Πολλαπλασιασμός αμπέλου

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 13:21, 8 Ιανουαρίου 2013 υπό τον K kaponi (Συζήτηση)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αγενής πολλαπλασιασμός αμπέλου

Παραγωγή έρριζων εμβολιασμένων μοσχευμάτων με τη μέθοδο παραφίνωσης

Γενικά

Η μέθοδος αυτή, απλή στη σύλληψή της και αποτελεσματική στην εφαρμογή της συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της κατάργησης της διαδικασίας συγκόλλησης στον θερμοθάλαμο και την επίσπευση μόρφωσης και εισόδου στην καρποφορία των πρέμνων κατά ένα έτος.

Εφαρμόζεται σε έρριζα απλά μοσχεύματα αμπέλου που εμβολιάζονται με επιτραπέζιο εμβολιασμό (με μηχανές ή με το χέρι). Ειδικά με τη μέθοδο αυτή αξιοποιούνται οι σύγχρονες εμβολιαστικές μηχανές τύπου Ω (χωρίς να απαιτείται πρόσδεση) χωρίς να αποκλείονται οι λοιποί εμβολιασμοί. Μετά τον εμβολιασμό ακολουθεί η παραφίνωση, η φύτευση στην οριστική θέση και το παράχωμα για την προστασία από την αφυδάτωση.

  • Προετοιμασία εμβολίου–υποκειμένου

Κατά τη στιγμή του εμβολιασμού το εμβόλιο δεν θα πρέπει να έχει βλαστήσει. Για αυτό, οι εμβολιοφόρες κληματίδες διατηρούνται σε ψυγείο. Πριν από τη χρησιμοποίησή τους ενυδατώνονται, με την εμβάπτισή τους σε νερό για μερικές ώρες. Τα έρριζα μοσχεύματα εμβαπτίζονται τουλάχιστον για 48 ώρες στο νερό και λίγο πριν τον εμβολιασμό περιορίζεται το ριζικό σύστημα κατά το 1/4 περίπου και κλαδεύεται ώστε να διατηρηθεί τμήμα κορμού 15 – 25 cm από το οποίο εξαιρούνται οι λανθάνοντες οφθαλμοί.

  • Παραφίνωση

Μετά τον εμβολιασμό το εμβόλιο και η ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου καλύπτονται με λεπτό στρώμα παραφίνης, με στιγμιαία εμβάπτισή τους σε λουτρό παραφίνης, με στιγμιαία εμβάπτισή τους σε λουτρό παραφίνης θερμοκρασίας 80οC. Η παραφίνη πρέπει να είναι καλής ποιότητας απαλλαγμένη τοξικών ουσιών. Ήδη κυκλοφορούν ιδιοσκευάσματα παραφίνης που περιέχουν αυξητικούς παράγοντες ή μυκητοκτόνα που ενισχύουν την καλογένεση, παρεμποδίζουν τη ριζοβόληση του εμβολίου και καταπολεμούν την τεφρά σήψη.

  • Περιποιήσεις μετά τη φύτευση

Το στρώμα παραφίνης εμποδίζει την αφυδάτωση και προστατεύει παράλληλα τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου. Για την ενίσχυση του ρόλου αυτού επιβάλλεται μετά τη φύτευση στην οριστική θέση το παράχωμα του συστήματος. Συνιστούν το παραφινωμένο τμήμα να βρίσκεται εκτός χώματος. Η μέθοδος που περιγράφηκε συνοπτικά μπορεί να εφαρμοστεί και για τον εμβολιασμό απλών μοσχευμάτων αμερικάνικων υποκειμένων των οποίων η συγκόλληση και ριζοβόληση συντελείται στο φυτώριο.



Παραγωγή έρριζων εμβολιασμένων μοσχευμάτων σε δοχεία

Γενικά

Η ανάγκη για την απόκτηση ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων εμβολιασμένων μοσχευμάτων καλής ποιότητας (με πλήρη και στερεή συγκόλληση) για την εγκατάσταση ομοιγενών παραγωγικών αμπελώνων οδήγησε στην επινόηση νέων βελτιωμένων μεθόδων και τεχνικών που συνδυάζουν την ποιότητα με το μικρότερο δυνατό κόστος. Μια νέα τεχνική είναι η παραγωγή έρριζων εμβολιασμένων μοσχευμάτων μέσα σε δοχεία υπό ελεγχόμενες συνθήκες η οποία έχει στόχο τη βελτίωση των συνθηκών συγκόλλησης και την αύξηση της ταχύτητας ανάπτυξης των εμβολιασμένων μοσχευμάτων. Η φύτευση των μοσχευμάτων σε δοχεία και η τοποθέτησή τους σε ελεγχόμενες συνθήκες (θερμοκήπιο, υδρονέφωση) μετά τον θερμοθαλαμισμό δίνει νέες δυνατότητες για την παραγωγή εμβολιασμένων πρέμνων εκτός εποχής. Κατά την τεχνική αυτή μετά την ολοκλήρωση της συγκόλλησης στον θερμοθάλαμο και την έξοδο των κιβωτίων, τα εμβολιασμένα μοσχεύματα αφού υποστούν (δεύτερη) παραφίνωση φυτεύονται σε ειδικά δοχεία με προσοχή ώστε να μην υποστούν βλάβες. Τα δοχεία μεταφέρονται σε θερμοκήπιο ή πολλαπλασιαστήριο όπου παραμένουν για χρονικό διάστημα 3–5 εβδομάδων κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες και ακολούθως διατίθενται προς φύτευση στον αμπελώνα.

  • Συνθήκες θερμοκηπίου

Μετά την εισαγωγή των δοχείων στο θερμοκήπιο η θερμοκρασία σταθεροποιείται στους 25-35οC και η σχετική υγρασία σε ποσοστό περίπου 80% για τις πρώτες δύο εβδομάδες. Στις επόμενες 2 – 3 εβδομάδες η μεν θερμοκρασία παραμένει σταθερή η δε σχετική υγρασία περιορίζεται στο 70%. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα είναι απαραίτητη η ύγρανση των φυτών, ο αερισμός για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας και η αντιμετώπιση της τεφράς σήψης, του περονόσπορου και του ωίδιου. Κατά τη παραμονή των εμβολιασμένων μοσχευμάτων στο θερμοκήπιο συντελείται η πρώτη φάση της διαφοροποίησης του κάλου, ενώ αναπτύσσεται σε ικανοποιητικό βαθμό η βλάστηση και το ριζικό σύστημα. Μετά την πάροδο των 5 εβδομάδων και πριν τη διάθεση των εντός των δοχείων φυτών, τα τελευταία παραμένουν εκτός θερμοκηπίου, σε σκιά για 2–3 μέρες ώστε να εγκληματιστούν και στη συνέχεια εκτίθενται στο ηλιακό φώς.

  • Δοχεία και υλικά φύτευσης

Τα δοχεία που χρησιμοποιούνται για τη φύτευση των εμβολιασμένων μοσχευμάτων είναι δύο ειδών:

  1. δοχεία από τύρφη ή από κυτταρίνη, εμπλουτισμένων με θρεπτικά στοιχεία.
  2. δοχείο από πεπιεσμένο χαρτί, διαστάσεων 4x4x12cm με διάτρητες πλευρές.

Μεταξύ των δύο αυτών ειδών τα πρώτα πλεονεκτούν ως προς την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των φυτών, τα δεύτερα στην οικονομία χώρου που καταλαμβάνουν. Ως υλικό φύτευσης χρησιμοποιείται κατά βάση η τύρφη με άλλα υλικά σε μίγματα του τύπου: 50% τύρφη + 50% ασβεστολιθική άμμος ή 75% τύρφη + 15% φυτόχωμα + 5% άμμος + 5% ζωϊκή κόπρος ή 50% τύρφη + 30% κοπρόχωμα + 20% άμμος. Η φύτευση στην οριστική θέση των δοχείων με τα εμβολιασμένα μοσχεύματα γίνεται τέλη Απριλίου–αρχές Μαΐου ενώ βραδύτερη φύτευση (Ιούνιο) πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα. Τα ποσοστά επιτυχίας με τη μέθοδο αυτή ανέρχονται στο 70%.




Πολλαπλασιασμός με καταβολάδα

Γενικά

Πρακτικά, ολόκληρη η αμπελουργική Ελλάδα πρέπει να θεωρείται φυλλοξηριώσα. Επομένως, η μέθοδος αυτή σπάνια θα χρησιμοποιείται. Και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις πολλαπλασιασμού ποικιλιών ή για την κάλυψη κενών στους μητρικούς αμπελώνες αμερικάνικων υποκειμένων. Καταβολάδα ονομάζεται βλαστός ή κληματίδα πρέμνου που τίθεται προς ριζοβόληση πριν από την αποκοπή των από το μητρικό φυτό. Ο αποχωρισμός γίνεται μετά τη ριζοβόληση του βλαστού (ή της κληματίδας) που αποτελεί πλέον νέο πρέμνο. Παλαιότερα, χρησιμοποιείτο η μέθοδος αυτή για τη συμπλήρωση κενών μεταξύ των πρέμνων γιατί η φύτευση και ανάπτυξη νέων φυτών μεταξύ των ηλικιωμένων ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Πρέπει να τονιστεί ότι ο πολλαπλασιασμός με καταβολάδα παρουσιάζει αρκετά και σοβαρά πλεονεκτήματα που αναφέρονται στη διατάραξη των γραμμών φύτευσης, στην χωρίς έλεγχο χρησιμοποίηση μη υγιών βλαστών και στην ανάπτυξη φτωχού ριζικού συστήματος.

