Κοκοφοίνικας

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά Στοιχεία Κοκοφοίνικα

Ο κοκοφοίνικας είναι από πολύ παλιά η πιο σημαντική καλλιέργεια ακροδρύων στην υφήλιο και χρησιμεύει κυρίως για την παραγωγή του φοινικέλαιου. Πιστεύεται ότι κατάγεται από τα νησιά του Μαλαισιανού αρχιπελάγους ή από την κεντρική Αμερική. Καλλιεργείται συστηματικά στις Φιλλιπίνες, στην Ινδία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα, σε πολύ περιορισμένη έκταση στη Φλόριδα και Χαβάη των Η.Π.Α. και στο Πουέρτο Ρίκο. Στην Ελλάδα απαντά ως καλλωπιστικό φυτό. Ο καρπός είναι δρύπη. Το ξυλοποιημένο κέλυφος είναι το εσωτερικό στρώμα του ώριμου ωοθητικού τοιχώματος του καρπού το ενδοκάρπιο. Εξωτερικά αυτού απαντά ο φλοιός (εξωκάρπιο και μεσοκάρπιο), ο οποίος απομακρύνεται μετά τη συλλογή των καρπών. Εσωτερικά δε του ενδοκαρπίου απαντά το αληθινό σπέρμα, το οποίο περιβάλλεται από λεπτό σποροπερίβλημα, χρώματος καφετί. Η λευκή σάρκα του καρπού αποτελεί μέρος του ενδοσπέρμιου (τροφικός αποθηκευτικός ιστός). Το δε γάλα του καρπού αποτελεί επίσης μέρος του ενδοσπερμίου σε υγρά μορφή. Το μικροσκοπικό έμβρυο απαντά στο εσωτερικό του ενδοσπερμίου και μάλιστα προς το σημείο, που ο καρπός προσκολλάται στο φυτό. Το εδώδιμο μέρος του καρπού είναι το λευκό ενδοσπέρμιο, το οποίο τρώγεται νωπό, όπως επίσης και το γάλα. Μεγαλύτερη όμως σημασία έχει το αποξηραμένο ενδοσπέρμιο, γνωστό στο εμπόριο ως "κόπρα", απ' όπου εξάγεται το φοινικέλαιο το πιο ευρέως χρησιμοποιημένο φυτικό έλαιο μετά το σογέλαιο. Η περιεκτικότητα του ενδοσπέρμιου του καρπού σε λάδι επί νωπού βάρους ανέρχεται σε 35-50%. Το αποξηραμμένο ενδοσπέρμιο μπορεί να συντηρηθεί σε ψυγείο σε θερμοκρασία κάτω από 100C γι' αρκετούς μήνες. Το υπόλειμμα του αποξηραμένου ενδοσπέρμιου, μετά την εξαγωγή του ελαίου, αλέθεται σε μύλο και αποτελεί τροφή για τις αγελάδες, πλούσια σε πρωτεΐνες.[1]

