7,5 - 30 cm, εξαρτάται από την ποικιλία. Κάθε ταξιανθία παράγει εκατοντάδες μικρά, άσπρα, πρασινωπά και κιτρινωπά άνθη, τα οποία βγάζουν μια όχι τόσο ευχάριστη μυρωδιά, όταν βρίσκονται σε πλήρη άνθηση.
Τα άνθη του λίτσι υπολογίζονται από 3 - 6mm, όταν είναι τελείως ανοικτά, έχουν κάλυκα με κυπελλοειδές σχήμα, με 4 - 5 κοντά, οδοντωτά σέπαλα, στα οποία τα πέταλα είναι τελείως απόντα. Τα άνθη συνήθως παράγονται αργά τον χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη και παρατηρούνται τρεις τύποι ανθέων, οι οποίοι ανοίγουν διαδοχικά πάνω στην ίδια ταξιανθία. Οι τύποι αυτοί των ανθέων ποικίλουν όσον αφορά τον βαθμό της αναπαραγωγικής τους ανάπτυξης, η οποία έχει σχέση με το μήκος και την λειτουργικότητα των στημόνων τους, καθώς και την ανάπτυξη και την λειτουργικότητα του ύπερου των ανθέων. Ο πρώτος τύπος ανθέων προσδιορίζεται σαν λειτουργικό αρσενικό, ο δεύτερος τύπος σαν λειτουργικό θηλυκό και ο τρίτος τύπος επίσης σαν λειτουργικό αρσενικό, αλλά με περισσότερα ερμαφρόδιτα χαρακτηριστικά από το είδος του πρώτου τύπου. Παρατηρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί αναφέρουν την χρονολογική σειρά ανάπτυξης τους, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι τα πρώτα άνθη που εμφανίζονται σε κάθε δένδρο του Λίτσι δεν είναι απαραίτητα πρώτου τύπου. Φαίνεται να υπάρχει μια τάση στα νεαρά δένδρα να ανοίγουν πρώτα τα άνθη του δεύτερου τύπου.
Ο καρπός του λίτσι είναι δρύπη, έχει σχήμα σφαιρικό, ωοειδές ή ακόμα και καρδιόσχημο. Το μέγεθος του διαφέρει, εξαρτάται από την ποικιλία, κατά μέσο όρο υπολογίζεται περίπου 5cm σε μήκος και 4cm σε διάμετρο. Το εξωτερικό στρώμα του καρπού (περικάρπιο) είναι λεπτό, σκληρό και εύθραυστο. Όταν ο καρπός είναι ανώριμος έχει πράσινο χρώμα, όσο ωριμάζει αποκτάει ένα φωτεινό κόκκινο χρωματισμό. Σε ορισμένες ποικιλίες όπου οι καρποί όταν ωριμάσουν έχουν κιτρινωπό ή πράσινο χρώμα, μπορεί να εμφανίζονται λιγότερες φωτεινές κόκκινες σκιές. Η επιδερμίδα έχει αιχμηρά εξογκώματα, τα οποία είναι λιγότερο εμφανή από ότι στα συγγενή είδη όπως τα Rambutan και τα Pulusan. Όταν ο καρπός ξεραίνεται, η επιδερμίδα αλλάζει χρώμα και γίνεται σκούρα καφέ και περισσότερο εύθραυστη, το φαινόμενο αυτό μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, ακόμα και όταν ο καρπός είναι φαγώσιμος. Οπότε πρέπει να λαμβάνουμε κάποια μέτρα ούτως ώστε να αποφεύγεται η απώλεια της υγρασίας μετά την συγκομιδή.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Οι κλιματολογικοί παράγοντες οι οποίοι ενθαρρύνουν την έκπτυξη των ανθέων είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες και το υδατικό στρες, όπου η συνολική διάρκεια των σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών είναι περισσότερο σημαντική από ότι η συχνότητα τους. Επομένως πιστεύεται ότι ένας ψυχρός, ξηρός χειμώνας ευνοεί την ανθοφορία. Πράγματι έχει αποδειχθεί ότι οι φθινοπωρινές και χειμερινές χαμηλές θερμοκρασίες μεταξύ 13oC και 0oC, σε συνδυασμό με την έλλειψη υγρασίας προκαλούν περισσότερη και άφθονη ανθοφορία σε περιόδους κατά τις οποίες είχαμε περισσότερες από 200 ώρες θερμοκρασία κάτω από 13oC σε σχέση με περιόδους όπου είχαμε μόνο 150 ώρες χαμηλών θερμοκρασιών. Ωστόσο, αυτοί οι δύο παράγοντες δεν είναι οι μόνοι που επηρεάζουν την έκπτυξη των ανθέων, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου τα δένδρα είχαν άφθονη ανθοφορία χωρίς την παρουσία αυτών των συνθηκών. Άλλοι παράγοντες, ιδιαίτερα οι θρεπτικοί και ορμονικοί παίζουν ένα ουσιαστικό ρόλο στην αναπαραγωγική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, η σχετικά υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία και η υψηλή περιεκτικότητα εδαφικής υγρασίας, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κατά την διάρκεια της ανθοφορίας καθώς και στο στάδιο της καρπόδεσης, αλλά η βροχή και η ομίχλη σε αυτή την περίοδο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημίες, υποβαθμίζοντας την επικονίαση. Η χαμηλή υγρασία έχει ένα αριθμό δυσμενών αποτελεσμάτων, όπως την αφυδάτωση των νεαρών ανθέων, την ατελή βλάστηση της γύρης και τη διακοπή της ανάπτυξης του εμβρύου. Έτσι οι θερμοκρασίες κατά την περίοδο της άνθησης θα έπρεπε να είναι κανονικές για να μη θέσουν σε κίνδυνο την διαδικασία της ανθοφορίας.