  1. Απλή καταβολάδα. Μεγάλη μήκους κληματίδα της κόμης ή του κορμού του πρέμνου κάμπτεται μέσα σε αυλάκι βάθους 20 – 30 cm με τρόπο ώστε δύο μόνο οφθαλμοί να εξέχουν του εδάφους. Το αυλάκι καλύπτεται με υγρό χώμα για την υποβοήθηση της ριζοβολίας. Πριν την κάλυψη της καταβολάδας αφαιρούνται οι οφθαλμοί της κληματίδας στο τμήμα από το σημείο έκφυσης έως την επιφάνεια του εδάφους. Στο ίδιο τμήμα της κληματίδας τοποθετείται δεσμός από γαλβανισμένο σύρμα που δρα ως χαραγή. Καταλληλότερος χρόνος εφαρμογής της μεθόδου είναι ο χειμώνας, λίγο πριν την έναρξη της βλάστησης. Η αποκοπή της καταβολάδας από το μητρικό φυτό γίνεται μετά από παρέλευση δύο, σπανιώτερα 3 ετών ώστε να δοθεί χρόνος να αναπτυχθεί επαρκώς το νέο φυτό και να αντέξει στον ανταγωνισμό.
  2. Καταβολάδα σύμμανα. Με τη μέθοδο αυτή ολόκληρο το πρέμνο κατακλίνεται εντός κάκκου πλησίον του καρπού. Μια κληματίδα παραμένει στη θέση όπου βρισκόταν ο κορμός του πρέμνου και οι υπόλοιπες καλύπτουν κενά γύρω από το μητρικό πρέμνο. Εκτελείται κατά το χειμώνα.
  3. Αντίστροφη καταβολάδα. Παραλλαγή της απλής καταβολάδας. Η κορυφή της κληματίδας βυθίζεται στο έδαφος, σε βάθος 20–25cm. Στο εκτός του εδάφους τμήμα της κληματίδας διατηρούνται 2 οφθαλμοί αμέσως πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Με τη μέθοδο αυτή φαίνεται να ανατρέπεται η ιδιότητα της πολικότητας των φυτών, αφού από το ανώτερο άκρο της κληματίδας θα βγουν ρίζες και από το κατώτερο οι βλαστοί. Όμως δεν πρόκειται περί αντίφασης γιατί η ανάπτυξη ριζών από τη μορφολογική κορυφή οφείλεται στη διαταραχή κατανομής των αυξινών και στην απουσία φωτισμού.




Πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα

Γενικά

Στη μεταφυλλοξηρική αμπελουργία ο πολλαπλασιασμός της αμπέλου με μοσχεύματα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία γιατί αποτελεί τον μοναδικό τρόπο πολλαπλασιασμού των ανθεκτικών στη ριζόβια μορφή της φυλλοξήρας αμερικάνικων ειδών και ποικιλιών, τα οποία χρησιμοποιούνται ως υποκέιμενα εμβολιασμού των ευρωπαϊκών ποικιλιών αμπέλου.

Μοσχεύματα αμπέλου είναι το τμήμα της κληματίδας που περιέχει τουλάχιστον μια βλαστητική κορυφή και που κάτω υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να αναπαράγει το μητρικό φυτό. Στα μοσχεύματα αμπέλου το υπέργειο τμήμα του πρέμνου βρίσκεται σε καταβολή στους οφθαλμούς του μοσχεύματος ενώ το ριζικό σύστημα θα αναπτυχθεί μετά τη φύτευση. Η εμφάνιση και ανάπτυξη του ριζικού συστήματος στα μοσχεύματα αποτελεί περιοριστικό παράγοντα επιτυχούς εγκατάστασης αμπελώνα, δεδομένης της δυσχέρειας ριζοβόλησης των αμερικάνικων αμπέλων.

Διαδικασία ριζογένεσης και ανάπτυξης τυχαίων ριζών στα μοσχεύματα αμπέλου.

Στην άμπελο δεν είναι απαραίτητη η προΰπαρξη ριζογόνων κυττάρων ή άλλων μεριστωματικών ιστών για τη διαδικασία ριζογένεσης των μοσχευμάτων. Οι ριζικές καταβολές διαφοροποιούνται μετά τη φύτευση και η εμφάνιση των ριζών οφείλεται σε ομάδα κυττάρων που κάτω από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων αποκτούν ικανότητα δημιουργίας νέων αρχεφύτρων. Η ριζογένεση συντελείται σε τρία στάδια. Κατά το πρώτο σχηματίζεται η ομάδα των μεριστωματικών κυττάρων, κατά το δεύτερο συντελείται η διαφοροποίηση των κυττάρων σε ριζικές καταβολές και κατά το τελευταίο στάδιο ολοκληρώνεται η ανάπτυξη και έξοδος των ριζών. Οι τυχαίες ρίζες στην άμπελο αναπτύσσονται κατά κανόνα στις νεότερες στοιβάδες της δευτερογενούς βίβλου, είναι όμως δυνατό να προέλθουν από τις εντεριώνιες ακτίνες, το κάμβιο ή και από την εντεριώνη. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία ριζογένεσης στα μοσχεύματα αμπέλου παίζουν οι ενδογενείς αυξητικοί ρυθμιστές με κυρίαρχη την παρουσία των αυξινών σε σχέση με τις κυτοκινίνες που δρουν ως υποκινητές στην κυτταροπλασία. Κατά τη ριζογένεση φαίνεται να υπεισέρχονται, πλην των παραπάνω ενδογενών παραγόντων και άλλοι συμπληρωματικοί παράγοντες μη γνωστής σύνθεσης. Η μελέτη του φαινομένου της ριζογένεσης αποκάλυψε την ύπαρξη και αρνητικών συντελεστών, των παρεμποδιστών, οι οποίοι ποιοτικά και ποσοτικά συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των ειδών και ποικιλιών ως προς την ευχέρεια ή δυσχέρεια ριζοβόλησης. Στα μοσχεύματα του Vitis Berlendieri εντοπίστηκαν δύο παρεμποδιστές ριζογένεσης. Κατά μια θεωρητική άποψη, πλην της αυξίνης, που οπωσδήποτε παίζει τον κύριο ρόλο, και άλλοι παράγοντες, τροφικής και ορμονικής φύσης, που προέρχονται από τους οφθαλμούς, είναι απολύτως αναγκαίοι για την εξαπόλυση του μηχανισμού ριζογένεσης. Έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ποσότητας και ομοιομορφίας των ριζών και της εποχής λήψης των μοσχευμάτων Ο μηχανισμός ριζογένεσης ελέγχεται ουσιαστικά από τρείς παράγοντες: από ένα ειδικό που συντίθεται στους οφθαλμούς, από ένα μη ειδικό και τέλος από ένα ενζυμικής φύσης παράγοντα. Οι αυξίνες αντιδρούν παρουσία ενός οξειδωτικού ενζύμου και σχηματίζουν τη ριζοκαλίνη η οποία υποκινεί τη διαφοροποίηση και ανάπτυξη των ριζικών καταβολών. Η γνώση του μηχανισμού ριζογένεσης είναι απαραίτητη στην αμπελοφυτωριακή πράξη πολλαπλασιασμού με μοσχεύματα, ώστε να είναι οικονομικά συμφέρουσα η επέμβαση επιτάχυνσης της διαφοροποίησης των ριζικών μεριστωμάτων και η βελτίωση ποιοτικά και ποσοτικά της ριζόβολησης.

Παράγοντες που επηρεάζουν τη ριζογένεση μοσχευμάτων.

Το σύμπλοκο φαινόμενο της ριζογένεσης των μοσχευμάτων αμπέλου επηρεάζουν παράγοντες ή ομάδες παραγόντων που είναι:

  • είδος και ποικιλία

Τα διάφορα είδη του γένους Vitis αλλά και οι ποικιλίες του κάθε είδους παρουσιάζουν διαφορές στην ευχέρεια ριζοβόλησης. Μεταξύ των μοσχευμάτων των αμερικανικών ειδών και ποικιλιών που χρησιμοποιούνται στην αναμπέλωση στη χώρα μας τα 41Β, 110R και 420Α ριζοβολούν δύσκολα σε αντίθεση με τα 99R, 5BB που παρουσιάζουν ευχέρεια.

  • κατάσταση θρέψης του μητρικού φυτού

Τα αποτέλεσματα πολλών ερευνητικών εργασιών δείχνουν ότι η μεγάλη περιεκτικότητα των μοσχευμάτων σε υδατάνθρακες, που αποτελούν πηγή ενέργειας για τη διαδικασία της ριζογένεσης, αυξάνει την ικανότητα ριζοβόλησης, όταν μάλιστα συνδυάζεται με χαμηλή περιεκτικότητα αζωτούχων ουσιών. Μετά τη διαφοροποίηση όμως των ριζικών καταβολών η παρουσία αζώτου είναι ενισχυτική για το σχηματισμό των ριζών.

  • συνθήκες περιβάλλοντος

Η θερμοκρασία, η υγρασία, η παρουσία οξυγόνου και ο φωτισμός επηρεάζουν τη ριζογένεση και την εν συνεχεία ανάπτυξη και εξάπλωση των ριζών. Η ριζογένεση και εν συνεχεία ανάπτυξη των ριζών είναι δυνατή μεταξύ 11oC και 35oC με άριστη τη θερμοκρασία των 25oC-28oC. Υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες πρέπει να αποφεύγονται διότι προκαλούν έκπτυξη των οφθαλμών νωρίτερα της διαδικασίας ριζογένεσης με αποτέλεσμα την αφυδάτωση των μοσχευμάτων. Η παρουσία οξυγόνου ευνοεί την ανάπτυξη των ριζών, ενώ αντίθετα σε ξυλοποιημένα μοσχεύματα, ο σχηματισμός των ριζών είναι μεγαλύτερος σε συνθήκες σκότους.

  • ειδικά χαρακτηριστικά μοσχευμάτων

Συμπληρωματικούς παράγοντες που επιδρούν στη ριζοβόληση των μοσχευμάτων συγκεκριμένης ποικιλίας αμπελιού αποτελούν η ηλικία, το μήκος και η τοπόφυση. Από την άποψη ηλικίας, τα μοσχεύματα ενός έτους ριζοβολούν ευχερέστερα από μοσχεύματα που περιλαμβάνουν στη βάση τους ξύλο ηλικίας δύο ετών. Μεγαλύτερο πσοστό ριζοβόλησης παρουσιάζουν τα μεγαλύτερου μήκους μοσχεύματα. Την ευχέρεια επίσης ριζοβόλησης επηρεάζει το τμήμα της κληματίδας από το οποίο προέρχεται το μόσχευμα. Μοσχεύματα προερχόμενα από το μέσο της κληματίδας έχουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας στη ριζοβόληση στο φυτώριο σε σύγκριση με τα μοσχεύματα του βασικού τμήματος και ακόμα μεγαλύτερο από τα μοσχεύματα του ακραίου τμήματος της κληματίδας. Διαφοροποίηση στην ευχέρεια ριζοβόλησης παρουσιάζουν και οι διαφόρου τάξης κόμβοι των μοσχευμάτων αμερικάνικων ειδών και νόθων που χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για τα υποκείμενα 110R και 41Β, πιο πρώιμη και ευχερέστερη είναι η ριζοβόληση των κόμβων 6, 10, 11, 12.

