Ασθένειες γαρυφαλλιάς
Περιεχόμενα
- 1 Σκωρίαση
- 2 Βιβλιογραφία
- 3 Αδροφουζαρίωση
- 4 Βιβλιογραφία
- 5 Aδρομύκωση Phialophora
- 6 Βιβλιογραφία
- 7 Αλτερναρίωση
- 8 Βιβλιογραφία
- 9 Κλαδοσπορίωση
- 10 Βιβλιογραφία
- 11 Περονόσπορος
- 12 Βιβλιογραφία
- 13 Ωίδιο
- 14 Βιβλιογραφία
- 15 Σεπτορίωση
- 16 Βιβλιογραφία
- 17 Φουζαρίωση
- 18 Βιβλιογραφία
- 19 Ριζοκτόνια
- 20 Βιβλιογραφία
- 21 Ωομύκητες
- 22 Βιβλιογραφία
- 23 Βοτρύτης
- 24 Βιβλιογραφία
- 25 Σήψη οφθαλμού από φουζάριο
- 26 Βιβλιογραφία
- 27 Σήψη του κάλυκα από στεμφύλιο
- 28 Βιβλιογραφία
- 29 Ασκοχύτωση
- 30 Βιβλιογραφία
- 31 Λιπαρό εξάνθημα
- 32 Βιβλιογραφία
- 33 Βακτηριακός νανισμός
- 34 Βιβλιογραφία
- 35 Βακτηριακό έλκος
- 36 Βιβλιογραφία
- 37 Δακτυλιωτή κηλίδωση
- 38 Βιβλιογραφία
- 39 Ποικιλοχλώρωση των νεύρων
- 40 Βιβλιογραφία
- 41 Ποικιλοχλωρωτικό μωσαϊκό
- 42 Βιβλιογραφία
- 43 Διάφοροι ιοί
- 44 Βιβλιογραφία
- 45 Βιβλιογραφία
Σκωρίαση
Η σκωρίαση είναι μια πολύ συνηθισμένη και ευρέως εξαπλωμένη ασθένεια σ' όλο τον κόσμο, η οποία προκαλεί μείωση της ζωτικότητας των φυτών και σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας των δρεπτών ανθέων, σπανίως όμως προκαλεί την αποξήρανση ολόκληρων φυτών. Αναφέρθηκε ως η πλέον σοβαρή ασθένεια της γαρυφαλλιάς στην Ιταλία το 1951. Στα φύλλα, στα στελέχη και στους κάλυκες σχηματίζονται φλύκταινες που σταδιακά ανοίγουν και είναι γεμάτες καστανές μάζες ουρεδοσπορίων (καστανή σκόνη). Συχνά οι ουρεδοσωροί εμφανίζονται σε ομάδες που έχουν σχήμα κυκλικό μέχρι ακανόνιστο και συνήθως σχηματίζουν συγκεντρικούς δακτυλίους.
Η μόλυνση στην αρχή εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών κηλίδων, ελαφρά υπερυψομένων και ανοιχτού πράσινου χρώματος. Μερικοί ουρεδοσωροί μετατρέπονται σε τελειοσωρούς που έχουν χρώμα σκοτεινότερο και οι οποίοι περιέχουν σκούρα καστανόμαυρη σκόνη (τελειοσπόρια). Τα προσβεβλημένα φυτά γίνονται καχεκτικά και νάνα και τα φύλλα τους συστρέφονται προς τα πάνω. Τα εντόνως προσβεβλημένα φυτά γίνονται χλωρωτικά και τελικά ξηραίνονται. Μερικές φορές παρατηρείται παρασιτισμός του παθογόνου μύκητα (Uromyces dianthi) από το υπερπαράσιτο ασκομύκητα (Phaeosphaeriaceae, Pleosporales) που ονομάζεται Eudarluca caricis (Βιν.) O.E. Erikss., συν. Sphaeria filum Βιν., με ατελή μορφή Sphaerellopsis filum (Βιν.) Β. Sutton, συν. Darluca filum (Βιν.) Castagne, Kabathia filum (Βιν.) Nieuwl. Στις παρασιτισμένες φλύκταινες παρατηρείται μικρός αριθμός ουρεδοσπορίων η απουσία ουρεδοσπορίων και ανάπτυξη των μελανών σφαιρικών πυκνιδίων του υπερπαράσιτου. Πολλές φορές στην επιφάνεια των υπερπαρασιτισμένων θέσεων του φυτού σχηματίζονται άφθονα σπειράματα σπορίων του Sphaerellopsis filum που αποτελούνται από μάζα συγκολλημένων πυκνιδιοσπορίων σε μορφή στριμμένων νημάτων. Ο μύκητας αυτός είναι γνωστό υπερπαράσιτο πολλών σκωριάσεων, αλλά δε βρέθηκε αποτελεσματικός για την αξιοποίηση του στη βιολογική καταπολέμηση.
Η σκωρίαση της γαρυφαλλιάς οφείλεται στο μύκητα Uromyces dianthi, ο οποίος είναι ετεροκυκλικός (ο ένας ξενιστής είναι γαρυφαλλιά και ο άλλος φυτά του γένους Euphorbia). Συνήθως όμως διαιωνίζεται με το ουρεδιακό στάδιο μόνο (με τη μορφή ουρεδοσπορίων και μυκηλίου) επί του ενός ξενιστή (της γαρυφαλλίας). Τα ουρεδοσπόρια (ανοικτού καστανού χρώματος, μονοκύτταρα και διαστάσεων 20-24x24-30 μm) και τα τελειοσπόρια (μονοκύτταρα, έμμισχα, καστανά, ελλειψοειδή διαστάσεων 20 - 23 x 25 - 29 μm) σχηματίζονται στη γαρυφαλλιά και σε φυτά των γενών Arenaria, Butonia, Gypsophila, Lychnis, Saponaria, Τunica και Silene. Σπερμογόνια και αικίδια σχηματίζονται σε φυτά του γένους Euphorbia. Τα ουρεδοσπόρια μεταδίδονται με τον αέρα και στις σταγόνες της βροχής και του ποτίσματος. Σε μεγαλύτερες αποστάσεις τα σπόρια μπορεί να μεταφέρονται με τα μοσχεύματα στην επιφάνεια των οποίων είναι προσκολλημένα. Οι μολύνσεις ευνοούνται με την παρουσία σταγόνων νερού στην επιφάνεια του φυτού και την πολύ υψηλή σχετική υγρασία. Η σκωρίαση συνήθως εισάγεται με τα μοσχεύματα τα οποία συχνά εμφανίζονται υγιή την περίοδο της φυτεύσεως, γιατί ο χρόνος μεταξύ της μολύνσεως και της εμφανίσεως των συμπτωμάτων είναι μεγάλος (3-4 εβδομάδες, χρόνος επωάσεως).
Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της σκωρίασης της γαρυφαλλιάς είναι οι παρακάτω:
- Στα θερμοκήπια συνιστάται καλός αερισμός και διατήρηση της θερμοκρασίας μεταξύ 10-150C .
- Να αποφεύγεται η διαβροχή του φυλλώματος με το πότισμα.
- Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
- Καταστροφή των παλαιών και εντόνως προσβεβλημένων φυτών.
- Ψεκασμός των φυτών σε διαστήματα μιας εβδομάδος με zineb, thiram, maneb, chlorothalonil ή με τα διασυστηματικά oxycarboxin ή benodanil ή myclobutanil ή triadimefon ή triforine.
- Αναφέρονται ανθεκτικές ποικιλίες. Επίσης, αναφέρεται βιολογική αντιμετώπιση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση του μύκητα Verticillium lecanii.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Αδροφουζαρίωση
Είναι ασθένειες που προξενούν μεγάλης οικονομικής σημασίας ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς σε παγκόσμια κλίμακα. Οφείλονται σε δυο είδη μυκήτων, στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi και στον Phialophora cinerescens. Η αδροφουζαρίωση (αγγλ. Fusarium wilt) είναι η περισσότερο διαδεδομένη αδρομύκωση που προκαλεί και τις μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Σε μερικές φυτείες, η αδροφουζαρίωση φαίνεται ότι αποτελεί τον κυριότερο μοναδικό παράγοντα που εμποδίζει τη συνεχή καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς. Η ασθένεια αναφέρθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ (πολιτεία Connecticut) και τη Γαλλία το 1898-9 και πολύ σύντομα εξαπλώθηκε σ' όλες τις χώρες του κόσμου στις οποίες καλλιεργείται η γαρυφαλλιά.
