Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες ζαχαρότευτλου"
Γραμμή 86: | Γραμμή 86: | ||
{{:Ασθένεια ζαχαρότευτλου Κουσκούτα|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια ζαχαρότευτλου Κουσκούτα|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | <ref name="Ασθένειες ζαχαρότευτλων"/> | ||
+ | |||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Ασθένειες ζαχαρότευτλων"> Οι ασθένειες των ζαχαρότευτλων, πτυχιακή εργασία του φοιτητή Παπαγεωργίου Κωνσταντίνου, Ηράκλειο 2005.</ref> | ||
+ | </references> | ||
+ | |||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
[[σχετίζεται με::Ζαχαρότευτλο φυτό| ]] | [[σχετίζεται με::Ζαχαρότευτλο φυτό| ]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:57, 30 Ιουνίου 2015
Περιεχόμενα
- 1 Ριζοκτόνια
- 2 Υγρή σήψη
- 3 Σκληρωτίνια
- 4 Κερκοσπορίωση
- 5 Ωΐδιο
- 6 Περονόσπορος
- 7 Αλτερναρίωση
- 8 Βερτισσιλίωση
- 9 Μαλακή σήψη
- 10 Βακτηριακή κηλίδωση
- 11 Ριζομανία
- 12 Ίκτερος
- 13 Μωσαϊκό
- 14 Ιός του μωσαϊκού της αγγουριάς
- 15 Κατσαρή κορυφή
- 16 Τροφοπενία αζώτου
- 17 Τροφοπενία ασβεστίου
- 18 Τροφοπενία βορίου
- 19 Τροφοπενία μαγγανίου
- 20 Τροφοπενία μαγνησίου
- 21 Τροφοπενία φωσφόρου
- 22 Κουσκούτα
- 23 Βιβλιογραφία
Ριζοκτόνια
Η ασθένεια αυτή απαντάται σε μικρό βαθμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη αλλά είναι πολύ συχνή στην Βόρεια Αμερική. Οι ζημιές περιορίζονται σε λίγες εστίες στον αγρό, αλλά η καταστροφή των τεύτλων μπορεί να είναι ολική όταν η μόλυνση γίνει πρώιμα. Η ασθένεια εμφανίζεται σε κυκλικές κηλίδες μέσα στους αγρούς ζαχαροτεύτλων. Στην αρχή εκδηλώνεται με μαρασμό των φυτών, που προοδευτικά καταλήγει σε πλήρη νέκρωση του φυλλώματος. Στην ρίζα παρατηρούμε μια καστανόχρωμη σήψη περισσότερο ή λιγότερο βαθιά, ανάλογα με το βαθμό προόδου της ασθένειας. Προκαλείται από το μύκητα Rhizoctonia solani. Ο μύκητας διατηρείται στο έδαφος υπό μορφή σκληρωτίων. Απ’ αυτά βλαστάνει το μυκήλιο που προσβάλλει την επιφάνεια της ρίζας και στη συνέχεια την διαπερνά προοδευτικά, προκαλώντας τη σήψη της, μερικές φορές μέχρι ολικής καταστροφής του φυτού. Η αρρώστια εκδηλώνεται αρκετά πρώιμα, ενώ η επέκτασή της ευνοείται από κακή δομή και υπερβολική υγρασία του εδάφους και από υψηλές θερμοκρασίες. Τα κύρια μέσα αντιμετωπίσεως της ασθένειας είναι βελτίωση της δομής του εδάφους, η επιμήκυνση του χρόνου αμειψισποράς και η χρήση ανθεκτικών ποικιλιών.
Υγρή σήψη
Η ασθένεια αυτή παρουσιάζεται σε ζεστές και αρδευόμενες περιοχές τευτλοκαλλιέργειας τόσο στην χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το φύλλωμα μαραίνεται και στην συνέχεια ξεραίνεται. Η ρίζα παρουσιάζει μαλακή σήψη που αναπτύσσεται από το ακραίο σημείο της προς το λαιμό. Το προσβεβλημένο τμήμα της ρίζας είναι στην αρχή ανοιχτό καστανό και ξεχωρίζει καθαρά από τους υγιείς ιστούς με ένα σκουρότερο περίγραμμα. Η σήψη αυτή οφείλεται σε διάφορους μύκητες εδάφους, κυρίως όμως στον μύκητα Phytophthora megasperma. Παρόμοια συμπτώματα προκαλούν και οι μύκητες Phytophthora drechstleri και Pythium aphanidermatum. Οι μικροοργανισμοί αυτοί εξαρτώνται πολύ από την εδαφική υγρασία, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν εμφανίζονται παρά σε κακώς στραγγισμένα και πολύ συμπαγή εδάφη, σε βαθουλώματα ή σε υπεραρδευόμενα χωράφια κατά την περίοδο των υψηλών θερμοκρασιών. Γενικά οι μύκητες αυτοί δεν είναι παθογόνοι παρά μόνο σε τεύτλα ήδη τραυματισμένα ή ασφυκτιώντα από υπερβολικό νερό. Η ασθένεια όταν εμφανιστεί σε αγρούς δεν αντιμετωπίζεται εύκολα οπότε τα μέτρα που λαμβάνονται συνήθως είναι προληπτικά και συνιστάται καλή στράγγιση του εδάφους, διατήρηση της καλής δομής του εδάφους και ορθολογική άρδευση.
Σκληρωτίνια
Η ασθένεια μπορεί περιστασιακά να κάνει σοβαρές ζημίες σε αρδευόμενα εδάφη της Νότιας Ευρώπης, Αμερικής και Μέσης Ανατολής. Μπορεί να αναπτυχθεί και μέσα στα σιλό. Τα αρχικά συμπτώματα είναι μειωμένη ανάπτυξη των κορυφών και μαρασμός. Αργότερα οι ρίζες καλύπτονται από λευκό βαμβακώδες μυκήλιο επάνω στο οποίο σχηματίζονται πλήθος σκληρώτια, λευκά στην αρχή καστανά αργότερα, σφαιρικά, 1–3mm. Οι ρίζες τελικά αποσυντίθενται με μαλακή σήψη. Αίτιο της ασθένειας είναι ο μύκητας Sclerotium rolfsii Sacc. με τέλεια μορφή, σπανίως βρίσκεται στη φύση και άγνωστης βιολογικής σημασίας τουλάχιστον για τα τεύτλα, τον βασιδιομύκητα Athelia rolfsii. Ο μύκητας διαχειμάζει στο έδαφος με την μορφή μικροσκληρωτίων. Προσβάλλει 200 και πλέον ξενιστές και ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες του εδάφους, πάνω από 25–35oC. Τα σκληρώτια παραμένουν ενεργά στο έδαφος για μακρύ χρονικό διάστημα. Η αντιμετώπιση της ασθένειας είναι εξαιρετικά δύσκολη γιατί οι τρόποι μείωσης του εδαφικού μολύσματος ή έχουν χαμηλή αποτελεσματικότητα ή είναι εξαιρετικά δαπανηροί για την καλλιέργεια. Σε περιοχές όπου ενδημεί ο μύκητας η καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων πρακτικά είναι ασύμφορη. Η αμειψισπορά πάντως με φυτά λιγότερο ευπαθή, κυρίως ψυχανθή και σιτηρά, και ο περιορισμός της υγρασίας είναι παράγοντες που ευνοούν την μείωση των προσβολών.