Διάκριση μοσχευμάτων

Τα χρησιμοποιούμενα, κατά τον αγενή πολλαπλασιασμού, μοσχεύματα των ειδών και ποικιλιών του γένους Vitis, διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη μορφή και τον προορισμό χρήσης. Στη συνέχεια παρατίθενται οι κυριότερες ομάδες μοσχευμάτων:

  • χλωρά μοσχεύματα: λαμβάνονται από τη βλάστηση τρέχουσας περιόδου και τίθενται προς ριζοβόληση με την τεχνική της υδρονέφωσης.
  • μοσχεύματα διαφοροποιημένων βλαστών: προέρχονται από κληματίδες ενός έτους και διαφέρουν ως προς το μήκος και τη διάμετρο ανάλογα με τον προορισμό χρήσης. Τα μοσχεύματα από διαφοροποιημένο βλαστό διακρίνονται σε μοσχεύματα ενός οφθαλμού και σε κανονικά μοσχεύματα των οποίων το μήκος και η διάμετρος ποικίλουν ανάλογα με την ποικιλία και τον προορισμό χρήσης. Στην αμπελοφυτωριακή πράξη χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα κανονικά μοσχεύματα ενώ εκείνα του ενός οφθαλμού σε ειδικές περιπτώσεις και για πειραματικούς σκοπούς.
  • μοσχεύματα vinifera: προέρχονται από πρέμνα των ποικιλιών του Vitis vinifera. Πριν από την εισβολή της φυλλοξήρας στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τα μοσχεύματα vinifera για την εγκατάσταση αμπελώνων ως μοσχεύματα ριζοβόλησης. Σήμερα τα μοσχεύματα vinifera χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη λήψη εμβολίων αφού πρακτικά ολόκληρη η χώρα θεωρείται φυλλοξηριώσα. Στη περίπτωση αυτή και προς διάκριση τα μοσχεύματα ονομάζονται εμβολιοφόρα μοσχεύματα ονομάζονται εμβολιοφόρα μοσχεύματα ή και εμβολιοφόρες κληματίδες.
  • μοσχεύματα Βορειο – αμερικανικών ειδών αμπέλου και των νόθων αυτών:

Είναι γνωστά και ως ανθεκτικά στη ριζόβια μορφή της φυλλοξήρας μοσχεύματα ή και απλά υποκείμενα ακριβώς επειδή χρησιμοποιούνται ως υποκείμενα εμβολιασμού των ποικιλιών vinifera. Τα μοσχεύματα διακρίνονται με τον ειδικό προορισμό χρήσης:

  1. μοσχεύματα ριζοβόλησης: προέρχονται από το ανώτερο τμήμα των κληματίδων των πρέμνων των υποκειμένων και φυτεύονται στο φυτώριο προς ριζοβόληση
  2. μοσχεύματα εμβολιάσιμα: προκύπτουν από το μεσαίο και βασικό τμήμα των κληματίδων των υποκειμένων κατά τη διαδικασία συλλογής και τεμαχισμό των κληματίδων. Πριν τοποθετηθούν στο φυτώριο προς ριζοβόληση εμβολιάζονται με την επιθυμητή ποικιλία vinifera και υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση για την επιτυχή συγκόληση εμβολίου – υποκειμένου.
  3. έρριζα απλά μοσχεύματα: προέρχονται από το φυτώριο ριζοβόλησης. Περιέχουν 2–3 καλά αναπτυγμένες κύριες ρίζες. Προορίζονται για την εγκατάσταση αμπελώνα, φύτευση στην οριστική θέση μετά την οποία δέχονται τον κατάλληλο εμβολιασμό.
  4. έρριζα εμβολιασμένα μοσχεύματα: αποτελούν την ολοκληρωμένη μορφή μοσχευμάτων για την εγκατάσταση παραγωγικού αμπελώνα. Είναι άτομα που αποτελούνται από το εμβόλιο, το υποκείμενο και τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου. Το υποκείμενο εμφανίζει καλά ανεπτυγμένο ριζικό σύστημα.

Επιλογή πρέμνων – κοπή και τεμαχισμός μοσχευμάτων

Η επιλογή των πρέμνων για τη λήψη κληματίδων διενεργείται με τα γνωστά κριτήρια επιλογής ως η υγεία, η καλή ξυλοποίηση και η κανονική ζωηρότητα. Ως προς την υγεία θεωρείται αυτονόητος ο αποκλεισμός ιωμένων πρέμνων ή προσβεβλημένων από άλλες ασθένειες. Η καλή ξυλοποίηση συσχετίζεται με τον επαρκή εμπλουτισμό των κληματίδων με υδατάνθρακες που συνιστούν ευνοϊκό παράγοντα ριζογένεσης. Για τα εμβολιοφόρα μοσχεύματα, πρόσθετα κριτήρια επιλογής αποτελούν η ηλικία των πρέμνων (άνω των 5 ετών), το φορτίο της προηγούμενης περιόδου (μέτριο) και η εφαρμογή της καλλιεργητικής τεχνικής (λίπανση, χλωρά κλαδέματα) Ο προσδιορισμός του χρόνου κοπής των μοσχευμάτων από τα μητρικά φυτά, παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαδικασία ριζογένεσης και ριζοβολίας δεδομένης και της δυσκολίας ριζοβόλησης που παρουσιάζουν τα υποκείμενα. Αναφέρθηκε ήδη η κρατούσα σήμερα άποψη για τη ριζογένεση κατά την οποία ουσίες (αυξίνες) απαραίτητες για την υποκίνηση της ριζογένεσης παράγονται στα φύλλα και στους οφθαλμούς που βρίσκονται σε δραστήρια φάση. Καταλληλότερος χρόνος κοπής των κληματίδων είναι το τρίμηνο Ιανουρίου–Μαρτίου. Πρακτικά η κοπή των εμβολιοφόρων κληματίδων συμπίπτει με τη χειμερινή κλάδευση καρποφορίας. Επιδιώκεται δε να μη μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ του χρόνου κοπής και εκείνου της χρησιμοποίησης των μοσχευμάτων. Συνιστάται για την αποφυγή απώλειας υγρασίας των μοσχευμάτων η κοπή των κληματίδων να γίνεται με συννεφιασμένο – υγρό καιρό και η μεταγορά των ταχύτατα στο χώρο αποθήκευσης αυτών. Ο τεμαχισμός των κληματίδων των α.ρ.μ.φ – υποκειμένων αποτελεί το επόμενο στάδιο. Οι κληματίδες μήκους έξι και πλέον μέτρων ανάλογα με το υποκείμενο, τεμαχίζονται στα μοσχεύματα ριζοβόλησης και στα εμβολιάσιμα μοσχεύματα. Κατά τον τεμαχισμό των κληματίδων η τομή στο κάτω μέρος του μοσχεύματος γίνεται κάθετα προς τον άξονα και σε απόσταση 2–3 cm από τον τελευταίο κόμβο, η δε τομή στο άνω άκρο γίνεται με κλίση 45ο και σε απόσταση τουλάχιστον 3 cm από τον τελευταίο κόμβο.

Διατήρηση και προστασία μοσχευμάτων

Τα μοσχεύματα οδηγούνται στους χώρους διατήρησης συσκευασμένα. Τα μεν ριζοβόλησης σε δέματα των 200 τεμαχίων, τα δε εμβολιάσιμα σε 100 τεμαχίων. Η δεματοποίηση εκτελείται με χειροκίνητα μηχανήματα τα οποία με δύο ή τρία σύρματα συγκρατούν τα μοσχεύματα. Σε κάθε δέμα αναρτάται πινακίδα που δηλώνει την ποικιλία ή το υποκείμενο, τη χώρα προέλευσης, την πιστοποίηση και άλλα χρήσιμα στοιχεία. Οι διαδικασίες και συνθήκες συντήρησης έχουν σκοπό την προφύλαξη των μοσχευμάτων από την αφυδάτωση, την ασφυξία και την πρώιμη εκβλάστηση καθώς και την προστασία τους από προσβολές παρασίτων. Οι χώροι διατήρησης των μοσχευμάτων ποικίλλουν ανάλογα με την υλικοτεχνική υποδομή και το μέγεθος των αμπελοφυτωριακών μονάδων, από ένα απλό όρυγμα έως τον ψυκτικό θάλαμο μιας σύγχρονης μονάδας. Η αφυδάτωση των μοσχευμάτων αποτελεί το κύριο πρόβλημα κατά τη διατήρησή των. Η περιεκτικότητα των μοσχευμάτων σε νερό μπορεί τάχιστα να μειωθεί. Διαπιστώθηκε ότι η απώλεια νερού ανέρχεται σε 5% της αρχικής περιεκτικότητας ανά εβδομάδα και ότι απώλεια της τάξης του 15% δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ικανότητα βλάστησης και ριζογένεσης των μοσχευμάτων. Τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια της διατήρησής τους, επιτελούν τη λειτουργία της αναπνοής της οποίας η ένταση είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η θερμοκρασία και όσο μικρότερο το μήκος της κληματίδας. Πέραν τούτων η έκλυση CO2 μπορεί να προκαλέσει ασφυξία των μοσχευμάτων. Με τα παραπάνω δεδομένα είναι απαραίτητη η διατήρηση μοσχευμάτων μεγαλύτερου μήκους σε θερμοκρασία 1οC, σχετική υγρασία 100% και επαρκή αερισμό. Σε περιπτώσεις που η σχετική υγρασία είναι μικρότερη των 90% συνιστάται η τοποθέτηση των μοσχευμάτων σε πλαστικούς σάκκους. Στην αμπελοκομική πραξη όπου δεν είναι δυνατή η ύπαρξη ψυκτικού θαλάμου, χρησιμοποιούνται διάφοροι χώροι και μέθοδοι διατήρησης των μοσχευμάτων. Τα εμβολιάσιμα μοσχεύματα των οποίων ο χρόνος διατήρησης είναι μικρότερος εκείνου της ριζοβόλησης, τοποθετούνται σε ψυχρές συνήθως αποθήκες, οι οποίες επιτρέπουν καλό αερισμό και χαμηλή θερμοκρασία. Τα δεματοποιημένα μοσχεύματα τοποθετούνται σε στίβες και η απαραίτητη υγρασία εξασφαλίζεται με τη χρησιμοποίηση μέσων τα οποία κατά χρονικά διαστήματα διαβρέχονται. Ακόμα καλύτερη είναι η συντήρηση των μοσχευμάτων σε κιβώτια στρωμμάτωσης με υλικά ως ο περλίτης και η τύρφη. Τα μοσχεύματα ριζοβόλησης πριν από την τοποθέτησή τους στους χώρους διατήρησης (τάφροι, ορύγματα, κ.ά), εμβαπτίζονται σε νερό δεξαμενής επί αρκετό χρονικό διάστημα (1–2 εβδομάδες) για την πλήρη ενυδάτωσή τους.

Ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτούν οι εμβολιοφόρες κληματίδες. Συνήθως στρωμματώνονται μέσα σε υλικά (τύρφη, περλίτης, πριονίδι ξύλου) σε χώρους με υψηλή σχετικά υγρασία, επαρκή αερισμό και χαμηλή θερμοκρασία. Ακόμη καλύτερη είναι η μέθοδος διατήρησης κατά την οποία οι εμβολιοφόρες κληματίδες εμβαπτίζονται επί 24ώρο σε δεξαμενή με νερό και τοποθετούνται σε πλαστικούς σάκκους με υλικό στρωμάτωσης, πριονίδια, βρύα ή τύρφη. Τα δέματα σημαίνονται κατάλληλα και τοποθετούνται σε ψυκτικούς θαλάμους σε θερμοκρασία 1oC. Κατά μια άλλη τεχνική πριν την τοποθέτησή τους στους πλαστικούς σάκκους, οι εμβολιοφόροι κληματίδες βυθίζονται κατά τα δύο άκρα τους σε λιωμένη παραφίνη για την πληρέστερη προστασία τους από αφυδάτωση.

Για την προστασία των μοσχευμάτων από τις προσβολές του μύκητα Botrytis cinerea συνιστάται πριν τη στρωμάτωση, η εμβάπτιση των σε μυκητοκτόνα διαλύματα για μια περίπου ώρα.




Πολλαπλασιασμός με τη μέθοδο της ιστοκαλλιέργειας

Γενικά

Μέθοδος αγενούς πολλαπλασιασμού των φυτών με τεράστιες δυνάτοτητες, ποσοτικές–ποιοτικές, παραγωγής νέων φυτών, βασισμένη στη σύγχρονη τεχνολογία που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πρότινος η ιστοκαλλιέργεια αναφερόταν σε ποώδη φυτά, ενώ την τελευταία δεκαετία εφαρμόστηκε στα δενδρώδη φυτά και την άμπελο. Ο in vitro πολλαπλασιασμός της αμπέλου αφορά την καλλιέργεια κορυφαίου μεριστώματος σε υγρό ή στερεό θρεπτικό διάλυμα. Εκτός του κορυφαίου μεριστώματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση φυτικοί ιστοί από φύλλο, ανθικές καταβολές και τελευταία πρωτοπλάστες. Ειδικά η καλλιέργεια πρωτοπλαστών περικλείει εν δυνάμει ως μέθοδος πρωτοφανείς δυνατότητες στον πολλαπλασιασμό των φυτών. Ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής στα επόμενα χρόνια η «εμφύτευση» γόνων διαφορετικής προέλευσης στους πρωτοπλάστες θα ανοίξει νέους ορίζοντες για την παραγωγή νέων φυτών με επιθυμητές ιδιότητες.

Οι πρώτες προσπάθειες ιστοκαλλιέργειας στην άμπελο αφορούσαν όπως ήταν φυσικό τα α.ρ.μ.φ–υποκείμενα και στη συνέχεια περιέλαβαν ποικιλίες vinifera. Μοσχεύματα αμπέλου τοποθετούνται σε συνθήκες υδρονέφωσης για τη γρήγορη εκβλάστηση των οφθαλμών. Από τους βλαστούς που προκύπτουν, με τεμαχισμό, λαμβάνονται μοσχεύματα με ένα οφθαλμό. Μετά αποστειρώνονται τα μοσχεύματα ενός οφθαλμού και μεταφέρονται σε δοκιμαστικούς σωλήνες που περιέχουν θρεπτικό υπόστρωμα Murashige – Skook. Οι δοκιμαστικοί σωλήνες μεταφέρονται σε ειδικούς θαλάμους ανάπτυξης (συνθήκες θερμοκρασίας 26oC, φωτισμού έντασης 3.000 Lux, φωτοπεριόδου 16 ώρων). Μετά την ταχεία ανάπτυξη των βλαστών λαμβάνονται εκ νέου μοσχεύματα ενός οφθαλμού προς βλάστηση και ριζοβόληση. Η εργασία αυτή επαναλαμβάνεται 3–4 φορές. Για την ταχεία ανάπτυξη των φυτών και την απόκτηση πλούσιου ριζικού συστήματος το πολλαπλασιαστικό υλικό μεταφέρεται σε θερμοκήπιο υδρονέφωσης. Τα νεαρά φυτά μεταφυτεύονται σε δοχεία από πλαστικό, υφίστανται τη διαδικασία σκληραγώγησης και διατίθενται για τη φύτευσή τους στην οριστική τους θέση. Μία άκρως ενδιαφέρουσα εφαρμογή της ιστοκαλλιέργειας αναφέρεται στην παραγωγή φυτών απαλλαγμένων από ιώσεις. Με την ιστοκαλλιέργεια μειώνονται αισθητά τα χρονικά διαστήματα για την απαλλαγή από τους ιούς ή ασθένειες που αποδίδονται στους ιούς.




Συγκόλληση εμβολιασμένων μοσχευμάτων στο θερμοθάλαμο

Γενικά

Η συγκόλληση των εμβολιασμένων μοσχευμάτων στο θερμοθάλαμο αποτελεί μια πρώτη μέθοδο για την αύξηση των ποσοστών επιτυχίας των εμβολιασμών και την ταχεία εγκατάσταση παραγωγικών αμπελώνων. Η τεχνική αυτή έχει σκοπό να εξασφαλίσει άριστες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και αερισμού ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν τελειότερη και ισχυρότερη συγκόλληση εμβολίου και υποκειμένου.

Σε επιχειρηματικού τύπου αμπελοφυτωριακές μονάδες, η παραπάνω μέθοδος προϋποθέτει πέραν των κτιριακών εγκαταστάσεων την ύπαρξη πλησίον των μονάδων εκτάσεων για την εγκατάσταση φυτωρίου. Μια πλήρης ανάπτυξη περιλαμβάνει εργοτάξιο για τον εμβολιασμό, δεξαμενή ενυδάτωσης των απλών μοσχευμάτων και των εμβολιοφόρων κληματίδων, το κτίριο του θερμοθάλαμου και χώρους για την αποθήκευση των κιβωτίων και των υλικών στρωμάτωσης.

Η λειτουργικότητα του όλου συστήματος εξαρτάται κύρια από τις δυνατότητες παροχής των κατάλληλων συνθηκών θερμοκρασίας, υγρασίας, φωτισμού και αερισμού. Πέραν της παροχής της κατάλληλης θερμότητας σημαντικό ρόλο στη λειτουργία παίζουν τα συστήματα τεχνιτής κυκλοφορίας του αέρα και του φωτισμού του κυρίως θερμοθάλαμου. Με την τεχνιτή κυκλοφορία του αέρα εξασφαλίζεται σταθερή η θερμοκρασία και η υγρασία σε ολόκληρο το χώρο του θερμοθαλάμου.

  1. Κιβώτια στρωμάτωσης. Ξύλινα ή πλαστικά χρησιμοποιούνται για τη στρωμάτωση των εμβολιασμένων μοσχευμάτων. Τα ξύλινα κιβώτια έχουν διαστάσεις 80 x 60 x 55cm, το πάχος της σανίδας είναι 2,5cm οι σανίδες απέχουν μεταξύ των 1 – 2 cm στο δε πυθμένα υπάρχουν οπές για την ευχερή στράγγιση.
  2. Υλικά στρωμάτωσης. Ως υλικά στρωμάτωσης αλλά και ριζοβόλησης εμβολιασμένων και μη μοσχευμάτων αμπέλου χρησιμοποιούνται η τύρφη, ο περλίτης, ο βερμικουλίτης και το πολυστηρένιο.
  3. Τεχνική στρωμάτωσης. Κατά τη στρωμάτωση των εμβολιασμένων μοσχευμάτων ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται ώστε το πάνω άκρο του μοσχεύματος να βρίσκεται στο ίδιο ύψος από την επιφάνεια του κιβωτίου. Το κιβώτιο τοποθετείται με κλίση, στη μια, τη μικρότερη πλευρά που καλύπτεται με υγρή τύρφη. Πάνω σε αυτή τοποθετούνται τα εμβολιασμένα μοσχεύματα. Οι στρώσεις των μοσχευμάτων εναλλάσονται με στρώματα τύρφης μέχρι να γεμίσει το κιβώτιο. Ακολούθως, τοποθετούνται η κινητή πλευρά και τοποθετείται σε όρθια θέση ώστε να καλυφθούν οι κορυφές των εμβολίων με στρώμα ρινισμάτων ξύλου πάχους 2 – 3 cm.
  4. Συνθήκες θερμοθαλαμισμού. Τα κιβώτια με τα στρωματωμένα εμβολιασμένα μοσχεύματα τοποθετούνται στον κυρίως θερμοθάλαμο για τη συγκόλληση εμβολίου – υποκειμένου, σε ελεγχόμενες ευνοϊκές συνθήκες. Ο κάλος σχηματίζεται σε θερμοκρασία 15-35oC. Άριστη θερμοκρασία για ταχεία και καλής ποιότητας παραγωγή κάλου θεωρείται η μεταξύ των 28-30oC, με την οποία επιτυγχάνεται η αρχική συγκόλληση εντός 7 – 10 ημερών, ενώ σήμερα αποδέχονται ότι καλύτερα αποτελέσματα συγκόλλησης επιτυγχάνονται σε θερμοκρασία των 31oC. Σε θερμοκρασία μικρότερη των 21oC η ανάπτυξη του κάλου είναι αργή και οι κίνδυνοι προσβολής από την τεφρά σήψη μεγάλοι. Η διάρκεια θερμοθαλαμισμού σε συνάρτηση της θερμοκρασίας είναι κατά τις τρείς βασικές μεθόδους: 10–12 μέρες με θερμοκρασία 33-35oC, 21–22 μέρες με θερμοκρασία 20-22oC, 18 μέρες με θερμοκρασία 24-26oC. Η γρήγορη ανάπτυξη του κάλου παρουσιάζει το πλεονέκτημα μετά τις πρώτες 7–10 μέρες που ολοκληρώνεται η πρώτη φάση συγκόλλησης να βλαστάνει ο οφθαλμός του εμβολίου και να μειώνονται οι πιθανότητες προσβολής από την τέφρα σήψη. Η υγρασία στο χώρο του θερμοθάλαμου πρέπει να μην υπερβαίνει το 75%, ενώ μέσα στα στοιχεία να κυμαίνεται μεταξύ 95 – 100%. Με τις συνθήκες αυτές αποτρέπονται προσβολές από την τεφρά σήψη που αποτελεί σημαντικό παράγοντα αποτυχίας της μεθόδου. Σε περιπτώσεις που οι συνθήκες αυτές διαταράσσονται, τα κιβώτια δέχονται λουτρό θερμού ύδατος για την αποκατάστασή των, συνήθως μετά το πρωί το δεκαήμερο οπότε αποκαλύπτονται οι οφθαλμοί του εμβολίου. Τέλος, με τον κατάλληλο αερισμό (παρουσία Ο2) και φωτισμό ευνοείται η ανάπτυξη του κάλου και η ταχύτερη συγκόλληση.
  5. Καταπολέμηση της τεφράς σήψης. Κατά την κρίσιμη περίοδο του πρώτου δεκαημέρου συγκόλλησης εμβολίου – υποκειμένου υπάρχει κίνδυνος προσβολής τόσο του συγκολλητικού ιστού όσο και των οφθαλμών που βρίσκονται στα πρώτα στάδια εκβλάστησης, από το μύκητα της τεφράς σήψης. Προς αντιμετώπιση του κινδύνου συνιστάται συνδυασμένη δράση με απολύμανση των μοσχευμάτων πριν από τη στρωμάτωση και με ψεκασμό των υλικών στρωμάτωσης κατά το στάδιο εξοίδησης του οφθαλμού με μυκητοκτόνα. Για την απολύμανση των μοσχευμάτων συνιστάται το Chinosol (διάλυμα με 0,5% Chinosol) και για ψεκασμούς το Βentate (0,2%).
  6. Εξαγωγή από τον θερμοθάλαμο. Κατά τη διάρκεια του θερμοθαλαμισμού ελέγχεται περιοδικά η πορεία της συγκόλλησης εμβολίου – υποκειμένου. Μετά από 3 περίπου εβδομάδες ο κάλος γίνεται συνεκτικός, παίρνει κιτρινωπό χρώμα και περιβάλλει τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου. Στο σημείο αυτό διακόπτεται η θέρμανση. Τα κιβώτια οδηγούνται στο θάλαμο διαφοροποίησης. Κατά την έξοδο των κιβωτίων η συγκόλληση ελέγχεται ως ικανοποιητική αν η διαφοροποίηση του κάλου περιλαμβάνει πρωτογενές ξύλο. Η παρατεταμένη διαμονή των μοσχευμάτων στο θερμοθάλαμο συμβάλλει στην ανάπτυξη άφθονου κάλου αλλά παράλληλα προκαλεί πρώιμη ανάπτυξη ριζιδίων μη χρήσιμων και έντονη βλάστηση των οφθαλμών με αποτέλεσμα τη μείωση ποσοτικά και ποιοτικά του ριζικού συστήματος, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι βλαβών από μηχανικά αίτια. Στο θάλαμο εξοικείωσης τα εμβολιασμένα και συγκολλημένα μοσχεύματα παραμένουν μερικές μέρες (3 – 5) σε θερμοκρασία 5–6oC χαμηλότερη του θερμοθαλάμου και στη συνέχεια μεταφέρονται στο φυτώριο προς φύτευση. Η μέθοδος του θερμοθαλάμου για την παραγωγή εμβολιασμένων και συγκολλημένων μοσχευμάτων, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε κατά το χρόνο εφαρμογής της, παρουσιάζει και αρκετά μειονεκτήματα που αναφέρονται στο κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας και στα μικρά ποσοστά επιτυχίας (περίπου 35–40 %). Για τους λόγους αυτούς ο θερμοθάλαμος υποχωρεί στη διαδικασία παραγωγής αμπελοπολλαπλασιαστικού υλικού.






