Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες πατάτας"
(2 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από ένα χρήστη δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
{{:Ασθένεια πατάτας Σκληρωτινίαση|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια πατάτας Σκληρωτινίαση|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας | + | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Δακτυλιωτή σήψη|∆ακτυλιωτή σήψη]]{{{top_heading|==}}} |
− | {{:Ασθένεια πατάτας | + | {{:Ασθένεια πατάτας Δακτυλιωτή σήψη|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} |
{{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Καστανή σήψη|Καστανή σήψη]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Καστανή σήψη|Καστανή σήψη]]{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
{{:Ασθένεια πατάτας Καστανή σήψη|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια πατάτας Καστανή σήψη|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
− | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Μελάνωση | + | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Μελάνωση λαιμού|Μελάνωση λαιµού]]{{{top_heading|==}}} |
− | {{:Ασθένεια πατάτας Μελάνωση | + | {{:Ασθένεια πατάτας Μελάνωση λαιμού|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} |
{{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Καρούλιασμα φύλλων|Καρούλιασμα φύλλων]]{{{top_heading|==}}} | {{{top_heading|==}}}[[Ασθένεια πατάτας Καρούλιασμα φύλλων|Καρούλιασμα φύλλων]]{{{top_heading|==}}} | ||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{:Ασθένεια πατάτας Ζημιές από ψύξη κονδύλων|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | {{:Ασθένεια πατάτας Ζημιές από ψύξη κονδύλων|top_heading={{{top_heading|==}}}=}} | ||
+ | |||
+ | <ref name="Βιολογική καλλιέργεια πατάτας στην Κρήτη"/>,<ref name="Η πατατοκαλλιέργεια στη Νάξο"/> | ||
+ | |||
+ | ==Βιβλιογραφία== | ||
+ | <references> | ||
+ | <ref name="Βιολογική καλλιέργεια πατάτας στην Κρήτη"> Βιολογική καλλιέργεια πατάτας στην Κρήτη, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Μπαμιεδάκη Μαρία, Ηράκλειο 2005. </ref> | ||
+ | <ref name="Η πατατοκαλλιέργεια στη Νάξο"> Η πατατοκαλλιέργεια στη Νάξο, πτυχιακή μελέτη της φοιτήτριας Λιοφάγου Δέσποινας, Ηράκλειο 2005. </ref> | ||
+ | </references> | ||
Γραμμή 67: | Γραμμή 75: | ||
[[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωργό::30| ]] | ||
[[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | [[πόσο αφορά σε γεωπόνο::30| ]] | ||
+ | [[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]] | ||
[[Category:Κατάλογος]] | [[Category:Κατάλογος]] |
Τελευταία αναθεώρηση της 10:53, 7 Ιουλίου 2015
Περονόσπορος
Θεωρείται η σοβαρότερη ασθένεια της πατάτας. Ο περονόσπορος ανήκει στο γένος Phytophthora infestans της οικογένειας Pythiaceae, που ανήκει στην κλάση των Φυκοµυκητών. Ο μύκητας αναπτύσσεται µέσα σε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα και εξαπλώνεται ταχύτατα σε µεγάλες αποστάσεις µε τον άνεµο που µεταφέρει τα σπόριά του. Προκαλεί σήψεις στους κονδύλους και µείωση της παραγωγής λόγω της µερικής ή ολικής καταστροφής του υπέργειου τµήµατος των φυτών. Οι ζηµιές κυµαίνονται από 20-70% της αναµενόµενης παραγωγής.
Στα φύλλα προσβάλλει αρχικά τα κατώτερα και στη συνέχεια επεκτείνεται προς τα πάνω. Προκαλεί κηλίδες ακανόνιστου σχήµατος και χρώµατος που στην αρχή είναι πρασινοκίτρινο και καταλήγει σε καστανό, ιώδες προς µαύρο. Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εφόσον ο καιρός είναι υγρός, στο περιθώριο των κηλίδων αναπτύσσεται ένα υπόλευκο χνούδι αποτελούµενο από τους κονιδιοφόρους του µύκητα. Η ανάπτυξη των κονδύλων αναστέλλεται όταν η θερµοκρασία υπερβαίνει τους 30oC ή όταν πέφτει κάτω από τους 6oC. Στους 40oC θανατώνεται σε 4 ώρες. Αντίθετα αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές η προσβολή επεκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του ελάσµατος. Όταν ο καιρός είναι ξηρος και ζεστός, τότε οι κηλίδες αποξηραίνονται και τα φύλλα παίρνουν χαρακτηριστική όψη σαν να είναι καµµένα. Στα στελέχη παρατηρούνται χαρακτηριστικές κηλίδες καστανού ως σκούρου µαύρου χρώµατος. Οι κόνδυλοι µολύνονται µε τα κονίδια του µύκητα που εισέρχονται στο έδαφος µε το νερό της βροχής ή µε την άρδευση (καταιονισµό). Επίσης κατά την εξαγωγή των κονδύλων από το έδαφος, µεταφέρονται εξ’ επαφής πολλά µολύσµατα από τα προσβεβληµένα φύλλα και στελέχη και εισέρχονται στη σάρκα από τις διάφορες πύλες εισόδου που µπορεί να είχαν προκληθεί από µηχανικά χτυπήµατα ή πληγές από άλλα παράσιτα ή εχθρούς. Ακόµη µπορεί να εισέλθει από τους οφθαλµούς ή τα φακίδια των µολυσµένων κονδύλων οι οποίοι παραµένουν στο έδαφος, µαζί µε τα σπόρια του περονόσπορου. Οι προσβεβληµένοι κόνδυλοι εµφανίζουν εσωτερικά εκτεταµένες ακανόνιστες και κατά τόπους βυθισµένες κηλίδες χρώµατος καστανερυθρού, ιώδους ή τεφροκυανού. Σε εγκάρσια τοµή ή σάρκα έχει χρώµα καστανέρυθρο ή της σκουριάς και φτάνει µέχρι και 0,5-1cm, και έχει σπογγώδη υφή. Πρόκειται για ξηρή σήψη η οποία θα εξελιχθεί σε υγρή σε όλο το εσωτερικό του κονδύλου, είτε στο έδαφος είτε στην αποθήκη. Στην αποθήκη η µόλυνση θα γίνει όταν υπάρχουν συνθήκες κακού αερισµού και υψηλής θερµοκρασίας σε συνδυασµό και µε την προσβολή δευτερογενών παρασίτων.
