Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Καρυδιά"
Γραμμή 170: | Γραμμή 170: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
− | [[Category: | + | [[Category:Ακρόδρυο]] |
[[παράγει::Καρύδι| ]] | [[παράγει::Καρύδι| ]] | ||
[[Category:Φυτό_Μ]] | [[Category:Φυτό_Μ]] |
Αναθεώρηση της 09:06, 12 Αυγούστου 2013
Περιεχόμενα
- 1 Γενικά στοιχεία
- 2 Βοτανικά χαρακτηριστικά
- 3 Τρόπος καρποφορίας
- 4 Επικονίαση
- 5 Γονιμοποίηση
- 6 Ανάπτυξη καρπού
- 7 Πολλαπλασιασμός
- 8 Υποκείμενα
- 9 Ποικιλίες
- 10 Κλιματικές συνθήκες
- 11 Εδαφικές συνθήκες
- 12 Τοξικότητα
- 13 Ασθένειες
- 14 Εχθροί
- 15 Πληροφοριακά στοιχεία
- 16 Ευδοκιμεί στις περιοχές
- 17 Σχετικές σελίδες
- 18 Βιβλιογραφία
Γενικά στοιχεία
Η Καλιφόρνια παράγει το 40% της παγκόσμιας παραγωγής καρυδιών με μεγάλα αγροτεμάχια φυτεμένα με τις καλύτερες ποικιλίες, μηχανικό κλάδεμα και συγκομιδή, άριστη τυποποίηση και συντήρηση, μικρό κόστος παραγωγής. Είναι η κύρια εξαγωγός χώρα στον κόσμο και τα καρύδια της πωλούνται και στην Ελλάδα. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρά τις επιδοτήσεις επί πολλά έτη για εντατικές φυτεύσεις καρυδιάς (επιδότηση αρχικής εγκατάστασης μέχρι και δικτύου άρδευσης και φράκτη αγροτεμαχίου και επιδότηση πρώτων ετών μη παραγωγής) οι καρυδιές παραμένουν σε στάσιμο αριθμό (2,25 εκατ. δέντρα) και η παραγωγή δεν αυξάνεται (περίπου 20.000 tn το 1998). Η καρυδιά καλλιεργείται για τους ξηρούς καρπούς της, τα καρύδια που τρώγονται νωπά και ξηρά. Η ξηρά ψίχα χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και για τη παραγωγή καρυδέλαιου. Η ψίχα θεωρείται καλής ποιότητας, όταν αποτελείται από ομοιόμορφα ήμιση του σπέρματος και έχει λευκή απόχρωση. Επίσης η καρυδιά είναι αντικείμενο δασικής εκμετάλλευσης για το πολύτιμο ξύλο της. Τα κυριότερα κέντρα καλλιέργειας στην Ελλάδα είναι οι νομοί Ευρυτανίας, Φθιώτιδας, Φωκίδας, Αρκαδίας, Αχαΐας, Κορινθίας, Λακωνίας, Άρτης, Ιωαννίνων, Καρδίτσης, Λαρίσης, Τρικάλων και Κοζάνης. [1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η καρυδιά είναι δέντρο που με καλές συνθήκες παίρνει μεγάλη ανάπτυξη και μέχρι 25 μέτρα ύφος και ζει πολλά χρόνια. Έχει ρίζα πασσαλώδη πολύ χοντρή Ο καρπός του δέντρου αυτού αναπτύσσεται γρήγορα και χοντραίνει ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και κυρίως από ηλικίας τεσσάρων χρόνων από τότε που έχει σπαρεί. Σε μικρή ηλικία ο φλοιός του δέντρου είναι λείος με χρώμα πρασινωπό. Αργότερα λευκαίνει με απόχρωση αργυρόλευκη. Σε πολύ μεγάλη ηλικία του δέντρου ο φλοιός γίνεται πολύ χοντρός, σκάζει βαθιά και συχνά εκεί αναπτύσσονται βρύα και λειχήνες.