Πολλαπλασιασμός με εμβολιασμό

Διαδικασία συγκόλλησης

Η συγκόλληση εμβολίου–υποκειμένου μετά την εκτέλεση του εμβολιασμού και τη στενή επαφή μεταξύ των συμβιωτών, περιλαμβάνει δύο ευδιάκριτες φάσεις. Η όλη διαδικασία οδηγεί όχι μόνο στη στερεά και μόνιμη συγκόλληση αλλά και στην αποκατάσταση των φυσιολογικών σχέσεων, οι οποίες όμως προϋποθέτουν τη δημιουργία ενιαίου αγωγού συστήματος του νέου φυτού. Κατά την πρώτη φάση, που χαρακτηρίζεται από την προσωρινή ένωση των συμβιωτών, σχηματίζεται ο συγκολλητικός ιστός ή κάλος. Ο κάλος είναι αποτέλεσμα δράσης των ανέπαφων από τις κοπτικές λεπίδες των εμβολιαστηρίων κυττάρων των καμβίων του εμβολίου και του υποκειμένου. Τα καμβιακά κύτταρα διαιρούνται προς όλες τις κατευθύνσεις και ο σχηματιζόμενος κάλος γεμίζει το χώρο μεταξύ των συμβιωτών. Όσο μικρότερος είναι ο χώρος αυτός τόσο ευχερέστερα ο κάλος πληρώνει τα κενά καθ’ όλες τις διευθύνσεις και περιμετρικά. Κατά τη φάση αυτή δεν υπάρχει πραγματική συγκόλληση με την έννοια της αγγειακής αποκατάστασης των συμβιωτών, αλλά όταν οι στιβάδες του κάλου του εμβολίου και του υποκειμένου έρθουν σε επαφή, ενώνονται με το μεσοτοίχιο τους και η μεταφορά των χυμών πραγματοποιείται με το φαινόμενο της διάχυσης. Κατά τη δεύτερη φάση εκδηλώνεται διαφοροποίηση του καμβιόμορφου ιστού που αναπτύχθηκε. Πιο συγκεκριμένα, τα κύτταρα του κάλου που βρίσκονται σε επαφή με το κάμβιο του εμβολίου και υποκειμένου διαφοροποιούνται σε νέα κύτταρα κάμβιου. Η διαφοροποίηση αυτή είναι δυνατή μόνον όταν ο κάλος έλθει σε επαφή με τη δευτερογενή βίβλο. Το χρονικό διάστημα που απαιτείται, προκειμένου για την παραγωγή εμβολιασμένων και συγκολλημένων με τη μέθοδο του θερμοθάλαμου μοσχευμάτων, από την εκτέλεση του εμβολιασμού μέχρι την πλήρη διαφοροποίηση όλων των ιστών του νέου φυτού ανέρχεται περίπου σε 5 μήνες. Οι κάλοι συγκολλούνται περίπου 2 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό, η διαφοροποίηση του πρωτογενούς ξύλου και του καμβίου απαιτεί 15 – 17 ημέρες, του δευτερογενούς ξύλου 60 ημέρες, της βίβλου 100 ημέρες και των υπόλοιπων δευτερογενών ιστών 150 ημέρες. Από τους ρυθμιστές αύξησης σπουδαιότερος είναι εκείνος των ομάδων των αυξινών και των κυτοκινινών που ελέγχουν το ρυθμό μιτώσεων και επομένως την ταχύτητα αύξησης του παρεγχυματοειδούς ιστού.

Εργαλεία εμβολιασμού

Στους εμβολιασμούς που εκτελούνται με το χέρι, ο εμβολιαστής χρησιμοποιεί το αμπελουργικό εμβολιαστήρι και κατά περίπτωση και το αμπελουργικό πριόνι, το κλαδευτικό ψαλίδι και τον σχίστη. Ανεξάρτητα του είδους και της μορφής τα εργαλεία αυτά πρέπει να έχουν τις κοπτικές τους λεπίδες σε άριστη κατάσταση για την εκτέλεση λείων τομών. Παρά την τελειότητα των εμβολιασμών που εκτελούσαν οι δεξιοτέχνες εμβολιαστές, η ανάγκη μαζικής παραγωγής εμβολιασμένων μοσχευμάτων και η τεχνολογική εξέλιξη με την εισαγωγή βελτιωμένων τύπων μηχανημάτων, κατέστησαν απαραίτητη τη χρήση των εμβολιαστικών μηχανών. Από τις περισσότερο διαδεδομένες εμβολιαστικές μηχανές είναι η PM 450 – E, αυτόματη που προετοιμάζει εμβολιασμούς τύπου Ω. Οι τομές στο εμβόλιο και στο υποκείμενο καθώς και η συναρμολόγησή τους, γίνεται αυτόματα. Η απόδοση της μηχανής, με πολύ καλή ποιότητας εμβολιασμούς ανέρχεται σε 500 περίπου εμβολιασμούς την ώρα. Για τον εμβολιασμό τύπου Ω είναι απαραίτητο το εμβόλιο και το υποκείμενο να έχουν την ίδια διάμετρο. Από τις υπόλοιπες εν χρήσει εμβολιαστικές μηχανές ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιο σημαντικές που είναι:

  • R. Hengl (Τύπος RH 53): ηλεκτροκίνητη περιστροφική μηχανή. Προετοιμάζει ξεχωριστά εμβόλια και υποκείμενα και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά το χειρισμό της εξ’ αιτίας των περιστρεφόμενων κοπτικών οργάνων. Η απόδοσή της κυμαίνεται στους 500 – 1000 περίπου εμβολιασμούς (με 3 εργάτες)
  • Dueffe: λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα και προετοιμάζει εμβολιασμούς τύπου Ω, με 2 κινήσεις, μια για το υποκείμενο και μια για το εμβόλιο. Κυκλοφορεί σε διάφορους τύπους (ποδοκινητή, κ.ά)
  • Pfropf – Star: λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα και παρασκευάζει εμβολιασμούς τύπου Ω.

Ιδιότητες εμβολιασμένων πρέμνων

Στα εμβολιασμένα πρέμνα, τα οποία συμβιώνουν αρμονικά από βιομηχανική και φυσιολογική άποψη, ο εμβολιασμός προσδίδει ιδιότητες που είναι συνέπεια των αμοιβαίων επιδράσεων εμβολίου – υποκειμένου που επηρεάζουν την καλλιεργητική συμπεριφορά του εμβολιασμένου πρέμνου. Οι καλλιεργητικές επιπτώσεις των επιδράσεων του υποκειμένου πάνω στο εμβόλιο, αναφέρονται στη ζωηρότητα, τη μακροβιότητα, την παραγωγικότητα, την πρωίμιση ή οψίμιση της παραγωγής και την ποιότητα του φορτίου. Αντίστοιχα οι επιδράσεις του εμβολίου στο υποκείμενο, αν και ο προσδιορισμός τους είναι δυσχερής, αφορούν στην ανάπτυξη και διάταξη του ριζικού συστήματος, τη ζωηρότητα και την ανθεκτικότητα του υποκειμένου στο ψύχος. Οι μηχανισμοί των επιδράσεων εμβολίου – υποκειμένου, αφορούν στις διαφορές που ο εμβολιασμός επιφέρει σε βασικές λειτουργίες των εμβολιασμένων πρέμνων, ως η ικανότητα απορρόφησης και διακίνησης νερού, η ικανότητα απορρόφησης και χρησιμοποίησης ανόργανων ουσιών και ιχνοστοιχείων, η ικανότητα διακίνησης οργανικών ουσιών και των ρυθμιστών αύξησης.