Ο µύκητας Phytophthora infestans της οικογένειας Pythiaceae, πολλαπλασιάζεται εγγενώς µε ωοσπόρια ή αγενώς µε ζωοσποριάγγεια (κονίδια). Η εξάπλωση της ασθένειας γίνεται µε ζωοσποριάγγεια που µεταφέρονται µε τον άνεµο σε πολύ µεγάλες αποστάσεις. Τα κονίδια είναι πολύ ευπαθή στις συνθήκες περιβάλλοντος και µπορούν να ζήσουν µέχρι 15 ώρες όταν η σχετική υγρασία είναι υψηλή. Αντίθετα, τα ωοσπόρια είναι ανθεκτικά και παίζουν ρόλο οργάνων διαχείµανσης, πλην όµως είναι σπανιότατα. Τα κονίδια αναπτύσσονται στα άκρα των διακλαδιζόµενων σποριαγγειοφόρων(κονιδιοφόρων) και βλαστάνουν στο νερό ή σε ατµόσφαιρα µε υψηλή υγρασία, δίνοντας τα ζωοσπόρια, εφ’ όσον η θερµοκρασία είναι χαµηλή (10-15oC). Αν αυτή είναι υψηλότερη, τότε τα σποριάγγεια βλαστάνουν δίνοντας µυκήλιο. Για την εµφάνιση των σποριαγγείων, η σχετική υγρασία πρέπει να είναι µεγαλύτερη από 95% και θερµοκρασία 18-25oC. Τα φυτά σπάνια προσβάλλονται πριν την άνθηση και αυτό δεν οφείλεται σε µικρότερη ευπάθεια του φυτού εκείνη την περίοδο, αλλά στο ότι τα φυτά µετά την άνθηση αποκτούν πλούσιο φύλλωµα, µε αποτέλεσµα κάτω από αυτό να δηµιουργείται, λόγω δηµιουργίας υψηλής σχετικά υγρασίας, ιδανικό µικροκλίµα για την ανάπτυξη του µύκητα.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας προβαίνουμε στις εξής ενέργειες:
- Χρησιµοποίηση χαλκούχων σκευασµάτων όπως βορδιγάλειος πολτός, οξυχλωριούχος πολτός, κ.λπ.).
- Ανθεκτικές ποικιλίες.
- Αποµάκρυνση των υπολειµµάτων της προηγούµενης καλλιέργειας.
- Αποφυγή υπερβολικών αζωτούχων λιπασµάτων.
- Σωστή διαχείρηση άρδευσης.
- Φύτευση προς τη φορά του ισχύοντος ανέµου.
- Βαθειά σπορά.
- Καλός αερισµός (όχι µεγάλα δένδρα, και αποφυγή φύτευσης σε λάκκους).
Αλτεναρίωση
Η αλτερναρίωση προκαλείται από το µύκητα Alternaria solani, που ανήκει στην τάξη των Hyphomycetales. Είναι µια από τις σπουδαιότερες ασθένειες της πατάτας και απαντάται σε όλες τις χώρες που καλλιεργείται το φυτό, ιδιαίτερα στα θερµά κλίµατα. Στην Ευρώπη συναντάται και είναι πιο σοβαρή στις νότιες περιοχές που έχουν υψηλή καλοκαιρινή θερµοκρασία. Εµφανίζεται σε όλα τα στάδια ανάπτυξης των φυτών και προσβάλλει εκτός από την πατάτα, την τοµάτα και τη µελιτζάνα. Σε πολλές περιοχές είναι ενδηµική και οι ζηµιές που προκαλεί είναι µεγαλύτερες από τις ζηµιές του περονόσπορου.
