Κουκιά
Η κουκιά ανήκει στο γένος Vicia και το επιστημονικό της όνομα είναι Vicia faba L. Μέχρι και σήμερα οι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει σχετικά με την περιοχή προέλευσής τους. Η εξημέρωση του φυτού πιθανόν να έγινε στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά η συγκεκριμένη περιοχή είναι ακόμα άγνωστη. Αναφέρεται η καλλιέργεια των κουκιών από τους πρώτους χρόνους της Νεολιθικής εποχής.
Βοτανικά χαρακτηριστικά κουκιάς
Τα κουκιά είναι ετήσια ποώδη φυτά, με πασσαλώδες ριζικό σύστημα και πλάγιες διακλαδώσεις. Θεωρούνται φυτά με σχετικά επιφανειακό ριζικό σύστημα. Το μέγιστο βάθος στο οποίο εισχωρούν οι ρίζες κυμαίνεται από 50 έως 90 εκ και εξαρτάται από το γενότυπο, τη διαθεσιμότητα του νερού και τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους. Το συνολικό ριζικό σύστημα των κουκιών βρέθηκε πολύ μικρότερο από εκείνο της βρώμης, η συνολική όμως διαπνοή ήταν ελάχιστα μικρότερη, πράγμα που οφείλεται στη μεγαλύτερη ταχύτητα απορρόφησης νερού ανά μονάδα μήκους της ρίζας στα κουκιά σε σύγκριση με τη βρώμη. Τα φυμάτια είναι μεγάλα σχεδόν σφαιρικά και βρίσκονται τόσο στην κύρια ρίζα όσο και στις πλάγιες διακλαδώσεις.
Η ανάπτυξη του φυτού σε μια καλλιέργεια είναι συνεχής. Κατά μήκος του βλαστού από τον 5o άως 10o κόμβο, ανάλογα με την ποικιλία και τις συνθήκες ανάπτυξης, υπάρχουν μόνο φύλλα, ενώ πιο πάνω από τους οφθαλμούς στη βάση των φύλλων, αναπτύσσονται οι ταξιανθίες. Το ύψος του φυτού κυμαίνεται από 50 έως 150cm, ανάλογα με την ποικιλία. Ο κύριος βλαστός διακλαδίζεται και ο αριθμός των διακλαδώσεων είναι μεγαλύτερος στις φθινοπωρινές ποικιλίες σε σύγκριση με τις ανοιξιάτικες.
Τα φύλλα του φυτού της κουκιάς είναι σύνθετα και στη βάση τους υπάρχουν δύο μικρά οδοντωτά παράφυλλα. Ο αριθμός των φυλλιδίων ανά φύλλο αυξάνεται από 2 που είναι στη βάση του φυτού σε 6-8 στην κορυφή. Τα φυλλάρια είναι ακέραια κι έχουν σχήμα ωοειδές, με λεία επιφάνεια. Τα άνθη φέρονται πολλά μαζί σε ταξιανθίες, οι οποίες έχουν ένα μικρό ποδίσκο. Κατά την άνθηση τα άνθη έχουν μήκος 2-3εκ. και τα πέταλα είναι τελείως λευκά, καστανόχρωμα ή ιόχρωμα (μενεξεδί). Στις περισσότερες περιπτώσεις το χρώμα συγκεντρώνεται σε μαύρες ή καφετί κηλίδες μελανίνης στις πτέρυγες του άνθους.