  1. Διαφορές στην απορρόφηση και διακίνηση νερού. Το υποκείμενο υποκαθιστά το εμβόλιο στην απορρόφηση του νερού και των ανόργανων ουσιών από το έδαφος και επηρεάζει έτσι τη ζωηρότητα του εμβόλιου με την ειδική αγωγιμότητα του αγγειακού του συστήματος. Από τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου διέρχεται λιγότερο νερό, από αυτό που απορροφά το υποκείμενο, εξ’ αιτίας των διαμαρτιών που παρουσιάζει το αγγειακό σύστημα της ζώνης αυτής. Όσο τελειότερη είναι η συγκόλληση εμβολίου – υποκειμένου τόσο περισσότερο νερό φθάνει στο εμβόλιο. Η ποικιλία – εμβόλιο δέχεται λιγότερο νερό στο εμβολιασμένο πρέμνο από την αυτόρριζη μορφή της.
  2. Διαφορές στην απορρόφηση και χρησιμοποίηση ανόργανων ουσιών και ιχνοστοιχείων. Τόσο το υποκείμενο όσο και η ποικιλία – εμβόλιο παρουσιάζουν μεγάλύτερη απορροφητική ικανότητα νερού και ιχνοστοιχείων στην αυτόρριζη παρά στη συμβιωτική μορφή τους. Οι διαφορές αυτές μεταξύ των απορροφούμενων από το ριζικό σύστημα του υποκείμενου ανόργανων ουσιών και ιχνοστοιχείων και των αναγκών του εμβολίου δεν είναι μεγάλες, με αποτέλεσμα να μην παρατηρούνται λειτουργικές διαταραχές.
  3. Διαφορές στην ικανότητα διακίνησης των ουσιών του κατειργασμένου χυμού. Η μελέτη της διακίνησης των οργανικών ουσιών που συντίθενται στα φύλλα εμβολιασμένων και μη πρέμνων οδήγησε στα εξής συμπεράσματα:
    1. Στα αυτόρριζα και στα εμβολιασμένα πρέμνα όπου το εμβόλιο και το υποκείμενο είναι της ίδιας ποικιλίας, το υπόγειο τμήμα είναι πλουσιότερο σε άμυλο.
    2. Στα εμβολισμένα πρέμνα όπου το εμβόλιο είναι ποικιλία vinifera και το υποκείμενο κλώνος αμερικάνικου είδους ή νόθο, παρατηρείται μεγαλύτερη συγκέντρωση αμύλου στο υπέρ το σημείο εμβολιασμού τμήμα. Και μάλιστα είναι τόσο είναι μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερο είναι το εξόγκωμα στη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου.
  4. Διαφορές ποσοτικές – ποιοτικές στις ρυθμιστικές ουσίες αύξησης. Αν και δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί το θέμα στην άμπελο εν τούτοις φαίνεται πιθανή η επίδραση ανταγωνιστικών της αύξησης ουσιών του υποκειμένου πάνω στο ορμονικό σύστημα του εμβολίου και επομένως την αύξησή του. Πολύ συχνά η συμπλοκή αυτή επίδραση του υποκειμένου επί του εμβολίου εκφράζεται με ιδιορρυθμίες αύξησης και καρποφορίας.
  5. Ο ρόλος του υποκειμένου στα εμβολιασμένα πρέμνα. Το υποκείμενο επιδρά:
    1. Στη ζωηρότητα του εμβολίου με έντονο τρόπο ώστε συχνά να δικαιολογείται ο όρος της ‘’μετάδοσης’’ ζωηρότητας από το υποκείμενο στο εμβόλιο.
    2. Στην παραγωγικότητα του εμβολίου εκφραζόμενη με την πρωίμιση της παραγωγής. Είναι αποδεδειγμένο ότι ο χρόνος ωρίμανσης των σταφυλιών εξαρτάται αποκλειστικά από το υποκείμενο. Τα ζωηρά υποκείμενα μεταδίδουν ζωηρότητα στο εμβόλιο και προκαλούν οψίμιση της παραγωγής. Αντίθετα, τα μη ζωηρά υποκείμενα μειώνουν τη ζωηρότητα αύξησης της παραγωγής.
    3. Στη μακροβιότητα του εμβολίου, που φαίνεται ότι τα εμβολιασμένα πρέμνα είναι μάλλον βραχύβια σε σχέση με τα αυτόρριζα. Επίσης, το υποκείμενο επιδρά και στο χρόνο φυλλόπτωσης του εμβολίου.

Προϋποθέσεις επιτυχίας του εμβολιασμού

  1. Βοτανική συγγένεια εμβολίου – υποκειμένου. Η ύπαρξη βοτανικής συγγένειας μεταξύ του εμβολίου και του υποκειμένου αποτελεί απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του εμβολιασμού και για την παραγωγική συμβίωση των συμβαλλόμενων μερών. Είναι κατά κανόνα επιτυχής ο εμβολιασμός και αρμονική η συμβίωση μεταξύ των ειδών και ποικιλιών του υπογενούς Euvitis. Εν τούτοις, και στην παραπάνω περίπτωση ο βαθμός επιτυχίας ποικίλλει μέχρις του σημείου ενώ τα συμβαλλόμενα μέρη είναι βοτανικά συγγενή να παρουσιάζουν αδυναμία συγκόλλησης ή και αρμονικής συμβίωσης. Αν και τα αίτια μη αρμονικής συμβίωσης συγγενών βοτανικά φυτών δεν έχουν πλήρως προσδιοριστεί επικρατούσα θεωρείται η άποψη κατά την οποία η αδυναμία πρέπει να αποδοθεί σε φυσιολογικές και βιοχημικές διαφορές μεταξύ εμβολίου και υποκειμένου με συνέπεια διαταραχές του μεταβολισμού αυτών. Ενδεικτικά συμπτώματα έλλειψης βοτανικής συγγένειας και αδυναμίας αρμονικής συμβίωσης θεωρούνται η σε μεγάλο ποσοστό αδυναμία συγκόλλησης εμβολίου – υποκειμένου, οι διαφορές στο χρόνο βλάστησης, το υπερβολικό εξόγκωμα στο σημείο ένωσης, η ασθενική, η χλωρωτική βλάστηση του εμβολίου. Αποδεικτικά στοιχεία έλλειψης βοτανικής συγγένειας αποτελούν η αποκόλληση του εμβολίου αρκετό χρόνο μετά την εκτέλεση του εμβολιασμού και την ανάπτυξη του συγκολλητικού ιστού καθώς και η παρουσία αδιαφοροποίητων μαζών παρεγχυματοειδούς ιστού στη ζώνη ένωσης.
  2. Σύμπτωση καμβίων. Ο εμβολιασμός στην άμπελο πραγματοποιείται με τη συγκόλληση διαφοροποιημένων ιστών ο δε συγκολλητικός ιστός αναπτύσσεται από το κάμβιο στο ύψος αγγειωδών δεσμίδων του εμβολίου και του υποκειμένου. Για αυτό επιδιώκεται κατά την εκτέλεση του εμβολιασμού η σύμπτωση των καμβιακών δακτυλίων των συμβιωτών. Αν και στα πρώτα στάδια συγκόλλησης, πλήν του καμβίου συμμετέχει και η βίβλος με την παραγωγή παρεγχυματικών κυττάρων με τα οποία καταρχήν συγκολλούνται τα συμβιωτά.
  3. Ηλικία συμβιωτών. Όσο νεότερα είναι τα προς εμβολιασμό τμήματα του φυτού τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία του εμβολιασμού. Έτσι, πράσινοι μη διαφοροποιμένοι βλαστοί δίνουν μεγάλα ποσοστά επιτυχίας και ταχεία συγκόλληση, οι πράσινοι διαφοροποιημένοι βλαστοί δίνουν μικρότερα, σε σχέση με τα προηγούμενα ποσοστά επιτυχίας και οι ξυλοποιημένοι βλαστοί (ηλικίας ενός έτους) που κατά κανόνα χρησιμοποιούνται στην αμπελοκομική πράξη συγκολλούνται με μικρότερη ταχύτητα και επιτυχία.
  4. Κατάσταση κυτταρικής δραστηριότητας. Το επίπεδο δραστηριότητας του καμβίου των συμβαλλόμενων μερών (εμβολίου – υποκείμενου) συμβάλλει αποφασιστικά στην ταχύτερη συγκόλληση και τη μεγαλύτερη επιτυχία του εμβολιασμού. Τα ποσοστά επιτυχίας του εμβολιασμού είναι μεγαλύτερα όταν υπάρχει καμβιακή δραστηριότητα (κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου) και μάλιστα όταν προηγείται το υποκείμενο του εμβολίου.
  5. Πολικότητα εμβολίου–υποκειμένου. Με τον όρο πολικότητα αποδίδεται στα φυτά ιδιότητα όμοια με εκείνη που χαρακτηρίζει τη μαγνητική βελόνα να στρέφει στην κατεύθυνση Β – Ν. Εξ’ αιτίας της παραπάνω ιδιότητας των πρέμνων αμπέλου κατά τον αγενή πολλαπλασιασμό τα φυτικά τμήματα πρέπει να διατηρήσουν τον προσδιορισμό που είχαν στο μητρικό φυτό. Αντιστροφή της πολικότητας του εμβολίου δημιουργεί προβλήματα στον προσανατολισμό των αγγειωδών στοιχείων των ιστών μεταξύ των δύο συμβιωτών. Είναι επομένως απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας η τοποθέτηση βάσης του εμβολίου στην κορυφή του υποκειμένου, ώστε να μη διαταραχθεί η πολικότητά των.
  6. Μηχανική σταθερότητα των συμβιωτών. Επιτυγχάνεται με τη σταθερή πρόσδεση των συμβιωτών που φέρνει σε στενή και διαρκή επαφή το εμβόλιο με το υποκείμενο, έτσι ώστε αφ’ ενός μεν να μην υπάρχει κενός χώρος μεταξύ των αφ΄ ετέρου δε να μην προκληθεί ζημιά του συγκολλητικού ιστού από μηχανικά αίτια.
  7. Συνθήκες περιβάλλοντος. Ο σχηματισμός και η ανάπτυξη του συγκολλητικού ιστού προϋποθέτει ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και αερισμού, ιδιαίτερα στη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου. Η θερμοκρασία επηρεάζει καθοριστικά τόσο την ποιότητα του συγκολλητικού ιστού όσο και την ταχύτητα συγκόλλησης. Η ανάπτυξη του συγκολλητικού ιστού αρχίζει στους 15oC. Στη θερμοκρασία αυτή η παραγωγή του κάλου είναι βραδεία ενώ αυξάνει όσο αυξάνει και η θερμοκρασία. Άριστη θερμοκρασία θεωρείται αυτή των 25oC, ενώ άνω των 32oC παράγεται υδαρής συγκολλητικός ιστός. Για την κανονική ανάπτυξη του συγκολλητικού ιστού και την επιτυχημένη συγκόλληση απαιτείται υψηλή σχετική υγρασία (90%) στο σημείο ένωσης εμβολίου – υποκειμένου, ώστε να αποτραπεί αφυδάτωση των παρεγχυματικών κυττάρων που εξ’ αιτίας των λεπτών τοιχωμάτων είναι ευπαθή στην απώλεια υγρασίας. Απαραίτητη τέλος, είναι και η παρουσία οξυγόνου και μάλιστα σε ικανές ποσότητες.

