Ασθένειες καρπουζιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 14:40, 12 Σεπτεμβρίου 2013 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Περονόσπορος

Προσβολή φύλλων πεπονιάς από Περονόσπορο

Ο περονόσπορος (Pseudoperonospora cubensis) είναι μια από τις σημαντικότερες ασθένειες της καρπουζιάς στη χώρα μας και σε κάθε περιοχή του κόσμου που οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τις μολύνσεις. Προκαλεί σοβαρές ζημιές κυρίως στα θερμοκήπια, στην καρπουζιά και στα άλλα καλλιεργούμενα κολοκυνθοειδή καθώς και σε αυτοφυή Cucurbitaceae. Παρατηρούνται στα φύλλα διάσπαρτες, μικρές κηλίδες οι οποίες στην αρχή είναι χλωρωτικές και γρήγορα εξελίσσονται σε νεκρωτικές, σκουρόχρωμες, κυκλικού σχήματος. Τα αίτια, τα συμπτώματα καθώς και οι τρόποι αντιμετώπισής της είναι παρόμοια με την προσβολή της ασθένειας αυτής στην πεπονιά.







Ωΐδιο

Προσβολή φύλλου καρπουζιάς λόγω Ωϊδίου

Η ασθένεια προκαλείται από δύο μύκητες τον Erysiphe cichoracacearum και Sphaerotheca fuliginea. Η ασθένεια είναι γνωστή τόσο στους αγρούς όσο και στα θερμοκήπια σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Ο κύκλος ζωής των δύο παθογόνων είναι παρόμοιος αλλά εξαρτάται από τις καιρικές και καλλιεργητικές συνθήκες, το ένα η το άλλο είδος γίνεται κυρίαρχο, ανάλογα με τις οικολογικές απαιτήσεις. Η ασθένεια εξελίσσεται γρήγορα κάτω από ευνοϊκές συνθήκες όπως ζεστός και υγρός καιρός.

Προσβολές από τους μύκητες Erysiphe cichoracacearum και Sphaerotheca fuliginea παρουσιάζουν την ίδια συμπτωματολογική εικόνα. Στα φύλλα, στο στέλεχός, στους μίσχους, στους καρπούς και στους έλικες εμφανίζονται αρχικά μικρές, κίτρινες κηλίδες με λευκή εξάνθηση. Οι κηλίδες αυτές μεγαλώνουν, συνενώνονται και πολύ γρήγορα καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Σε εξέλιξη της ασθένειας η εξάνθηση γίνεται γκρι-λευκή και μοιάζει με «μούχλα» στο πάνω μέρος της φυλλικής επιφάνειας, στους μίσχους και ακόμα και στους βλαστούς των μολυσμένων φυτών. Η «μούχλα» αυτή αποτελείται κυρίως από σπόρια, τα οποία ονομάζονται κονίδια. Συνήθως αναπτύσσεται πρώτα στα φύλλα της κορυφής, στις σκιαζόμενες πλευρές των φύλλων, και στο κάτω μέρος των φύλλων. Οι προσβεβλημένες περιοχές γίνονται καστανές και νεκρώνονται. Όταν το μεγαλύτερο μέρος του φυλλώματος προσβάλλεται, τα φυτά γίνονται αδύναμα και ο καρπός ωριμάζει πρόωρα. Πεισσότερες και αναλυτικότερες λεπτομέρειες για την ασθένεια αυτή, μπορείται να ανατρέξετε στην προσβολή του ωϊδίου στην πεπονιά.







Αλτερναρίωση

Προσβολή φύλλου καρπουζιάς λόγω Αλτερνάριας

Ο Alternaria cucumerina είναι γνωστός και με το συνώνυμο Α. bressicae var. nigrescens peglion. Η άμεση μόλυνση είναι κυρίως στα φύλλα και μπορεί να οδηγήσει σε αποφύλλωση. Η αποφύλλωση κατά συνέπεια οδηγεί σε μείωση της απώλειας και μπορεί να προκαλέσει την πρόωρη ωρίμανση των καρπών. Προσβάλει πολλά είδη της οικογένειας Cucurbitaceae. Τις μεγαλύτερες ζημιές προκαλεί στην καρπουζιά. Ο μύκητας μπορεί να επιβίωση και σαπροφυτικά και κάτω από ειδικές συνθήκες να γίνει ισχυρό παθογόνο.