Κερκοσπορίωση
Η ασθένεια υπάρχει σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται τεύτλα, ζαχαρότευτλα ή για νωπή κατανάλωση. Εάν επικρατήσουν υγρές συνθήκες κατά την περίοδο του καλοκαιριού τότε οι ζημιές και οι απώλειες μπορεί να είναι πολύ σημαντικές. Η προσβολή εκδηλώνεται με κηλίδες στα φύλλα, ανοιχτοκαστανές στην αρχή, πιο σκούρες αργότερα, με σκοτεινό καστανό ως κόκκινο – πορφυρό περιθώριο σχεδόν στρογγυλές 3–5mm. Με την πρόοδο της ασθένειας οι κηλίδες συνενώνονται και τα σοβαρά προσβεβλημένα φύλλα γίνονται στην αρχή κίτρινα, μετά καστανά και νεκρώνονται. Στο νεκρωμένο κέντρο των κηλίδων εμφανίζονται λεπτά μαύρα στρώματα, τα οποία σε υψηλή σχετικά υγρασία μετατρέπονται σε γκρίζα με βελούδινη υφή εξαιτίας της εμφανίσεως των κονιδιοφόρων με κονίδια επάνω στα στρώματα. Μερικές φορές το κέντρο της κηλίδας αποξηραίνεται και τα φύλλα εμφανίζονται με οπές. Τα νεκρωμένα φύλλα παραμένουν προσκολλημένα στο στέλεχος, ενώ ακολουθεί η βλάστηση νέων υγιών φύλλων από το κέντρο, τα οποία, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μολύνονται με σπόρια που υπάρχουν στα παλιότερα φύλλα. Παρόμοιες κηλίδες μπορούν να εμφανιστούν και στους μίσχους των φύλλων, ιδίως στα φυτά που διατηρούνται για σποροπαραγωγή, όπως επίσης και στο στέλεχος, αν τύχει και δεν καλύπτεται με έδαφος. Την ασθένεια προκαλεί ο ατελής μύκητας των Moniliales, Cercospora beticola, ο οποίος παράγει κονιδιοφόρους, οι οποίοι στο φυτό εμφανίζονται από τα στόματα του φύλλου. Οι κονιδιοφόροι είναι απλοί και παράγουν κονίδια σκωληκόμορφα, ίσια ή ελαφρώς καμπύλα, βελονοειδή, υαλώδη με 3-11 διαφράγματα στην καλλιέργεια.
Οι πρωτογενείς μολύνσεις γίνονται από κονίδια που σχηματίσθηκαν σε μυκήλιο ή μυκηλιακά στρώματα που διαχείμασαν σε μολυσμένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Σε υγρές συνθήκες την άνοιξη τα κονίδια που σχηματίζονται μεταφέρονται με τον άνεμο και τα πιτσιλίσματα από τις βροχές στα νέα φύλλα, όπου βλαστάνουν. Οι υφές εισέρχονται στον ξενιστή από τα στόματα, με τον προηγούμενο σχηματισμό ή όχι απρεσσορίου. Τα κονίδια και τα στρώματα μεταφέρονται επίσης με το σπόρο σε περίπτωση σοβαρών προσβολών. Η ασθένεια ευνοείται από θερμοκρασίες 25 – 35oC την ημέρα και άνω των 16oC την νύχτα και σχετική υγρασία 90 – 95%. Κάτω από 15oC οι μολύνσεις είναι αμελητέες. Οι βροχές και ο άνεμος είναι οι κύριοι παράγοντες διασποράς των κονιδίων. Ο χρόνος επώασης ποικίλει από 7-21 ημέρες για να επακολουθήσουν δευτερογενείς μολύνσεις. Στην Ελλάδα οι επιδημίες συνήθως αρχίζουν από το τέλος Μαΐου αρχές Ιουνίου και συνεχίζονται σ’ όλη την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου ιδίως αν το καλοκαίρι είναι βροχερό, οπότε τα αποτελέσματα είναι καταστρεπτικά. Έχει αναφερθεί στην χώρα μας μείωση μέχρι 40–50% σε παραγωγή ζάχαρης. Η επιδημία όμως εξελίσσεται ακόμη και αν το καλοκαίρι δεν είναι βροχερό, γιατί η τευτλοκαλλιέργεια είναι πάντα αρδευόμενη και η πυκνότητα των φυτών επιτρέπει την ανάπτυξη συνθηκών κατάλληλων για την εξέλιξη της ασθένειας.
Η σωστή αντιμετώπιση της ασθένειας πρέπει να βασισθεί σε καλλιεργητικά μέτρα, τέτοια που θα περιορίσουν τα αρχικά μολύσματα ή θα μειώσουν τις δυνατότητες παραγωγής νέων άφθονων μολυσμάτων, και σε χημικά. Δεδομένου του τρόπου διαχείμασης του μύκητα, η με οποιοδήποτε τρόπο καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, το παράχωμα του επιφανειακού χώματος που φιλοξενεί επίσης υπολείμματα που δεν καταστρέφονται και τριετής αμειψισπορά με φυτά που δεν είναι ξενιστές περιορίζουν το δυναμικό του μολύσματος. Η εγκατάσταση της καλλιέργειας επίσης σε νέο αγρό πρέπει να γίνεται τουλάχιστον 100m μακριά από παλαιό μολυσμένο αγρό. Επειδή είναι δυνατή, έστω και περιορισμένα, μετάδοση της ασθένειας με το σπόρο, πρέπει να χρησιμοποιείται ελεγμένος υγιής σπόρος, κάτι που στη χώρα μας γίνεται μέσω της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ). Είναι ακόμη αναγκαίο να γίνεται χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, έστω και αν δεν είναι απολύτως ανθεκτικές και παρουσιάζουν κάποιο βαθμό αντοχής. Στην περίπτωση ευνοϊκών, για το μύκητα, συνθηκών ανάπτυξης της ασθένειας, όπου αναμένεται η εκδήλωση επιδημίας, η συμπληρωματική εφαρμογή ψεκασμών είναι αναγκαία. Για την ασθένεια αυτή υπάρχουν διάφορα συστήματα προειδοποιήσεων, ώστε οι ψεκασμοί να είναι οι ελάχιστοι δυνατοί με το μέγιστο δυνατό της αποτελεσματικότητας. Στην χώρα μας την εργασία αυτή έχει αναλάβει η ΕΒΖ. Σήμερα η καταπολέμηση στηρίζεται κατά βάση στα σκευάσματα της ομάδας του τριφαινυλικού κασσιτέρου, στα οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί περίπτωση αντοχής του μύκητα, και στα maneb, βρέξιμο θειο, και chlorothalonil.
Ωΐδιο
Η ασθένεια υπάρχει σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται τεύτλα, ζαχαρότευτλα ή για νωπή κατανάλωση. Η πρώτη εμφάνιση της ασθένειας γίνεται συνήθως στα μέσα Ιουνίου, ανάλογα με την περιοχή. Στην πάνω κυρίως επιφάνεια των αναπτυγμένων φύλλων των τεύτλων, σε μεμονωμένα φυτά, αναπτύσσεται λευκό επίχρισμα σε μορφή μικρών αστεροειδών κηλίδων που δύσκολα διακρίνονται. Στην συνέχεια, το επίχρισμα επεκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του φύλλου και εξαπλώνεται σταδιακά σε όλο τον αγρό. Σε ευνοϊκές συνθήκες για την ασθένεια, η εξάπλωσή της είναι ταχύτατη, από το στάδιο των αστεροειδών κηλίδων μέχρι την πλήρη κάλυψη του φυλλώματος χρειάζονται 20–30 ημέρες. Η ασθένεια μπορεί να οδηγήσει σε νέκρωση ολόκληρης της φιλικής επιφάνειας. Οι ζημιές προκαλούνται από την κάλυψη του φυλλώματος που εμποδίζεται να λειτουργήσει (μείωση της φωτοσυνθετικής ικανότητας) και από το ότι ο μύκητας ζει και τρέφεται παρασιτικά σε βάρος του φύλλου. Οι ζημιές μπορεί να φτάσουν και να ξεπεράσουν το 15% της παραγωγής ζαχάρου ανάλογα με την πρωιμότητα της προσβολής.
Ο μύκητας διαχειμάζει στα υπολλείματα της καλλιέργειας της προηγούμενης χρονιάς σε διάφορες μορφές. Οι πρώτες μολύνσεις αρχίζουν νωρίς το καλοκαίρι, από τα σπόρια που μεταφέρονται κυρίως από τα υπολλείματα φυτών της προηγούμενης χρονιάς, στην επιφάνεια των φύλλων των τεύτλων, με διάφορους τρόπους όπως άνεμο, βροχή, προκαλώντας τα πρώτα συμπτώματα, όπως περιγράφηκαν. Οι ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας είναι 20–30oC και 30-40% αντίστοιχα. Σε 5–6 μέρες μετά από την μόλυνση, ο μύκητας παράγει νέα σπόρια (κονιδιοφόρους με κονίδια). Η παραγωγή κονιδίων ευνοείται πολύ όταν η διακύμανση της θερμοκρασίας είναι μεγαλύτερη από 15oC. Τα κονίδια μεταφέρονται εύκολα σε σημαντικές αποστάσεις με τον άνεμο, την βροχή, τον άνθρωπο, τα μηχανήματα και μολύνουν άλλα φυτά και χωράφια. Ο κύκλος αυτός μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές μέσα στην ίδια χρονιά, αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Στο τέλος του καλοκαιριού, το μυκηλιακό στρώμα (το επίχρισμα) του ωιδίου, κυρίως στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εμφανίζονται μικρά σφαιρικά σωματίδια, αρχικά κίτρινου χρώματος τα οποία σκουραίνουν με την πάροδο του χρόνου. Αυτά είναι τα κλειστοθήκια τα οποία αποτελούν επίσης όργανα πολλαπλασιασμού και διαχείμασης του μύκητα.