Μέθοδοι εμβολιασμού

Πράσινοι εμβολιασμοί

Ανάλογα με το στάδιο διαφοροποίησης των βλαστών, οι πράσινοι ή χλωροί εμβολιασμοί διακρίνονται σε εμβολιασμούς χλωρού εμβολίου σε χλωρό υποκείμενο, χλωρού εμβολίου σε ξυλοποιημένο υποκείμενο και ενοφθαλμισμού χλωρού εμβολίου σε χλωρό υποκείμενο με απλή σχισμή ή όρθιο Τ. Τα τελευταία χρόνια οι εμβολιασμοί μη διαφοροποιούμενων βλαστών εφαρμόζονται κυρίως σε συνθήκες υδρονέφωσης για την ταχύτερη συγκόλληση εμβολίου – υποκειμένου με ταυτόχρονη ριζοβόληση του υποκειμένου καθώς και για τον υγιειονομικό έλεγχο του πολλαπλασιαστικού υλικού. Προϋποθέσεις επιτυχίας των παραπάνω εμβολιασμών αποτελούν η δραστήρια αύξηση βλάστησης των συμβιωτών, η κατάσταση ωριμότητας των βλαστών, ο χρόνος εκτέλεσης, η τεχνική και η επιδεξιότητα του εμβολιαστή και τα μέτρα προστασίας του ευαίσθητου υλικού από αφυδάτωση. Ευνοϊκότερη εποχή εκτέλεσης των εμβολιασμών για τις συνθήκες της χώρας είναι το διάστημα Μαΐου – Ιουνίου, κατά το οποίο παρατηρείται ζωηρότερη αύξηση βλάστησης, αλλά και μετά τον εμβολιασμό υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια για την πλήρη ανάπτυξη και διαφοροποίηση της βλάστησης του εμβολίου. Οι χλωροί βλαστοί που θα χρησιμοποιηθούν στους πράσινους εμβολιασμούς δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ χλωροί ούτε να βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο διαφοροποίησης. Ο χλωρός βλαστός του υποκειμένου πρέπει να έχει διάμετρο 6 – 8 mm και να είναι περισσότερο διαφοροποιημένος από εκείνον του εμβολίου. Κριτήριο καταλληλότητας του βλαστού – υποκειμένου θεωρείται η ανάπτυξη μεσοκάρδιων βλαστών. Μερικές ημέρες πριν τον εμβολιασμό αφαιρείται από το υποκείμενο η βλάστηση πλήν των κατάλληλων βλαστών οι οποίοι κορυφολογούνται και ξεφυλλίζονται ώστε να υπάρξει χρόνος επούλωσης των πληγών και να διακοπεί η απώλεια υγρασίας. Τα εμβόλια συλλέγονται πριν τον εμβολιασμό για να μην αφυδατωθούν. Το τμήμα του βλαστού που θα δώσει τα εμβόλια δεν πρέπει να είναι ούτε κορυφαίο ούτε βασικό. Τεμαχίζονται σε εμβόλια με 1 ή 2 οφθαλμούς. Στα εμβόλια διατηρείται τόσο η βάση των φύλλων όσο και ο μεσοκάρδιος μέχρι 1 ή 2 φύλλων. Οι πράσινοι εμβολιασμοί χρησιμοποιούνται ευρέως στην παραγωγή συγκολλημένων μοσχευμάτων στους θάλαμους υδρονέφωσης και όχι τόσο σε μεγάλους αμπελώνες (λόγω της ξηρασίας).

Σχιστός εμβολιασμός

Ευρύτατης εφαρμογής στην αμπελουργική πράξη, επί τόπου εμβολιασμός, ο σχιστός παρουσιάζει αρκετές παραλλαγές. Με τη μέθοδο αυτή εμβολιάζονται νεαρά πρέμνα κατά την πρώτη εγκατάσταση παραγωγικού αμπελώνα και ηλικιωμένα πρέμνα είτε σε περιπτώσεις αλλαγής ποικιλίας είτε όταν επείγει η παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού ποικιλίας ή α.ρ.μ.φ – υποκειμένων. Κατάλληλη εποχή εκτέλεσης του επί τόπου σχιστού εμβολιασμού είναι η άνοιξη, κατά την έναρξη κυκλοφορίας των χυμών, πρακτικά για τις συνθήκες της χώρας μας το χρονικό διάστημα Μαρτίου – Απριλίου .

  • Σχιστός με πλήρη σχισμή, εμβολιασμός νεαρών πρέμνων στον αμπελώνα.

Το σημείο εμβολιασμού επί του υποκειμένου πρέπει να απέχει τουλάχιστον 5cm (8 – 10 cm) από την επιφάνεια του εδάφους ώστε και να αποτραπεί η ριζοβόληση του εμβολίου και να υπάρχει περιθώριο επανεμβολιασμού. Για την εκτέλεση των εργασιών εμβολιασμού είναι αναγκαία η περιλάκκωση του υποκειμένου. Ο εμβολιασμός γίνεται κατά την περίοδο δραστήριας αύξησης των πρέμνων, πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η εκροή των δακρύων κατά την κορμοτόμηση του υποκειμένου να μη δημιουργήσει προβλήματα στη συγκόλληση των συμβιωτών. Για αυτό το λόγο και ανάλογα με το υποκείμενο, η κορμοτόμηση διενεργείται 2 – 4 ημέρες πριν από τον εμβολιασμό. Επόμενο στάδιο είναι η προετοιμασία των συμβιωτών με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές του εμβολιασμού:

Εμβόλιο:Περιλαμβάνει κατά κανόνα έναν οφθαλμό. Στο κατώτερο άκρο του δημιουργείται σφήνα μήκους ίσου προς το τριπλάσιο ή το τετραπλάσιο της διαμέτρου του εμβολίου. Η δημιουργία των τομών αρχίζει πολύ κοντά στον κόμβο. Στο άνω μέρος του εμβολίου η τομή εκτελείται 2 – 3 cm πάνω από τον οφθαλμό και με κλίση αντίθετη προς αυτόν. Κατά την προετοιμασία για την προστασία τους από πιθανή αφυδάτωση τα εμβόλια τοποθετούνται σε νερό ή σε βρεγμένη λινάτσα μέχρι να εμβολιαστούν.

Υποκείμενο:Για την ταχύτερη είσοδο των πρέμνων στην καρποφορία, το έρριζο μόσχευμα φυτεύεται στην οριστική του θέση τον Γενάρη και ο εμβολιασμός εκτελείται τέλη Απρίλη με αρχές Μαΐου του ίδιου χρόνου. Μερικές μέρες πριν από τον εμβολιασμό, το υποκείμενο κορμοτομείται, ώστε να δοθεί χρόνος για την εκροή των δακρύων. Η κορμοτόμηση γίνεται 5cm πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και σε σημείο του κορμού όπου η ανατομική δομή και μορφή να είναι όσο το δυνατόν ομαλή. Μετά εκτελείται η σχισμή επί της τομής με το εμβολιαστήρι, κατά την έννοια της μεγαλύτερης διαμέτρου, σε βάθος τριπλάσιο ή τετραπλάσιο της διαμέτρου του εμβολίου. Πρέπει το άκρος της σχισμής να μη φθάνει τον κόμβο και πολύ περισσότερο βέβαια να μη συνεχίζει κάτω από αυτόν. Μετά την ολοκλήρωση της προετοιμασίας του υποκειμένου τοποθετείται με τη βοήθεια του εμβολιαστηρίου το εμβόλιο στη σχισμή. Αμέσως μετά τον εμβολιασμό, για να προστατευτεί από αφυδάτωση το όλο σύστημα, αμέσως μετά την πρόσδεση καλύπτεται με κώνο χώματος, ώστε να καλύπτει σε πάχος 3 – 5 cm το εμβόλιο. Άριστα αποτελέσματα δίνει η τεχνική κατά την οποία ο χώρος γύρω από τη ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου πληρώνεται με υγρή ποταμίσια άμμο ή υγρή τύρφη, ιδιαίτερα όταν το έδαφος είναι συνεκτικό. Ταυτόχρονα με το παράχωμα τοποθετείται πάσσαλος υποστήλωσης του νεαρού πρέμνου. Μετά την έκπτυξη του οφθαλμού του εμβολίου και την πρόοδο της βλάστησης, απομακρύνεται ο κώνος χώματος, αφαιρούνται τυχόν βλαστοί του υποκειμένου και ρίζες του εμβολίου και αρχίζει η διαδικασία μόρφωσης του νέου πρέμνου.

  • Σχιστός με πλήρη σχισμή, εμβολιασμός ηλικιωμένων πρέμνων.

Εφαρμόζεται κυρίως όταν υπάρχει ανάγκη απόκτησης πολλαπλασιαστικού υλικού σπάνιας ποικιλίας σε μικρό χρονικό διάστημα ή για την αλλαγή ποικιλίας σε υπάρχοντα αμπελώνα. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι ίδια με την παραπάνω περίπτωση.

  • Σχιστός μερικής σχισμής, εμβολιασμός ηλικιωμένων πρέμνων.

Ο κορμός του πρέμνου που πρόκειται να εμβολιαστεί έχει διάμετρο μεγαλύτερη των 8 – 10cm. Μετά την κορμοτόμηση και τη λείανση της τομής, η σχισμή γίνεται στη μία πλευρά της, φθάνει μέχρι τον άξονα του κορμού και έχει βάθος όσο το πάχος του εμβολίου. Το εμβόλιο προετοιμάζεται με τρόπο ώστε η σφήνα να έχει πλευρές συγκλίνουσες προς την εσωτερική πλευρά του άξονά του, ώστε να διευκολύνεται η είσοδός του στη σχισμή του υποκειμένου.

  • Σχιστοί πλάγιοι εμβολιασμοί.