Το πρώτο σύμπτωμα συνήθως παρουσιάζεται στο φύλλωμα κατά το μέσο της περιόδου ανάπτυξής του. Το παθογόνο A. cucumerina προκαλεί στην πάνω επιφάνεια των φύλλων της πεπονιάς αρχικά μικρές κυκλικές κηλίδες, φωτεινές άσπρες στο κέντρο όπου σιγά-σιγά οι κηλίδες αυτές μεγαλώνουν και μεταχρωματίζονται σε καστανές όπου περιβάλλονται από χλωρωτικό περιθώριο, το μέγεθός τους μπορεί να φθάσει τα 5cm και καλύπτονται από καστανόμαυρη εξάνθηση. Αναλυτικότερα στοιχεία έχουμε παραθέσει στην προσβολή του μύκητα αυτού στην πεπονιά.







Ανθράκωση

Προσβολή καρπουζιού λόγω Ανθράκωσης
Προσβολή φύλλου καρπουζιάς λόγω Ανθράκωσης

Η ανθράκωση της καρπουζιάς προκαλείται από των μύκητα Colletotrichym lagenarium. Το παθογόνο αυτό είναι αρκετά διαδεδομένο και επιφέρει σημαντικές ζημίες στον ξενιστή του. Απαντάται περισσότερο στις χώρες με υγρό κλίμα ή εκεί όπου η χρησιμοποίηση μυκητοκτόνων στα προγράμματα φυτοπροστασίας είναι μικρή. Η γενική μάρανση που προκαλείται από την ανθράκωση μειώνει την απόδοση. Το παθογόνο προσβάλει όλα τα επίγεια τμήματα του φυτού. Τα φυτά μπορούν να προσβληθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξής τους, αλλά τα πρώτα συμπτώματα εντοπίζονται στα παλαιότερα φύλλα. Περισσότερες λεπτομέρειες στην ανθράκωση της πεπονιάς.







Βερτισιλλίωση

Προσβεβλημένα στελέχους καρπουζιάς λόγω Βερτισιλλίωσης

Υπεύθυνο παθογόνο είναι ο μύκητας Verticillium dahlie. Η βερτισιλλίωση αποτελεί πρόβλημα στις εύκρατες και ημιτροπικές περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στις αρδευόμενες περιοχές. Προκαλεί αξιοσημείωτη απώλεια στην απόδοση αλλά χωρίς ζημιά στην ποιότητα. Μεγάλες απώλειες σημειώνονται στις περιοχές όπου το παθογόνο είναι ενδημικό. Περισσότερα και πιο αναλυτικά στοιχεία για την ασθένεια αυτή, μπορούμε να ανατρέξουμε στην προσβολή της ασθένειας αυτής στην πεπονιά.






Βοτρύτης

Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Botrytis cinerea Pers. Παρατηρούνται προσβολές στα φύλλα όπου σχηματίζονται κηλίδες με μορφή συγκεντρικών ζωνών. Σε ευνοϊκές συνθήκες προσβάλλονται ακόμα και οι έλικες και τα άνθη όπου αυτά δεν δένουν και πέφτουν νωρίς. Το παθογόνο είναι ένας κοινός, σαπροφυτικός μικροοργανισμός, διατηρείται σε φυτικά υπολείμματα στην επιφάνεια και μέσα στο έδαφος με τη μορφή κονιδίων, μυκηλίου και σκληρωτίων. Για πιο αναλυτικές πληροφορίες, μπορούμε να ανατρέξουμε στην προσβολή του βοτρύτη στην πεπονιά, αφού παρόμοια πράγματα ισχύουν και στην καρπουζιά.