Η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης για την αντιμετώπιση της ασθένειας κατά την περίοδο της καλλιέργειας των τεύτλων κάνει συνεχής ψεκασμούς (ανά 15 μέρες περίπου) με σκοπό την σωστή πρόληψη και αποφυγή της ασθένειας. Οι ψεκασμοί για το ωΐδιο γίνονται παράλληλα με τους ψεκασμούς για την αντιμετώπιση της κερκοσπόρας με σκευάσματα όπως fenpropidin/ difenoconazole, tetraconazole, που είναι αποτελεσματικά και για τις δύο τις ασθένειες.
Περονόσπορος
Η ασθένεια εμφανίζεται κυρίως στις περιοχές όπου έχουμε τα τεύτλα σποροπαραγωγής και λιγότερο στα ζαχαρότευτλα. Εκδηλώνεται σε περιοχές όπου το κλίμα είναι κρύο και υγρό κατά την διάρκεια των πρώτων σταδίων ανάπτυξης του ζαχαρότευτλου. Τα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα της καρδιάς του ζαχαρότευτλου, τα οποία παίρνουν χρώμα ανοιχτό πράσινο, κατσαρώνουν και γίνονται χοντρά. Στην συνέχεια ένα ιώδες χνούδι εμφανίζεται στην αρχή στην κάτω και έπειτα στην πάνω επιφάνεια των φύλλων. Στην πορεία της βλάστησης τα εξωτερικά φύλλα κιτρινίζουν και τα φύλλα της καρδιάς ξεραίνονται. Αντίθετα, οι προσβολές στα τεύτλα σποροπαραγωγής είναι πιο συχνές και πιο σοβαρές. Τα προσβεβλημένα φυτά νεκρώνονται ή δεν παράγουν καθόλου σπόρο. Ακόμη και όταν δώσουν κάποια παραγωγή, οι σπόροι είναι στείροι ή κακής ποιότητας και φορείς παρασίτων.
Την ασθένεια προκαλεί ο ωομύκητας των Peronosporaceae, Peronospora farinosa, ο οποίος παράγει σποριαγγειοσπόρια σε διχοτομικά χωρισμένους σποριαγγειοφόρους, οι οποίοι 1-3 εξέρχονται από ένα στόμα, της κάτω επιφάνειας, των φύλλων. Ο μύκητας διατηρείται στα υπολλείματα στο έδαφος με την μορφή ωοσπορίων και μυκηλίου και σε άγρια ή εθελοντές φυτά τεύτλων, όπως επίσης σε μικρό ποσοστό στους σπόρους. Σε δροσερές, υγρές συνθήκες βλαστάνουν και δίνουν σποριάγγεια τα οποία με την βοήθεια του ανέμου μεταφέρονται στο φύλλωμα, βλαστάνουν με βλαστικό σωλήνα και δια των στομάτων της πάνω επιφάνειας των φύλλων εισέρχονται στον ξενιστή. Ο μύκητας αναπτύσσεται ως μυκήλιο στα μεσοκυττάρια διαστήματα και διατρέφεται με ενδοκυτταρικούς μυζητήρες. Τα παραγόμενα από τα στόματα της κάτω επιφάνειας σποραγγειοσπόρια χρησιμεύουν ως δευτερογενές μυκήλιο. Θερμοκρασίες από 5-25oC, με 12oC άριστη και σχετική υγρασία 60-100% είναι οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη της ασθένειας. Η περίοδος επωάσεως κυμαίνεται από 5-32 ημέρες αναλόγως των συνθηκών.
Εφόσον υπάρχουν ανθεκτικές ποικιλίες είναι προτιμότερη η χρησιμοποίησή τους. Η χημική καταπολέμηση δεν είναι γενικώς αποτελεσματική. Η χρήση μυκητοκτόνων που παρεμποδίζουν τη βιοσύνθεση της εργοστερόλης ίσως είναι τα πλέον αποτελεσματικά.
Αλτερναρίωση
Η ασθένεια υπάρχει σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται τεύτλα, ζαχαρότευτλα ή για νωπή κατανάλωση. Η ασθένεια χαρακτηρίζεται από σκοτεινοκάστανες ως μαύρες, κυκλικές ως ωοειδής κηλίδες 0,2-20mm διαμέτρου. Οι κηλίδες περιβάλλονται από χλωρωτική ζώνη και στο κέντρο τους υπάρχουν ομόκεντροι κύκλοι. Αρχικά οι κηλίδες είναι πολύ μικρές σαν αποτύπωμα μύτης μολυβιού αλλά σιγά -σιγά αυξάνουν σε διάμετρο. Σε ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης της ασθένειας, οι κηλίδες αυξάνουν σε διαστάσεις και συνενώνονται καλύπτοντας μεγάλο μέρος του φύλλου με αποτέλεσμα το φύλλο να ξηρανθεί.
Το κύριο παθογόνο που έχει αναφερθεί στην καλλιέργεια ζαχαροτεύτλων είναι το Alternaria alternata. Το μυκήλιο του μύκητα είναι καστανό, με διαφράγματα, σπανίως διακλαδιζόμενο, με κονιδιοφόρους κυλινδρικούς, διάσπαρτους ή συγκεντρωμένους, αλαφρά σταχτή ή κιτρινοπούς, ευθείς ή καμπυλωτούς. Τα κονίδια είναι κυλινδρικά, ελλειψοειδή, κορυνόμορφα με ή χωρίς ράμφος με εγκάρσια και κάθετα διαφράγματα σε μακριές ή κοντές αλυσίδες με ποικίλλουσες διατάσεις με τοιχώματα λεία. Το παθογόνο διαχειμάζει με τη μορφή μυκηλίου σε μολυσμένα υπολλείματα φυτών. Έχει βρεθεί ότι ο μύκητας Alternaria alternata μπορεί να αντέξει μέχρι -20oC για 12 τουλάχιστον ημέρες. Έχει αναφερθεί επίσης ότι επιζεί κατά αυτόν τον τρόπο και για 20 εβδομάδες στο έδαφος σε συνθήκες ξηρασίας. Επίσης σχηματίζει άφθονα χλαμυδοσπόρια. Προσβολή μπορεί να παρατηρηθεί αν επικρατεί βροχερός καιρός την περίοδο του φυτρώματος σε έδαφος σοβαρά μολυσμένο από το μύκητα. Όταν οι συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας είναι ευνοϊκές τότε το μυκήλιο που έχει διαχειμάσει στα υπολλείματα δραστηριοποιείται παράγει σπόρια τα οποία με τη βοήθεια της βροχής και του αέρα μολύνουν. Μετά τη βλάστηση του σπορίου η βλαστική υφή σχηματίζει απρεσσόριο και στη συνέχεια διατρυπά απευθείας τα κύτταρα της επιδερμίδας και περνά στους παρεγχυματικούς ιστούς στους όπου αναπτύσσεται. Συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη του μύκητα και την εξέλιξη της ασθένειας είναι θερμός καιρός θερμοκρασίες δηλαδή από 20oC και πάνω και βροχερός καιρός. Έχει παρατηρηθεί πως για την μόλυνση είναι αναγκαίο τουλάχιστον 12 ώρες 100% σχετική υγρασία, ενώ το άριστο για την ανάπτυξη της ασθένειας είναι 24-27oC. Η περίοδο επώασης είναι 24 ώρες.
Η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση γίνεται με τη χρήση ανθεκτικών ποικιλιών. Οι κατάλληλες, επίσης, καλλιεργητικές εργασίες βοηθούν στο να αποφεύγονται οι προσβολές, εφόσον αυτές εξαρτώνται απολύτως από τις συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Πιο πρώιμη σπορά π.χ. σε περιοχές που εμφανίζεται προσβολή σε ευπαθές στάδιο του φυτού ή αλλαγή του τρόπου αρδεύσεως σε αρδευόμενες περιοχές κτλ. Η χρήση του mancozeb με 4 ψεκασμούς ανά 7-10 ημέρες είναι πολύ αποτελεσματική. Άλλα αποτελεσματικά μυκητοκτόνα είναι το zineb και το ziram.