Το πρώτο σύμπτωμα είναι μια ελαφρά χλώρωση των κατώτερων φύλλων, η οποία μερικές φορές εκδηλώνεται μόνο στα φύλλα της μιας πλευράς του φυτού και μάλιστα ενίοτε μόνο στο μισό ενός φύλλου. Με την πάροδο του χρόνου περισσότερα φύλλα προσβάλλονται και η χλώρωση γενικεύεται σ' ολόκληρο το φυτό. Τα χλωρωτικά φύλλα μπορεί να εμφανίσουν μια ερυθρωπή ποικιλοχλώρωση. Τα προσβεβλημένα φύλλα τελικά μαραίνονται και αποξηραίνονται. Παρατηρείται κάμψη της κορυφής, μαρασμός και ξήρανση των βλαστών. Ενίοτε εμφανίζονται επιμήκεις σχισμές στα ανώτερα μεσογονάτια των χλωρωτικών ή μαραμένων βλαστών. Στα αγγεία του ξύλου παρατηρείται ένας ανοικτοκίτρινος μέχρι καστανός μεταχρωματισμός ο οποίος επεκτείνεται μέσα στους βλαστούς σε μεγάλη απόσταση πέρα από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό είναι ότι η προσβολή συχνά επεκτείνεται στην εντεριώνη και το φλοιό, οπότε προκαλείται αποδιοργάνωση των ιστών στα προσβεβλημένα στελέχη. Σε προχωρημένα στάδια τα στελέχη παρουσιάζουν κοιλότητα εσωτερικά και συχνά οι αποδιοργανωμένοι αυτοί ιστοί καλύπτονται από το μυκήλιο του παθογόνου. Με θερμό και υγρό καιρό σχηματίζεται άφθονο λευκό μυκήλιο μαζί με πολλά μακροκονίδια και μερικές φορές με ρόδινα μέχρι πορτοκαλιά σποριοδόχεια.
Είναι ακόμη δυνατό να παρατηρηθεί ανάσχεση της αναπτύξεως μερικών βλαστών ή ολόκληρου του φυτού (νανισμός), ιδιαίτερα όταν οι μολύνσεις γίνονται πολύ νωρίς. Η ταχύτητα εξελίξεως των συμπτωμάτων της ασθένειας είναι μεγαλύτερη στις υψηλές θερμοκρασίες. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες παρεμποδίζεται η εμφάνιση των συμπτωμάτων και τα προσβεβλημένα φυτά παραμένουν χωρίς συμπτώματα μέχρι της ανόδου των θερμοκρασιών. Πάντως τα συμπτώματα και η ένταση της ασθένειας παραλλάσσουν ανάλογα με την ευπάθεια της ποικιλίας και τη φυλή του παθογόνου.
Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Fusarium oxysporum Schlechtend.: Fr. f. sp. dianthi (Prill. & Delacr.) W.C. Snyder & H.N. Hansen (Mitosporic fungi, Ηyphomycetes που προσβάλλει και προκαλεί αδρομύκωση σε φυτά του γένους Dianthus. Είναι γνωστές 8 φυλές (παθότυποι) του παθογόνου στην Ευρώπη, που διακρίνονται με βάση την ευπάθεια και τα συμπτώματα που προκαλεί το παθογόνο σε 10 ποικιλίες γαρυφαλλιάς. Οι περισσότερες απομονώσεις ανήκουν στις φυλές 1 και 2. Στη χώρα μας φαίνεται ότι ο πληθυσμός του μύκητα ανήκει στη φυλή 2 του παθογόνου. Τελευταία χρησιμοποιούνται δυο νέες τεχνικές για τον ακριβή προσδιορισμό των απομονώσεων του μύκητα στο εργαστήριο καθώς και για τη μελέτη του πληθυσμού του μύκητα. Η πρώτη αφορά τις ομάδες βλαστικής συμβατότητας (vegetative compatibility groups, VCGs) όπου εξετάζεται η δυνατότητα των απομονώσεων να αναστομώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ετεροκάρυο μυκήλιο. Η δεύτερη αναφέρεται στη χρήση μοριακών δεικτών, όπως είναι η ανάλυση πολυμορφισμού μήκους τμημάτων περιορισμού (restriction fragment length polymorphism-RFLPs) και η μέθοδος του τυχαιοποιημένα εμπλουτισμένου πολυμορφικού DNA (random amplified polymorphic DNA-RAPDs). Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα σε σχετικές μελέτες με τη χρήση μοριακών δεικτών και με τη χρήση ομάδων βλαστικής συμβατότητας, ο ελληνικός πληθυσμός του παθογόνου μύκητα είναι ομοιογενής και ανήκει σε μια μόνο ομάδα, η οποία διεθνώς χαρακτηρίζεται ως 0021 (ομάδα βλαστικής συμβατότητας). Διαπιστώθηκε ταύτιση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης με τις παραπάνω μεθόδους. Παράγει από φιαλίδια, μικροκονίδια, υαλώδη ωοειδή-ελλειψοειδή, κυλινδρικά μέχρι κεκαμμένα διαστάσεων 5 - 12 x 2,2 - 3,5μm. Τα μακροκονίδια παράγονται από διακλαδιζόμενους κονιδιοφόρους ή από σποριοδόχεια. Είναι υαλώδη, έχουν λεπτά τοιχώματα με 3 - 5 septa και τα δυο άκρα τους είναι οξυκατάληκτα με ελαφρά κυρτή κορυφή. Οι διαστάσεις τους είναι 27 - 46 x 3 - 5μm (σπόρια με 3 septa) και 35 - 60 x 3 - 5μm (σπόρια με 5 septa). Σχηματίζει επάκρια και ενδιάμεσα χλαμυδοσπόρια, μεμονωμένα ή σε αλυσίδες. Ο Fusarium oxysporum f. sp. dianthi είναι ένα εδαφογενές παθογόνο που επιβιώνει για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα στο έδαφος (αναφέρεται μέχρι 14 χρόνια και σε βάθος μέχρι 80cm) με τα χλαμυδοσπόρια. Επίσης, επιβιώνει και μεταδίδεται από τα μολυσμένα υπολείμματα της καλλιέργειας και το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (μολυσμένα μοσχεύματα πιθανώς από μητρικές φυτείες χωρίς συμπτώματα ή/ και το υλικό ριζοβολιάς στα έρριζα μοσχεύματα). Άφθονα κονίδια παράγονται πάνω στους πρόσφατα ξηραινόμενους βλαστούς των ασθενών φυτών. Αυτά τα σπορία μεταφέρονται με τον αέρα ή με το νερό του ποτίσματος ή της βροχής και προκαλούν νέες μολύνσεις. Το παθογόνο ακόμη μεταδίδεται με την επαφή των ριζών μεταξύ προσβεβλημένων και υγιών φυτών μέσα στην καλλιέργεια. Το παθογόνο εισέρχεται από τις ρίζες του φυτού καθώς και από τις πάσης φύσεως πληγές (π.χ. τομές στη βάση των μοσχευμάτων) και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου. Η ασθένεια ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες. Η άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως της ασθένειας είναι από 25 - 300C. Ο χρόνος επωάσεως της ασθένειας, αναλόγως με το δυναμικό του μολύσματος και τη θερμοκρασία, κυμαίνεται από ένα μέχρι αρκετούς μήνες. Το χειμώνα που επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες ο χρόνος επωάσεως είναι αρκετοί μήνες. Οι μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες παρατηρούνται την καλοκαιρινή περίοδο. Αναφέρεται ότι η ασθένεια ευνοείται σε εδάφη με χαμηλό pH, καθώς και σε εδάφη στα οποία γίνεται χρήση οργανικής ουσίας και αμμωνιακών λιπασμάτων. Ακόμη, φαίνεται ότι η έλλειψη ασβεστίου αυξάνει την ευπάθεια της γαρυφαλλιάς στην αδρομύκωση.
Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της αδροφουζαρίωσης είναι:
- Η χρησιμοποίηση υγιών μοσχευμάτων κάτω από υγιεινές συνθήκες (εγκατάσταση σε αμόλυντα υποστρώματα).
- Αποφυγή φυτεύσεως σε μολυσμένο έδαφος. Εφόσον δε γίνεται απολύμανση του εδάφους, ιδιαίτερα στις υπαίθριες καλλιέργειες, δεν πρέπει η γαρυφαλλιά να επανέρχεται στον ίδιο αγρό. Τα υπολείμματα μετά το τέλος της καλλιέργειας πρέπει να καταστρέφονται.