Φουζαρίωση

Προσβεβλημένο φυτό καρπουζιάς λόγω Φουζαρίωσης

Το παθογόνο Fusarium oxysporum f.sp. melonis προσβάλει βλαστάνοντες σπόρους που βρίσκονται στο έδαφoς, φυτάρια και τα ηλικιωμένα φυτά. Στα φυτάρια προκαλεί κιτρίνισμα των κοτυληδόνων και των πρώτων φύλλων με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του φυτού. Η ασθένεια μπορεί να εκδηλωθεί με απότομο μαρασμό χωρίς να έχει προηγηθεί χλώρωση. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας αποτελεί μια μονόπλευρη ράβδωση από το λαιμό του φυτού έως ψηλά στο στέλεχος η οποία στην αρχή είναι υδαρής και ανοιχτοπράσινου χρώματος, ενώ αργότερα γίνεται κιτρινόμαυρη και κάτω από υψηλές συνθήκες υγρασίας καλύπτεται από λευκή εξάνθηση. Περισσότερες και αναλυτικότερες πληροφορίες στην φουζαρίωση της πεπονιάς.







Σήψη ριζών και στελέχους

Σήψη ρίζας και στελέχους καρπουζιάς

Στην καρπουζιά τα συμπτώματα της ασθένειας είναι παρόμοια με αυτά που προκαλούνται από την φουζαρίωση, που προξενεί ο μύκητας Fusarium οxysporum f.sp. melonis. Παρόλα αυτά η ασθένεια διακρίνεται μακροσκοπικά από την φουζαρίωση από τη σήψη και τη λευκή εξάνθηση, που εμφανίζονται στο λαιμό και στο κατώτερο μέρος του στελέχους μέχρι ύψος περίπου 10-20 cm. Στη περίπτωση της φουζαρίωσης η σήψη προχωρεί μονόπλευρα στο στέλεχός σε μεγάλο ύψος (1-2 m) σχηματίζοντας καστανόμαυρες ραβδώσεις. Πιο αναλυτικά στοιχεία στην πεπονιά.







Κλαδοσπορίωση

Προσβολή καρπουζιού από Κλαδοσπορίωση

Η ασθένεια αυτή προκαλείται από το Cladosporium cucumarinum. Το παθογόνο προσβάλλει τα φύλλα σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και τα συμπτώματα εμφανίζονται σε όλα τα υπέργεια μέρη των φυτών (φύλλα, μίσχοι, στελέχη, καρποί). Προσβάλλονται συνήθως οι καρποί, ιδιαίτερα στη νεαρή ηλικία. Στο σημείο μολύνσεις βγαίνει αρχικά μια κολλώδη (κομμιώδης) ουσία με τη μορφή παχύρρευστων σταγόνων που θυμίζουν ζημιά από νύγματα εντόμου. Στην αρχή οι κηλίδες είναι ελαφρά υδατώδες αλλά αργότερα γίνονται γκρίζες, βυθίζονται ελαφρά και έχουν διάμετρο 5-10mm. Λεπτομέρειες μπορούμε να βρούμε, ανατρέχοντας στην κλαδοσπορίωση της πεπονιάς.







Διδυμέλλα

Προσβολή φύλλου πεπονιάς από Διδυμέλλα
Προσβολή στελέχους πεπονιάς από Διδυμέλλα

Υπεύθυνο παθογόνο είναι ο μύκητας Didymella bryoniae. Είναι γνωστός και με τα συνώνυμα Mycosphaerella melonis, Mycosphaerella citrullina και Ascochyta citrullina. Η ατελής μορφή του είναι ο Phoma cucurbitacearum. Είναι πολύ διαδεδομένο φυτοπαράσιτο. Η παρουσία του αναφέρεται σ’όλες τις ηπείρους. Το συναντάει κανείς συχνότερα στα τροπικά και υποτροπικά κλίματα. Προσβάλει πολλά είδη. Στη μεσογειακή ζώνη μόνο κάτω από ευνοϊκές συνθήκες προκαλεί σοβαρές ζημιές στις υπαίθριες καλλιέργειες.