Οι λοβοί διαφέρουν ως προς το μέγεθος και τον τρόπο έκφυσης, ανάλογα με την ποικιλία. Σε κάθε γόνατο, ανάλογα με την καρπόδεση, μπορούν να σχηματισθούν από 1 έως 8 λοβοί. Πριν από την ωρίμανση οι λοβοί είναι πράσινοι, λείοι εξωτερικά και χνουδωτοί, με σπογγώδη υφή εσωτερικά. Κατά την ωρίμανση το χνούδι εξαφανίζεται, ο λοβός παίρνει χρώμα μαύρο ή σκούρο καφέ και γίνεται εύθραυστος. Σε ορισμένες ποικιλίες, με την ωρίμανση ανοίγουν οι λοβοί πριν από τη συγκομιδή και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος. Οι σπόροι διαφέρουν ως προς το χρώμα και το μέγεθος, ανάλογα με τον τύπο. Μερικές φορές φέρουν καφετί κηλίδες, στίγματα ή ραβδώσεις γύρω από τον οφθαλμό.
Εδαφοκλιματικές συνθήκες κουκιάς
Οι κουκιές προσαρμόζονται σε δροσερές και σχετικά υγρές περιοχές. Η αντοχή των φυτών στις χαμηλές θερμοκρασίες ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία και την εποχή σποράς. Οι φθινοπωρινές ποικιλίες κατά μέσο όρο αντέχουν έως -12oC, ενώ οι ανοιξιάτικες μέχρι -6oC. Η χαμηλότερη θερμοκρασία στην οποία αναφέρεται ότι επέζησαν στον αγρό φυτά κουκιών, μετά από σκληραγώγηση, είναι -25oC. Βρέθηκε όμως ότι αναπτυσσόμενα φυτά μπορούν να επιζήσουν μόνο όταν η θερμοκρασία στη ριζόσφαιρα δεν είναι μικρότερη από -9oC. Οι χαμηλές θερμοκρασίες κατά την άνοιξη καταστρέφουν τα άνθη. Η αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες είναι κληρονομικό χαρακτηριστικό και υπάρχουν γενότυποι με σημαντική αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Το χαρακτηριστικό όμως αυτό συνδέεται με οψιμότητα στην άνθηση που είναι ανεπιθύμητη για ξηροθερμικά περιβάλλοντα.
Επιζήμιες για το φυτό είναι επίσης και οι υψηλές θερμοκρασίες, κυρίως κατά την περίοδο της αναπαραγωγικής ανάπτυξης. Θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 25oC αναστέλλουν την άνθηση και προκαλούν ξήρανση και πτώση των ανθέων, με αποτέλεσμα σημαντική μείωση της παραγωγής. Η επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών είναι εντονότερη όταν συνοδεύεται και από μειωμένη υγρασία στο έδαφος.
Γενικά τα κουκιά θεωρούνται ως φυτά ευαίσθητα στην ξηρασία και εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον από τους βελτιωτές για την αύξηση της προσαρμοστικότητας του φυτού σε περιχές με μειωμένη βροχόπτωση. Πλέον ανθεκτικά θεωρούνται τα κτηνοτροφικά κουκιά. Επάρκεια υγρασίας είναι απαραίτητη σε όλα τα στάδια ανάπτυξης. Ως πλέον ευαίσθητο στάδιο αναφέρεται εκείνο της έναρξης του γεμίσματος των λοβών. Ξηρασία κατά το στάδιο αυτό προκαλεί μείωση των αποδόσεων μέχρι και πάνω από 50%. Η αντιμετώπιση της ξηρασίας σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα, όπως η χώρα μας, γίνεται με πρώιμη σπορά και χρησιμοποίηση των ποικιλιών που ανθίζουν νωρίς την άνοιξη πριν εξαντληθεί η υγρασία του εδάφους που αποθηκεύτηκε από τις φθινοπωρινές βροχές. Ανεπιθύμητες είναι όμως και οι υπερβολικές βροχοπτώσεις κατά το χειμώνα, γιατί ευνοούν τη γενίκευση των προσβολών από σκληρωτίνια. Επιπλέον τα φυτά δεν αντέχουν την κατάκλυση.