Όπως συμβαίνει και με τους άλλους τροπικούς καρπούς, οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά την διάρκεια της ανθοφορίας και της καρπόδεσης μπορούν να προκαλέσουν την πτώση των νεαρών ανθέων και καρπών καθώς και την αποβολή του εμβρύου τους. Λογικά η υψηλή θερμοκρασία και υγρασία είναι σημαντική κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του καρπού. Τα υδατικό στρες προκαλεί σκάσιμο της επιδερμίδας και μειώνει το τελικό βάρος καθώς και την ποιότητα του καρπού. Σε μερικές ποικιλίες, ιδιαίτερα στη Brewster εμποδίζει το σπέρμα να καλυφθεί πλήρως από την σάρκα. Όταν το υδατικό στρες συνοδεύεται από υψηλές θερμοκρασίες έχει σαν αποτέλεσμα το ηλιακό έγκαυμα και ο καρπός καταστρέφεται πλήρως. Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι η υπερβολική βροχόπτωση ή υγρασία κατά την διάρκεια της φάσης ωρίμανσης μπορεί να προκαλέσει σχίσιμο του καρπού.
Δεν έχει αναφερθεί το κατά πόσο η φωτοπερίοδος προκαλεί κάποια επίδραση στην έκπτυξη των ανθέων, παρ’ όλα αυτά αν ελαττωθεί από 16 σε 8 ώρες, τότε φαίνεται να υπάρχει μια αύξηση των ανθέων. Ο άνεμος δεν επιφέρει μόνο μια δυσμενή επίδραση στην καλλιέργεια, αλλά σε ολόκληρη την φάση της αναπαραγωγική ανάπτυξης. Εμποδίζει την άνθηση στα κλαδιά τα όποια είναι εκτεθειμένα σε συνεχή χτυπήματα του ανέμου, οι ανθοταξίες καίγονται, προκαλεί πτώση των ανθέων και των καρπών, επιπλέον ξεραίνει τους καρπούς, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε σκίσιμο της επιδερμίδας.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Μπορούν να καλλιεργηθούν σε εδάφη βάθους μόνο 40cm, ακόμα και σε βραχώδη ή ασβεστώδη εδάφη. Γενικά πιστεύεται ότι επιλέγονται φρέσκα, βαθιά εδάφη που κατά προτίμηση περιέχουν μια επαρκή ποσότητα οργανικών ουσιών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την βλαστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια καλλιέργειας του φυτού. Πάρα πολλές οργανικές ουσίες, ωστόσο, μπορεί να είναι καταστρεπτικές στο ώριμο στάδιο της ανθοφορίας. Το λίτσι, παρ’ όλα αυτά προσαρμόζονται σε εδάφη με διαφορετικές συστάσεις όπως αμμώδη, αργιλώδη, πηλοαμμώδη, αργιλοπηλώδη ή και ακόμα σε εδάφη με περιεκτικότητα αργίλου 40%. Αν και τα βαθύτερα εδάφη χαρακτηρίζονται για την καλή αποστράγγιση τους, τα φυτά του λίτσι, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστούν. Αναφορές έχουν δείξει ότι τα δένδρα μπορεί να έχουν τις ρίζες τους βυθισμένες στο νερό χωρίς να υποφέρουν σημαντικά. Μπορούν να αντέξουν πάνω από 2 εβδομάδες σε πλημμυρισμένα εδάφη χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη τους, ενώ αν μια τέτοια κατάσταση παραταθεί τα δένδρα μπορεί να καταστραφούν. Λίγες παραγωγικές χώρες συστήνουν καλά αποστραγγισμένα εδάφη βάθους 1m για την εμπορική καλλιέργεια του λίτσι. Τα όξινα εδάφη με pΗ μεταξύ 5,5 και 6,5 είναι γενικώς προτεινόμενα ως ιδανικά για την καλλιέργεια του λίτσι, το οποίο ανέχεται εδάφη με pΗ λιγότερο από 5,5. Από χημική άποψη, το Λίτσι δεν απαιτεί ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος. Όταν η παραγωγή προορίζεται για εμπορικό σκοπό, απαιτείται ένα υψηλό ποσοστό αζώτου και ένα μέτριο επίπεδο φωσφόρου, καλίου και ασβεστίου. Πολλά φτωχά εδάφη περιέχουν ικανοποιητικές ποσότητες μαγνησίου και μικρο - στοιχείων.[1]