Βοτανικά χαρακτηριστικά Κοκοφοίνικα

Ο κοκοφοίνικας ανήκει στην οικογένεια Palmae και το επιστημονικό του όνομα είναι Cocos nucifera L. Είναι δένδρο μεγάλου ύψους (15-35 μέτρα), μονοκοτυλήδονο, αειθαλές, με μεγάλη καλλωπιστική αξία. Ο κορμός του είναι εύκαμπτος και φέρει στην κορυφή μια στεφάνη από φύλλα. Τα φύλλα του έχουν μήκος 6 μέτρα και το καθένα αποτελείται από 100 περίπου αντίθετα φυλλάρια. Το αυξανόμενο σημείο (μερίστωμα) στο κέντρο της στεφάνης παράγει νέα φύλλα και άνθη. Το αυξανόμενο σημείο αποτελεί και τον μοναδικόν οφθαλμό στο φυτό, το οποίο αν καταστραφεί, θα ακολουθήσει και η ξήρανση του φυτού. Το αυξανόμενο αυτό σημείο ονομάζεται καρδιά του φυτού, είναι πολύ θρεπτικό και νόστιμο, μοιάζει με την καρδιά της αγκινάρας και αποτελεί πολύτιμο προϊόν. Σε κάποιες περιοχές της υφηλίου καλλιεργείται αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, ανεξάρτητα αν το φυτό θα ξεραθεί. Τα άνθη παράγονται σε ανακλαδούμενες ταξιανθίες, που εκπτύσσονται στη μασχάλη των φύλλων. Κατά μήκος κάθε διακλάδωσης σχηματίζονται πολλά αρσενικά άνθη προς την κορυφή και μόνο ένα σφαιρικό άνθος προς τη βάση, σπάνια δε περισσότερα του ενός. Μερικές ταξιανθίες, ιδιαίτερα στα νεαρά δένδρα, σχηματίζουν μόνον αρσενικά άνθη. Μερικές φορές οι κύριες διακλαδώσεις της ταξιανθίας σχηματίζουν δευτερεύουσες διακλαδώσεις, που παράγουν μόνον αρσενικά άνθη. Τα αρσενικά άνθη είναι μικρά σε μέγεθος και αποτελούνται από το περιάνθιο, την υποτυπώδη ωοθήκη και έξι στήμονες που παράγουν μεγάλη ποσότητα γύρης. Τα θηλυκά άνθη είναι πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος από τ' αρσενικά. Το εξαμερές περιάνθιο περικλείει πλήρως την ωοθήκη, η οποία έχει μικρό μέγεθος και περιέχει τρεις σπερματοβλάστες από τις οποίες οι δυο εκφυλίζονται. Τα άνθη είναι επιδεκτά γονιμοποιήσεως για 2-3 ημέρες, τούτου εξαρτωμένου και από τις κλιματικές συνθήκες. Κάθε ταξιανθία έχει περισσότερα από 100 άνθη, από τα οποία συνήθως μόνο τα 30 καρποδένουν. Η παραγωγή κρίνεται ικανοποιητική όταν κάθε ταξικαρπία φέρει 10-12 καρπούς κατά το στάδιο της ωριμάσεως τους. Ο καρπός είναι δρύπη και αποτελείται από το φλοιό, το ξυλώδες ενδοκάρπιο, το ενδοσπέρμιο, πάχους 1.5cm περίπου, το οποίο σχηματίζει κοιλότητα που είναι μερικώς γεμάτη με γάλα.[1]

Επικονίαση και γονιμοποίηση Κοκοφοίνικα

Ο κοκοφοίνικας ανθίζει κατά το πέμπτο έτος της ηλικίας του. Αμφότερα τα άνθη, αρσενικά και θηλυκά, παράγονται στην ίδια πολυδιακλαδισμένη ταξιανθία, που εκπτύσσεται στη μασχάλη των φύλλων προς την κορυφή του φυτού. Κάθε ταξιανθία έχει πάνω από 8.000 αρσενικά άνθη κατά μήκος του επάκριου τμήματος αυτής και 1-30 σφαιρικά θηλυκά άνθη κοντά στη βάση. Η μεταφορά της γύρης από τα αρσενικά προς τα θηλυκά άνθη γίνεται με τον άνεμο, τα πουλιά, ή με διάφορα έντομα. Τα υψηλά φυτά χρειάζονται σταυρεπικονίαση, ενώ τα θηλυκά και αρσενικά άνθη, της ταξιανθίας στα νάνα φυτά, είναι επιδεκτά γονιμοποίησεως κατά τον ίδιο χρόνο. Η σταυρεπικονίαση των ανθέων αποτελεί τον κανόνα στον κοκοφοίνικα, αλλά επισυμβαίνει και αυτεπικονίαση αυτών στα νάνα φυτά. Τα υψηλά φυτά μπαίνουν σε καρποφορία κατά το 6ο-9ο έτος της ηλικίας τους και τα νάνα φυτά κατά το 3ο-4ο έτος αυτής. Σε πλήρη παραγωγή τα φυτά μπαίνουν από το 15ο έτος της ηλικίας τους.[1]