Βερτισσιλίωση
Η ασθένεια έχει επισημανθεί στην Ολλανδία, στις Η.Π.Α. και στο Βέλγιο. Η βερτισσιλίωση είναι εξαπλωμένη στην εύκρατη ζώνη όπου προσβάλλει πάρα πολλά φυτά καλλιεργούμενα και μη. Στα ζαχαρότευτλα δεν προκαλεί ζημιές μεγάλου οικονομικού συμφέροντος. Τα εξωτερικά φύλλα του ρόδακα μαραίνονται και ξηραίνονται. Μερικές φορές μπορεί να παρατηρηθεί παραμόρφωση και καχεξία των φύλλων της καρδιάς. Συχνά τα συμπτώματα εμφανίζονται στο μισό φύλλο (έλασμα και μίσχο). Στα τεύτλα σποροπαραγωγής μπορεί να ξεραθούν σημαντικά τμήματα του φυτού. Σε εγκάρσια τομή της ρίζας φαίνεται κάποιος αριθμός μεταχρωματισμένων αγγειακών δεσμίδων.
Η ασθένεια αυτή οφείλεται σε ένα μύκητα τον Verticillium albo-atrum που αναπτύσσεται στα αγγεία, προκαλώντας την απόφραξή τους. Πρόκειται για αδρομύκωση. Η προσβολή μόνο ορισμένων αγγείων είναι η αιτία που τα συμπτώματα δεν είναι γενικευμένα, αλλά εμφανίζονται σε ορισμένα φύλλα. Η μόλυνση του τεύτλου γίνεται από το έδαφος όπου διατηρείται ο μύκητας. Κακή δομή και συνθήκες ασφυξίας στο έδαφος ευνοούν την εκδήλωση ζημιών.
Για την καταπολέμηση βερτισιλλίωσης συστήνεται η καλλιέργεια ανθεκτικών ποικιλιών. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά την ευπάθεια τους στην βερτισιλλίωση. Η καλλιέργεια πολύ ευπαθών ποικιλιών πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγεται στις περιπτώσεις αγρών με ιστορικό βερτισιλλίωσης. Ένας δεύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η εφαρμογή αμειψισποράς. Το μόλυσμα μπορεί να ελαττωθεί σημαντικά σε σχετικά μικρό διάστημα 4-6 χρόνια, αλλά εν τούτοις και πάλι ο μεγάλος αριθμός ξενιστών καθιστούν πολύ δύσκολη την εξεύρεση ανθεκτικών ειδών για την αμειψισπορά.
Μαλακή σήψη
Στις εύκρατες περιοχές, όπου η καλλιέργεια δεν αρδεύεται ή αρδεύεται λίγο, η ασθένεια δεν αποτελεί πρόβλημα. Στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Θεσσαλίας, όπου συνδυάζονται οι παράγοντες υψηλή θερμοκρασία και πλούσια άρδευση, μπορεί να συμβούν σοβαρές ζημιές. Είναι δύσκολο να εντοπισθούν τα προσβεβλημένα φυτά πριν προχωρήσει πολύ η σήψη των ριζών. Οι αγγειώδεις δέσμες των προσβεβλημένων από την ασθένεια ριζών νεκρώνονται ή μεταχρωματίζονται. Γύρω από τα αγγεία αυτά αναπτύσσεται μια σήψη χρώματος ροζ ως καστανοκόκκινη, που στην συνέχεια καταλαμβάνει ολόκληρη τη ρίζα. Καστανόχρωμες αλλοιώσεις μπορεί ακόμη να εμφανιστούν και στους μίσχους. Οι προσβεβλημένες ρίζες μπορεί να γίνουν κούφιες εσωτερικά, χωρίς να προκληθεί θάνατος του φυτού.
Πολλά στελέχη του βακτηριδίου Erwinia carotovora μπορεί να προκαλέσουν τέτοιες ζημιές. Τα βακτήρια μπαίνουν στο φυτό από τραύμα και καταλαμβάνουν τις αγγειώδεις δέσμες της ρίζας και των μίσχων. Η ασθένεια εκδηλώνεται εντονότερα και συχνότερα σε εδάφη με κακή στράγγιση και υπεράρδευση. Μετά την συγκομιδή, οποιαδήποτε πληγή μπορεί να επιφέρει βακτηριακές σήψεις στα σιλό. Υψηλές θερμοκρασίες, 25–30oC, ευνοούν την ανάπτυξη τέτοιων βακτηριώσεων.
Πολλά στελέχη του βακτηριδίου Erwinia carotovora μπορεί να προκαλέσουν τέτοιες ζημιές. Τα βακτήρια μπαίνουν στο φυτό από τραύμα και καταλαμβάνουν τις αγγειώδεις δέσμες της ρίζας και των μίσχων. Η ασθένεια εκδηλώνεται εντονότερα και συχνότερα σε εδάφη με κακή στράγγιση και υπεράρδευση. Μετά την συγκομιδή, οποιαδήποτε πληγή μπορεί να επιφέρει βακτηριακές σήψεις στα σιλό. Υψηλές θερμοκρασίες, 25–30oC, ευνοούν την ανάπτυξη τέτοιων βακτηριώσεων.
Βακτηριακή κηλίδωση
Η ασθένεια προέρχεται από τις Η.Π.Α. Υπάρχει στην Κεντρική Ευρώπη εδώ και μερικές δεκαετίες και τον τελευταίο καιρό άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο συχνή στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι παρυφές των φύλλων κιτρινίζουν και έπειτα νεκρώνονται. Η νέκρωση επεκτείνεται στο εσωτερικό του ελάσματος, ιδιαίτερα κατά μήκος των νεύρων, σχηματίζοντας μαύρες κηλίδες. Τα νεκρωμένα τμήματα θρυμματίζονται, δίνοντας στο φύλλο δαντελωτή όψη. Τα συμπτώματα εξαφανίζονται γρήγορα, αποτέλεσμα που περιορίζει τις ζημιές.
Τα παραπάνω συμπτώματα οφείλονται στο βακτήριο Pseudomonas syringae pv. aptata. Αναπτύσσεται ιδιαίτερα σε υγρές συνθήκες και γενικά μετά τον σχηματισμό πληγών στα φυτά. Οι καστανές και οι μαύρες κηλίδες που εμφανίζονται, μπορεί να μπερδευτούν με τα συμπτώματα της κερκοσπορίασης.
Η ασθένεια δεν χρειάζεται κάποιους χειρισμούς ώστε να αντιμετωπισθεί, γιατί όταν επικρατεί ξηρασία και ζέστη και οι διάφορες πληγές των φυτών επουλωθούν, τα συμπτώματα από μόνα τους εξαφανίζονται. Απομάκρυνση και καταστροφή των φυτικών υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας, χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου, αραιή φύτευση, και αποφυγή άρδευσης με
Ριζομανία
Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε όλες τις χώρες. Στη χώρα μας εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Γιάννουλη της Λάρισας το 1972. Στην περιοχή αυτή περιορίστηκε μέχρι το 1977, αλλά γρήγορα μετά εξαπλώθηκε σε όλες τις τευτλοπαραγωγικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Όπως δείχνει και το όνομα, το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ιολογικής αυτής ασθένειας είναι τα πολυάριθμα ριζίδια πάνω στην κύρια ρίζα. Η ρίζα του τεύτλου παραμένει μικρή και παρουσιάζει ένα σαφές στένεμα στην άκρη. Στην κύρια βλαστική περίοδο το φύλλωμα έχει την τάση να μαραίνεται γρηγορότερα όταν επικρατεί ξηρασία. Στην αρχή του καλοκαιριού τα φύλλα ζαρώνουν και παρουσιάζουν κιτρινωπούς μεταχρωματισμούς κατά μήκος των νεύρων. Τα συμπτώματα αυτά στα φύλλα δεν παρουσιάζονται πάντοτε. Σε τομή της κύριας ρίζας εμφανίζεται μεταχρωματισμός των αγγειωδών δεσμίδων. Οι ζημιές που προκαλούνται από αυτή την ασθένεια είναι πολύ σοβαρές, και υπάρχει περίπτωση ολοκληρωτικής καταστροφής (σάπισμα) των τεύτλων. Ανάλογα με την πρωιμότητα της προσβολής, την ένταση και τις συνθήκες που ακολουθούν, προκαλείται μείωση του ζαχαρικού τίτλου και του βάρους των τεύτλων σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό. Σε όψιμες προσβολές και με δροσερό καιρό οι ζημιές μπορεί να είναι χαμηλές.