Τα πρώτα συµπτώµατα παρατηρούνται στα ώριµα φύλλα της βάσης µε µορφή καστανών κηλίδων, διαµέτρου µέχρι και 1cm περίπου, στην επιφάνεια των οποίων συχνά παρατηρούνται ευκρινείς, συγκεντρικοί, οµόκεντροι κύκλοι. Προοδευτικά ο αριθµός των κηλίδων αυξάνεται και καλύπτουν µεγάλο µέρος της επιφάνειας των φύλλων ενώ παράλληλα επεκτείνεται προς τα νεώτερα φύλλα. Συχνά οι κηλίδες περιβάλλονται από κίτρινη περιφέρεια (άλω), ενώ όταν είναι πολλές ολόκληρο το φύλλο γίνεται χλωρωτικό, καρουλιάζει, ξεραίνεται και κρέµεται στο στέλεχος του φυτού. Το νεκρωµένο µέρος της επιφάνειας των κηλίδων αρχικά έχει χρώµα ανοικτό καστανό, που αργότερα γίνεται σκούρο λόγω της ανάπτυξης µεγάλου αριθµού σπορίων του παθογόνου. Παρόµοιες κηλίδες παρατηρούνται στα στελέχη των φυτών, όπως αυτές των φύλλων, όταν έχει προχωρήσει αρκετά η ασθένεια. Στους κονδύλους η ασθένεια εκδηλώνεται µε κυκλικές ακανόνιστες κηλίδες ελαφρώς βυθισµένες, σκούρου χρώµατος. Η σήψη που προκαλείται είναι ξηρή και φελλώδης, καστανού χρώµατος και δεν προχωρεί εκτος των ιστών πάνω από 6mm.
Το µυκήλιο του µύκητα Alternaria solani επιβιώνει εντός των προσβεβληµένων φύλλων στο έδαφος για πάνω από ένα χρόνο, αποτελώντας εστία µόλυνσης των φυτών. Η ασθένεια µεταδίδεται µε τα σπόρια του µύκητα τα οποία µπορεί να προέρχονται είτε από τα ήδη προσβεβληµένα φυτά είτε από άλλες καλλιέργειες και ζιζάνια. Η βλάστηση των σπορίων και η µόλυνση του ξενιστή γίνεται µε υψηλές θερµοκρασίες (optimum 24-30oC ), εφ’όσον η επιφάνεια των φυτών παραµένει υγρή για µερικές ώρες. Η αλτεναρίωση προσβάλλει φυτά µε µειωµένη ευρωστία που αναπτύσσονται σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, κακής λίπανσης ή έχουν προσβληθεί από εχθρούς και ασθένειες. Έχει παρατηρηθεί ότι εύρωστα, υγιή φυτά, µε σωστή και ισορροπηµένη θρέψη προσβάλλονται σπάνια από την ασθένεια αυτή.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας διενεργούνται οι εξής ενέργειες:
- Επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών (κυρίως όψιµες)
- Αμειψισπορά µε φυτά µη ξενιστές για επιβράδυνση της εξάπλωσης της ασθένειας
- Αποφυγή ποτίσµατος µε τεχνητή βροχή
- Καταστροφή των υπολλειµάτων των προηγουµένων καλλιεργειών καθώς και των ζιζανίων.
Βερτισιλλίωση
Η βερτισιλλίωση είναι µία αρκετά σοβαρή ασθένεια που προκαλεί µεγάλες ζηµιές στη χώρα µας. Η προσβολή γίνεται στους αγγειώδεις ιστούς του ξύλου του φυτού, συνέπεια των οποίων εµφανίζεται µαρασµός σε βλαστούς ή σε ολόκληρο φυτό που καταλήγει στην αποξήρανση του/τους.
Τα συµπτώµατα που προκαλεί η ασθένεια είναι τα τυπικά συµπτώµατα των αδροµυκώσεων και εµφανίζονται όταν τα φυτά είναι πλήρως ανεπτυγµένα. Στα φύλλα παρατηρούνται ακανόνιστες χλωρώσεις που αρχίζουν από τα κατώτερα φύλλα, τα οποία σταδιακά αποκτούν καστανό χρώµα, µαραίνονται και τέλος αποξηραίνονται. Όταν ο καιρός είναι ζεστός, τότε µαραίνονται και οι κορυφές των φυτών. Αρχικά κιτρινίζει το ακραίο φυλλάριο του σύνθετου φύλλου από την κορυφή σχηµατίζοντας η κιτρινισµένη επιφάνεια ένα λατινικό V. Το κιτρίνισµα προχωρά σταδιακά προς τα νεότερα φύλλα. Στην περίοδο της άνθησης, µπορεί να εµφανιστεί απότοµος µαρασµός των φύλλων. Στα ασθενή φυτά παρατηρείται καρούλιασµα των φυλλαρίων που µπορεί να δηµιουργήσει την υπόνοια προσβολής της από τον ιό του καρουλιάσµατος των φύλλων. Υπάρχει όµως µία σηµαντική διαφορά: στον ιό του καρουλιάσµατος τα συµπτώµατα εµφανίζονται στα κατώτερα φύλλα της πατάτας ενώ αυτό δεν συµβαίνει στην προσβολή της από τη βερτισιλλίωση. Στους βλαστούς, παρατηρείται µορφή ηµιπληγίας. Προσβάλλεται δηλαδή το ένα µέρος του φυτού, ενώ το άλλο δεν επηρεάζεται. Σε εγκάρσια ή επιµήκη τοµή του βλαστού παρατηρείται κιτρινοκάστανος ή ερυθροκάστανος µεταχρωµατισµός των αγγείων του ξύλου, ο οποίος διακρίνεται κατά µήκος του στελέχους καθώς εισέρχεται επίσης στο εσωτερικό των σχηµατισµένων κονδύλων. Οι κόνδυλοι σε εγκάρσια τοµή εµφανίζουν κιτρινοκάστανο ή ερυθροκάστανο µεταχρωµατισµό όπως στους βλαστούς, στο δακτύλιο των αγγείων, όχι όµως πάντα καθώς οι προσβεβληµένοι κόνδυλοι µπορεί να µην παρουσιάσουν το σύµπτωµα αυτό.
