Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Μπανανιά"
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από ένα χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 82: | Γραμμή 82: | ||
[[ευδοκιμεί στην περιοχή::Νομός Ηλείας| ]] | [[ευδοκιμεί στην περιοχή::Νομός Ηλείας| ]] | ||
[[ευδοκιμεί στην περιοχή::Νομός Αχαΐας| ]] | [[ευδοκιμεί στην περιοχή::Νομός Αχαΐας| ]] | ||
+ | |||
[[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Λασιθίου| ]] | [[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Λασιθίου| ]] | ||
Γραμμή 92: | Γραμμή 93: | ||
[[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Ηλείας| ]] | [[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Ηλείας| ]] | ||
[[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Αχαΐας| ]] | [[σχετίζεται γεωγραφικά με::Νομός Αχαΐας| ]] | ||
+ | |||
+ | |||
+ | |||
[[Category:Φυτό_Μ]] | [[Category:Φυτό_Μ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 06:55, 16 Μαΐου 2014
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η μπανανιά καλλιεργείται σήμερα κυρίως στην Κρήτη με έκταση που φτάνει περίπου τα 750 στρέμματα από τα οποία τα 570 στρέμματα είναι υπό κάλυψη και τα υπόλοιπα υπαίθρια. Η ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε 4.000 τόνους περίπου, που αντιστοιχεί στο 5% της ετήσιας εγχώριας κατανάλωσης γεγονός που φανερώνει ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για σημαντική αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Η πρώτη εμφάνιση της στη Κρήτη καταγράφεται το 1920 (περιοχή της Άρβης) σαν καλλωπιστικό φυτό και συγκεκριμένα στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, όπου μεταφέρθηκε από τους μοναχούς. Στο συγκεκριμένο περιβάλλον ευνοήθηκε ο εγκλιματισμός και η ανάπτυξη των φυτών εξ’ αιτίας των κατάλληλων εδαφικών και κλιματικών συνθηκών. Στη συνέχεια η καλλιέργεια επεκτάθηκε σε όλη την εύφορη κοιλάδα της Άρβης και έξω από τον οικισμό στις γύρω περιοχές με παρόμοιο κλίμα όπως τα Μάλια, τη Σητεία, το Ρέθυμνο, την Ιεράπετρα και τα Χανιά. Με τον καιρό η καλλιέργεια της μπανάνας έφερε αλματώδη ανάπτυξη και πολλά οικονομικά οφέλη στους παραγωγούς. Αρχές της δεκαετίας του ΄80 η παραγωγή ξεπερνούσε τους 21.000 τόνους και η καλλιεργούμενη έκταση κυμαινόταν από 7-10.000 στρέμματα. Δυστυχώς προς το τέλος της δεκαετίας του ΄80 με την εμφάνιση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης και την εισαγωγή ξένης μπανάνας στην εγχώρια αγορά, το ντόπιο προϊόν χάνει την αξία του και οι παραγωγοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια και στη συνέχεια να εκριζώσουν το 90-95% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων μέσα σε ένα έτος. Τη δεκαετία του ΄90 ιδρύεται ο Συνεταιρισμός κοινής πώλησης μπανανών μπανανοπαραγωγών Ελλάδος από τους μπανανοπαραγωγούς της Άρβης με έδρα την Αθήνα. Ο Συνεταιρισμός πετυχαίνει πολλά μεταξύ των οποίων να ευαισθητοποίηση και τελικά να πείσει τους υπεύθυνους της Ε.Ε. να εντάξουν και την Κρητική μπανάνα στα Ευρωπαϊκά προϊόντα. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν τον Ιούνιο του 1999 να ιδρυθεί η πρώτη ομάδα μπανανοπαραγωγών στην Ελλάδα αναγνωρισμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η μπανανιά είναι φυτό αειθαλές, πολυετές, ποώδες μονοκοτυλήδονο και διαφοροποιείται από τα περισσότερα δενδροκομικά είδη. Το ρίζωμα του φυτού αποτελεί αποθηκευτικό όργανο και χαρακτηρίζεται από σαρκώδεις κύριες ρίζες που διακλαδίζονται σε δευτερεύουσες λεπτές. Επιπλέον από το συγκεκριμένο όργανο εκφύονται οι παραφυάδες, τα άνθη, τα φύλλα και ο βλαστός του φυτούΤα πρώτα φύλλα που παράγει το φυτό ονομάζονται βράκτια φύλλα και δημιουργούνται στο κεντρικό μερίστωμα της αναπτυσσόμενης παραφυάδας και στη συνέχεια διαφοροποιούνται τα υπόλοιπα. Τα βράκτια φύλλα έχουν κυκλική διάταξη και σχηματίζουν το κορμό του φυτού ο οποίος ονομάζεται ψευδοστέλεχος ή ψευδοκορμός. Αποκτά το μέγιστο ύψος του στη περίοδο της άνθισης. Η ταξιανθία είναι σύνθετος στάχυς και αποτελείται από ισχυρά ανθικά στελέχη όπου είναι διατεταγμένα σε κομβικούς βότρυς. Οι κόμβοι της βάσεως (5-8) παράγουν θηλυκά άνθη και οι επάκριοι αρσενικά, τα οποία περιβάλλονται από βράκτια φύλλα, παραμένουν εσώκλειστα υπό μορφή κωνικής κατασκευής, που ονομάζεται αρσενικός οφθαλμός ή κουδούνι. Οι ενδιάμεσοι κόμβοι εξελίσσονται σε ερμαφρόδιτα άνθη που όμως δεν παράγουν εδώδιμο καρπό. Ο καρπός είναι ράγα, είναι διατεταγμένοι σε στρώματα επάνω στο τσαμπί, που ονομάζονται χτένες ή χέρια. Κάθε χτένι φέρει 10-20 μπανάνες, ενώ σε κάθε τσαμπί υπάρχουν 10-15 χτένες με αποτέλεσμα το βάρος του τσαμπιού να κυμαίνεται από 40-80 kg2.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Η μπανανιά που κατάγεται από τις υγρές τροπικές περιοχές, έχει μεγάλες απαιτήσεις σε θερμοκρασία και υγρασία. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, αναπτύσσεται κανονικά όλο το έτος. Οι συνθήκες αυτές συνίστανται σε διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Οι συνθήκες αυτές συνίστανται σε διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, μεταξύ 20 - 35oC και της υγρασίας, υπό μορφή βροχοπτώσεως τουλάχιστον 125mm το μήνα ομοιόμορφα κατανεμημένης. Στις υποτροπικές περιοχές η παραγωγή της μπανάνας μειώνεται σημαντικά λόγω των επικρατουσών κλιματικών συνθηκών. Γενικά, στις περιοχές αυτές η βροχόπτωση είναι ανεπαρκής, αν και αυτή μπορεί να υποκατασταθεί με επιπρόσθετο πότισμα. Το πιο σημαντικό είναι ότι, η θερμοκρασία του αέρα κατά τα μέσα του χειμώνα, πέφτει κάθε βράδυ σε επίπεδο μεταξύ 5 - 12oC και μερικές φορές χαμηλότερα. Εκτός της μείωσης όμως της παραγωγής και της ζημιάς στα φύλλα που προκαλείται από το ψύχος, οι χαμηλές θερμοκρασίες είναι υπεύθυνες και για την κακή ποιότητα των τσαμπιών. Τα μικρά και μερικές φορές παραμορφωμένα τσαμπιά εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη και αυτό γιατί διαφοροποιούνται κάτω από ψυχρές χειμερινές συνθήκες. Ο ψυχρός καιρός μπορεί επίσης να προκαλέσει σφίξιμο στο λαιμό του φυτού, το οποίο εμποδίζει την πλήρη εμφάνιση των τσαμπιών, από την κορυφή του ψευδοστελέχους. Σε θερμοκρασία κάτω από 11oC σταματα η ανάπτυξη της βλάστησης. Από 0 - 6oC, τα συμπτώματα ζημιών από το ψύχος καθίστανται εμφανή. Σε θερμοκρασία 0oC και χαμηλότερη, τα φύλλα καταστρέφονται ολοσχερώς. Ως κατάλληλες περιοχές για καλλιέργεια θεωρούνται εκείνες που είναι ζεστές καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τον χειμώνα. Σοβαρές ζημιές προκαλούνται από τη χαλαζόπτωση και τους ισχυρούς ανέμους.