Προσβολές συναντάμε κυρίως στο υπέργειο τμήμα των φυτών. Τελευταία αναφέρονται περιπτώσεις προσβολής του λαιμού και των ριζών όπου προκαλεί μαύρη σήψη. Το μαύρο αυτό χρώμα οφείλεται στις καρποφόρες ξανθίσεις του παθογόνου. Η προσβολή στα φύλλα αρχίζει σχεδόν πάντα από την περιφέρεια. Εμφανίζεται με μορφή κηλίδων ανοιχτόχρωμων καστανόξανθο περιφερειακά και σκοτεινόχρωμων στο κέντρο όπου πολλές φορές συνενώνονται. Παρατηρείται στη συνέχεια ξήρανση των ιστών, που αργότερα πέφτουν. Πάνω στις κηλίδες φαίνονται τα πυκνίδια και τα ψευδοθήκια του μύκητα. Η σοβαρότερη ζημιά από το μύκητα προκαλείται, αν προσβληθεί το στέλεχος. Σχηματίζονται αρχικά επιμήκεις ελαιώδεις κηλίδες, που στη συνέχεια εξελίσσονται σε κομμιώδη έλκη. Πολλές φορές οι κηλίδες αυτές περιβάλλουν ολόκληρο το στέλεχος. Στην περίπτωση αυτή το φυτικό τμήμα πάνω από το σημείο προσβολής νεκρώνεται εξολοκλήρου. Στα στελέχη η καρποφορία του μύκητα είναι πλουσιότερη. Γι’αυτό πολύ νωρίς οι θέσεις προσβολής παίρνουν χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα. Ανάλογα συμπτώματα διαπιστώνονται και στους πλάγιους βλαστούς, στους μίσχους των φύλλων και καρπών, στους κλαδεμένους έλικες και στα υπόλοιπα των μίσχων των φύλλων, καρπών, βλαστών που μένουν μετά την αφαίρεση τους. Στους καρπούς η προσβολή ξεκινάει από τα ανοικτά άνθη ή τα νεκρά ανθικά υπολείμματα. Μπορεί να αρχίζει και από υπάρχουσες πληγές. Σχηματίζονται βαθουλωτές ωοειδείς- κυκλικές, υδατώδεις κηλίδες. Οι κηλίδες αυτές στη συνέχεια αποκτούν σκούρο, πράσινο - καστανό χρωματισμό. Με τον καιρό παρατηρούνται κομμιώδεις εκκρίσεις και καρποφορίες του μύκητα. Χωρίς ορατά συμπτώματα αρχίζει σήψη των κάτω από την κηλίδα ιστών, οι καρποί εμφανίζουν μάρανση και πλάτυνση της κορυφής τους. Γενικά οι καρποί αυτοί είναι καθυστερημένης ανάπτυξης. Οι πυκνές καρποφορίες προσδίδουν στην κορυφή του καρπού μαύρη όψη.