Από του δύο μύκητες που είναι υπεύθυνοι για την ασθένεια ο Verticillium dahliae Kleb και ο Verticillium albo-atrum Reinke and Berth. Στη χώρα µας, λόγω των επικρατούντων υψηλών, µέσων, ηµερήσιων θερµοκρασιών, ο πρώτος από αυτούς απαντάται συχνά ενώ ο δεύτερος σπάνια. Μορφολογικά διακρίνονται από τα µικροσκληρώτια (microsclerotia) που σχηµατίζει ο πρώτος σε αντίθεση µε το σκούρο διατηρητικό µυκήλιο που σχηµατίζει ο δεύτερος. Οι πρωτογενείς µολύνσεις γίνονται από το µόλυσµα του εδάφους, που βρίσκεται κυρίως στο επιφανειακό στρώµα (30cm) του εδάφους, ενώ οι µεταγενέστερες µολύνσεις συνήθως προέρχονται από τα προσβεβληµένα γειτονικά φυτά. Άλλη πηγή µόλυνσης αποτελούν οι µολυσµένοι κόνδυλοι που χρησιµοποιούνται σαν σπορος. Ακόµη έχει αποδεχτεί ότι και υγιείς κόνδυλοι είναι πιθανό να φέρουν πάνω στην επιφάνειά τους τα σπόρια του µύκητα και η πηγή αυτή θεωρείται η σπουδαιότερη για τη διάδοση της νόσου. Τα παράσιτα µολύνουν τα φυτά µέσω του ριζικού συστήµατος των φυτών καιεγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου όπου πολλαπλασιάζονται και µεταφέρονται σεολόκληρο το φυτό. Αναφέρεται βέβαια, ότι η µόλυνση µπορεί να γίνει και µέσω των φύλλων και κατόπιν στους βλαστούς των φυτών. Μετά την είσοδό του στις ρίζες ο μύκητας προχωρά και εγκαθίστανται στα αγγεία του ξύλου. Τα κονίδια µεταφέρονται στο υπέργειο τµήµα µε το ανοδικό ρεύµα νερού και θρεπτικών στοιχείων που απορροφάταιαπό τις ρίζες. Είναι δυνατόν να µολύνουν µεµονωµένουος βλαστούς του φυτού. Ο µύκητας Verticillium dahliae ευνοείται από θερµοκρασίες, γύρω στους 25-30oC ενώ ο V. albo-atrum από θερµοκρασίες γύρω στους 20oC. Οι εν λόγω µύκητες έχουν την ικανότητα να εγκαθίστανται και να αναπαράγονται στο ριζικό σύστηµα ορισµένων φυτών, µεταξύ των οποίων και τα σιτηρά, χωρίς την εκδήλωση συµπτωµάτων και ζηµιών. Η δυνατότητα αυτή σε συνδυασµό µε το σχηµατισµό ανθεκτικών µικροσκληρωτίων επιτρέπει στο µύκητα να ζει πολλά χρόνια µετά την καταστροφή των υπολειµµάτων των ξενιστών.
Η βερτισιλλίωση προτιµά υγρά και αλκαλικά εδάφη και περιορίζεται όταν το pH κυµαίνεται µεταξύ 4,0 και 5,0. Η άρδευση µε κατάκλυση πρέπει να αποφεύγεται διότι αυξάνει τις πιθανότητες µόλυνσης σε αντίθεση µε τον καταιονισµό. Η ισορροπηµένη λίπανση Ν:Ρ:Κ ευνοεί την καλή ανάπτυξη των φυτών και δυσχεραίνει την προσβολή από τους εν λόγω µύκητες, ενώ η ύπαρξη των νηµατωδών στο έδαφος αυξάνει τις προσβολές.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής προβαίνουμε στις παρακάτω ενέργειες:
- Χρησιµοποίηση υγιούς σπόρου.
- Χρησιµοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών.
- Αμειψισπορά διάρκειας τεσσάρων ετών τουλάχιστον µε κατάλληλες καλλιέργειες (µηδική, αραβόσιτος, χειµερινά σιτηρά).
- Εφαρµογή ισορροπηµένης λίπανσης Ν:Ρ:Κ.
- Αποφυγή υπερβολικών αζωτούχων λιπασµάτων.