- Απολύμανση του εδάφους με ατμό, με χημικά μέσα και ηλιοαπολύμανση. Η απολύμανση, λόγω του υψηλού κόστους που έχει, εφαρμόζεται μόνο στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Τα απολυμαντικά εδάφους που χρησιμοποιούνται είναι το βρωμιούχο μεθύλιο, το dazomet, το metam-sodium και methyl-isothiocyanate. Το βρωμιούχο μεθύλιο δίνει πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά μειονεκτεί, γιατί αφήνει υπολείμματα βρωμίου στο έδαφος που είναι τοξικά για τη γαρυφαλλιά. Μετά την εφαρμογή του πρέπει να γίνεται καλό ξέπλυμα του εδάφους με νερό (80-100 I/m2). Η ηλιοαπολύμανση και το dazomet έδωσαν την καλύτερη καταπολέμηση της ασθένειας σε πρόσφατα πειράματα αγρού στη χώρα μας και ακολουθούσαν αυτές της ηλιοαπολύμανσης σε συνδυασμό με βιολογικούς παράγοντες (παρασκευάσματα του μύκητα Trichoderma harzianum και του βακτηρίου Pseudomonas, fluorescens).
- Αλλαγή ή απολύμανση του χώματος ή άμμου των χώρων ριζοβολιάς και προετοιμασίας των μοσχευμάτων.
- Αποφυγή τραυματισμού των φυτών κατά την εκτέλεση καλλιεργητικών εργασιών.
- Χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Τα μοσχεύματα να λαμβάνονται από τελείως υγιή μητρικά φυτά και να προετοιμάζονται σε απαλλαγμένα από μεταδοτικές ασθένειες ριζωτήρια.
- Συνιστούν εμβάπτιση των μοσχευμάτων σε benomyl προ της φυτεύσεως. Επίσης, συνιστούν πότισμα των φυτών με benomyl ή carbendazim (75 γραμ. δραστικής ουσίας/ 100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 5,5 λίτρα διαλύματος/ m2) ή με thiophanate methyl (75 γραμ./100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 10 λίτρα/ m2). Η πρώτη επέμβαση γίνεται 14 ημέρες μετά τη φύτευση και μετά κάθε 1-3 μήνες (συνολικά για 2-4 φορές). Πάντως μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων είναι αδύνατο να καταπολεμηθεί η ασθένεια. Σε πρόσφατα πειράματα διαπιστώθηκε αποτελεσματική καταπολέμηση της αδροφουζαρίωσης της γαρυφαλλιάς με τρεις στρομπιλουρίνες (azoxystrobin, kresoxym-methyl και trifloxystrobin). Καθένα από τα μυκητοκτόνα ήταν αποτελεσματικό όταν εφαρμοζόταν με ριζοπότισμα του εδάφους κατά τη μεταφύτευση σε δόση 1-2 g/m2.
- Ανθεκτικές ποικιλίες στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi, αναφέρονται πολλές όπως οι Elsy, Teddy, Juanica, Exquisite, Athena, Diano, Pallas, Orion, Castella, Monte Carlo, Amapola. Επίσης, αρκετά ανθεκτικές είναι οι: Salome, Sacha, Pamela, Angela και Valero. Οι ανθεκτικές ποικιλίες είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως της ασθένειας, εφόσον όμως είναι αποδεκτές από τους παραγωγούς, δηλαδή εφόσον ικανοποιούν τα εμπορικά χαρακτηριστικά που αφορούν ποσότητα και ποιότητα ανθέων. Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα οι ποικιλίες Arbel και Scarlette παρουσιάζουν πλήρη αντοχή στη φυλή 2 του παθογόνου.
- Βιολογική καταπολέμηση. Για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας έχουν δοκιμασθεί διάφοροι μικροοργανισμοί, οι οποίοι ασκούν ανταγωνιστική δράση κατά του παθογόνου, όπως μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum, του Fusarium roseum, βακτήρια (Pseudomonas fluorescens, στέλεχος WSC417, Bacillus subtilis, Pseudomonas putida, Alcaligenes sp., Streptomyces griseoviridis) και στελέχη του μύκητα Trichoderma harzianum. Τα ακόλουθα δυο βιολογικά προϊόντα, που παρασκευάζονται σε εμπορική κλίμακα σε χώρες του εξωτερικού, περιέχουν μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum και συνιστώνται κατά της αδροφουζαριώσεως της γαρυφαλλιάς αλλά και διαφόρων άλλων αδροφουζαριώσεων. Αυτά είναι το Biofox C (S.I.A.P.A., Ιταλία) και το Fusaclean (Natural Plant Protection, Γαλλία). Οι διάφοροι βιολογικοί παράγοντες έχουν δώσει ικανοποιητική αντιμετώπιση της ασθένειας σε πολλές πειραματικές εργασίες είτε μόνοι τους ή σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Aδρομύκωση Phialophora
Η αδρομύκωση που οφείλεται στον Phialophora cinerescens (αγγλ. Phialophora wilt, Verticillium wilt, Fan mould) ήταν η σοβαρότερη ασθένεια της γαρυφαλλιάς στην Ευρώπη μέχρι το 1970, αλλά έκτοτε έπαψε να είναι σοβαρή και σήμερα αναφέρεται σπανίως. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Γερμανία και αργότερα διαπιστώθηκε στην Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Η.Π.Α. και Καναδά. Στην Ελλάδα αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1959. Τα μολυσμένα φυτά μαραίνονται και το χρώμα των φύλλων ξεθωριάζει και τελικά γίνεται αχυρώδες. Τα φύλλα ενίοτε αποκτούν μια κυανή απόχρωση πριν ξηραθούν. Το αγγειακό σύστημα εμφανίζει καστανό μεταχρωματισμό πολύ βαθύτερο από εκείνο που παρατηρείται στην αδροφουζαρίωση. Μερικές φορές ο μεταχρωματισμός των αγγείων δεν είναι τόσο φανερός στη βάση του στελέχους, αλλά είναι περισσότερο σαφής ψηλότερα όπου σχηματίζονται λεπτότεροι και τρυφερότεροι βλαστοί. Το αγγειώδες σύστημα στους ανώτερους βλαστούς δεν είναι λευκό σαν κιμωλία, όπως είναι στην αδροφουζαρίωση. Η ασθένεια προκαλείται από τον εδαφογενή παθογόνο μύκητα Phialophora cinerescen.
Προσβάλλονται μόνο φυτά του γένους Dianthus. Ο μύκητας σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν δομή που θυμίζει πολυέλαιο και είναι παρόμοιοι με εκείνους του γένους Penicillium. Στις κορυφές τους υπάρχουν φιαλίδια από τα οποία παράγονται κυλινδρικά μέχρι ελλειψοειδή κονίδια. Τα κονίδια αρχικά είναι υαλώδη αλλά αργότερα γίνονται ελαφρώς γκρίζα και έχουν διαστάσεις που κυμαίνονται από 3 - 7 x 1,5 - 3μm (μ.ό. 4,4 x 1,75μm). Επιβιώνει με κονίδια και μυκήλιο στο έδαφος για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε βάθος μέχρι 80cm ή στα υπολείμματα της γαρυφαλλιάς. Επίσης, στο μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό, μεγάλες ποσότητες κονιδίων παράγονται στα προσβεβλημένα φυτά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των προχωρημένων σταδίων της ασθένειας. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή με το νερό του ποτίσματος. Το παθογόνο εισέρχεται στο φυτό από τις ρίζες και εξαπλώνεται από φυτό σε φυτό με την επαφή των ριζών ή με τη διασπορά των σπορίων και των φυτικών υπολειμμάτων. Η διασπορά του παθογόνου γίνεται κυρίως με τη χρησιμοποίηση μοσχευμάτων που λαμβάνονται από μητρικά φυτά, τα οποία δε δείχνουν συμπτώματα. Το παθογόνο αναπτύσσεται σε χαμηλές θερμοκρασίες από 100C, με άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως 17 - 200C. Παρατηρείται μικρή ανάπτυξη σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 300C. Η πρόοδος της ασθένειας είναι βραδεία ή ανύπαρκτη κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου (το καλοκαίρι) και επαναλαμβάνεται πάλι κανονικά με την έλευση του ψυχρότερου καιρού το επόμενο φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη. Ο χρόνος επωάσεως κυμαίνεται από 40 - 70 ημέρες.