Τα βασικά μπράτσα του δέντρου είναι πολύ γερά, χοντρά και διακλαδίζονται ανοιχτά, ώστε το σχήμα του δέντρου να κλίνει προς το στρογγυλό ανοιχτό. Αντίθετα τα μικρά κλαδιά σπάζουν εύκολα. Τα φύλλα της καρυδιάς είναι σύνθετα ωοειδή και αρκετά μεγάλα. Τα μάτια του δέντρου αυτού παρουσιάζονται στις μασχάλες των φύλλων, τρία μαζί σε σχήμα στρογγυλό και χρώμα σκούρο. Το μεσαίο μάτι είναι μεγαλύτερο. Αυτό θα δώσει κλαδί, τα άλλα δύο είναι πολύ πιο μικρά «βοηθητικά». Αλλά κάποτε βγαίνουν δύο μάτια, το ένα κάτω από το άλλο. Τα άνθη της καρυδιάς δεν έχουν πέταλα. Τα αρσενικά βρίσκονται χωριστά από τα θηλυκά πάνω στο ίδιο δέντρο.(Μόνοικο) και σε κλαδιά που δεν έχουν την ίδια ηλικία. Τα αρσενικά άνθη πιο συχνά ανοίγουν πριν να βγουν τα φύλλα πάνω σε τσαμπιά (ίουλοι). Η καρυδιά ανθίζει κατά Μάρτιο-Απρίλιο αλλά ανάλογα με το τοπικό κλίμα και την ποικιλία, ανθίζει και αργότερα. Ο καρπός είναι «Δρύπη» με σχήμα λίγο ή πολύ στρογγυλό. Ο εξωτερικός φλοιός του καρυδιού αρχικά είναι πράσινος αργότερα μαυρίζει, ζαρώνει και σκάζει, όταν ο καρπός ωριμάσει. Έτσι ελευθερώνεται το καρύδι με το σκληρό του περίβλημα.[1]
Τρόπος καρποφορίας
Η καρυδιά καρποφορεί επάκρια σε βλαστό τρέχουσας εποχής από μικτούς οφθαλμούς. Συνήθως τα θηλυκά άνθη φέρονται σε βλαστούς τρέχουσας εποχής μήκους 10-20cm και σπανιότερα σε βλαστούς μήκους 50-60cm. Τα άνθη των μακρών αυτών βλαστών εκπύσσονται όψιμα και οι καρποί συνήθως μένουν μικροί. Η διαφοροποίηση των ιουλοφόρων οφθαλμών γίνεται νωρίς κατά τη βλαστική περίοδο, με την έναρξη του πρώτου κύματος βλάστησης. Την επόμενη άνοιξη οι ίουλοι εκπτύσσονται πλήρως και δίνουν άφθονη γύρη. Ενδείξεις διαφοροποίησης θηλυκών ανθικών μερών σε επάκριους ή πλάγιους οφθαλμούς διαπιστώνονται μικροσκοπικά 3-5 εβδομάδες πριν την έκπτυξή τους την άνοιξη. [2]
Επικονίαση
Αν και όλες οι ποικιλίες της καρυδιάς είναι αυτογόνιμες και σταυρογόνιμες, μερικές παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αυτοστειρότητας, λόγω του φαινομένου της διχογαμίας. Δηλαδή τα αρσενικά με τα θηλυκά άνθη δεν ωριμάζουν συγχρόνως και η γύρη διασκορπίζεται είτε πριν τα θηλυκά άνθη είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης είτε μετά το τέλος της επιδέκτικότητας τους. Ο καλύτερος τρόπος, για να εξασφαλιστεί επαρκής επικονίαση, με σκοπό την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής παραγωγής, είτε να εξασφαλιστεί σταυρογονιμοποίηση, με τη φύτευση δύο ή περισσότερων ποικιλίων. Στους νεαρούς καρυδεώνες έχει παρατηρηθεί ότι η επικονίαση είναι αποτελεσματική, από έναν καλό γυρεοδότη, μέχρι απόστασης 165-200m, ενώ στους παραγωγικούς καρυδεώνες η γύρη δεν μεταφέρεται τόσο ελεύθερα μέσα στον καρυδεώνα και η απόσταση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 65-100m. Οι περισσότεροι παραγωγοί προτιμούν να φυτεύουν μια πλήρη σειρά επικονιαστή σε κάθε 10η σειρά, κάθετα προς την κατεύθυνση που φυσάει ο αέρας, αρχίζοντας από την πρώτη σειρά του καρυδεώνα. Η μεταφορά της γύρης γίνεται με τον αέρα.[1]
Γονιμοποίηση