Σκληρωτινίαση
Η σκληρωτινίαση είναι ασθένεια πολύ διαδεδοµένη σε όλο τον κόσµο και στην Ελλάδα. Στην πατάτα εµφανίζεται σποραδικά. Στα φύλλα προκαλεί σήψεις όπου σταµατούν να αναπτύσσονται από το σηµείο προσβολής τους και πάνω από αυτό εµφανίζεται στην αρχή µια χλώρωση, στη συνέχεια µαρασµό και τέλος ξήρανση. Στους βλαστούς παρατηρείται προσβολή (στον κεντρικό και στους πλάγιους) αλλά κυρίως στο λαιµό προκαλώντας µια ακανόνιστης µορφής υδατώδης κηλίδα. Στο σηµείο αυτό προκαλείται σήψη καταστρέφοντας όλους τους ιστούς του φυτού προσδίδοντάς του ανοιχτό χρώµα. Εάν στα προσβεβληµένα σηµεία υπάρχει µεγάλη υγρασία αναπτύσσεται άφθονο λευκό, βαµβακώδες µυκήλιο, που στο εσωτερικό του σχηµατίζονται τα σκληρώτια του µύκητα. Τα σκληρώτια έχουν χρώµα µελανό, σφαιρικό σχήµα 2-10mm µέγεθος και η ύπαρξή τους βοηθά στη διάγνωση της ασθένειας. Οι κόνδυλοι θεωρούνται πρακτικά µη προσβαλλόµενοι από την ασθένεια παρ’ όλο που τεχνητές µολύνσεις έδειξαν ότι εµφανίζουν ευπάθεια στο παράσιτο.
Ο µύκητας σχηµατίζει σκληρώτια. Όταν βλαστήσουν τα σκληρώτια, σχηµατίζονται αποθήκια που πάνω τους εµφανίζονται οι ασκοί µε τα ασκοσπόρια. Ο µύκητας µολύνει είτε µε τα σκληρώτια τα οποία βλαστάνοντας δίνουν µυκήλιο, είτε µε τα ασκοσπόρια. Το ίδιο ισχύει και για τον Sclerotinia minor µε τη διαφορά ότι σχηµατίζει µικρότερου µεγέθους σκληρώτια (0,5-1 mm) και σε θερµοκρασία 21oC, προκαλεί σήψεις στους κονδύλους. Η προσβολή των µυκήτων ευνοείται από χαµηλές θερµοκρασίες και υγρό και και θεωρείται ασθένεια της άνοιξης και του φθινοπώρου.
Για την αντιμετώπιση της ασθένειας απαιτείται χρησιµοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού υλικού είτε εφαρμογή αμειψισποράς στην οποία πρέπει να αποφεύγεται η καλλιέργεια τοµάτας.
∆ακτυλιωτή σήψη
Η δακτυλιωτική σήψη είναι ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο καραντίνας Clavibacter michiganensis subsp. sepedonicus, το οποίο προσβάλλει την πατάτα και άλλα είδη της οικ. Solanaceae µεταξύ αυτών την τοµάτα, την µελιτζάνα, καθώς και άλλων οικογενειών όπως τα ζαχαρότευτλα. Η ασθένεια µπορεί να προκαλέσει ζηµιές µέχρι και 50% στην παραγωγή των φυτών.
Τα συµπτώµατα γίνονται αντιληπτά κατά την πλήρη ανάπτυξη των φυτών. Αρχικά παρατηρείται κιτρίνισµα των φυλλιδίων των κατώτερων φύλλων, ακολουθεί περιφερειακή ξήρανσή τους, µάρανση σύνθετων φύλλων και σταδιακή επέκταση της µάρανσης προς τα φύλλα της κορυφής του βλαστού, ο οποίος τελικά ξηραίνεται. Σε τοµή του βλαστού στη βάση και συµπίεση στο σηµείο τοµής µε τα δάκτυλα, διαπιστώνεται έξοδος γαλακτώδους υγρού από το βλαστό. Στους κονδύλους, το πρώτο σύµπτωµα που συναντάµε κυρίως είναι ο κίτρινος ή καστανοκίτρινος µεταχρωµατισµός του δακτυλίου των αγγείων από τα οποία εξέρχονται τεµάχια ιστών τυρώδους υφής, αν οι κοµµένοι κόνδυλοι συµπεστούν µε τα δάκτυλα. Σε προχωρηµένο στάδιο, µόλυνσης παρατηρείται καταστροφή, σήψη του δακτυλίου των αγγείων και συχνά δηµιουργία χασµάτων που συνενούµενα δίνουν την εντύπωση δακτύλιου. Η δακτυλιωτή σήψη είναι άοσµη σε σχέση µε άλλες σήψεις της πατάτας που προκαλούνται από άλλα παθογόνα βακτήρια ή µύκητες.
Η κύρια αιτία διάδοσης του παθογόνου αλλά και η διατήρηση της ασθένειας στον αγρό, είναι οι µολυσµένοι κόνδυλοι πατατόσπορου. Το βακτήριο διατηρείται στο έδαφος, επιβιώνει όµως στα φυτικά υπολείµµατα, στους σάκους, στα εργαλεία και στα µηχανήµατα που έρχονται σε επαφή µε το µολυσµένο πατατόσπορο, ο οποίος είναι και εκείνος που µεταδίδει το βακτήριο στο υγιές υλικό. Η ασθένεια είναι καταστρεπτική και µειώνει την παραγωγή καταστρέφοντας τους κονδύλους.