Τα μέτρα καταπολεμήσεως είναι παρόμοια με εκείνα που λαμβάνονται εναντίον της αδροφουζαρίωσης. Αναφέρεται ότι οι επεμβάσεις με τα βενζιμιδαζολικά είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικές κατά του Phialophora από ότι κατά της αδροφουζαρίωσης. Επισημαίνεται όμως ότι έχει αναφερθεί ανάπτυξη ανθεκτικότητας του μύκητα σε διασυστηματικά μυκητοκτόνα.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Αλτερναρίωση
Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard.
Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39 - 120μm και πλάτος 13 - 34μm και φέρουν μέχρι 5 - 9 εγκάρσια και από 0 - 6 επιμήκη χωρίσματα. Μια νέα αλτερναρίωση της γαρυφαλλιάς που εκδηλώνεται με σοβαρές προσβολές των πετάλων διαπιστώθηκε το 1993 σε πολλές υπαίθριες καλλιέργειες της περιοχής του Μαραθώνα. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στο μύκητα Alternaria dianthicola Neergaard. Αρχικά στην περιφέρεια των πετάλων σχηματίζονται νεκρωτικές κηλίδες χρώματος καστανού, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και μπορεί να καταλάβουν ολόκληρα τα πέταλα ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Τελικά προσβάλλονται και τα σέπαλα. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρείται καστανόμαυρη εξάνθηση η οποία αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια του παθογόνου.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι 145μm και πλάτος 4 - 7μm. Τα κονίδια σχηματίζονται σε αλυσίδες 4 - 5, έχουν σχήμα ροπαλοειδές ή κυλινδρικό, χρώμα ελαιοκαστανό, μέχρι 15 εγκάρσια και από 0 - 2 κατά μήκος ή λοξά χωρίσματα και διαστάσεις 36 - 135 x 10 - 18μm.
Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της γαρυφαλλιάς είναι οι κάτωθι:
- Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος
- Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
- Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, triflumizole, fludioxonil, chlorothalonil ή iprodione. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Κλαδοσπορίωση
Η κλαδοσπορίωση διαπιστώθηκε στη χώρα μας το 1939 σε περιοχές της Αθήνας και της θεσσαλονίκης και το 1953 σε περιοχή της Αττικής. Παρατηρήθηκε πρόσφατα σε καλλιέργειες γαρυφαλλιάς υπό κάλυψη στην Αττική και προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Είναι γνωστή από το 1870 και είναι διαδεδομένη σε πολλές περιοχές του κόσμου που καλλιεργείται η γαρυφαλλιά. Η ασθένεια εκδηλώνεται με το σχηματισμό στα φύλλα, στους βλαστούς και στα σέπαλα κυκλικών κηλίδων χρώματος κιτρινόμαυρου ή καστανού σκούρου με ιώδες περιθώριο και διάμετρο μέχρι 5mm και οι οποίες καλύπτονται από σκοτεινή αλευρώδη εξάνθηση. Οι κονιδιοφόροι με τα σπορία του μύκητα βγαίνουν στην επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών από τα στόματα, συνήθως σε πυκνές δεσμίδες, και σχηματίζονται πάνω στις κηλίδες κατά ομόκεντρους δακτυλίους και γι'αυτό η κοινή ονομασία της ασθενείας στα αγγλικά είναι γνωστή ως δακτυλιωτή κηλίδωση (ring spot, fairy ring spot). Οι κονιδιοφόροι είναι μονοστέλεχοι ή ενίοτε με διακλαδώσεις, με εγκάρσια χωρίσματα, μερικές φορές είναι διογκωμένοι στη βάση, εύκαμπτοι, ανοικτού καστανού χρώματος, λείοι και διαστάσεων μέχρι 200 x 8 - 13μm. Τα κονίδια σχηματίζονται μεμονωμένα ή σε αλυσίδες, είναι κυλινδρικά, έχουν χρώμα ανοικτό καστανό, 1 - 6 εγκάρσια χωρίσματα και διαστάσεις 15 - 62 x 8 - 17μm.
Οφείλεται στον ασκομύκητα Mycosphaerella dianthi, ο οποίος παρασιτεί με την ατελή του μορφή που ονομάζεται Cladosporium echinulatum (Berk.) G.A. De Vries, συν. Heterosporium echinulatum (Berkeley) Cooke, Helminthosporium echinulatum Berk., Heterosporium echinulatum Sacc. Η ασθένεια μεταδίδεται σε αμόλυντες περιοχές με τα μοσχεύματα. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή τη βροχή. Οι μολύνσεις ευνοούνται από την υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες άνω των 200C.
Συνιστάται η λήψη μέτρων υγιεινής, ο περιορισμός της υψηλής σχετικής υγρασίας και ψεκασμός των φυτών, κάθε 14 ημέρες, με difenoconazole, penconazole και tebuconazole. Αποτελεσματικά εναντίον της ασθενείας, αλλά σε μικρότερο βαθμό είναι και τα μυκητοκτόνα carbendazim + maneb και chlorothalonil. Πάντως, σε πρόσφατα πειράματα τα μυκητοκτόνα chlorothalonil και carbendazim παρεμπόδισαν πλήρως την ανάπτυξη της ασθένειας, χωρίς παρενέργειες στην ανάπτυξη των φυτών. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Περονόσπορος
Ο περονόσπορος της γαρυφαλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1946. Σήμερα η ασθένεια είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά δεν είναι γνωστό να προκαλεί συνήθως μεγάλες ζημιές. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1954 σε γαρυφαλλιές στην Κηφισιά και το Χαλάνδρι. Τον Φεβρουάριο του 1998 στον Ασπρόπυργο Αττικής παρατηρήθηκαν σοβαρές ζημιές περονόσπορου σε καλλιέργεια γαρυφαλλιάς (ποικιλία Simona) υπό κάλυψη.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα με τη μορφή ζωνών ανοικτού πράσινου μέχρι κιτρινωπού χρώματος. Στα σημεία προσβολής το έλασμα των φύλλων λυγίζει. Τα μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και μαρασμό. Στους βλαστούς η προσβολή περιορίζεται κυρίως στο σημείο αναπτύξεως στο ανώτερο μέρος τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι πλάγιοι οφθαλμοί και τα φυτά να αποκτούν μια θαμνώδη εμφάνιση. Σε μερικές ανθεκτικές ποικιλίες σχηματίζονται βλαστοί με μικρότερα φύλλα, διογκωμένο στέλεχος και βραχέα μεσογονάτια. Τα άνθη προσβάλλονται συχνότερα στα σέπαλα και σπανιότερα στα πέταλα. Αρχικά παρατηρείται πρασινοκίτρινος μεταχρωματισμός των προσβεβλημένων περιοχών του άνθους και αργότερα ξήρανση αυτών. Στις επιφάνειες των προσβεβλημένων περιοχών, όταν επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον καλλιέργειας των φυτών, σχηματίζεται πλούσια λευκή εξάνθηση από τους κονιδιοφόρους και τα σπορία του παθογόνου.
Σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται συνήθως από μαύρη εξάνθηση, η οποία οφείλεται σε δευτερογενή ανάπτυξη του μύκητα Stemphylium sp. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο Peronospora dianthicola Barthelet (Peronosporaceae, Peronosporales, Oomycetes, Oomycota, Chromista), που σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν διχοτομική διακλάδωση, ύψους 270 - 340μm, και πλάτος 7 - 10μm και παράγουν κονίδια ωοειδή, διαστάσεων 14 - 29 x 12,5 - 20,5μm. Ο μύκητας σχηματίζει στο εσωτερικό των ασθενών φυτικών ιστών άφθονα ωοσπόρια που έχουν χρώμα κιτρινοκαστανό, διάμετρο 40μm και η επιφάνεια τους φέρει πολλά επάρματα. Το παθογόνο προσβάλλει μόνο φυτά του Dianthus caryophyllus. Ένας δεύτερος περονόσπορος είναι ο Peronospora dianthi de Bary, ο οποίος προσβάλλει τα ετήσια φυτά Dianthus (Dianthus chinensis κ.α.
Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται οι ακόλουθες ενέργειες:
- Ψεκασμός των φυτών με οξυχλωριούχο χαλκό ή mancozeb ή διασυστηματικά μυκητοκτόνα (metalaxyl, benalaxyl, cymoxanil κ.α.).