Την ασθένεια την προκαλεί ο ιός beet necrotic yellow vein virus (BNYVV). Είναι RNA ιός, ραβδόμορφος με τετραμερές γένωμα. Είναι μέλος της ομάδας Furovirus. Έχουν περιγραφεί 20 απομονώσεις του ιού με στενή ορολογική συγγένεια. Ο ιός προσβάλλει όλες τις ποικιλίες των ζαχαροτεύτλων, κτηνοτροφικών και λαχανοκομικών τεύτλων, του σπανακιού καθώς και μερικά άλλα είδη της οικογένειας Chenopodiaceae. Ο ιός μεταδίδεται με τα ζωοσπόρια του μύκητα Polymyxa betae Keskin (Plasmodiophorales). Ο Polymyxa betae είναι υποχρεωτικό παράσιτο των επιδερμικών κυττάρων των ριζών φυτών της οικογένειας Chenopodiaceae. Στα υπνοσπόρια του μύκητα ο ιός διατηρεί την μολυσματικότητά του για τουλάχιστον 7–10 χρόνια. Η εξέλιξη της ριζομανίας στον αγρό ευνοείται από υψηλή σχετική υγρασία, θερμοκρασία 20–25oC και pH εδάφους 7–8. Από περιοχή σε περιοχή η διασπορά της ασθένειας γίνεται με μεταφορά μολυσμένου χώματος, κυρίως με τα καλλιεργητικά εργαλεία. Δεν έχει αναφερθεί μέχρι στιγμής μετάδοση του ιού με σπόρο.
Ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος για την αντιμετώπιση της ασθένειας, αφού ο ιός παραμένει μολυσματικός στα υπνοσπόρια του μύκητα για αρκετά χρόνια, είναι η χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών. Ανθεκτικότητα στον BNYVV και στο μύκητα φορέα βρέθηκε σε άγρια είδη του γένους Βeta καθώς και σε ορισμένες σειρές καλλιεργούμενων τεύτλων. Ανθεκτικές ποικιλίες είναι η Rizor, η Doria, η Rival, η Europa κλπ. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος για την εξάλειψη του ιού από το έδαφος είναι η απολύμανση. Η χρήση διχλωροπροπανίου, dazomet έχουν φέρει καλά αποτελέσματα αλλά το κόστος είναι αρκετά υψηλό και ακόμη υπάρχει ο κίνδυνος επαναμόλυνσης. Τέλος δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και τα καλλιεργητικά μέτρα όπως αμειψισπορά 4–6 ετών, αποφυγή υπερβολικών αρδεύσεων, καλή στράγγιση και ισοπέδωση των αγροτεμαχίων, αποφυγή κατεργασίας και συμπίεσης του εδάφους όταν είναι υγρό.
Ίκτερος
Το 1970 παρατηρήθηκε στην περιοχή της Λάρισας με ιδιαίτερα ένταση, και το 1975 και 1976 στην περιοχή των Σερρών με επίσης σημαντική επίπτωση. Τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να δημιουργεί ανησυχητικά προβλήματα επειδή συνήθως εμφανίζεται σε μικρό αριθμό φυτών. Οι απώλειες από τον ίκτερο μπορεί να φθάσουν το 30–40% της παραγωγής και οφείλονται τόσο στη μείωση του ζαχαρικού τίτλου, όσο και στην υποβαθμισμένη καθαρότητα του παραγόμενου χυμού, που κάνουν δύσκολη την εξαγωγή της ζάχαρης. Στα τεύτλα σποροπαραγωγής, επηρεάζει σοβαρά της αποδόσεις αλλά και την ποιότητα του παραγομένου σπόρου.
Τα αρχικά συμπτώματα εμφανίζονται 5–12 ημέρες μετά την μόλυνση με την μορφή της διαφανούς λεύκανσης ή κιτρινίσματος των νεύρων των νεαρών φύλλων. Ο χρόνος επώασης, ανάλογα με την ηλικία των φυτών κατά την μόλυνση, κυμαίνεται από 3-9 εβδομάδες και μειώνεται αυξανόμενης της θερμοκρασίας. Μετά την λεύκανση των νευρώσεων ολόκληρο το έλασμα των φύλλων γίνεται κίτρινο, παχύτερο, δερματώδες και εύθραυστο. Η αύξηση του πάχους του μεσόφυλλου οφείλεται σε υπερτροφία των κυττάρων. Σε μερικές περιπτώσεις, μικρές, ημιδιαφανείς κηλίδες μεγέθους κεφαλής καρφίτσας εμφανίζονται στα φύλλα που πλησιάζουν την ωρίμανση, ενώ μικρές νεκρωτικές κηλίδες, μερικές φορές κοκκινωπές ή καστανές, εμφανίζονται στα παλαιά κίτρινα φύλλα. Ο συνδυασμός νεκρωτικών κηλίδων και ίκτερου συχνά δίνει στα φύλλα την όψη μπρούτζου. Οι νεκρωτικές κηλίδες και οι μεγάλες νεκρωτικές περιοχές διαφοροποιούν τις μολύνσεις του BYV από άλλους ιούς που σχετίζονται με το σύμπλοκο του ίκτερου.
Ο ιός του ίκτερου των τεύτλων ανήκει στο γένος Closterovirus. Το σημείο αδρανοποίησης του ιού είναι περίπου 55oC και η οριακή αραίωση μέχρι 10-4 ανάλογα με τον ξενιστή, ενώ η μολυσματικότητα του ιού διατηρείται τουλάχιστον ένα χρόνο στους – 20oC. Το εύρος ξενιστών του ιού είναι σχετικά μέτριο. Παρότι έχουν βρεθεί ευπαθή είδη τουλάχιστον 15 οικογενειών δικοτυλήδονων φυτών, οι περισσότεροι ξενιστές ανήκουν σε τέσσερις οικογένειες: Amarathaceae, Aizoaceae, Caryophyllaceae και κυρίως Chenopodiaceae. Στον αγρό ο ιός προσβάλλει όλα τα είδη του γένους Beta καλλιεργούμενα και μη, ορισμένα ζιζάνια όπως το Stellaria media, και άγρια είδη της οικογένειας Chenopodiaceae. Τα ζιζάνια Atriplex patula, Chenopodium album και Portulaca oleraceae βρέθηκαν ευπαθή στον ιό μόνο στο εργαστήριο και συνεπώς ο ρόλος τους στην επιδημιολογία του ιού παραμένει άγνωστος. Από τις πηγές αυτές, ο ιός εξαπλώνεται με περισσότερα από 25 είδη αφίδων, από τα οποία τα Aphis fabae και Myzus persicae είναι οι πιο αποτελεσματικοί φορείς. Όλα τα στάδια των αφίδων μεταδίδουν τον ιό, αλλά τα ενήλικα άτομα είναι πιο αποτελεσματικοί φορείς.
Λαμβάνοντας υπόψη τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του ιού, συνιστώνται τα παρακάτω μέτρα:
- Εγκατάσταση των ζαχαροτεύτλων σε απόσταση από καλλιέργειες σποροπαραγωγής.
- Σε άλλες χώρες σημαντική πηγή μόλυνσης αποτελούν οι χώροι διατήρησεις των κτηνοτροφικών τεύτλων. Καλλιέργειες ζαχαρότευτλων που βρήσκονται σε μικρές αποστάσεις από τους χώρους αυτούς συνήθως εμφανίζουν υψηλό ποσοστό μόλυνσης. Γι΄αυτό είναι απαραίτητη η αφαίρεση της βλάστησης των ριζομάτων των κτηνοτροφικών τεύτλων με κοπή ή καταστροφή με χημικές ουσίες.
- Συστηματική καταπολέμηση των ζιζανίων μέσα και περιμετρικά των αγρών. Ορισμένα από αυτά είναι ευπαθή στον ιό και αποτελούν πηγές μόλυνσης.
- Καταπολέμηση των αφίδων.