Το παθογόνο Didymella bryoniae διατηρείται στο έδαφος σε σάπια φυτικά υπολείμματα. Τα σπόρια μπορούν να επιβιώσουν ακόμα και σε καλάμια, σπάγκους πρόσδεσής, σύρματα και στις θερμοκηπιακές κατασκευές, επίσης το παθογόνο επιβιώνει και σε ζιζάνια και άλλα φυτά του γένους Opuntia. Το μυκήλιο αντέχει πολύ στο κρύο και μπορεί να διατηρηθεί πάνω από ένα χρόνο στο έδαφος. Το πρωταρχικό μόλυσμα του παθογόνου είναι τα πυκνιδιοσπόρια και ασκοσπόρια, που σχηματίζει, η μετάδοση του μύκητα με το σπόρο είναι δυνατή αλλά σπάνια. Οι δευτερογενείς μολύνσεις προέρχονται από τις καρποφορίες του μύκητα στα προσβεβλημένα φυτικά τμήματα. Σ’ αυτά σχηματίζονται πυκνιδιακές καρποφορίες. Η εκτίναξη των ασκοσπορίων από τα ψευδοθήκια γίνεται με υγρό αέρα. Στα θερμοκήπια, που δεν αερίζονται κανονικά είναι δυνατή η απελευθέρωση των ασκοσπορίων σ’όλη την καλλιεργητική περίοδο. Στην ύπαιθρό η μεγαλύτερη απελευθέρωση γίνεται μετά από βροχή ή άρδευση με καταιονισμό. Αρκούν 3 ώρες μόνο διύγρανσης της προσβεβλημένης επιφάνειας για να αρχίσει η απελευθέρωση των ασκοσπορίων. Η μεταφορά των ασκοσπορίων γίνεται με τον αέρα. Τα πυκνιδιοσπόρια εξέρχονται από το πυκνίδιο με τη μορφή ρευστής κιτρινωπής μάζας. Μπορούν να μεταφερθούν μηχανικά με τις διαφορές καλλιεργητικές φροντίδες από φυτό σε φυτό. Το παθογόνο είναι ικανό να καρποφορήσει σ’ένα μεγάλο εύρος θερμοκρασιών που κυμαίνεται από 5-35oC. H άριστη θερμοκρασία είναι γύρω στους 19oC. Η άριστη θερμοκρασία για τη βλάστηση των πυκνιδιοσπορίων είναι 24oC. Επίσης για την μόλυνση και την εξέλιξη της ασθένειας σημαντικοί παράγοντες είναι η κατάσταση των φυτών, η θερμοκρασία και η υγρασία. Η ασθένεια επιδεινώνεται, όταν η υγρασία ξεπεράσει το 95% και θερμοκρασία γύρω στους 30oC είναι ιδανικές για την έξαρση της ασθένειας. Φυτά πληγωμένα ή εξασθενημένα από στρες είναι ευαίσθητα στην ασθένεια. Η διείσδυση του παθογόνου κατά κανόνα γίνεται από πληγές. Ο αποτελεσματικός έλεγχος των παθογόνων προϋποθέτει τη λήψη μιας σειράς προφυλακτικών μέτρων.

  • Στο θερμοκήπιο η ρύθμιση της θερμοκρασίας και της υγρασίας μπορεί να περιορίσει την ασθένεια. Η μείωση της θερμοκρασίας τις βραδινές ώρες την ευνοεί.
  • Δεν επιτρέπεται η για μακρό χρονικό διάστημα παραμονή ελεύθερου νερού στη φυτική επιφάνεια.
  • Η άρδευση με καταιονισμό πρέπει να αποφεύγεται. Αν αυτό είναι αδύνατο, να γίνεται το πρωί ή τη μέρα. Η συχνή άρδευση και με λίγο νερό εμποδίζει την εξέλιξη της ασθένειας. Η στάγδην άρδευση δεν ευνοεί την ασθένεια.
  • Τα προσβεβλημένα φύλλα, στελέχη και καρποί πρέπει να απομακρύνονται γρήγορα από το θερμοκήπιο ή το χωράφι.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς σπόρου και σκληραγωγημένων φυταρίων.
  • Αποφυγή πυκνής φύτευσης και υπερβολικής αζωτούχου λίπανσης, που καθιστούν τα φυτά ευαίσθητα στο παθογόνο.
  • Απομάκρυνση ή βαθύ παράχωμα των φυτικών υπολειμμάτων μετά το τέλος της καλλιέργειας.
  • Εφαρμογή αμειψισποράς τουλάχιστον για δύο χρόνια με φυτά, που δεν προσβάλλονται από το παθογόνο.
  • Αποφυγή χρησιμοποίησης σπόρου από άρρωστα φυτά.
  • Καταστροφή ζιζανίων ή φυτών ξενιστών του παθογόνου.
  • Μερικές ποικιλίες πεπονιάς του τύπου Cantaloupe και American έχουν κάποια ανθεκτικότητα.
  • Η ηλιοθέρμανση του εδάφους με πλαστικό περιορίζει το μολυσματικό δυναμικό στο έδαφος.
  • Οι Cladosporium cladosporioideς και C. herbarum περιορίζουν σημαντικά τις προσβολές από το μύκητα.
  • Απολύμανση του σπόρου με κατάλληλα μυκητοκτόνα.
  • Απολύμανση του εδάφους με ένα ευρέως φάσματος απολυμαντικό.
  • Απολύμανση του χώρου και των εγκαταστάσεων.
  • Χημικές επεμβάσεις με την εμφάνιση της προσβολής. Οι επεμβάσεις αυτές θα πρέπει να επαναλαμβάνονται ανά τακτά διαστήματα ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο μυκητοκτόνο. Κατάλληλα μυκητοκτόνα θεωρούνται οι βορδιγάλιος πολτός (δόση εφαρμογής του είναι 80-100 g/hl) και το Chlorothalonil (δόση εφαρμογής του είναι 125-175 g/hl), το Mancozeb (δόση εφαρμογής του είναι 160-2000 g/hl) και το Maneb (δόση εφαρμογής του είναι 160-200 g/hl).