- Αφαίρεση και καταστροφή προσβεβλημένων φύλλων και προστασία των φυτών από διαβροχή τους. Λήψη μέτρων υγιεινής όπως καταστροφή προσβεβλημένων φυτικών μερών, ιδίως αυτών που πέφτουν στο έδαφος και μέσα τους διαχειμάζουν τα ωοσπόρια του παρασίτου. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ωίδιο
Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα του ωιδίου (Oidium sp.) στη γαρυφαλλιά είναι ότι η λευκή αλευρώδης εξάνθηση του παθογόνου αναπτύσσεται συνήθως στην επιφάνεια του κάλυκα του άνθους. Συχνά τα ανώτερα φύλλα των ανθοφόρων βλαστών δεν εμφανίζουν συμπτώματα ενώ τα φύλλα της βάσεως είναι έντονα προσβεβλημένα. Οι προσβολές είναι σοβαρές το φθινόπωρο και τον χειμώνα, όταν η σχετική υγρασία είναι πολύ υψηλή, γεγονός που ευνοεί τη βλάστηση των σπορίων και τη μόλυνση.
Η ασθένεια δεν εμφανίζεται συχνά. Εφόσον υπάρχει πρόβλημα, συνιστώνται ψεκασμοί με dinocap, oxythioquinox ή chlorothalonil. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Σεπτορίωση
Η ασθένεια, που είναι γνωστή ως σεπτορίωση (Septoria leaf spot)εκδηλώνεται με το σχηματισμό στα φύλλα, ιδιαίτερα στα κατώτερα (παλαιότερα) φύλλα και στα στελέχη, κηλίδων περίπου κυκλικών, ανοικτού καστανού χρώματος και με καστανοϊώδες περιθώριο. Στην επιφάνεια των κηλίδων εμφανίζονται μικροσκοπικά μαύρα στίγματα (πολυστιγμία) που είναι τα πυκνίδια του μύκητα εντός των οποίων σχηματίζονται τα σπόρια του παθογόνου.
Τα σπόρια είναι μυξοσπόρια και διασπείρονται με το νερό (το πότισμα και τη βροχή) για να προκαλέσουν νέες μολύνσεις. Η ασθένεια μεταδίδεται επίσης με τα μολυσμένα μοσχεύματα. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο αδηλομύκητας Septoria dianthi Desmaz.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας αυτής συνιστάται:
- Χρησιμοποίηση μοσχευμάτων που να προέρχονται από υγιείς μητρικές φυτείες και εφόσον εκδηλωθεί η ασθένεια ψεκασμός των φυτών με διθειοκαρβαμιδικά (zineb, ferbam)
- Απαραίτητη προϋπόθεση (ιδιαίτερα στα θερμοκήπια), να διατηρείται το φύλλωμα των φυτών ξηρό. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Φουζαρίωση
Προσβολή του λαιμού και των ριζών στη γαρυφαλλιά προκαλούν οι παρακάτω μύκητες:
Η ασθένεια στην αγγλική γλώσσα είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα, όπως Fusarium stem and branch rot, Fusarium basal rot, Fusarium stub rot, Fusarium stub dieback και αποδίδεται στα είδη Fusarium culmorum, Fusarium graminearum Schwabe, και Fusarium avenaceum. Η φουζαρίωση προσβάλλει τον λαιμό και τις ρίζες της γαρυφαλλιάς. Προκαλεί επιπλέον σήψεις του στελέχους λόγω των ειδών Fusarium solani, Fusarium equiseti, Fusarium moniliforme, Fusarium semitectum και Fusarium poae. Προσβολή από τον Fusarium poae διαπιστώθηκε στη Χερσόνησο Ηρακλείου Κρήτης. Στην Ευρώπη αναφέρεται ότι ο μύκητας Fusarium culmorum μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές τόσο στα μοσχεύματα όσο και στα αναπτυγμένα φυτά της γαρυφαλλιάς.
Η προσβολή στα μοσχεύματα πολύ συχνά ξεκινάει από την τομή της βάσεως και εκδηλώνεται με σήψη κατά τη ριζοβολία ή αποτυχία της εγκαταστάσεωςς των νέων φυτών στο έδαφος. Κατά τη φύτευση μερικά μοσχεύματα δείχνουν μια πολύ μικρή καστανή αλλοίωση στην περιοχή της ρίζας η οποία αργότερα εξελίσσεται σε μεγαλύτερη περιοχή σήψεως. Μετά το φύτεμα τα μολυσμένα μοσχεύματα εμφανίζουν ένα απότομο μαρασμό και αποξηραίνονται. Τα σχηματιζόμενα έλκη έχουν χρώμα καφέ σοκολατί, φθάνουν σε ύψος ενός ή δύο κόμβων και συχνά καλύπτονται από τα πορτοκαλί προς ροζ σποριοδόχεια του παθογόνου. Η είσοδος του παθογόνου μπορεί να γίνει και από γηρασμένους ιστούς φύλλων.
Στις εγκαταστημένες φυτείες η προσβολή συνήθως αρχίζει από πληγές στο στέλεχος που δημιουργούνται από σχισμές αναπτύξεως ή από τις τομές αφαιρέσεως πλάγιων βλαστών ή κοπής ανθέων. Τα δημιουργούμενα έλκη περιβάλλουν το στέλεχος και προκαλούν την μάρανση των φύλλων, τα οποία γίνονται γκριζοπράσινα μέχρι αχυρώδη και αποξηραίνονται. Με συνθήκες υψηλής υγρασίας στην επιφάνεια των ελκών σχηματίζονται άφθονα σποριοδόχεια με πολυάριθμα σπόρια τα οποία διασπείρονται με τη βοήθεια του νερού.
Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με ψεκασμούς των φυτών με captan ή benomyl. Τα ίδια μυκητοκτόνα συνιστώνται και για τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και ριζοβολίας τους. Αποτελεσματικά αναφέρονται ακόμη σε προ της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εφαρμογές εναντίον του Fusarium avenaceum και τα μυκητοκτόνα tebuconazole και iprodione.
Δύο ή τρεις ημέρες μετά τη φύτευση τα μοσχεύματα πρέπει επίσης να ψεκάζονται με captan ή benomyl και οι ψεκασμοί να επαναλαμβάνονται 2 ή 3 φορές κάθε δυο εβδομάδες. Για να είναι αποτελεσματικά τα αναφερθέντα μέτρα επιβάλλεται η εφαρμογή αυστηρών μέτρων υγιεινής, ιδιαίτερα στις μητρικές φυτείες λήψεως των μοσχευμάτων και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και χειρισμού των μοσχευμάτων, η αποφυγή υψηλής υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών και η επιμελής καταστροφή των εστιών μολύνσεως. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ριζοκτόνια
Η ριζοκτόνια ή σήψη του στελέχους (αγγλ. Rhizoctonia stem rot, collar rot) είναι συνήθως μικρής σημασίας ασθένεια στις σύγχρονες καλλιέργειες γαρυφαλλιάς όπου λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα υγιεινής.
Οφείλεται στον εδαφογενή μύκητα Rhizoctonia solani, ο οποίος έχει ένα πολύ μεγάλο εύρος ξενιστών φυτών και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα ιδιαίτερα σε φυτώρια στα οποία δεν εφαρμόζονται επαρκή μέτρα μειώσεως των μολυσμάτων στο έδαφος. Για την είσοδο και εγκατάσταση του παθογόνου μέσα στο φυτό απαιτούνται πληγές ή εξασθενημένοι φυτικοί ιστοί. Τα μοσχεύματα είναι περισσότερο ευπαθή παρά τα εγκαταστημένα φυτά. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 1 - 6 εβδομάδες μετά το φύτεμα των μοσχευμάτων, συνήθως με ένα καθολικό και απότομο μαρασμό του φυτού. Στη βάση του στελέχους ή λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους σχηματίζεται καστανό έλκος, συνήθως χωρίς να προσβάλλονται οι ρίζες.
Το έλκος είναι αρχικά ξηρό και ανοικτού καστανού χρώματος, ενώ καλύπτεται στην επιφάνεια με την καστανή εξάνθηση του παθογόνου. Στην περίπτωση που ο προσβεβλημένος ιστός του φυτού αποικίζεται από δευτερογενείς μικροοργανισμούς, τότε αναπτύσσεται μια σκούρα υγρή σήψη. Η ριζοκτονίαση δύσκολα διαφοροποιείται από τη σήψη του λαιμού που οφείλεται στον Fusarium culmorum ιδιαίτερα καθώς ο μύκητας αυτός συχνά αποικίζει τους ιστούς που προσβάλλονται από ριζοκτόνια.
Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ριζοκτονίασης είναι η εξασθένηση του στελέχους στο σημείο της προσβολής η οποία και προκαλεί το σπάσιμο του στελέχους στην περιοχή του λαιμού. Οι απομονώσεις του παθογόνου από φυτά γαρυφαλλιάς ανήκουν στην ομάδα αναστόμωσης AG-4.
Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με προληπτική εφαρμογή στο έδαφος του μυκητοκτόνου quintozene ή benomyl. Ακόμη, αναφέρονται ως αποτελεσματικά και τα μυκητοκτόνα thiophanate-methyl, iprodione και triflumizole. Αλλά και τα pencycuron, flutolanil και tolclofos-methyl. Επίσης, αποτελεσματικό κατά του Rhizoctonia βρέθηκε και το azoxystrobin, σε δόση 2 g/m2. Το ίδιο μυκητοκτόνο είναι αποτελεσματικό και εναντίον της αδροφουζαρίωσης και της σήψης του λαιμού της γαρυφαλλιάς από Phytophthora.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ωομύκητες
Συμπτώματα παρόμοια με αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω και οφείλονται σε φουζάρια και ριζοκτόνια, προκαλούνται και από διάφορα είδη μυκήτων του γένους Pythium και Phytophthora.
Οι μύκητες αυτοί προκαλούν σοβαρά προβλήματα σε υγρά, πλημμελώς αποστραγγιζόμενα και μη απολυμασμένα εδάφη. Μια σοβαρή προσβολή της γαρυφαλλιάς οφειλομένη στο είδος Phytophthora porri Foister διαπιστώθηκε το 1972 στο Μαραθώνα. Τα ασθενή φυτά εκτός από τη συνήθη προσβολή του λαιμού που προκαλείται από είδη του γένους Phytophthora εμφανίζουν επί των στελεχών χαρακτηριστικές επιμήκεις κηλίδες οι οποίες αρχικά είναι υδατώδεις και σκοτεινού χρώματος εξελισσόμενες αργότερα σε ξηρές και τεφρές περιοχές. Μέσα στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρούνται άφθονα ωοσπόρια και αυτό διευκολύνει πολύ τη διάγνωση της ασθενείας. Μια άλλη προσβολή οφειλόμενη σε μύκητα του γένους Pythium διαπιστώθηκε τελευταία, κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, σε υπαίθρια καλλιέργεια γαρυφαλλιάς στο Μαραθώνα. Η προσβολή εντοπίστηκε στο λαιμό των φυτών που στην αρχή εμφάνιζαν μια μικρή, υδατώδη και επιμήκη κηλίδα η οποία πολύ γρήγορα εξελισσόταν σε μια πρασινοκίτρινη μέχρι καστανή περιοχή που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του λαιμού. Ο φλοιός εμφανιζόταν μαλακός, ελαφρά βυθισμένος και τελικά, όταν η προσβολή καταλάμβανε όλη την περιφέρεια του στελέχους, τα φυτά μαραίνονταν κιτρίνιζαν και αποξηραίνονταν.
Η ασθένεια παρουσιάστηκε στον αγρό κατά κηλίδες ή κατά γραμμές και φαίνεται ότι ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τις χαμηλές θερμοκρασίες και τις πολλές βροχοπτώσεις σε συνδυασμό με την κακή αποστράγγιση του εδάφους. Οι ασθένειες από ωομύκητες αντιμετωπίζονται με μείωση της εδαφικής υγρασίας (καλή αποστράγγιση κτλ.) και απολύμανση του εδάφους. Η ηλιοαπολύμανση του εδάφους βρέθηκε πολύ αποτελεσματική εναντίον του Phytophthora. Σε μη απολυμασμένα εδάφη γίνεται εφαρμογή μυκητοκτόνων όπως metalaxyl ή etridiazole ή propamocarb ή furalaxyl ή fosetyl AI. Επίσης το azoxystrobin. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Βοτρύτης
Η προσβολή εμφανίζεται συνήθως στο στέλεχος καθώς και στα άνθη της γαρυφαλλιάς και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές τόσο στις καλλιέργειες όσο και στα κομμένα γαρύφαλλα. Η ασθένεια είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα όπως τεφρή ή γκρίζα σήψη, σήψη του στελέχους, σήψη του άνθους και κηλίδωση του άνθους (αγγλ. Botrytis stem rot, Botrytis flower rot, flower blight, flower spot).
Το παθογόνο μπορεί να προσβάλλει όλα σχεδόν τα μέρη του φυτού (στελέχη, φύλλα, άνθη) και να προκαλέσει συμπτώματα διάφορων τύπων. Τα συμπτώματα της σήψης του στελέχους μοιάζουν πολύ με εκείνα που προκαλούνται από τα φουζάρια. Η είσοδος του βοτρύτη διευκολύνεται ιδιαίτερα από τις πληγές και τους τραυματισμένους ιστούς ακόμη, από τους εξασθενημένους και γηρασμένους ιστούς. Τα προσβεβλημένα φυτά μαραίνονται και αποκτούν αχυρώδες χρώμα. Η χαρακτηριστική τεφρή (γκριζοκαστανή) εξάνθηση του παρασίτου καλύπτει συνήθως την επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών, ιδιαιτέρως με συνθήκες υψηλής υγρασίας. Επίσης, μικρά μελανά σκληρώτια σχηματίζονται πάνω στους ασθενείς ιστούς. Το παθογόνο μπορεί επίσης να προκαλέσει μεγάλες μετασυλλεκτικές σήψεις στα κομμένα γαρύφαλλα. Συχνά τα μολυσμένα γαρύφαλλα δεν εμφανίζουν την ασθένεια κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και της διακινήσεως αλλά εμφανίζουν τα συμπτώματα αργότερα, κατά και μετά τη διάθεση τους. Τα πέταλα των προσβεβλημένων ανθέων γίνονται καστανά και συχνά καλύπτονται από την γκρίζα μούχλα του παρασίτου (μυκήλιο, κονιδιοφόροι και κονιορτώδης μάζα κονιδίων).
Ο μύκητας Botrytis cinerea σχηματίζει κονιδιοφόρους που αποτελούνται από ένα ποδίσκο καστανού ο οποίος φέρει στην κορυφή του επί μικρών διακλαδώσεων τα υαλώδη μονοκύτταρα κονίδια κατά κεφαλές σε μορφή βότρυος. Τα κονίδια του μύκητα είναι υαλώδη, μονοκύτταρα, ωοειδή και έχουν διαστάσεις 9,7 - 11,1 x 7,3 - 8,0μm. Η τέλεια μορφή του παρασίτου ανήκει στους ασκομύκητες και ονομάζεται Botryotinia fuckeliana και σχηματίζεται από τα σκληρώτια του μύκητα τα οποία βλαστάνοντα, υπό ειδικές συνθήκες, παράγουν αποθήκια. Η τέλεια μορφή του παθογόνου πολύ σπανίως εμφανίζεται στη φύση. Τα σκληρώτια του παρασίτου (έχουν διάμετρο 3mm), όταν βλαστάνουν δίνουν συνήθως μυκήλιο ή κονιδιοφόρους. Η ελευθέρωση και διασπορά των κονιδίων γίνεται κυρίως με τον αέρα και σε μικρότερη κλίμακα με τις ψεκάδες του νερού.
Η ασθένεια μπορεί να καταστεί πολύ σοβαρή μόνο σε καλλιέργειες που επικρατεί πολύ υψηλή σχετική υγρασία επί μακρές περιόδους. Τέτοιες συνθήκες δημιουργούνται συνήθως με την ανεπαρκή θέρμανση των θερμοκηπίων ή στις μη θερμαινόμενες υπό κάλυψη καλλιέργειες (ιδίως Νοέμβριο μέχρι Μάρτιο) με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η αναγκαία μείωση της σχετικής υγρασίας. Η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με την αρμονική εφαρμογή των ενδεδειγμένων καλλιεργητικών μέτρων και μέτρων υγιεινής καθώς και την εφαρμογή ψεκασμών με μίγματα ενός μυκητοκτόνου της ομάδας των βενζιμιδαζολικών ή δικαρβοξιμιδικών με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα dichlofluanid, chlorothalonil, captan.