Πολλαπλασιασμός
Οι εναέριες καταβολάδες αποτελούν την πιο ευρύτατα διαδεδομένη μέθοδο πολλαπλασιασμού και είναι η μοναδική που μας δίνει τα πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της βασίζονται ότι είναι απλή στη χρήση και ότι παράγει γενετικά πανομοιότυπα φυτά. Το πιο σημαντικό μειονέκτημα είναι ότι προκαλείται ζημιά στο φυτό - γονέα αν είναι απαιτούμενος ένας μεγάλος αριθμός καταβολάδων. Τα φυτά που προετοιμάζονται από αυτή την μέθοδο είναι εύθραυστα και επομένως δεν είναι κατάλληλα όταν ο σκοπός μας είναι να μεταφερθούν ποικιλίες σε άλλες χώρες ή απομακρυσμένες περιοχές. Εδαφικές καταβολάδες δεν γίνονται συχνά. Οι εναέριες καταβολάδες είναι περισσότερο διαδεδομένες. Όσο πιο γερά κλαδιά χρησιμοποιούνται τόσο καλύτερο ριζικό σύστημα επιτυγχάνεται, έτσι εξαιρετικά αποτελέσματα έχουν επιτευχθεί με κλαδιά διαμέτρου 10 - 25mm. Γενικά συστήνεται επιλογή κλαδιών με διάμετρο 10 - 20mm και μήκος 45 - 60cm, τα οποία όπως έχει αποδειχθεί παράγουν εξαιρετικά φυτά, με ποσοστό ριζοβολίας ανώτερο από 90% και προξενούν ελάχιστη ζημία στο φυτό - γονέα. Εναέριες καταβολάδες μπορούν να γίνουν κάθε εποχή του χρόνου εφόσον υπάρχει επαρκής υγρασία, αλλά καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται την άνοιξη. Τα κλαδιά πρέπει να επιλέγονται περιφερειακά του δένδρου, έτσι ώστε να πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη ευκολία οι διάφοροι χειρισμοί. Επίσης πρέπει να αποτελούνται από ένα μόνο στέλεχος, διαφορετικά τα άλλα στελέχη πρέπει να απομακρύνονται, προτιμώνται τα κάθετα κλαδιά με ικανοποιητικό πάχος και είναι απαραίτητο να βρίσκονται στο σωστό στάδιο ανάπτυξης. Πρόσφατα ανθισμένο ξύλο έχει εξαντλήσει τα αποθέματα του και παράγει φυτά με φτωχό ριζικό σύστημα. Η διαδικασία της μεθόδου πολλαπλασιασμού με εναέριες καταβολάδες είναι η εξής:
Το πρώτο βήμα γίνεται με την αφαίρεση μιας λωρίδας φλοιού περίπου 1,5 - 2,5cm μήκους γύρω από τον βλαστό, ακολουθεί η αφαίρεση του καμβιακού στρώματος. Ένα κοινό μαχαίρι ή ψαλίδι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτή την εργασία. Το ακάλυπτο μέρος του κλαδιού και μια περιοχή μόλις πάνω και κάτω από το σημείο που έχει απομακρυνθεί ο φλοιός (12,5 και 7,5 cm αντίστοιχα) τυλίγεται με κάποιο υλικό το οποίο διατηρεί την υγρασία σταθερή. Τα πιο ευρύτατα συνηθισμένα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι το υγρό έδαφος του λίτσι, το σφάγνο ή η τύρφη, αν και το έδαφος του λίτσι θα έπρεπε να απορρίπτεται για τον λόγο ότι ίσως περιέχει παθογόνα, νηματώδεις κ.