Η συλλογή της γύρης γίνεται με τη συλλογή ίουλων. Επειδή όμως οι ίουλοι αναπτύσσονται πολύ λίγο μετά τη συλλογή τους από το δέντρο , πρέπει να είναι έτοιμοι να αποβάλλουν γύρη, όταν συλλεγούν. Πιθανόν ο πιο κατάλληλος ίουλος. για να αποβάλλει γύρη, είναι εκείνος που έχει ήδη μερικούς ανθήρες ανοιχτούς. Οι πιο πολλοί ανθήρες ανοίγουν περιπού σε 24 ώρες, αν οι ίουλοι απλωθούν σε μορφή λεπτού στρώματος πάνω σε χαρτί σε θερμοκρασία δωματίου. Η γύρη δε διαχωρίζεται από τους ίουλους με κοσκίνισμα σε τουλουπάνι ή ψιλό κόσκινο. Η τεχνητή επικονίαση γίνεται, όταν τα άνθη είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης, με γυρεοδιασκορπιστήρες σε περισσότερες από μία εφαρμογές, γιατί τα θηλυκά άνθη ενός δέντρου σταδιακά είναι επιδεκτικά γονιμοποίησης.[1]
Ανάπτυξη καρπού
Η ανάπτυξη του καρπού της καρυδιάς είναι σιγμοειδές. Αν κατά την ανάπτυξη του καρπού επικρατήσουν μη ευνοϊκές συνθήκες, όπως έλλειψη νερού και θρεπτικών στοιχείων, επηρεαζούν το μέγεθος του καρπού και μειώνουν την παραγωγή των δένδρων. Επίσης οι ψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 38oC) ή η έλλειψη νερού κατά την ανάπτυξη του ενδοσπερμίου (ψίχας) προκαλούν συρρίκνωση, μερικές δε φορές και μαύρισμα, με αποτέλεσμα να υποβαθμιζεται η ποιότητά τους. [2]
Πολλαπλασιασμός
Στην Ελλάδα γίνεται εμβολιασμός πλακίτης το Μάϊο σε σπορόφυτο ηλικίας ενός έτους με εμβολιοφόρους που παρέμειναν στο ψυγείο από το Μάρτιο. Σε εντατικούς καρυδεώνες για παραγωγή υψηλής ποιότητας καρπού χρησιμοποιούνται πλαγιοκαρπούσες ποικιλίες, φύτευση 8 x 8m, διαμόρφωση σε τροποποιημένο κεντρικό άξονα, άρδευση με ατομικά μπεκ ή υπόγεια άρδευση, μηχανικό κλάδεμα, επίπεδο έδαφος και μηχανική συγκομιδή. Η τελευταία περιλαμβάνει ισοπέδωση – καθαρισμό εδάφους, Ethephon, δόνηση στο έδαφος, σκούπα σε σωρούς, απορροφητή σε παλετοκιβώτια. Ακολουθεί αποφλοίωση (αφαίρεση περικαρπίου) άμεσα, ξήρανση στο 7% υγρασία σπόρου με θερμό αέρα, απεντόμωση και συντήρηση σε χαμηλές θερμοκρασίες (<10oC).[1]
Υποκείμενα
Τα υποκείμενα της καρυδιάς που χρησιμοποίουνται αναλύονται λεπτομερώς στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ποικιλίες
Η επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας στο κατάλληλο φυσικό περιβάλλον είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας, που καθορίζει την επιτυχία ή αποτυχία του καρυδεώνα. Οι κυριότερες ποικιλίες αναλύονται στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Κλιματικές συνθήκες
Ως προς το κλίμα που θέλει η καρυδιά υπάρχουν μεγάλα περιθώρια. Γίνεται παντού, όπου δεν υπάρχουν συχνές και παρατεταμένες παγωνιές. Αλλά προσαρμόζεται καλύτερα σε ζεστούς τόπους και δεν την ενοχλούν τόσο οι άνεμοι. Σε τόπους ζεστούς τη συναντούμε και σε υψόμετρο μέχρι 800 μέτρα, αλλά σε τόπους όχι τόσο ζεστούς και στα 600 μ. ύψος. Καλλιεργείται κάτω από μεγάλη ποικιλία κλιματικών συνθηκών. Αποδίδει όμως σε περιοχές με δροσερό και υγρό κλίμα. Για να αποκτήσουν οι καρποί της καλό μέγεθος η περίοδος βλαστήσεώς της το καλοκαίρι πρέπει να είναι μεγάλη. Πολύ υψηλές όμως θερμοκρασίες (πάνω από 38oC) είναι δυνατό να προκαλέσουν εγκαύματα στους καρπούς. Επειδή το φθινόπωρο η ξυλοποίηση των βλαστών γίνεται αργά, παθαίνει ζημιές από πρώιμους παγετούς το χειμώνα. Ζημιές από παγετούς παθαίνει και την άνοιξη, γι'αυτό δεν πρέπει να φυτεύεται σε παγετόπληκτες περιοχές. Ορισμένες ποικιλίες έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα για να διακοπεί ο λήθαργός τους. Σε περιοχές που ο χειμώνας είναι ζεστός τα δέντρα καθυστερούν να βλαστήσουν την άνοιξη.