Επισημαίνεται ότι αρκετοί πληθυσμοί του παρασίτου είναι ανθεκτικοί στα βενζιμιδαζολικά και σε άλλα μυκητοκτόνα και είναι πιθανόν η καταπολέμηση της ασθένειας σε μια περιοχή να μην είναι αποτελεσματική. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν και νεότερα βοτρυδιοκτόνα που ανήκουν σε τρεις νέες χημικές ομάδες μυκητοκτόνων (phenylpyrroles, anilinopyrimidines και hydroxyanilide). Τα φάρμακα αυτά είναι τα: pyrimethanil (εμπορικό όνομα Scala), το μίγμα των fludioxonil και cyprodinil (εμπορικό όνομα Switch) και το fenhexamid (εμπορικό όνομα Teldor). Για την αντιμετώπιση της ασθένειας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το fluazinam της κατηγορίας των phenylpyridinamines. Το fluazinam όπως διαπιστώθηκε τελευταίως είναι αποτελεσματικό και κατά των πληθυσμών του παθογόνου που είναι ανθεκτικοί στα benzimidazoles και dicarboximides καθώς και το μίγμα benzimidazoles (carbendazim) + phenylcarbamates (diethofencarb). Τέλος, αναφέρεται ικανοποιητική καταπολέμηση της ασθένειας σε κομμένα γαρύφαλλα με εμβάπτισή τους σε νερό θερμοκρασίας 500C επί 20-40 δευτερόλεπτα. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Σήψη οφθαλμού από φουζάριο
Η ασθένεια χαρακτηρίζεται από σήψη των εσωτερικών μερών του οφθαλμού, πριν ανοίξουν τα άνθη. Τα σηπόμενα πέταλα καλύπτονται από λευκό μυκήλιο. Αν μερικά πέταλα εμφανισθούν είναι παραμορφωφωμένα και τα σχηματιζόμενα άνθη χωρίς εμπορική αξία. Ο μύκητας μεταδίδεται με το ακάρι Siteroptes (Pediculopsis) graminum, το οποίο θεωρείται υπεύθυνο και για το πλήγωμα των φυτικών ιστών, ώστε να διευκολύνεται η είσοδος του. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Σήψη του κάλυκα από στεμφύλιο
Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια (κοινή ονομασία στα αγγλικά, Stemphylium calyx rot) σε καλλιέργειες γαρυφαλλιάς υπό κάλυψη με πολύ υψηλή σχετική υγρασία. Αναγνωρίστηκε στη χώρα μας το 1997 σε υπαίθριες καλλιέργειες γαρυφαλλιάς στην περιοχή Μαραθώνα, κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα υγρές και ψυχρές και προκάλεσε σοβαρές ζημιές. Ο μύκητας προσβάλλει τα μέρη του άνθους σε ημιανοικτά ή ανοικτά άνθη και δημιουργεί προσυλλεκτικές και μετασυλλεκτικές σήψεις. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στην κορυφή των πετάλων ή σεπάλων του άνθους με τη μορφή υδατωδών, ανοικτού καστανού χρώματος, ελλειψοειδών κηλίδων διαστάσεων 1 x 0,5mm. Με την πάροδο του χρόνου οι κηλίδες μπορεί να αποκτήσουν διαστάσεις μέχρι 8 - 9 x 4 - 5mm και να επεκταθούν σε γειτονικά πέταλα. Το χρώμα τους γίνεται καστανό και καστανό σκούρο ενώ η κεντρική περιοχή τους καλύπτεται από την εξάνθηση του παθογόνου (κονιδιοφόροι και κονίδια του μύκητα). Τελικά, τα προσβεβλημένα μέρη ή και ολόκληρο το άνθος αποξηραίνονται. Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Stemphylium botryosum Wallr., με τέλεια μορφή τον ασκομύκητα Pleospora tarda E. Simmons. Η ασθένεια ευνοείται με υγρό και σχετικά ψυχρό καιρό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ψεκασμός των φυτών με benomyl για την αντιμετώπιση άλλων ασθενειών (π.χ. Botrytis cinereα) τα καθιστά ιδιαίτερα ευπαθή στο μύκητα. Μια παρόμοια προσβολή των πετάλων της γαρυφαλλιάς (κοινή ονομασία Stemphylium petal blight) που εμφανίστηκε παλαιότερα στις ΗΠΑ (Florida) αποδόθηκε προκαταρκτικά στο μύκητα Stemphylium floridanum.
Εναντίον της ασθένειας συνιστώνται τα ακόλουθα:
- Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος και γενικώς λήψη μέτρων που συμβάλλουν στη μείωση της υγρασίας.
- Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
- Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, chlorothalonil ή iprodione. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται βενζιμιδαζολικά σκευάσματα. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ασκοχύτωση
Η ασθένεια αναφέρθηκε για πρώτη φορά να προσβάλλει τα φύλλα της γαρυφαλλιάς, στην περιοχή Ελληνικό Αττικής. Η προσβολή δε θεωρείται σημαντική για την καλλιέργεια. Πρόσφατα παρατηρήθηκε σε υπαίθρια καλλιέργεια γαρυφαλλιάς αλλά σε περιορισμένη έκταση, στην περιοχή Μαραθώνα. Οι προσβολές στο Μαραθώνα εκδηλώθηκαν στα πέταλα των ανθέων υπό μορφή σχεδόν κυκλικών κηλίδων διαμέτρου 1-2 mm και χρώματος ανοικτού καστανού. Οι κηλίδες αρχίζουν από τις κορυφές των πετάλων και εξελισσόμενες αποκτούν διάμετρο 5-7 mm, χρώμα καστανό και γίνονται νεκρωτικές. Στην επιφάνεια των προσβεβλημένων περιοχών παρατηρείται έντονη πολυστιγμία (παρουσία των καστανών μέχρι μαύρων πυκνιδίων του παθογόνου). Η ασθένεια οφείλεται στο μύκητα Ascochyta dianthi Berk. Ο ίδιος παθογόνος μύκητας προσβάλλει και το Dianthus barbatus. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Λιπαρό εξάνθημα
Παθογόνο ο μύκητας Zygophiala jamaicensis. Στα φύλλα των φυτών σχηματίζονται κηλίδες με ακτινωτή διάταξη και λιπαρή εμφάνιση. Αυτό οφείλεται στην καταστροφή του κηρού της εφυμενίδας από τη δράση του παθογόνου. Τα φύλλα κιτρινίζουν και ξηραίνονται. Συνιστάται η σχετική υγρασία του περιβάλλοντος των φυτών να διατηρείται χαμηλότερη του 85%. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Βακτηριακός νανισμός
Οφείλεται στο Erwinia chrysanthemi. Αρνητικό κατά Gram, περίτριχο. Προσβάλλει επίσης την μπιγκόνια, το χρυσάνθεμο, τη ντάλια, το καρότο. Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (περιοχή Καλλονής Τροιζηνίας) και μάλιστα σε σοβαρή μορφή το 1976. Η προσβολή διαπιστώθηκε το Σεπτέμβριο του 1976 σε αγρό ο οποίος είχε φυτευθεί τον Αύγόουστο του ίδιου χρόνου με έρριζα μοσχεύματα που είχαν εισαχθεί από την Ολλανδία. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ένας έντονος νανισμός των νέων βλαστών του φυτού. Τα φύλλα των προσβεβλημένων βλαστών σχηματίζουν ρόδακα λόγω έντονης βραχυγονατώσεως, με αποτέλεσμα τον μαρασμό του φυλλώματος και τη σήψη των ριζών. Σε επιμήκεις τομές βλαστών παρατηρείται καστανός και κατά θέσεις υδατώδης μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου. Σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής προκαλείται καταστροφή των ιστών και σχηματισμός σωληνοειδών κοιλοτήτων εντός των βλαστών οι οποίοι τελικά ξηραίνονται.
Σε περίπτωση ελαφράς μολύνσεως τα φυτά επιζούν και παράγουν βλαστούς εμφανίζοντας νανισμό και φέροντας φύλλα στενότερα του κανονικού. Οι βλαστοί αυτοί εμφανίζονται εξωτερικά διογκωμένοι (ιδιαίτερα στη βάση) λόγω πολλαπλασιασμού των κυττάρων γύρω από τα ασθενή αγγεία.