- Η επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών ζαχαροτεύτλων έχει διερευνηθεί στην Αμερική και στην Ευρώπη από την δεκαετία του ΄60. Διάφορες ποικιλίες βρέθηκαν να εμφανίζουν ανεκτικότητα στη μόλυνση του ιού, αλλά περιέχουν χαμηλά ποσοστά ζάχαρης.
Μωσαϊκό
Η ασθένεια αυτή είναι διαδομένη στις περισσότερες χώρες καλλιέργειας ζαχαρότευτλων και ιδιαίτερα της εύκρατης ζώνης. Πρόσφατα επισημάνθηκε και στην χώρα μας. Αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, κυρίως όταν τα τεύτλα σποροπαραγωγής και τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται στις ίδιες περιοχές, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες επιτρέπουν τη διαχείμανση των μολυσμένων φυτών ξενιστών και όταν στις περιοχές τευτλοκαλλιέργειας ενδημούν άγρια είδη του γένους Beta. Σε κάθε περίπτωση το μωσαïκό έχει μικρότερες επιπτώσεις από εκείνες της ριζομανίας και του ίκτερου. Αναφέρεται ότι ακόμη και στις σοβαρότερες περιπτώσεις οι απώλειες σε παραγωγή ζάχαρης δεν ξεπερνούν το 10%.
Εκδηλώνεται αρχικά με αποχρωματισμό των νεύρων στα νεαρά φύλλα, ενώ στα σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας εμφανίζεται μωσαïκό, που αποτελείται από περιοχές ανοιχτού και σκοτεινού πράσινου χρώματος. Μερικές φορές εμφανίζονται ζώνες σκοτεινού πράσινου χρώματος ανάμεσα στα νεύρα. Τα φυτά έχουν μειωμένη ανάπτυξη.
Ο ιός του μωσαïκού των τεύτλων, ο οποίος ανήκει στο γένος Potyvirus και στην οικογένεια Potyviridae, έχει νηματοειδή σωματίδια. Σε χυμό ζαχαρότευτλων το σημείο θερμικής αδρανοποίησης είναι μεταξύ 55-60oC, και η μολυσματικότητα διατηρείται για 2–4 ημέρες στους -20oC τουλάχιστον για ένα χρόνο. Το εύρος των ξενιστών του ιού είναι μέτριο. Οι περισσότεροι ξενιστές ανήκουν στις οικογένειες Chenopodiaceae, Solanaceae και Leguminosae, ενώ είδη δέκα άλλων οικογενειών είναι επίσης ευπαθή στον ιό. Στην Μεγάλη Βρετανία οι έρευνες κατά την περίοδο 1940 -50 έδειξαν ότι σοβαρές προσβολές παρατηρούνται κυρίως στα αγροτεμάχια που βρίσκονταν κοντά σε καλλιέργεια τεύτλων σποροπαραγωγής. Αυτά μαζί με τα άγρια τεύτλα αποτελούν τις κυριότερες πηγές του ιού, αν και άλλα ζιζάνια, όπως τo Chenopodium album, Stellaria media και Papaver rhoeas, βρέθηκαν ευπαθή στον ιό. Σε πρόσφατη μελέτη στη χώρα μας, τα ζιζάνια Galium aparine, Fumaria officinalis, Bilderdykia convulvulus, Heliotropium europaeum, Amaranthus spp. φιλοξενούσαν τον ιό. Τα πιο κοινά ευπαθή στον ιό ζιζάνια ανήκαν στην οικογένεια Papaveraceae. Στον αγρό ο ιός μεταδίδεται με μη έμμονο τρόπο από τουλάχιστον 32 είδη αφίδων. Ο ελάχιστος χρόνος για την πρόσληψη του ιού από το Μ.persicae είναι λίγα δευτερόλεπτα. Τα είδη Aphis fabae και M.persicae θεωρούνται οι πιο αποτελεσματικοί φορείς. Ο μη- έμμονος τρόπος μετάδοσης περιορίζει συνήθως την διασπορά του ιού σε μικρή ακτίνα γύρω από τα μολυσμένα φυτά.
Η απομόνωση των τεύτλων σποροπαραγωγής από καλλιέργειες ζαχαρότευτλων φαίνεται να είναι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση του ιού. Απόσταση τουλάχιστον 2 χιλιόμετρα φαίνεται να είναι αρκετά ικανοποιητική. Στην Μεγάλη Βρετανία η εφαρμογή του μέτρου αυτού έδωσε πολύ καλά αποτελέσματα εκτός από τις περιοχές όπου υπήρχαν άγρια είδη τεύτλων. Επιπλέον η πρώιμη καταστροφή των άγριων τεύτλων που βρίσκονται κοντά σε πρόσφατα εγκατεστημένες καλλιέργειες συμβάλλει επίσης στην μείωση των προσβολών από τον ιό.
Ιός του μωσαϊκού της αγγουριάς
Παρατηρείται κυρίως σε αγροτεμάχια ζαχαροτεύτλων που γειτονεύουν με ευπαθείς στον ιό ξενιστές των οικογενειών Cucurbitaceae και Solanaceae. Στην χώρα μας δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στην τευτλοκαλλιέργεια. Τα φύλλα των νεαρών φυτών εμφανίζουν ποικιλοχλώρωση με κηλίδες διάφορων σχημάτων και μεγεθών. Με την εξέλιξη της ασθένειας η ποικιλοχλώρωση επεκτείνεται, ενώ παρουσιάζεται μικροφυλλία και παραμόρφωση με νανισμό του φυτού. Μερικές απομονώσεις του ιού προκαλούν στα φύλλα που μολύνθηκαν μηχανικά με χυμό ή με αφίδες, χλωρωτικές κηλίδες. Στην συνέχεια, το μέγεθος των κηλίδων αυξάνεται και ο ιός μολύνει το φυτό διασυστηματικά. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για την διάδοση του ιού σε αγροτεμάχια τεύτλων και για τις επιπτώσεις του στην καλλιέργεια. Είναι πολύ πιθανό τα μολύσματα να προέρχονται από ευπαθή καλλιεργούμενα και αυτοφυή είδη, διότι ο ιός δε μεταδίδεται με το σπόρο των τεύτλων. Αντίθετα, η επιδημική εμφάνιση της ασθένειας οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη υψηλών πληθυσμών αφίδων σε ζιζάνια ξενιστές του ιού και στην μετακίνηση ιοφόρων φτερωτών ατόμων προς τις τευτλοκαλλιέργειες, ιδιαίτερα μετά την ξήρανση των ζιζανίων.
Το υπεύθυνο παθογόνο είναι ένας σφαιρικός ιός που ανήκει στο γένος Cucumovirus της οικογένειας Bromoviridae. Το εύρος των ξενιστών του ιού είναι αρκετά μεγάλο και περιλαμβάνει περισσότερα από 191 είδη, που ανήκουν σε 40 οικογένειες. Πηγές του ιού αποτελούν μολυσμένα φυτά διάφορων καλλιεργούμενων φυτικών ειδών ( αγγουριά, πιπεριά, κολοκυθιά ) και ζιζανίων, όπως Amaranthus retroflexus, Chenopodium album, Datura stramonium, και Stellaria media. Η διάδοση του ιού στηρίζεται συνήθως σε πολυετή ζιζάνια, ενώ αξιόλογες πηγές μόλυνσης αποτελούν τα καλλιεργούμενα και αυτοφυή φυτά που προέρχονται από μολυσμένους σπόρους. Μετάδοση του ιού με σπόρο ζαχαρότευτλου δεν έχει γίνει αλλά έχει αναφερθεί σε σπόρο κολοκυθιάς, φασολιάς και ορισμένων ζιζανίων. Στον αγρό η εξάπλωση του ιού γίνεται με περισσότερα από 75 είδη αφίδων με μη έμμονο τρόπο ( η πρόσληψη και η μετάδοση του ιού γίνεται σε χρόνο λίγων λεπτών ), ενώ οι αφίδες παραμένουν ιοφόρες μέχρι και τέσσερις ώρες. Όλα τα στάδια των αφίδων μεταδίδουν τον ιό, αλλά στον αγρό κυρίαρχο επιδημιολογικό ρόλο παίζουν τα ενήλικα φτερωτά άτομα. Ο ρυθμός εξάπλωσης του ιού συσχετίζεται άμεσα με την πληθυσμιακή διακύμανση των πτερωτών αφίδων-φορέων.