Ριζοκτόνια

Προσβολή ριζικού συστήματος καρπουζιάς από Ριζοκτόνια

Το υπεύθυνο παθογόνο είναι ο μύκητας Rhizoctonia solani. Η εγγενή του μορφή είναι γνώστη με το όνομα Thanatephoruw cucumeris. Δεν υπάρχει καλλιεργούμενο λαχανικό, που να μην προσβάλλεται απ’το παράσιτο αυτό. Όλα τα κολοκυνθοειδή είναι ευαίσθητα στο παθογόνο. Ιδιαίτερα υποφέρει η πεπονιά. Είναι πολυφάγο και κοσμοπολίτικο παθογόνο.

Προσβάλει τα νεαρά και ηλικιωμένα φυτά. Το παθογόνο είναι σε θέση να προκαλέσει προφυτρωτική τήξη και να καταστρέψει τους σπόρους. Στα φυτάρια προκαλεί στο λαιμό και λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, μικρές ερυθροκάστανες κηλίδες οι οποίες εξελίσσονται σε ελαφρά βυθισμένες καστανές νεκρωτικές περιοχές με σαφή όρια και ξηρή σύσταση. Λεπτομέρειες αναλυτικές στην ριζοκτόνια της πεπονιάς.







Σκληρωτινίαση

Προσβεβλημένο στέλεχος καρπουζιάς από Σκληρωτινίαση

Η σκληρωτινίαση προκαλείται από τον μύκητα Sclerotinia sclerotiorum. Η ζημιά που προκαλείται από τον Sclerotίnia sclerotίorum είναι σποραδική, λόγω της φύσης του παθογόνου, όταν συμβούν εξάρσεις, οι απώλειες μπορεί να είναι σημαντικές. Το μεγαλύτερο ποσοστό του μολύσματος βρίσκεται στο έδαφος σε βάθος 5-15cm. Το παθογόνο Sclerotίnia sclerotίorum μπορεί να προσβάλει φύλλα, στελέχη, καρπούς και έλικες. Οι μεγαλύτερες ζημιές παρατηρούνται στο στέλεχος και στους καρπούς. Στο στέλεχος και ιδιαίτερα στη βάση του εμφανίζονται σκοτεινόχρωμες περιοχές που γρήγορα σαπίζουν. Ανατρέχοντας στη σκληρωτινίαση της πεπονιάς θα βρούμε αρκετές λεπτομέρειες που ισχύουν και στην περίπτωση της ασθένειας αυτής στην καρπουζιάς.