Πολλαπλασιασμός Κοκοφοίνικα

Ο κοκοφοίνικας πολλαπλασιάζεται με σπόρο, γιατί κανένα τμήμα του φυτού δεν ενδείκνυται για αγενή πολλαπλασιασμό. Ο κοκοφοίνικας δεν παράγει παραφυάδες, όπως παρατηρείται στη χουρμαδιά. Τα γενετικά χαρακτηριστικά των δένδρων αναπαράγονται αρκετά καλά, όταν αυτά πολλαπλασιάζονται με σπόρο, αλλά η στρατηγική στον κοκοφοίνικα είναι να συλλέγεται σπόρος από πολύ παραγωγικά δένδρα, με υψηλής ποιότητας καρπούς. Υπάρχουν κάποιες ποικιλίες, που αναπαράγονται με σπόρο, που συλλέγεται από απομονωμένες φυτείες δένδρων, όπου όλα έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Υπάρχουν όμως και αυτογονιμοποιούμένες νάνες επιλογές που μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και δίνουν υψηλές παραγωγές. Το φύτρωμα των σπόρων απαιτεί χρονικό διάστημα 1-2 μηνών.[1]

Ποικιλίες Κοκοφοίνικα

Στον κοκοφοίνικα δεν απαντούν κλωνικές ποικιλίες και όλα τα δένδρα προέρχονται από σπόρο. Κάποιοι τύποι σπορόφυτων αναπαράγουν ικανοποιητικά τα χαρακτηριστικά τους με σπόρο. Οι πιο γνωστοί απ' αυτούς είναι οι Makapuno και Needle.[1]

Κλιματικές Συνθήκες Κοκοφοίνικα

Αν και ο κοκοφοίνικας είναι ένα τροπικό φυτό που παράγει εμπορικά μέχρι το 150 παράλληλο από τον ισημερινό, αναπτύσσεται και καρποφορεί ικανοποιητικά μέχρι τον 260 παράλληλο βορείου γεωγραφικού πλάτους. Αναπτύσσεται σε υψόμετρο μέχρι 250 μέτρα και σε μερικές περιοχές μέχρι 1.000 μέτρα. Ο κοκοφοίνικας ανθίσταται σ' ελαφρούς παγετούς. Η βλάστηση και η παραγωγή είναι ικανοποιητική υπό συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας (80-90%) και μέση θερμοκρασία 26.50C, με ημερήσια διακύμανση όχι πάνω από 50C. Η ελάχιστη θερμοκρασία ανάπτυξης είναι 150C. Είναι απαιτητικός στο ηλιακό φώς και δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά υπό σκιά ή υπό συνθήκες συννεφιάς. Οι απαιτήσεις του σε βροχόπτωση ανέρχονται ετησίως στα 1.500 mm, ομοιόμορφα κατανεμημένη καθ' όλο το χρόνο (130 mm μηνιαίως). [1]


Εδαφικές Συνθήκες Κοκοφοίνικα

Ο κοκοφοίνικας χρειάζεται άφθονη και καλά κατανεμημένη εδαφική υγρασία και υποφέρει από μακρά ανομβρία. Τα δένδρα αναπτύσσονται ικανοποιητικά σε ευρεία ποικιλία εδαφών, όπως αμμώδη, κοραλλιογενή, ή πλούσια σε οργανική ύλη, βάθους 1.2 μέτρων. Ανέχεται αλατούχα εδάφη. Τα αβαθή εδάφη με υψηλό υδατικό ορίζοντα, που εμποδίζουν την ικανοποιητική ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, είναι ακατάλληλα, γιατί οι τυφώνες και οι θύελλες μπορεί να ξεριζώσουν τα υψηλά δένδρα. Το κατάλληλο pH κυμαίνεται από 5-7.5. Ως πιο κατάλληλα θεωρούνται τα εδάφη πλησίον των ακτών, που αποστραγγίζουν καλά.[1]


Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.