Τα κουκιά προσαρμόζονται καλύτερα σε εδάφη μέσης και βαριάς μηχανικής σύστασης, πλούσια σε ασβέστιο. Μπορούν όμως να καλλιεργηθούν και σε πολύ φτωχά εδάφη, λόγω της μεγάλης αζωτοδεσμευτικής ικανότητας που παρουσιάζουν. Είναι φυτά ευαίσθητα στην οξύτητα του εδάφους, με την ανάπτυξή τους αν μειώνεται σε pH μικρότερο από 6. Παρουσιάζουν όμως αντοχή στην αυξημένη αλατότητα και αλκαλικότητα του εδάφους.
Αύξηση και ανάπτυξη του φυτού της κουκιάς
Η κουκιά παρουσιάζει υπόγειο φύτρωμα και συνεχή ανάπτυξη. Έχουν δημιουργηθεί χειμερινές και εαρινές ποικιλίες, ώστε να προσαρμόζονται σε υποτροπικά και εύκρατα κλίματα. Ορισμένες από τις χειμερινές ποικιλίες αντιδρούν στη φωτοπερίοδο, χωρίς όμως να χρειάζονται εαρινοποίηση. Η εμφάνιση των ανθέων αρχίζει από το κάτω μέρος του στελέχους προς την κορυφή και από τη βάση προς την κορυφή κάθε ταξιανθίας.
Στα κουκιά υπολογίσθηκε φυσική σταυρογονιμοποίηση από 2 έως 84%, με μέσο όρο 32%. Το ποσοστό αυτό ποικίλει ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή της καλλιέργειας, το είδος και τη δραστηριότητα των επικονιαστών εντόμων (κυρίως των μελισσών) κατά τη διάρκεια της άνθησης και από την κληρονομική ικανότητα του γενότυπου για αυτογονιμοποίηση. Η βιολογία της αναπαραγωγής στα κουκιά έχει μελετηθεί ιδιαίτερα, λόγω της μεγάλης πτώσης ανθέων και λοβών που παρατηρείται. Αναφέρεται ότι μόνο το 24% των σπερμοβλαστών δίνει σπόρους. Η καρπόδεση είναι συχνά μεγαλύτερη στους μέσους και κατώτερους ανθοφόρους κόμβους του βλαστού και στους λοβούς που σχηματίζονται στην αρχή της ταξιανθίας. Σε κάθε ξεχωριστό λοβό, η αποτυχία σχηματισμού σπόρων είναι μεγαλύτερη στην περιοχή κοντά στον ποδίσκο.
Το θέμα της πτώσης των ανθέων και των νεαρών λοβών δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος, όπως η μειωμένη εδαφική υγρασία, η χαμηλή σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας, η υψηλή θερμοκρασία, καθώς επίσης η μειωμένη δραστηριότητα των επικονιαστών εντόμων κατά τη διάρκεια της άνθησης θεωρούνται από τους κυριότερους παράγοντες της πτώσης των αναπαραγωγικών οργάνων. Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ο ανταγωνισμός ως προς τα θρεπτικά στοιχεία και τα προϊόντα φωτοσύνθεσης μεταξύ νεαρών και παλαιών σπόρων ή μεταξύ της ανάπτυξης βλαστικών οργάνων και αναπαραγωγικών δομών. Αποτέλεσμα των πολλών μη ελεγχόμενων παραγόντων που επηρεάζουν την καρπόδεση, είναι η ιδιαίτερα μεταβλητή απόδοση των κουκιών σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργούνται.
Η ασταθής απόδοση των κουκιών από χρονιά σε χρονιά στην περιοχή της Μεσογείου αποδίδεται στην καταπόνηση των φυτών από την ξηρασία κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και της καρπόδεσης. Σε συνθήκες ξηρασίας τα φυτά παρουσιάζουν διάφορους μηχανισμούς προσαρμογής, όπως είναι η μείωση:
- του μεγέθους και της επιβίωσης του φυλλώματος,
- της ικανότητας χρησιμοποίησης του φωτός,
- του ρυθμού φωτοσύνθεσης,
- της συγκράτησης των λοβών πάνω στο φυτό, λόγω της μεταβολής της ισορροπίας των ορμονών και
- του γεμίσματος των λοβών λόγω του περιορισμού των διαθέσιμων προϊόντων φωτοσύνθεσης.