Φυτοφθόρα

Προσβεβλημένο καρπούζι από Φυτοφθόρα

Η ασθένεια προκαλείται από δύο μύκητες του γένους Phytophthora, τον Phytophthora cryptogea και τον Phytophthora capsici. Ο Phytophthora criptogea επιβιώνει για πολλά χρόνια στο έδαφος, οι ιδανικές θερμοκρασίες για την ανάπτυξη του είναι 8-33oC όταν η θερμοκρασία είναι γύρω στους 10-25oC σε συνδυασμό με συχνά ποτίσματα αυξάνουν το μόλυσμα εξαιτίας της μεγάλης παραγωγής σποριάγγειων και απελευθέρωσης πολλών ζωοσπορίων. Η είσοδος του παθογόνου γίνεται μέσω πληγών στις ρίζες ή από τα νεαρά ριζικά τριχίδια. Η περίοδο επώασης του μύκητα εξαρτάται από την πυκνότητα του μολύσματος και τη θερμοκρασία του εδάφους. Ο Phytophthora capsici είναι υδροχαρής μύκητας, στις υδροπονικές καλλιέργειες μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές. Περισσότερα και πιο αναλυτικά στοιχεία για την ασθένεια αυτή, μπορούμε να ανατρέξουμε στην προσβολή της πεπονιάς από την ασθένεια αυτή.







Γωνιώδης κηλίδωση

Γωνιώδης κηλίδωση στα φύλλα σπορόφυτου καρπουζιάς

Προσβολές παρουσιάζονται σε όλα τα τμήματα του φυτού. Με το φύτρωμα των μολυσμένων σπόρων προσβάλλονται οι κοτυληδόνες. Σ' αυτές παρατηρούνται στρογγυλές ή επιμήκης αρχικά υδαρείς κηλίδες, που αργότερα αποκτούν κίτρινο - καστανό χρωματισμό. Μερικές φορές οι προσβεβλημένοι σπόροι δεν φυτρώνουν καθόλου. Στα φύλλα μετά την μόλυνση παρουσιάζονται ελαιώδεις - υδατώδεις, γωνιώδεις κηλίδες. Η γωνιώδης μορφή οφείλεται στον περιορισμό της κηλίδας από τα φυλλικά νεύρα. Η ελαιώδεις - υδατώδεις όψη προέρχεται από τη διαπότιση των μεσοκυττάριων χώρων με νερό. Με τον καιρό οι κηλίδες αυτές αποκτούν καστανό χρωματισμό. Σε συνθήκες ξήρανσης τα σημεία προσβολής εμφανίζουν άσπρη μορφή, ξεραίνονται και πέφτουν. Με υγρό καιρό οι κηλίδες σκουραίνουν. Το υπεύθυνο παθογόνο είναι το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. lachrymans τις μεγαλύτερες ζημιές τις προκαλεί στις υπαίθριες καλλιέργειες. Αναλυτικότερα στοιχεία έχουμε παραθέσει στην προσβολή του βακτηρίου αυτού στην πεπονιά.







Βακτηριακή κηλίδωση

Προσβολή φύλλου καρπουζιάς λόγω Βακτηριακής κηλίδωσης

Το υπεύθυνο παθογόνο είναι το βακτήριο Pseudomonas viridiflava τις μεγαλύτερες ζημιές τις προκαλεί στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Η ανάπτυξη του βακτηρίου αυτού ευνοείται από υψηλή σχετική ατμοσφαιρική υγρασία. Οι πρώτες κηλίδες εμφανίζονται στα κατώτερα φύλλα αναπτυγμένων φυτών καρπουζιάς σε θερμοκήπιο νωρίς το χειμώνα και στη συνέχεια επεκτείνονται προς τα πάνω φύλλα. Περισσότερες λεπτομέρειες στην βακτηριακή κηλίδωση της πεπονιάς.