Η καταπολέμηση των ζιζανίων που περιβάλλουν τις τευτλοκαλλιέργειες, η καταπολέμηση των αφίδων καθώς και η αποφυγή της γειτονίασης με ευπαθείς καλλιέργειες αποτελούν το πλέον αποτελεσματικό μέτρο αντιμετώπισης του ιού.
Κατσαρή κορυφή
Η ασθένεια παρουσιάζεται κυρίως στις Δυτικές Η.Π.Α., όπου προκάλεσε πολύ σοβαρές καταστροφές στις αρχές του αιώνα. Η εισαγωγή ανθεκτικών ποικιλιών συνετέλεσε στο σημαντικό περιορισμό της ασθένειας. Παρ’ όλα αυτά η ασθένεια εξακολουθεί να εμφανίζεται στη Βόρεια Αμερική και να προξενεί τοπικά σοβαρές ζημιές μερικές χρονιές. Έχει διαπιστωθεί ακόμη στην Τουρκία, στη Βόρεια Αφρική και σε μερικές περιοχές της Ευρώπης με κλίμα ημιξηρικό.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται λίγες ημέρες μετά την μόλυνση. Τα φύλλα της καρδιάς έχουν διαφανή νεύρα, συστρέφονται και παρουσιάζουν επιφάνεια ανώμαλη με ελαφρές προεξοχές. Τα φύλλα που παρουσιάζονται στην συνέχεια έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά συμπτώματα και τα νεύρα εξέχουν πολύ και εμφανίζουν ανομοιόμορφες εξογκώσεις. Τα φυτά παραμένουν νάνα και συχνά νεκρώνονται, όταν η προσβολή γίνεται στο στάδιο των νεαρών φυτών. Σε τομή της ρίζας παρατηρείται μαύρισμα των αγγειωδών δεσμίδων. Οι ζημιές μπορεί να είναι σημαντικές και να φθάνουν μέχρι την πλήρη καταστροφή της φυτείας.
Το παθογόνο είναι ιός, σχήματος σφαιρικού, που προσβάλει επίσης άλλες καλλιέργειες, όπως τομάτες, φασολιά και κολοκυνθοειδή. Τα σωματίδια του ιού αυτού βρίσκονται αποκλειστικά στα αγγεία του ξύλου, μέσα στα οποία μετακινούνται και αναπτύσσονται, καταλαμβάνοντας γρήγορα ολόκληρο το φύλλο. Προκαλείται νέκρωση των αγγείων (μεταχρωματισμός) και ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων που τα περιβάλλουν, γι’ αυτό τα νεύρα εξέχουν. Οι άλλοι ιστοί του φυτού δεν προσβάλλονται. Η μετάδοση του ιού γίνεται από ένα τζιτζικάκι (Circulifer tenellus Baker). Το έντομο μπορεί να μολυνθεί και να μεταδώσει τον ιό πολύ γρήγορα. Το χειμώνα ο ιός διατηρείται στα φυτά ξενιστές που είναι πολλά και ποικίλα.
Η εισαγωγή ανθεκτικών ποικιλιών συνετέλεσαν στο σημαντικό περιορισμό της ασθένειας. Όμως, εκτός από τις νέες ποικιλίες για την αντιμετώπιση της ασθένειας πρέπει να γίνεται και καταπολέμηση του εντόμου που μεταδίδει τον ιό. Τέλος θα πρέπει να καταστρέφονται και τα φυτά ξενιστές που βρίσκονται κοντά στον αγρό που θα χρησιμοποιηθεί για τευτλοκαλλιέργεια.
Τροφοπενία αζώτου
Το φύλλωμα εμφανίζεται ομοιόμορφα ωχροπράσινο και έπειτα κίτρινο. Τα συμπτώματα αυτά εκδηλώνονται πρώτα στα εξωτερικά φύλλα, τα οποία μαραίνονται και ξεραίνονται πρόωρα. Το έλασμα των νεοσχηματισμένων φύλλων είναι στενόμακρο και οι μίσχοι μακριοί. Το φύλλωμα στο σύνολό του εμφανίζεται πολύ όρθιο. Η τροφοπενία αυτή μπορεί εύκολα και γρήγορα να διορθωθεί, στα πρώτα στάδια ανάπτυξης της φυτείας, με εφαρμογή νιτρικού αζώτου. Εάν όμως μεταξύ εκδηλώσεως της τροφοπενίας και εφαρμογής του αζωτούχου λιπάσματος μεσολαβήσει διάστημα μερικών εβδομάδων, οι οικονομικές συνέπειες δεν αποφεύγονται.
Τροφοπενία ασβεστίου
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα νεαρά φύλλα, τα οποία ζαρώνουν, παραμορφώνονται και συστρέφονται. Σε περίπτωση έντονης τροφοπενίας το έλασμα γίνεται πολύ μικρό και συνήθως νεκρώνεται, σε σημείο που το φύλλο να αποτελείται μόνο από το μίσχο, ο οποίος καταλήγει σε νεκρωμένους ιστούς. Όταν η τροφοπενία είναι σοβαρή και μακράς διάρκειας, τα μεριστώματα της καρδιάς του τεύτλου καταστρέφονται και σχηματίζονται πλάγιες εκβλαστήσεις. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να προσβληθεί και η ρίζα, παρουσιάζοντας μαύρισμα των αγωγών και ανάσχεση στην ανάπτυξη. Τα φυτά στον αγρό παραμένουν μικρά, καχεκτικά, συχνά κιτρινωπά και επιπλέον εκδηλώνουν φαινόμενα φυτοτοξικότητας από περίσσεια διαφόρων μεταλλικών αλάτων, όπως άλατα του μαγγανίου. Η αντιμετώπιση αυτής της τροφοπενίας γίνεται με ασβέστωση του αγρού με ασβεστοΰλη που διανέμεται δωρεάν από τα εργοστάσια της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης ΑΕ προς τους παραγωγούς.
Τροφοπενία βορίου
Η τροφοπενία βορίου έχει παρατηρηθεί κυρίως στις περιοχές Ξάνθης και Ορεστιάδας. Η έλλειψη βορίου προκαλεί τη σήψη της καρδιάς και την ξηρά σήψη. Παρατηρείται συνήθως στα ελαφρά αμμώδη εδάφη υγρών περιοχών καθώς επίσης σε πολύ ασβεστούχα εδάφη ή σε εκείνα με υψηλό ρH. Τα συμπτώματα αρχίζουν να εμφανίζονται από το Μάιο στα παλιά φύλλα, κυρίως κάτω από συνθήκες ξηρασίας. Τα φύλλα εμφανίζουν χαρακτηριστικό κάψιμο στην πάνω επιφάνεια και καρουλιάζουν ελαφρώς. Κατόπιν παρατηρείται μαύρισμα της καρδιάς και καταστροφή των νέων φύλλων.
Η αντιμετώπιση της τροφοπενίας γίνεται προληπτικά με την ενσωμάτωση βόρακος με τη βασική λίπανση σε ποσότητα 2-6 kg/στρέμμα, είτε χρησιμοποιώντας βοριούχες ενώσεις για τον ψεκασμό του φυλλώματος, όπως SOLUBOR 1%, σε ποσότητα 40 λίτρα διαλύματος / στρέμμα. Ο ψεκασμός αυτός δίνει άμεσα αποτελέσματα. Ενδέχεται να επαναληφθεί ο ψεκασμός μετά το δεκαπενθήμερο περίπου, μπορεί δε να γίνει ένας συνδυασμός και με ψεκασμούς που γίνονται για την καταπολέμηση της. κερκόσπορας.
Τροφοπενία μαγγανίου
Εκδηλώνεται γενικά την άνοιξη και χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών κηλίδων λίγο ή πολύ έντονων κίτρινου χρώματος επάνω στο έλασμα των φύλλων. Αυτή η χλώρωση μπορεί να καταλάβει ολόκληρο το έλασμα που γίνεται κίτρινο με τα νεύρα ωχροπράσινα. Στην συνέχεια σχηματίζονται στο φύλλο πολλές νεκρωτικές άσπρες κηλίδες, στην αρχή διάσπαρτες και αργότερα συνενούμενες. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις καθυστερεί η ανάπτυξη του φυτού και η στάση του είναι όρθια. Οι μίσχοι είναι πολύ μακρουλοί και κάθετοι και οι άκρες των φύλλων συστρέφονται προς το εσωτερικό. Οι τροφοπενίες μαγγανίου παρατηρούνται κυρίως σε εδάφη που παρουσιάζουν υψηλό pH (πάνω από 7,5), είναι πλούσια σε οργανική ουσία ή εμπλουτισμένα με πάρα πολύ κοπριά. Η τροφοπενία του μαγγανίου αντιμετωπίζεται με διαφυλλική εφαρμογή θειϊκού μαγγανίου ή των πιο αφομοιώσιμων χημικών ενώσεων του ιχνοστοιχείου αυτού, με αποτέλεσμα να έχουμε ταχεία εξαφάνιση των συμπτωμάτων και πλήρη αποκατάσταση της φυτείας.