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Η καρυδιά ευδοκιμεί σε εδάφη όπου το ριζικό της σύστημα αναπτύσσεται ελεύθερα σε βάθος μέχρι 3-3,5m. Ο εδαφικός τύπος από μόνος του δεν επαρκεί για να επιλέγει μια τοποθεσία για την εγκατάσταση καρυδεώνα. Με κάποιο αιχμηρό όργανο πρέπει να εξετάζεται καλά το υπέδαφος μέχρι βάθους τουλάχιστον 3 μέτρων. Αν σε βάθος μικρότερο από τα 3 μέτρα βρεθεί αδιαπέραστο στρώμα βράχου ή συμπαγές υπεδάφους με ποικιλόχρωμη απόχρωση, τότε αυτό αποτελεί ένδειξη κακού αερισμού και αποστράγγισης. Περάν του ότι εμπεριέχει λίγους ή και καθόλου μεγάλους πόρους για την εισδοχή των ριζών, αυτό το είδος του αδιαπέραστου στρώματος συχνά συγκρατεί κάποιο στρώμα νερού, που περιορίζει ακόμα περισσότερα την ανάπτυξη των ριζών. Μερικές φορές όμως συμβαίνει το επιφανειακό χώμα να είναι πολύ καλό και το υπέδαφος να αποτελείται από χαλίκια και χονδρή άμμο με τόσο μεγάλους πόρους, που ο υπερβολικός αερισμός και η αποστράγγιση επιτρέπουν μικρή ή και καθόλου ανάπτυξη των ριζών. Επομένως κατάλληλο έδαφος για την καρυδιά είναι το βαθύ, με αμμοπηλώδη σύσταση, καλά αποστραγγιζόμενο, αρδευόμενο και πλούσιο σε οργανική ουσία. Το έυρος του pH είναι 5-8. Πιο κατάλληλες περιοχές είναι οι δροσερές παραποτάμιες, παραθαλάσσιες και οι πρόποδες λόφων.[2]
Τοξικότητα
Η καρυδιά και τα προϊόντα της γενικά δεν προκαλούν ιδιαίτερα προβλήματα. Τα φύλλα της μπορεί να είναι επιβλαβή για ευαίσθητα άτομα με αλλεργίες και η γύρη των ανθέων, κοινό αλλεργιογόνο, μπορεί να προκαλέσει πυρετό. Τοξικά προβλήματα στον άνθρωπο δεν έχουν αναφερθεί, παρά μόνο ότι προκαλεί βαθύ ύπνο σε όσους κοιμούνται υπό τον ίσκιο της εξαιτίας της οσμής που εκπέμπει.
Εντούτοις, είναι τοξική σε κάποια φυτά, εξαιτίας της γιουγκλόνης που περιέχει, η οποία είναι η κύρια αλληλοπαθητική χημική ουσία που είναι υπεύθυνη για την αναστολή της ανάπτυξης μερικών φυτικών ειδών που φυτρώνουν σε μέρη όπου αυτή βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση. Απελευθερώνεται από τις ρίζες της καρυδιάς και επειδή είναι δυσδιάλυτη στο νερό, δεν ταξιδεύει εύκολα στο χώμα, ώστε να είναι γρήγορη η απομάκρυνσή της απ' αυτό και μπορεί να παραμείνει ενεργή σε αυτό για αρκετά χρόνια αφότου αφαιρεθούν οι καρυδιές. Επηρεάζει κυρίως τις ντομάτες, το τριφύλλι, τις μηλιές, τις πατάτες κ.ά και γι' αυτό κάποια κηπευτικά είδη δε θα πρέπει να καλλιεργούνται κοντά σε καρυδιές. [2]
Ασθένειες
Η καρυδιά είναι δέντρο που προσβάλλεται από κάποιες ασθένειες με σημαντικότερη και πιο διαδεδομένη στην Ελλάδα την ανθράκωση. Για αυτή την ασθένεια και για άλλες αναλυτικά αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Η καρυδιά προσβάλλεται εδώ στην Ελλάδα κυρίως από 2 εχθρούς οι οποίοι αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 , του Νάνου Γεωργίου, Αναπληρωτή καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ Δύο νέες πλαγιόκαρπες ποικιλίες καρυδιάς
- ↑ Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου, πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.