Η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως με τα μοσχεύματα που λαμβάνονται από προσβεβλημένα μητρικά φυτά. Από τις τομές των μοσχευμάτων αυτών εξέρχονται τα βακτήρια κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εντός υγρών διαλυμάτων ή στα κιβώτια ριζοβολιάς και στη συνέχεια μεταφέρονται με το νερό στα πλησίον τους υγιή μοσχεύματα τα οποία μολύνουν. Τα εντόνως προσβεβλημένα μοσχεύματα εμφανίζουν υγρή σήψη στη βάση και σύντομα ξηραίνονται χωρίς να ριζοβολήσουν. Όταν όμως η προσβολή είναι ελαφρά, τα μοσχεύματα ριζοβολούν κανονικά, φυτεύονται μαζί με τα υγιή φυτά και εμφανίζουν την ασθένεια αργότερα. Το παθογόνο μεταδίδεται και με τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η είσοδος του παθογόνου στα υγιή φυτά γίνεται από τις πληγές. Η άριστη θερμοκρασία για την ασθένεια είναι μεταξύ 25-270C, το παθογόνο όμως αναπτύσσεται ικανοποιητικά και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (10-150C).[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Βακτηριακό έλκος
Οφείλεται στο Burkholderia caryophylli (Burkholder). Αρνητικό κατά Gram με πολικά μαστίγια. Δεν παράγει φθορίζουσα κιτρινοπράσινη χρωστική. Το φύλλωμα των φυτών αποκτά χρώμα γκρίζο-πράσινο και στη συνέχεια γίνεται χλωρωτικό. Έντονος μαρασμός και αποξήρανση φυτών. Κίτρινος μέχρι καστανός μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου και κατά θέσεις αποδιοργάνωση ιστών. Επί της εξωτερικής επιφάνειας των βλαστών σχηματίζονται επιμήκεις βαθιές σχισμές. Συστροφή και καρούλιασμα του φυλλώματος στα νεαρά μοσχεύματα. Μερική η καθολική σήψη των ριζών. Τα φυτά αποσπώνται από το έδαφος με ελαφρό τράβηγμα. Οι προσβεβλημένοι αγγειώδεις ιστοί έχουν κολλώδη σύσταση λόγω άφθονης βακτηριακής αναπτύξεως.
Η ασθένεια μεταδίδεται με τα μοσχεύματα και τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Το παθογόνο μπαίνει στο φυτό από τις πληγές και ευνοείται με τις υψηλές θερμοκρασίες (350C). Στις χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες (150C) η ασθένεια εκδηλώνεται με ήπια μορφή.
Κύριοι τρόποι καταπολέμησης της γαρυφαλλιάς είναι:
- Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού το οποίο να προέρχεται από τελείως υγιείς μητρικές φυτείες. Έλεγχος μητρικών φυτειών.
- Καταστροφή των ασθενών φυτών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
- Απολύμανση του μολυσμένου εδάφους, των υλικών και των χώρων του θερμοκηπίου καθώς και των καλλιεργητικών εργαλείων. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Δακτυλιωτή κηλίδωση
Ο ιός ανήκει στο γένος Dianthovirus, έχει ισομετρικά σωματίδια διαμέτρου 34nm που περιέχουν μονονηματικό RNA. Φυσικές μολύνσεις παρατηρούνται κυρίως στα Dianthus caryophyllus και D. barbatus. Πρόκειται για μια από τις σοβαρότερες ιώσεις του φυτού της γαρυφαλλιάς που έχει παγκόσμια εξάπλωση. Η νεαρή βλάστηση παρουσιάζει χλωρωτικούς και ημινεκρωτικούς δακτυλίους, συγκεντρικούς δακτυλίους και δακτυλιωτή ποικιλόχρωση. Ενίοτε παρατηρείται νέκρωση (χρώματος ανοικτού καστανού) της κορυφής των φύλλων. Νανισμός φυτών και φύλλων. Παραμόρφωση των ανθέων. Μείωση ευρωστίας φυτών και ποιότητος ανθέων. Μεταδίδεται εύκολα με χυμό, με τους καλλιεργητικούς χειρισμούς των φυτών και με τα μοσχεύματα. Αναφέρεται ότι μεταδίδεται με νηματώδεις αυτό όμως δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί πλήρως. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ποικιλοχλώρωση των νεύρων
Ο ιός ανήκει στο γένος Potyvirus και την οικογένεια Potyviridae έχει νηματοειδή, συνήθως εύκαμπτα, σωματίδια διαστάσεων 760nm x 12nm που περιέχουν μονονηματικό RNA. Μεταδίδεται μηχανικά και με διάφορα είδη αφίδων κατά μη έμμονο τρόπο. Έχει παγκόσμια εξάπλωση. Προκαλεί χλωρωτικές κηλίδες ή ζώνες στα φύλλα που ακολουθούν τα νεύρα. Ποικιλόχρωση των πετάλων (θραύση του χρώματος) και παραμορφώσεις των ανθέων. Μείωση της ευρωστίας των φυτών.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Ποικιλοχλωρωτικό μωσαϊκό
Ο ιός ανήκει στο γένος Carmovirus και την οικογένεια Τombus-viridae, έχει ισομετρικά σωματίδια διαμέτρου 34 nm που περιέχουν μονονηματικό RNA. Στους φυσικούς ξενιστές του ιού περιλαμβάνονται εκτός της γαρυφαλλιάς και τα ακόλουθα φυτά Dianthus barbatus, Saponaria vaccaria, Begonia elatior, Begonia cheimantha, Daphneodora, Dianthus chinensis, D. superbus, Saponaria officinalis. Προκαλεί διάχυτο μωσαϊκό στα φύλλα και χλωρωτική απόχρωση των νεύρων. Μεταδίδεται μηχανικά με τους χειρισμούς των φυτών. Άγνωστος ζωικός φορέας. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Διάφοροι ιοί
Η γαρυφαλλιά προσβάλλεται ακόμη και από τους εξής ιούς:
- Carnation etched ring Caulimovirus (CERV). Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1960. Τα φυτά συχνά δεν εμφανίζουν συμπτώματα, αλλά μερικές φορές σχηματίζονται νεκρωτικά στίγματα και γραμμές. Είναι σφαιρικός ιός διαμέτρου 45 nm, που περιέχει DNA διπλής αλυσίδας. Μεταδίδεται μηχανικά και με την αφίδα Myzus persicae.
- Carnation latent Carlavirus (CLV), συν. dulcamara A virus, dulcamara B virus. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1955. Τα φυτά δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Είναι ιός RNA που σχηματίζει νηματοειδή σωματίδια διαστάσεων 650 nm x 12 nm. Μεταδίδεται μηχανικά και με την αφίδα Myzus persicae.
- Carnation necrotic fleck Closterovirus (CNFV), συν. carnation streak virus, carnation yellow fleck virus. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 1973. Τα φυτά εμφανίζουν ποικιλοχλώρωση, γκρίζες ραβδώσεις που εξελίσσονται σε νεκρωτικές ή ερυθρά νεκρωτικά στίγματα. Μεταδίδεται μηχανικά και με αφίδες. Είναι ο ιός RNA που σχηματίζει νηματοειδή σωματίδια διαστάσεων 1400-1500 nm x 12 nm.
- Carnation Italian ringspot Tombusvirus (CIRV ή CIRSV), συν. tomato bushy stunt virus - carnation strain. Ανήκει στην οικογένεια Τombusviridae. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία το 1970. Έχει εξαπλωθεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Εμφανίζονται παροδικές χλωρωτικές κηλίδες και δακτύλιοι στα φύλλα και ελαφρός νανισμός. Μεταδίδεται μηχανικά. Σφαιρικός ιός RNA διαμέτρου 30nm.
Βασικοί τρόποι καταπολέμησης των ιών είναι:
- Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού το οποίο να προέρχεται από τελείως υγιείς μητρικές φυτείες. Ιολογικός έλεγχος μητρικών φυτειών. Η εξασφάλιση υγιούς υλικού για την εγκατάσταση πιστοποιημένης μητρικής φυτείας επιτυγχάνεται με τις μεθόδους της θερμοθεραπείας και της καλλιέργειας ακραίου μεριστώματος.
- Καταστροφή των ασθενών φυτών αμέσως μετά την εμφάνιση τους στην καλλιέργεια.
- Συστηματική καταπολέμηση των αφίδων.
- Πλύσιμο των χεριών και εργαλείων με σαπούνι και άφθονο νερό μετά από κάθε χειρισμό ασθενών φυτών.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.