Τροφοπενία μαγνησίου
Εκδηλώνεται με κιτρινίσματα των φύλλων μεταξύ των νεύρων που εμφανίζονται πρώτα στην περιφέρεια του πάνω μέρους του ελάσματος. Οι κίτρινες ζώνες παρουσιάζουν ένα περίγραμμα που τις διαχωρίζει από τα πράσινα ακόμη μέρη. Η τροφοπενία μαγνησίου μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η ανεπαρκή περιεκτικότητα του εδάφους στο στοιχείο αυτό, πράγμα που μπορεί να βρεθεί με ανάλυση και ο δεύτερος η διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ μαγνησίου και άλλων ανταγωνιστικών στοιχείων, όπως καλίου και ασβεστίου. Τα όξινα εδάφη, η κακή δομή του εδάφους και η υπερβολική υγρασία ευνοούν επίσης την εμφάνιση αυτής της τροφοπενίας. Η εφαρμογή θειϊκού μαγνησίου κατά την διάρκεια της βλαστικής περιόδου μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην εξαφάνιση των συμπτωμάτων, αλλά κανονικά πρέπει να εφαρμόζεται διορθωτική λίπανση στις πιο ευαίσθητες περιοχές. Τα φτωχά σε μαγνήσιο εδάφη θα πρέπει να δέχονται λιπάσματα μαγνησίου, ενώ στις άλλες περιπτώσεις να γίνεται τέτοια λίπανση, ώστε να αποκαθίσταται η ορθή ισορροπία μεταξύ των στοιχείων.
Τροφοπενία φωσφόρου
Η τροφοπενία αυτή δύσκολα αναγνωρίζεται και πρέπει να επιβεβαιωθεί με αναλύσεις φύλλων και εδάφους. Το φύλλωμα παίρνει χρώμα βαθύ πράσινο και παρουσιάζει στο τέλος της βλαστικής περιόδου τομείς χρώματος καστανού ή κοκκινωπού. Οι ρίζες επίσης επηρεάζονται από την έλλειψη φωσφόρου και παρουσιάζουν έντονη έκφυση ξυλωδών δευτερευουσών ριζών. Στα νεαρά φυτά οι κοτυληδόνες και τα πρώτα φύλλα έχουν χρώμα πράσινο βαθύ και αναπτύσσονται πολύ αργά. Σε περίπτωση σοβαρής τροφοπενίας, οι κοτυληδόνες ξεραίνονται και αυξάνεται η ευαισθησία του φυτού στις προσβολές τήξεων. Οι τροφοπενίες φωσφόρου προκαλούνται συχνότερα σε πολύ όξινα εδάφη, όπου ο φώσφορος βρίσκεται σε μορφή δυσδιάλυτη και μερικές φορές σε πολύ ασβεστούχα εδάφη, όπου τα λιπάσματα γρήγορα γίνονται αδιάλυτα.
Η τροφοπενία φωσφόρου δύσκολα διορθώνεται μετά την εκδήλωσή της, γι’ αυτό πρέπει να εφαρμόζεται πριν την σπορά ένα ορθολογισμένο πρόγραμμα φωσφορικής λίπανσης, βασισμένο στην ανάλυση του εδάφους. Στην χώρα μας η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, πριν από την σπορά των τευτλαγρών, κάνει ανάλυση των εδαφών και δίνει σε κάθε παραγωγό ένα πρόγραμμα λίπανσης.
Κουσκούτα
Πρόκειται για ιδιόμορφο φυτό που δεν έχει ρίζες ούτε φύλλα και προσκολλάται πάνω στους βλαστούς άλλων φυτών για να εξασφαλίσει την απαραίτητη στήριξη και τον εφοδιασμό με νερό, θρεπτικά στοιχεία και έτοιμα προϊόντα φωτοσύνθεσης. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά είδη του γένους Cuscuta (C. campestris, C. australis, C. europea κ.ά.) που κατά περιοχές δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα σχεδόν σε όλες τις καλλιεργούμενες εκτάσεις με τεύτλα. Οι ζημίες που προκαλεί αναφέρονται κυρίως στην μείωση του βάρους των ριζών, ενώ ο ζαχαρικός τίτλος επηρεάζεται λιγότερο. Οι απώλειες ποικίλουν από έτος σε έτος και εξαρτώνται από το χρόνο εμφάνισης της κουσκούτας (πρώιμη – όψιμη προσβολή) και από την φύση του εδάφους. Οι ζημίες είναι μεγαλύτερες σε χαμηλής και μέσης γονιμότητας εδάφη και σημειώνονται κατά τα έτη με πρώιμη εμφάνιση του παρασίτου και με έντονο ξηροθερμικό καλοκαίρι.
Οι βλαστοί είναι λεπτοί σαν νήματα, λείοι, διακλαδισμένοι, σκούρου κίτρινου χρώματος και αναρριχώμενοι. Φέρουν ριζόμορφους μυζητήρες. Αντί για φύλλα φέρουν μικρά λέπια. Τα άνθη είναι λευκορόδινα και σχηματίζονται στις μασχάλες των λεπιών. Τα νεαρά φυτά αναρριχώνται με κυκλικές κινήσεις μέχρι να συναντήσουν το καλλιεργούμενο φυτοξενιστή. Σχηματίζουν τους μυζητήρες και προσκολλώνται στους βλαστούς του. Στη συνέχεια το κάτω τμήμα της κουσκούτας ξηραίνεται και παραμένει επάνω στο καλλιεργούμενο φυτό ζώντας από αυτό ως παράσιτο. Τα νεαρά φυτά μπορούν να ζήσουν χωρίς ξενιστή 10-20 ημέρες και να φθάσουν ύψος 8cm. Αν δεν συναντήσουν φυτό-ξενιστή πεθαίνουν. Η ρίζα τους είναι πασσαλώδη και βαθιά.
Η κουσκούτα πολλαπλασιάζεται με σπόρους που βλαστάνουν αργά την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι. Η βλάστηση των σπόρων της κουσκούτας πραγματοποιείται μόλις υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας στο έδαφος, ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη φυτών ξνιστών. Το ποσοστό βλάστησης των σπόρων είναι πολύ μικρό επειδή οι παραγόμενοι κάθε χρόνο σπόροι έχουν λήθαργο που διακόπτεται στο έδαφος αργά και με κλιμάκωση επί πολλά χρόνια. Η καταπολέμηση της κουσκούτας στην τευτλοκαλλιέργεια είναι αρκετά δύσκολή. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνονται κάποιες εργασίες όπως:
- Τήρηση της τετραετούς αμειψισποράς, ώστε να περιοριστεί σημαντικά το παράσιτο, με την προϋπόθεση βέβαια ότι μετά τα τεύτλα θα ακολουθήσουν καλλιέργειες που δεν προσβάλλονται (σιτάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι).
- Καταστροφή ζιζανίων που είναι προσβεβλημένα από την κουσκούτα όπως λουλούδια, αγριοντοματιά, βλήτο, κλπ. όσο το δυνατόν νωρίς, πριν δημιουργήσει σπόρους, οι οποίοι στη συνέχεια αναπαράγονται και έτσι επιβαρύνουν το χωράφι και για τα επόμενα χρόνια.
- Να αποφεύγεται η βοσκή των παρασιτισμένων τεύτλων, από αιγοπρόβατα, διότι αποτελούν σοβαρό κίνδυνο μεταφοράς των σπόρων με την κόπρο των σπόρων της κουσκούτας και σε άλλους αγρούς.
- Χημική καταπολέμηση : Γίνεται προφυτρωτικά με το ζιζανιοκτόνο Ethotumeste και μεταφυτρωτικά με το ΚΕΡΜΠ.
Βιβλιογραφία
- ↑ Οι ασθένειες των ζαχαρότευτλων, πτυχιακή εργασία του φοιτητή Παπαγεωργίου Κωνσταντίνου, Ηράκλειο 2005.