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Το ριζικό σύστημα της μπανανιάς κανονικά αναπτύσσεται σε βάθος 60-80cm και μέχρι 120cm σε καλά αεριζόμενα εδάαφη. Για αυτό θα πρέπει τα εδάφη για την καλλιέργεια της μπανανιάς να έχουν τουλάχιστον ένα βάθος της τάξεως των 100cm. Η μπανανιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη από ελαφρώς αμμώδη έως βαριά αργιλώδη. Στα αμμώδη εδάφη το παραγωγικό κόστος είναι υψηλότερο, λόγω των συχνών ποτισμάτων, της χρησιμοποίησης εδαφικού επιστρώματος για τη διατήρηση της εδαφικής υγρασίας και των συχνών λιπάνσεων. Τα πολύ βαριά εδάφη έχουν πρόβλημα με την αποστράγγιση και τον αερισμό. Γενικά, τα πιο κατάλληλα εδάφη είναι εκείνα που περιέχουν άργιλο από 30 - 55%. Το pH του εδάφους πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 5,5 - 6,5. Αν το έδαφος είναι πολύ όξινο, βελτιώνεται με την προσθήκη δολοματικού ή γεωργικού ασβεστίου δι' ενσωματώσεως αυτών σε βάθος πριν τη φύτευση των φυτών. Το κάλιο και το μαγνήσιο είναι δύο πολύ σημαντικά θρεπτικά στοιχεία για τα φυτά της μπανανιάς, γι' αυτό είναι απαραίτητο αυτά να υπάρχουν σε επαρκή ποσότητα στο έδαφος. Στα αμμώδη εδάφη καλή ανάπτυξη φυτών παρατηρείται όταν η σχέση καλίου προς μαγνήσιο είναι 0,25 περίπου, ενώ σε βαριά εδάφη απαιτείται η σχέση αυτή να είναι ίση προς 0,5.[2]
Πολλαπλασιασμός
Η μπανανιά πολλαπλασιάζεται με παραφυάδες. Η επιλογή του νέου μητρικού φυτού είναι η εργασία που θα καθορίσει το ύψος της παραγωγής της νέας καλλιεργητικής περιόδου βελτιώνοντας, παράλληλα, και την ποιότητα. Γίνεται την άνοιξη, με το πέρας της συγκομιδής. Η επιλογή γίνεται βάση του ύψους της παραφυάδας, το οποίο είναι γύρω στο 1,5m, την ηλικία 9 – 11 μηνών και, γενικά, την κατάσταση της παραφυάδας (π.χ. να μην είναι επηρεασμένα τα φύλλα της από τυχόν παγετό). Σε γενικές γραμμές, η παραφυάδα πρέπει να έχει τον Ιούνιο 5-8 φύλλα. Το προηγούμενο μητρικό φυτό «μάνα» κόβεται σε ύψος 1m. Σε κάθε θέση αφήνονται δύο παραφυάδες με την προϋπόθεση να μην μεταβάλλονται σημαντικά οι αποστάσεις των φυτών, για να διατηρείται ο καλός αερισμός και ο φωτισμός των φυτών.[3]
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες της μπανάνας είναι διπλοειδής (2n=22), τριπλοειδής (3n=33), και τετραπλοειδης (4n=44), όμως οι περισσότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι τριπλοειδής και καταλαμβάνουν εκτάσεις περίπου 100 φορές περισσότερες από εκείνες των διπλοειδών, γεγονός που οφείλεται στην εξαιρετική προσαρμοστικότητα τους σε διαφορετικά περιβάλλοντα, καθώς επίσης και στη πολύ καλή ευρωστία τους.[1] Στον παρακάτω σύνδεσμο αναγράφονται οι σημαντικότερες ποικιλίες της μπανάνας.
Ασθένειες
Οι ασθένειες που προσβάλλουν έντονα την μπανανιά είναι το φουζάριο, η μαύρη κηλίδωση των φύλλων, η ανθράκωση, η καστανή σήψη, η μελάνωση του λαιμού και οι ιοί CMV, BSV, BTV. Αναλυτικά τα συμπτώματα που προκαλούνται στη μπανανιά καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισης της εκάστοτε ασθένειας, αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Οι δύο βασικοί εντομολογικοί εχθροί που προκαλούν τεράστια ζημιά στην παραγωγή της μπανάνας είναι ο θρίπας και οι νηματώδεις. Αναλυτικά για τα συμπτώματα που προκαλούν στη μπανανιά καθώς και το πως καταπολεμούνται, αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Επίδραση επιβραδυντών ανάπτυξης στην in vitro παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού μπανάνας, πτυχιακή μελέτη του φοιτητή Τυμπιανάκη Στυλιανού. Ηράκλειο 2012
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
- ↑ 3,0 3,1 Η καλλιέργεια της μπανανιάς.
- ↑ Οι ασθένειες της μπανανιάς.
- ↑ Οι κυριότεροι επιζήμιοι εχθροί στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια και η αντιμετώπισή τους, πτυχιακή μελέτη Μερτίκα Σοφίας, Ηράκλειο 2012.