α., τα οποία μπορεί να προσβάλουν το ριζικό σύστημα. Διάφορα πειράματα έχουν δείξει ότι η τύρφη αποτελεί καλύτερο υλικό από τα άλλα δύο και η χρήση της συνιστάται αρκετά. Για να διατηρήσουμε την τύρφη στο σημείο που έχει αφαιρεθεί ο φλοιός και για να εμποδίσουμε την απώλεια υγρασίας τοποθετείται γύρω από το σημείο της τομής μια λεπτή, διαφανής πλαστική σακούλα, διαστάσεων 20 x 20 cm, η οποία δένεται καλά στα δύο άκρα και την γεμίζουμε με υγρή τύρφη. Η σακούλα μπορεί να καλυφθεί με φύλλο από αλουμινόχαρτο ή με κάποιο άλλο υλικό, με σκοπό να προστατευτεί το ριζικό σύστημα από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς και από την απώλεια της υγρασίας. Στο Ισραήλ όταν υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός φυτών που πρέπει να γίνουν εναέριες καταβολάδες, η υγρή τύρφη λαμβάνεται από το χωράφι και είναι ήδη προετοιμασμένη σε σφραγισμένες πλαστικές σακούλες. Οι σακούλες τότε σχίζονται με ένα μαχαίρι, τοποθετούνται γύρω από το σημείο όπου έχει αφαιρεθεί ο φλοιός και τυλίγονται με μια άλλη πλαστική σακούλα.
Οι ρίζες εμφανίζονται περίπου σε έξι βδομάδες κάτω από ικανοποιητικές συνθήκες θερμοκρασίας (25 - 30oC). Η εναέρια καταβολάδα θα μπορούσε να αφαιρεθεί από το μητρικό φυτό όταν το χρώμα 6 - 8 ριζών διακρίνεται από την σακούλα και έχει μετατραπεί από λευκό σε κρεμ - καφέ, αλλά όχι κατά την διάρκεια της ενεργούς ανάπτυξης. Ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να δίνεται για την αποφυγή ζημιάς του νεαρού ριζικού συστήματος κατά την μεταφύτευση, η οποία δεν πρέπει να γίνεται σε περίοδο που ο καιρός είναι ξηρός και ζεστός. Επίσης, είναι απαραίτητο να μειωθεί το φύλλωμα του φυτού τουλάχιστον κατά το μισό. Τα νεαρά φυτά πρέπει να τοποθετούνται σε ξεχωριστές σακούλες (175mm x 150mm x 350mm) και συμπληρώνονται με ένα καλά στραγγισμένο, όξινης αντίδρασης, πυκνό μίγμα, το οποίο πρέπει να γεμίζεται προσεκτικά γύρω από την σακούλα συγκρατώντας τις ρίζες. Τα φυτά αυτά καλό θα ήταν να παραμείνουν μέσα στο φυτώριο σε σκιερό μέρος και να αρδεύονται άφθονα για μία περίοδο περίπου 6 μηνών, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί ένα ικανοποιητικό ριζικό σύστημα. Δύο ή τρία βλαστικά ξεπετάγματα πρέπει να εμφανιστούν πριν τα φυτά σκληραγωγηθούν στην ύπαιθρο κατά την τελική τους μεταφύτευση. Ολόκληρη η διαδικασία, από την έναρξη της τεχνικής των εναέριων καταβολάδων έως την μεταφύτευση στην τελική θέση στο χωράφι, διαρκεί περίπου 12 - 18 μήνες.[1]
Ποικιλίες
Οι περισσότερες εμπορικές ποικιλίες, που καλλιεργούνται σε διάφορες παραγωγικές χώρες προέρχονται από την Κίνα. Η περιγραφή μερικών από τις πιο σημαντικές ποικιλίες του λίτσι αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ασθένειες
Το φουζάριο, το κλαδοσπόριο και το σχίσιμο της επιδερμίδας είναι οι βασικές ασθένειες που προσβάλλουν το λίτσι. Αναλυτικά τα συμπτώματα που προκαλούν οι παραπάνω ασθένειες, καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισής τους αναλύονται εκτενώς στον παρακάτω σύνδεσμο.
Εχθροί
Οι εφτά πιο διαδεδομένοι εχθροί ή ομάδες εχθρών του λίτσι, η σοβαρότητα της προσβολής τους καθώς και οι γενικές μέθοδοι ελέγχου, περιγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|