O πιο γνωστός και πιο εφαρμόσιμος είναι ο Cadillac. Εφαρμόζεται στα νεαρά ή στα ηλικιωμένα πρέμνα είτε την άνοιξη είτε το φθινόπωρο. Παρουσιάζει το πλεονέκτημα σε περίπτωση αποτυχίας, να μην καταστρέφεται το νεαρό πρέμνο ούτε να υφίσταται απώλεια φορτίου των ενήλικων πρέμνων αφού η κοπή του φυλλώματος εκτελείται κατά κανόνα τον επόμενο χρόνο. Η πλάγια σχισμή στο υποκείμενο γίνεται 5cm από το έδαφος και έχει τριπλάσιο μήκος από τη διάμετρο του εμβολίου. Η σφήνα στο εμβόλιο έχει κάθετες πλευρές ή και παράλληλες προς τον οφθαλμό. Μετά την ένωση, ακολουθεί η πρόσθεση και το παράχωμα ενώ η αφαίρεση της κόμης πρέπει να γίνει την επόμενη άνοιξη.

  • Παραλλαγές σχιστού εμβολιασμού.
  1. Σχιστός έφιππος: η σφήνα σχηματίζεται στο υποκείμενο και η σχισμή στο εμβόλιο που συνήθως έχει μεγαλύτερη διάμετρο. Επέρχεται έτσι μεγαλύτερη επαφή των καμβίων των συμβιωτών.
  2. Εμβολιασμός με πλήρη σχισμή σαν στέγη: αυξάνει η καμβιακή γραμμή συγκόλλησης ενώ η διαμόρφωση του εμβολίου σαν στέγη προστατεύει το υποκείμενο από μηχανικές βλάβες (άνοιγμα).
  3. Γιγγλυμοειδής εμβολιασμός: εκτελείται με εμβολιαστικές μηχανές. Πρέπει τα συμβιωτά να είναι της ίδιας διαμέτρου. Ο σχηματιζόμενος γιγγλυμός επιτρέπει τη μεγαλύτερη σύμπτωση ων καμβίων αφού αυξάνει τις επιφάνειες επαφής αυτών.
  4. Σχιστός με πλήρη σχισμή εμβολιασμός υψίκορμων πρέμνων: αναφέρεται στα υψίκορμα πρέμνα (κρεββατίνες) και εκτελείται είτε σε βραχίονα είτε στον κορμό αλλά σε αρκετό ύψος από το έδαφος. Συνήθως η ζώνη ένωσης εμβολίου – υποκειμένου περικλείεται σε πλαστικό σάκκο ή δοχείο (χωρίς πυθμένα) που περιέχει υγρά βρύα ή υγρή τύρφη για την αποφυγή της αφυδάτωσης.







Εγγενής πολλαπλασιασμός

Γενικά

Ο εγγενής πολλαπλασιασμός της αμπέλου εφαρμόζεται και στα προγράμματα βελτίωσης (απόκτηση νέων ποικιλιών) και δεν συνιστάται για την εγκατάσταση παραγωγικών αμπέλων. Και αυτό γιατί εξαιτίας της μεγάλης ετεροζυγωτίας των ποικιλιών vinifera, τα παραγόμενα από τα γίγαρτα φυτά, διαφέρουν προς το μητρικό φυτό από οποίο προήλθαν, γιατί λόγω της διάσχισης παρουσιάζουν μεγάλη παραλλακτικότητα ως προς τους διάφορους χαρακτήρες τους. Η παραλλακτικότητα αυτή είναι απαγορευτική για την απόκτηση ομοιόμορφων αμπελώνων. Αλλά πέρα από αυτό, τα φυτά που προέρχονται από γίγαρτα, χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο και περιποιήσεις μέχρι να εισέλθουν στην καρποφορία ώστε να μη συμφέρει οικονομικά η μέθοδος αυτή.

  1. Συλλογή και διατήρηση των γιγάρτων. Τα γίγαρτα λαμβάνονται από ώριμα σταφύλια. Η φυσιολογική ωρίμανση των γιγάρτων προηγείται της βιομηχανικής ωρίμανσης των σταφυλιών κατά μια περίπου εβδομάδα. Τα γίγαρτα αποχωρίζονται των ραγών, πλένονται με άφθονο νερό, αφήνονται σε ρεύμα αέρα πάνω σε απορροφητικό χαρτί για να εξατμιστεί η περίσσεια υγρασίας και τοποθετούνται σε πλαστικά ή χάρτινα σακκίδια με το χρόνο της σποράς, την επόμενη άνοιξη. Στις ποικιλίες οινοποιίας τα γίγαρτα πρέπει να αποχωρίζονται από τις ράγες γιατί διαπιστώθηκε περιορισμένη βλαστική ικανότητα των γιγάρτων όταν προηγηθεί αλκοολική ζύμωση. Για να απωλέσουν τη βλαστική τους ικανότητα, τα γίγαρτα στρωματώνονται σε διάφορα υποστρώματα και διατηρούνται μέχρι το χρόνο σποράς. Μια γρήγορη και εύχρηστη μέθοδος διατήρησης των γιγάρτων είναι η τοποθέτησή τους, εντός πλαστικών σακκιδίων, σε ψυγείο σε θερμοκρασία 5oC μέχρι την εποχή σποράς τους.
  2. Βλαστική ικανότητα γιγάρτων. Η βλαστική ικανότητα των γιγάρτων αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα της ποικιλίας και ελέγχεται από γενετικούς παράγοντες. Τα γίγαρτα των αμερικανικών ειδών έχουν μεγαλύτερη βλαστική ικανότητα από τα γίγαρτα των ποικιλιών vinifera. Επίσης, τα γίγαρτα που προέρχονται από σταυρογονιμοποίηση έχουν μεγαλύτερη βλαστικότητα από εκείνα που προέρχονται από αυτογονιμοποίηση. Αλλά και για κάθε ποικιλία η βλαστική ικανότητα των γιγάρτων διαφέρει από έτος σε έτος. Φυσιολογικά, τα γίγαρτα έχουν την ικανότητα να βλαστήσουν μόλις συμπληρωθεί η ανάπτυξη του εμβρύου, λίγο χρόνο μετά την έναρξη ωρίμανσης των ραγών. Όμως, δεν βλαστάνουν, έστω και κάτω από ευνοϊκές συνθήκες εξ’ αιτίας ενδογενών παραγόντων (λήθαργος γιγάρτων). Για τη βλάστηση των γιγάρτων είναι απαραίτητο να υποστούν για χρονικό διάστημα την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών (2-5oC για 2 έως 4 μήνες) ώστε να διακοπεί ο λήθαργος. Η βλαστική ικανότητα των γιγάρτων παρουσιάζει πτωτική τάση με την πάροδο του χρόνου, για αυτό τα γίγαρτα πρέπει να τοποθετούνται για βλάστηση τον πρώτο χρόνο από τη συλλογή τους. Με την παρέλευση του δεύτερου χρόνου περιορίζεται δραστικά ενώ σπάνια βλαστάνουν τα γίγαρτα μετά τον τρίτο χρόνο. Η βλαστική ικανότητα εκφράζεται με:το ποσοστό βλάστησης, με τον αριθμό δηλαδή των φυτών που παράγονται από ορισμένο αριθμό γιγάρτων, τον ρυθμό βλάστησης, με τον αριθμό των ημερών που απαιτούνται για την επίτευξη του συγκεκριμένου ποσοστού βλάστησης. Ο ρυθμός βλάστησης επηρεάζεται από τη διακοπή του ληθάργου και των συνθηκών περιβάλλοντος κατά τη βλάστηση. Τα ποσοστά της βλαστικής ικανότητας των cv vinifera κυμαίνονται από 30–35%.
  3. Σπορά γιγάρτων. Μετά τη διακοπή του ληθάργου τα γίγαρτα είναι έτοιμα για σπορά σε ειδικά κιβώτια ή γλάστρες (εντός θερμοκηπίων) ή σε σπορείο. Τη διαδικασία βλάστησης ευνοεί η εμβάπτιση των γιγάρτων επί 48 ώρες σε νερό θερμοκρασίας 25–30oC. Tα κιβώτια πληρούνται με αποστειρωμένο μίγμα φυτοχώματος, τύρφης ή περλίτη. Τα γίγαρτα, φυτεύονται σε βάθος 2 – 4 cm με το ράμφος προς τα επάνω, σε πυκνότητα 5 x 5 cm. Μετά τη σπορά διενεργείται άρδευση (συχνά με χλιαρό νερό). Η εποχή της σποράς εξαρτάται από το χώρο. Σε θερμοκήπια (όπου η θερμοκρασία διατηρείται γύρω στους 25 – 27oC), η σπορά γίνεται από τέλη Φλεβάρη – αρχές Μάρτη. Σε ελεύθερα σπορεία μετά τη περίοδο των ανοιξιάτικων παγετών. Η βλάστηση των γιγάρτων ολοκληρώνεται μετά από περίπου μήνες (φυτά ύψους 7 περίπου cm). Όταν τα νεαρά φυτά αποκτήσουν 3-4 φύλλα, μεταφυτεύονται σε μικρά δοχεία και μεταφέρονται στο φυτώριο ελέγχου όπου παραμένουν 4 χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό γίνεται έλεγχος της ζωηρότητας, της παραγωγικότητας, του χρόνου ωρίμανσης, των τεχνολογικών και οργανοληπτικών χαρακτήρων των σταφυλιών, με βάση τον οποίο θα επιλέγουν και θα πολλαπλασιαστούν τα κατάλληλα φυτά. Για τη μείωση του χρόνου (από 4 σε 2 έτη) που απαιτείται από τη στιγμή της σποράς, έως την καρποφορία έχουν επινοηθεί διάφοροι μέθοδοι, ως ο εμβολιασμός εμβολίων από σπορόφυτα σε ενήλικα πρέμνα και η υδροπονική καλλιέργεια. Η τελευταία βασίζεται στην καλλιέργεια των σπορόφυτων σε λεκάνες στις οποίες εξασφαλίζεται συνεχής κυκλοφορία του θρεπτικού διαλύματος ενός θερμοκηπίου. Οι λεκάνες έχουν διαστάσεις 10m x 1m x 0,35m και κλίση 1%. Ο πυθμένας καλύπτεται σε πάχος 10m από χαλίκια διαμέτρου 3–5 cm για τη διευκόλυνση της στράγγισης. Πάνω από αυτό απλώνεται χαλίκι σε πάχος 10cm. Στο υπόστρωμα αυτό γίνεται η σπορά των γιγάρτων. Μετά τη βλάστηση τα σπορόφυτα αρδεύονται με θρεπτικό διάλυμα. Μετά από πάροδο 4–5 μήνες τα σπορόφυτα αποκτούν ύψος περίπου 2 μέτρων, με διάμετρο στελέχους στη βάση τους 0,5cm. Για τη πρωίμιση της καρποφορίας κορυφολογείται το σπορόφυτο και εξαιρούνται οι ταχυφυείς από τον 10ο κόμβο και πάνω.