Η κύρια αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής είναι η χρήση υγειών κονδύλων απαλλαγµένων από την ασθένεια, καθώς και επιµεληµένο πλύσιµο όλων των εργαλείων των µηχανηµάτων και τους χώρους αποθήκευσης. Επίσης επιβάλλεται αμειψισπορά τριών ετών (χωρίς συµµετοχή σολανωδών και ζαχαρότευτλων).
Καστανή σήψη
Η ασθένεια αυτή παρουσιάζει µεγάλη σπουδαιότητα διότι προσβάλλει και άλλα καλλιεργούµενα είδη εκτός από την πατάτα όπως τοµάτα, µελιτζάνα κ.ά. Θεωρείται από τα σπουδαιότερα παθογόνα και οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas solanacearum.
Το κύριο σύµπτωµα που προκαλεί η καστανή σήψη είναι ο µαρασµός ολόκληρων φυτών και καστανό µεταχρωµατισµό των αγγείων του ξύλου του στελέχους. Σε προχωρηµένο στάδιο παρατηρείται καστανός µεταχρωµατισµός και στο δακτύλιο των αγγείων του ξύλου των κονδύλων. Το βακτήριο επιβιώνει στο έδαφος, στα υπολλείµατα των καλλιεργειών και σε ζιζάνια. Στο έδαφος επιβιώνει για πολλά χρόνια, αρκεί να παραµείνει σχετικά θερµό (>15oC). Οι πληγές και οι προσβολές από νηµατώδεις ή έντοµα εδάφους ευνοούν την είσοδο του βακτηρίου και την µετάδοση της ασθένειας. Το βακτήριο συνήθως εισέρχεται από πληγές στα στελέχη από πληγωµένες ρίζες αλλά και από τα στοµάτια. Η ασθένεια αναπτύσσεται γρήγορα σε θερµοκρασίες µεταξύ 24-27oC, ενώ σε θερµοκρασίες κάτω των 10oC δεν εκδηλώνεται συνήθως.
Το βακτήριο αντιµετωπίζεται κυρίως µε πρόγραµµα πολυετών αµειψισπορών, 3-7 χρόνων και µε τη χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, αφού προηγηθεί έλεγχος (ποικιλοµορφία φυλών και στελεχών) του παθογόνου. Ακόµη θα πρέπει να αποµακρύνονται τα υπολείµµατα προηγούµενων καλλιεργειών.
Μελάνωση λαιµού
Η ασθένεια αυτή αν και στο παρελθόν ήταν αρκετά διαδεδοµένη, σήµερα δεν προκαλεί σηµαντικές ζηµιές λόγω βελτίωσης της ποιότητας του πατατόσπορου. Η µελάνωση του λαιµού, οφείλεται στο βακτήριο Erwinia carotovora subsp. atroseptica. Το κυριότερο σύµπτωµα της ασθένειας είναι η µελάνωση της βάσης του στελέχους των φυτών µέχρι το µητρικό κόνδυλο. Τα φυτά παρουσιάζουν καρούλιασµα των φύλλων, καστανό µεταχρωµατισµό των αγγείων του ξύλου, ολική σήψη του µητρικού κονδύλου και σήψη των νέων κονδύλων στο σηµείο πρόσφυσης του στολονίου.
Για την αντιµετώπιση της ασθένειας απαιτείται η χρησιµοποίηση υγιούς πατατόσπορου και αποµάκρυνση µολυσµένων κονδύλων, φυτών και καταστροφή τους µε φωτιά. Επίσης, θα πρέπει να αποφεύγονται οι τραυµατισµοί των κονδύλων κατά τη συγκοµιδή.
Καρούλιασμα φύλλων
Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον ιό του καρουλιάσµατος των φύλλων της πατάτας Potato leafroll Luteovirus, ο οποίος µεταδίδεται µε τους µολυσµένους κόνδυλους και τις αφίδες. Έχει µεγάλη οικονοµική σηµασία διότι ο ιός αυτός µαζί µε τον ιό Υ της πατάτας θεωρούνται οι κύριοι υπεύθυνοι για τον εκφυλισµό της πατάτας, ο οποίος παρατηρείται όταν δεν χρησιµοποιείται για σπορά, πιστοποιηµένος σπόρος. Η προσβολή στο χωράφι εξαρτάται από την ευαισθησία της ποικιλίας, την ποιότητα του πατατόσπορου που φυτεύτηκε και τις καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν τους πληθυσµούς και τις πτήσεις των αφίδων.