Ποικιλίες κουκιάς
Οι ποικιλίες της κουκιάς διακρίνονται σε
- Κτηνοτροφικές ποικιλίες, οι οποίες προορίζονται για ζωοτροφές και σε
- Βρώσιμη ποικιλία κουκιών που χρησιμοποιούνται στη διατροφή του ανθρώπου.
Αυτές είναι (Όσον αφορά στις κτηνοτροφικές) οι:
- Σόλων,
- Πολυκάρπη,
- Τανάγρα και η
- Aqua dulce.
Καθώς και (Όσον αφορά στις βρώσιμες) η:
Ασθένειες κουκιάς
Οι σπουδαιότερες ασθένειες απ' τις οποίες προσβάλλεται η καλλιέργεια της κουκιάς είναι οι παρακάτω:
- ο Βοτρύτης,
- ο Περονόσπορος,
- η Σκωρίαση,
- η Ασκοχύτωση,
- η Σκληρωτίνια και
- ο Ιός του κίτρινου μωσαϊκού του φασολιού.
Εχθροί κουκιάς
Μαύρη αφίδα των κουκιών
Οι αφίδες ή ψώρες είναι μικρά έντομα ωοειδούς σχήματος που ζουν σε μεγάλους πληθυσμούς πάνω στα φυτά, κυρίως στην κορυφή των νεαρών βλαστών και μετά σ' όλο το φυτό. Υπάρχουν πολλά είδη αφίδων (π.χ. Aphis spp., Myzus spp.) και σε διάφορα χρώματα (πράσινο, μαύρο, κίτρινο, καφέ).
Οι αφίδες απομυζούν τους χυμούς από τα φυτικά κύτταρα των φυτών.
Τα κυριότερα συμπτώματα που παρατηρούνται από την προσβολή αυτού του εχθρού είναι τα εξής:
- Χλώρωση των φύλλων και αποβολή των ανθών.
- Καρούλιασμα και παραμόρφωση των φύλλων και βλαστών. Καθήλωση των φυτών.
- Ανάπτυξη μελιτωδών εκκριμάτων στα φυτά και τα φρούτα, καθώς και δευτερογενών μυκήτων με σκούρο μυκήλιο που δίνουν εμφάνιση καπνιάς στους προσβεβλημένους ιστούς.
- Μετακινούμενες από το ένα φυτό στο άλλο, οι αφίδες μεταδίδουν και ιώσεις, όπως το Μωσαϊκό της φασολιάς.
Για την αντιμετώπιση των αφίδων συστήνεται η εφαρμογή εκλεκτικών εντομοκτόνων, που αν είναι δυνατόν να μην επηρεάζουν τα ωφέλιμα έντομα (χρύσοπας, παπαδίτσα, αράχνες κ.ά.) καθώς και η καταστροφή των ζιζανίων που είναι ξενιστές των αφίδων.
Βρούχος των κουκιών
Ο βρούχος είναι ένα μικρό σκαθάρι που προσβάλει τους σπόρους των διαφόρων οσπρίων.
Οι βρούχοι είναι διαφόρων ειδών και κάθε όσπριο έχει ιδιαίτερο είδος βρούχου. Ο βρούχος των κουκιών είναι 7 χιλιοστά μακρύς, μαύρος με 4 τριγωνικές γυαλιστερές βούλες στα πάνω του φτερά.