Ιός κίτρινου μαρασμού

Προσβολή ξυλώδους μέρους καρπουζιάς από Ιό κίτρινου μαρασμού

Ο ιός αυτός προσβάλει ποικιλίες πεπονιάς οι οποίες έχουν έντονο άρωμα, τα φυτά μπορεί μολυνθούν όταν είναι νεαρά αλλά τα συμπτώματα συχνά δεν εμφανίζονται πριν ωριμάσουν οι μίσχοι και εμφανιστούν οι καρποί. Τα φύλλα εμφανίζουν νεκρωτικές περιοχές. Ζημιές συχνά εμφανίζονται στις ρίζες και στα μεταγενέστερα στάδια της ασθένειας εμφανίζονται μικρά μαύρα εξογκώματα. Οι καρποί που προέρχονται από μολυσμένους αγρούς με Monosporascus cannonballus είναι συνήθως μη εμπορικοί επειδή έχουν μικρό μέγεθος, μικρή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και εγκαύματα. Λίγες λεπτομέρειες παραπάνω στον κίτρινο μαρασμό της πεπονιάς







Ιός μωσαϊκού αγγουριάς

Προσβολή φύλλου καρπουζιάς από τον Ιό μωσαϊκού του αγγουριού

Ο ιός συναντάται παγκοσμίως αλλά είναι πιο γνωστός στις εύκρατες περιοχές όπως η Ευρώπη. Ο ιός γενικά επιφέρει μια σημαντική μείωση της σοδειάς κυρίως λόγω της μειωμένης παραγωγής καρπών. Οι απώλειες της παραγωγής συνδέονται άμεσα με τον χρόνο της μόλυνσης. Όσο πιο αργά συμβεί η μόλυνση, τόσο μικρότερη θα είναι και η ζημιά που θα παρατηρηθεί. Τα καρπούζια που μολύνονται από τον ιό συνήθως δείχνουν λιγότερο νάνα και κηλιδωμένα από ότι τα πεπόνια. Περισσότερες και αναλυτικότερες πληροφορίες στην προσβολή της πεπονιάς από τον ιό αυτό.







Ιός μωσαϊκού καρπουζιάς

Προσβολή καρπουζιού από Ιό μωσαϊκού καρπουζιάς

Oφείλεται στον ιό watermelon mosaic virus. Είναι γνωστός στις εύκρατες περιοχές καθώς και στις τροπικές. Η ζημιά που προκαλεί είναι μεταχρωματισμός στα φύλλα, δυσμορφία των καρπών και μείωση της ποιότητας και της συνολικής παραγωγής. Ο ιός του μωσαϊκού της καρπουζιάς διαχειμάζει στο σπόρο ή σε μολυσμένα ζιζάνια. Η ασθένεια συνήθως μεταδίδεται με αφίδες οι οποίες μπορούν να μεταδώσουν τον ιό σε μια ολόκληρη καλλιέργεια σε μια μόνο καλλιεργητική περίοδο.







Ιός μωσαϊκού κολοκυθιάς

Προσβολή φύλλου καρπουζιάς από Ιό μωσαϊκού της κολοκυθιάς
Προσβολή φύλλου καρπουζιάς από Ιό μωσαϊκού της κολοκυθιάς

Είναι ευρέως διαδεδομένος στο δυτικό ημισφαίριο άλλα συναντάται και σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η ζημιά που προκαλεί είναι μεταχρωματισμός στα φύλλα, δυσμορφία των καρπών και μείωση της ποιότητας και της συνολικής παραγωγής. Στο καρπούζι τα συμπτώματα που προκαλεί είναι νανισμός, διαστρέβλωση και μερική τοπική χλώρωση ή νέκρωση. Στο πεπόνι, τα φύλλα παραμορφώνονται και παραμένουν νάνα με σκούρες πράσινες περιοχές. Ο ιός του μωσαϊκού της κολοκυθιάς μπορεί να διαχειμάζει σε ζιζάνια, σπόρους και στο έντομο Acalymma trivittatum. Τα έντομα το έντομα Acalymma trivittatum είναι αποτελεσματικοί φορείς οι οποίοι τρώγοντας μεταδίδουν τον ιό. Η καταπολέμηση μπορεί να επιτευχθεί ελέγχοντας το σπόρο καλά για να εμποδιστεί η μετάδοση με το σπόρο. Η χημική καταπολέμηση χρησιμοποιείται επίσης για να μειώσει του πληθυσμούς των φορέων.