Ανάλογα µε το χρόνο µόλυνσης (µε αφίδες στον αγρό µετά τη φύτευση ή µε µολυσµένους κονδύλους), ποικίλλουν τα συµπτώµατα προσβολής της πατάτας τα οποία εµφανίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη, τα φυτά χαρακτηρίζονται από χλώρωση της βλαστικής κορυφής, ακολουθεί ανόρθωση των φύλλων και κύρτωση προς την επάνω επιφάνεια µε πάχυνση του ελάσµατος, που συχνά εµφανίζει στην περιφέρεια ένα ερυθρό χρωµατισµό. Όταν η µόλυνση γίνεται πριν την άνθηση, τα συµπτώµατα επεκτείνονται και προς τους µεσαίους βλαστούς ενώ όταν γίνει όψιµα δεν εµφανίζονται αλλιώσεις. Στη δεύτερη κατηγορία, οι βλαστοί των φυτών που προέρχονται από µολυσµένο κόνδυλο εκδηλώνουν αµέσως το χαρακτηριστικό καρούλιασµα στα φύλλα, τα φυτά έχουν έντονα µειωµένη ανάπτυξη και οι κόνδυλοι είναι µικρότεροι. Η µείωση της παραγωγής κυµαίνεται από 10-50%.
Για την ασθένεια απαιτείται καλλιέργεια ανθεκτικών ποικιλιών. Στον αγρό συνιστάται χρήση πιστοποιηµένου πατατόσπορου και προληπτικά µέτρα που εφαρµόζονται έναντι των αφιδοµεταδιδόµενων ιών. Επιπλέον απαραίτητο είναι και το επιµεληµένο πλύσιµο των χεριών των εργασιών µε σαπούνι πριν αρχίσει η χειρωνακτική εργασία.
Ράβδωση πατάτας
Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον ιό Υ της πατάτας (Potato Y Potyvirus), ο οποίος µεταδίδεται µε το µολυσµένο σπόρο και µε µεγάλο αριθµό ειδών αφίδων. Έχει µεγάλη οικονοµική σηµασία, διότι είναι ο επικρατέστερος ιός στη χώρα µας και µπορεί να προκαλέσει µείωση της παραγωγής µέχρι και 80%. Μεταδίδεται εύκολα και γρήγορα µε τις αφίδες και στην περίπτωση µεικτών µολύνσεων µε τον ιό Χ της πατάτας µπορεί να καταστρέψει τελείως την καλλιέργεια.
Τα συµπτώµατα που εµφανίζουν τα προσβεβληµένα φυτά ποικίλλουν ανάλογα µε την ποικιλία του φυτού και τη φυλή του ιού και κυµαίνονται από ελαφρύ µωσαϊκό µέχρι έντονες νεκρώσεις. Στην πρωτογενή µόλυνση, εµφανίζονται νεκρωτικές ραβδώσεις κατά µήκος των νευρώσεων της κάτω επιφάνειας των φύλλων. Στη συνέχεια τα φύλλα κυρίως της βάσης του φυτού νεκρώνονται και ή πέφτουν ή παραµένουν κρεµασµένα ξηρά πάνω στο φυτό. Τα φύλλα της κορυφής παραµένουν µικρά ελαφρώς χλωρωτικά και σχηµατίζουν ροζέτα. Τα φυτά τελικά παραµένουν καχεκτικά. Στη δευτερογενή µόλυνση τα φυτά που µολύνονται προέρχονται από µολυσµένο σπόρο, αφορούν νανισµό, µικροφυλλία, κιτρινοπράσινο µωσαϊκό και τραχύτητα του ελάσµατος των φύλλων. Τα φύλλα είναι καχεκτικά και παράγουν µικρότερους κονδύλους, οι οποίοι όταν φυτευτούν δίνουν φυτά µε τα ίδια συµπτώµατα.
Λόγω της ποικιλοµορφίας των συµπτωµάτων, η διάγνωση της ασθένειας αυτής θα πρέπει να βασίζεται σε εργαστηριακές δοκιµές πάνω σε φυτά δείκτες ή µε την ανοσολογική µέθοδο (ELISA).
Μωσαϊκό
Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον ιό Χ της πατάτας (Potato X Potexvirus, PVX), ο οποίος µεταδίδεται µε το µολυσµένο σπόρο και µηχανικά µε το χυµό µολυσµένων φυτών. ∆εν µεταδίδεται µε αφίδες. Αν και ο ιός Χ µόνος του προκαλεί ελαφρά συµπτώµατα και η µείωση της παραγωγής των µολυσµένων φυτών δεν ξεπερνά το 10% σε µικτές µολύνσεις µε τους ιούς PVA και PVY, ο ιός αυτός προκαλεί σηµαντικές ζηµιές λόγω της σοβαρότητας των συµπτωµάτων. Ο ιός Χ της πατάτας είναι ευρέως διαδεδοµένος σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργείται η πατάτα. Αυτό οφείλεται στα ήπια συµπτώµατα που εµφανίζουν τα προσβεβληµένα φυτά και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά στον αγρό, αλλά και στον τρόπο µετάδοσής του.
Τα συµπτώµατα που εµφανίζουν τα προσβεβληµένα φυτά είναι ένα ήπιο µωσαϊκό των φύλλων, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν γίνεται αντιληπτό παρά µόνο στα κατώτερα σκιαζόµενα φύλλα. Το φυτό που προσβάλλεται αναπτύσσεται κανονικά, γι’αυτό γίνεται δύσκολα αντιληπτή η ασθένεια στο χωράφι. Ο ιός Χ της πατάτας έχει ευρύ κύκλο ξενιστών κυρίως µεταξύ σολανωδών ζιζανίων, τα οποία αποτελούν πηγές µόλυνσης των καλλιεργειών.