Οι βρούχοι προσβάλουνε τους σπόρους των οσπρίων όλοι με τον ίδιο τρόπο. Την Άνοιξη, μόλις δέσουνε τα λουβιά των οσπρίων, το θηλυκό τρυπάει τη φλούδα του λουβιού και γεννάει τα αυγά του. Σε λίγες ημέρες από τα αυγά βγαίνουν άσπρες κάμπιες πολύ μικρές, τρυπάνε τους σχηματισμένους πια σπόρους και χώνονται μέσα. Οι κάμπιες αυτές μεγαλώνουν αργά, τρώγοντας τις πλούσιες σε θρεπτικά στοιχεία κοτύλες. Πολύ σπάνια πειράζουνε και το φύτρο. Οι σπόροι εν τω μεταξύ αναπτύσσονται κανονικά, σαν να μην τους ενοχλούσε τίποτα. Στην εποχή τους συγκομίζονται και αποθηκεύονται, χωρίς κανένα εξωτερικό σημάδι να μας δείχνει ότι κάτι τους τρώει στο εσωτερικό τους. Στο τέλος του χειμώνα έχει πια αναπτυχτεί η κάμπια στο τελικό της μέγεθος και μεταμορφώνεται σε νύφη και κατά την άνοιξη το τέλειο πια έντομο τρυπάει την επιφάνεια του σπόρου και βγαίνει έξω. Επειδή οι σπόροι κανένα σημάδι δεν δείχνουν ότι είναι προσβεβλημένοι και ούτε το σπέρμα τους βλάπτεται, σπέρνουμε συχνά προσβεβλημένους σπόρους. Οι σπόροι αυτοί δίνουν αδύνατα φυτά. Την άνοιξη βγαίνει από την γη, που είχε μπει μαζί με το σπόρο, το τέλειο έντομο και μολεύει τον καινούργιο καρπό. Οι ζημιές του βρούχου είναι σημαντικές. Σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζει να εγκαταλείπεται η καλλιέργεια ενός οσπρίου.
Ο προσβεβλημένος σπόρος από το βρούχο φαίνεται, αν ελεγχθεί με προσοχή, από μια μικρή τρύπα που έχει στην επιφάνειά του. Ο φαγωμένος σπόρος ξεκαθαρίζεται στο νερό. Επιπλέει ενώ ο γεμάτος σπόρος βυθίζεται.
Για τα όσπρια που δεν προορίζονται για σπόρο αλλά προς βρώση, μετά την συγκομιδή σκοτώνουμε τις κάμπιες που έχουν μέσα τους βάζοντάς τα λίγες ώρες στο φούρνο με θερμοκρασία 50 βαθμών Κελσίου. Σε πολλά χωριά επίσης μετά την συγκομιδή των οσπρίων (ιδίως της φακής) τα ανακατέβουν με λίγο λάδι. Αυτό αλείφοντας την επιφάνεια του οσπρίου κλίνει τις τρύπες, που έχει ανοίξει το έντομο, δεν αφήνει τις νεαρές κάμπιες να αναπνεύσουν και τις εξοντώνει.
Λίξος
Οι απώλειες παραγωγής στη χώρα μας από το είδος αυτό, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, μπορεί να ξεπεράσουν το 80%. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του εντόμου αποτελεί η ύπαρξη ξενιστών (κυρίως υπολείμματα κουκιών, το λάχανο, τα πελαργόνια κ.ά.). Τα τέλεια έντομα (κολεόπτερα) τρέφονται με τα φύλλα των κουκιών και στη συνέχεια ωοτοκούν μέσα στα στελέχη ανοίγοντας οπή με το ρύγχος τους. Η ωοτοκία γίνεται κατά προτίμηση στο στάδιο της ανθοφορίας. Η προνύμφη τρέφεται με το εσωτερικό τμήμα του βλαστού, με αποτέλεσμα τα προσβεβλημένα μέρη να μαυρίζουν και τα φυτά να μαραίνονται.
Ο εχθρός αυτός αντιμετωπίζεται με καλλιεργητικά μέτρα (καταστροφή των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας και των ξενιστών) και με εντομοκτόνα.
Ζιζάνιο κουκιάς Λύκος
Ο λύκος είναι ένα δικοτυλήδονο φυτό του γένους Orobanche, της οικογένειας των οροβαγχιδών.
Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 150 είδη σαρκωδών φυτών χωρίς χλωροφύλλη, διαδεδομένα στις θερμές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, όπου αναπτύσσονται ως παράσιτα πάνω σε άλλα φυτά, αυτοφυή ή καλλιεργούμενα. Όταν βρεθούν κοντά σε φυτά επιδεκτικά παρασιτισμού, προσκολλώνται στις ρίζες τους με μυζητήρες και απορροφούν θρεπτικές ουσίες, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξή τους.
Ανάλογα με τον κύκλο ζωής του ξενιστή τους, αναπτύσσονται ως μονοετή ή πολυετή. Έχουν χαμηλό, απλό ή διακλαδισμένο, σαρκώδη, κίτρινο, κοκκινωπό ή λευκοϊώδη βλαστό και μικρά λεπιοειδή φύλλα ίδιου χρώματος. Κάτω από το έδαφος αναπτύσσουν ένα διογκωμένο τμήμα, από το οποίο εκφύονται οι μυζητήρες που προσκολλώνται στις ρίζες του φυτού-ξενιστή. Το ανθοφόρο στέλεχος του φυτού φέρει στην κορυφή έναν στάχυ ή βότρυ από κυανά, κιτρινωπά, κόκκινα ή λευκά άνθη, με σωληνοειδή, κυρτή στεφάνη, χωρισμένη σε πέντε ανόμοιους λοβούς. Ο καρπός είναι κάψα με πολυάριθμα μικροσκοπικά σπέρματα, τα οποία μπορούν να διατηρήσουν στο έδαφος τη βλαστική τους δύναμη επί 10-15 χρόνια. Οι λύκοι παρασιτούν σε διάφορα λαχανικά όπως η ντομάτα, στον καπνό, στο βαμβάκι, στην κάνναβη, σε καλλιέργειες τριφυλλιού, μηδικής, φακής και κυρίως στα κουκιά, τα οποία λυμαίνονται, προκαλώντας σε πολλές περιπτώσεις ολοκληρωτική καταστροφή.
Στην Ελλάδα συναντώνται περίπου 20 είδη λύκου, γνωστά επίσης με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, όπως τα Orobanche alba, Orobanche purpurea, Orobanche major, Orobanche lavandulacea κ.ά.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
[1] [2] [3] [4] [5] [6] [7] [8] [9]
Σχετικές σελίδες
- Καλλιέργεια κουκιάς
- Βοτανικά χαρακτηριστικά κουκιάς
- Ψυχανθή
- Αύξηση και ανάπτυξη του φυτού της κουκιάς
- Συγκομιδή κουκιών
- Ζιζάνιο κουκιάς Λύκος
- Εδαφοκλιματικές συνθήκες κουκιάς
- Ποικιλίες κουκιάς
- Ασθένειες κουκιάς
- Εχθροί κουκιάς
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ειδική γεωργία, Σιτηρά και ψυχανθή", Δέσποινα Παπακώστα-Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.
- ↑ Κουκιά
- ↑ "Εχθροί και ασθένειες Ψυχανθών", Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας, Λευκωσία-Κύπρος, Έκδοση 19/2009.
- ↑ Λύκος κουκιών
- ↑ Κτηνοτροφικά κουκιά-Ποικιλία Σόλων
- ↑ Τα κουκιά, ΚΕΣΠΥ (Κεντρική Κλαδική Συνεταιριστική Ένωση Σπόρων και Πολλαπλασιαστικου Υλικού.
- ↑ "Τανάγρα", ΕΛΓΟ Δήμητρα, Γενική Διεύθυνση Αγροτικής Έρευνας
- ↑ "Ελληνικές ποικιλίες οσπρίων", Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός "Δήμητρα", Γενική Διεύθυνση Αγροτικής Έρευνας, Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών Λάρισας, Απρίλιος 2012.
- ↑ Καλλιέργεια κουκιών.