Κοίλη καρδιά
Η ασθένεια αυτή παρατηρείται κυρίως σε µεγάλους κονδύλους, όταν για κάποιο λόγο υπάρξει ανάσχεση της ανάπτυξης, η οποία συνεχίζεται αργότερα, όπως π.χ. µετά από ακανόνιστες αρδεύσεις. Σε εγκάρσια τοµή, εµφανίζεται ακανόνιστη κοιλότητα, η οποία περιβάλλεται από ζώνη καστανού χρώµατος. Για την αντιμετώπιση απαιτείται πυκνότερη σπορά, ώστε να αποφεύγεται η γρήγορη ανάπτυξη των φυτών, κανονικές αρδεύσεις και ισορροπηµένη λίπανση.
Ρήξη κονδύλων
Παρατηρούνται κυρίως αν µετά από περιόδους ξηρασίας ακολουθήσει έντονη βροχή ή άρδευση. Ο κόνδυλος παρουσιάζει βαθιές σχισµές ή αβαθείς πολυγωνικές χαραγές. Ο ιστός µέσα στη σάρκα επουλώνεται συνήθως, εκτός και αν παρουσιαστούν δευτερογενείς µολύνσεις. Θα πρέπει να λαµβάνονται µέτρα για την διατήρηση σταθερής εδαφικής υγρασίας. Πρέπει να αποφεύγονται τα ακανόνιστα ποτίσµατα.
Κονδυλοποίηση φύτρων
Οφείλεται σε αποθήκευση των κονδύλων σε υψηλές θερµοκρασίες και σε συνθήκες αφυδάτωσης. Οι οφθαλµοί αντί να δώσουν φύτρα εξελίσσονται σε µικρούς κονδύλους. Επίσης αν αναπτυχθούν φύτρα αυτά σχηµατίζουν στο άκρο τους πολλούς µικρούς κονδύλους. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας απαιτείται αποθήκευση των κονδύλων σε χαµηλές θερµοκρασίες. Επιπλέον, η σπορά να γίνεται όσο το δυνατόν οψιµότερα, εφόσον η άνοιξη είναι ψυχρή και ιδιαίτερα αν οι κόνδυλοι είχαν διατηρηθεί σε υψηλές θερµοκρασίες.
Ηλιακά εγκαύματα
Παρατηρούνται τόσο στο φύλλωµα όσο και στους κονδύλους. Τα φύλλα και ιδιαίτερα τα νεαρά φυλλάρια παρουσιάζουν ακανόνιστες χλωρωτικές κηλίδες, οι οποίες στη συνέχεια αποξηραίνονται. Στους κονδύλους τα κύτταρα νεκρώνονται, εµφανίζονται φλύκταινες, κάτω από τις οποίες οι ιστοί είναι υγροί, και στη συνέχεια βυθίζονται. Σε τοµή κάτω από τις προσβεβληµένες θέσεις οι ιστοί είναι υγροί, µαλακοί και αργότερα παρουσιάζουν καστανό ή µελανό µεταχρωµατισµό. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας οι κόνδυλοι µετά την εξαγωγή τους από το έδαφος να µην εκτίθενται για µεγάλο χρονικό διάστηµα στον ήλιο. Οι κόνδυλοι που παρουσιάζουν εγκαύµατα θα πρέπει να αποµακρύνονται από τους υπόλοιπους, ώστε αν παρουσιαστούν σήψεις να µην µεταδοθούν σε αυτούς.
Πρασίνισμα κονδύλων
Όταν κόνδυλοι που δεν έχουν ωριµάσει καλά εκτεθούν στον ήλιο, παράγεται χλωροφύλλη, από τα κύτταρα που βρίσκονται κάτω από το περίδερµα και έτσι προκαλείται το πρασίνισµα του εκτεθειµένου τµήµατος. Οι κόνδυλοι αυτοί έχουν επίσης ιδιάζουσα γεύση και µάλιστα µπορούν να αποβούν δηλητηριώδεις. Θα πρέπει να γίνεται καλό παράχωµα, ώστε οι κόνδυλοι να καλύπτονται τελείως και να αποφεύγεται η έκθεση των κονδύλων στον ήλιο µετά την εξαγωγή τους από το έδαφος.
Ζημιές από ψύξη κονδύλων
Είναι συχνό πρόβληµα που εµφανίζεται στον πατατόσπορο που µεταφέρεται σε χαµηλές θερµοκρασίες. Τα συµπτώµατα ποικίλλουν ανάλογα µε τον χρόνο έκθεσης στις χαµηλές θερµοκρασίες και τη θερµοκρασία. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται σκούρος µεταχρωµατισµός στην περιοχή του αγγειακού δακτυλίου και διάσπαρτες κηλίδες σε όλη την έκταση της σάρκας. Συνιστάται διατήρηση των κονδύλων σε θερµοκρασίες πάνω από 0oC.