Αχλαδιά
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Τα διάφορα είδη αχλαδιάς κατατάσσονται ανάλογα με την προέλευσή τους σε δύο ομάδες. Η μία περιλαμβάνει τα είδη που κατάγονται από την περιοχή της δυτικής Ασίας, γύρω από την Κασπία θάλασσα, με πιο γνωστό αντιπρόσωπο το είδος Pyrus communis L., στο οποίο υπάγονται όλες οι γνωστές σήμερα καλλιεργούμενες ποικιλίες ευρωπαϊκής αχλαδιάς. Η άλλα ομάδα περιλαμβάνει είδη που κατάγονται από τη βόρεια Ασία, όπως είναι το Pyrus pyrifolia Nakai, το P. ussuriensis Maxim,το P. betulaefolia Bunge και το P. calleryana Dence. Οι ποικιλίες της δεύτερης ομάδας και μάλιστα του είδους P.ρyrifolia ονομάζονται συχνά μηλοαχλαδιές λόγω του μηλόμορφου σχήματος των καρπών του.Τα μεγαλύτερα εξαγωγικά κέντρα κατά φθίνουσα σειρά είναι η Ιταλία,Αργεντινή, Γαλλία,Αυστραλία, Ν. Αφρική, Ολλανδία και ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι φυτογενετιστές ποικιλιών αχλαδιάς έχουν επιτύχει τη δημιουργία ποικιλιών υψηλής ποιότητας, μεγάλου μεγέθους και ελκυστικές σε εμφάνιση που ευδοκιμούν καλύτερα στη Γαλλία, Ιταλία και Βέλγιο ενώ της Β. Αμερικής δεν έχουν δημιουργήσει ποικιλίες υψηλής ποιότητας, γιατί δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία ποικιλιών ανθεκτικών στις ασθένειες και στον παγετό.
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια της αχλαδιάς είναι διαδεδομένη παντού, αλλά σε μορφή συστηματικών οπωρώνων εντοπίζονται κυρίως στην δυτική και κεντρική Μακεδονία, Θεσσαλία και Πελοπόννησο. Οι συστηματικοί αχλαδεώνες στην χώρα μας καταλαμβάνουν έκταση 64.000 στρεμμάτων, η δε μέση ετήσια παραγωγή αχλαδιών ανέρχεται σε 121.156 τόνους.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η αχλαδιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, µακρόβιο, µικρού ως µεγάλου µεγέθους (ανάλογα µε το υποκείµενο που χρησιµοποιείται). Σε γενική εµφάνιση µοιάζει µε τη µηλιά, αλλά χαρακτηρίζεται ως πιο ορθόκλαδο.
- Φύλλα: Είναι απλά, κατ’ εναλλαγή, ωοειδή ή καρδιόσχηµα, οδοντωτά, στιλπνά και µακρόµισχα. Ο µίσχος των φύλλων στη βάση του φέρει δύο µικρά παράφυλλα.
- Οφθαλµοί: Διακρίνονται σε βλαστοφόρους και µικτούς και βρίσκονται πλάγια ή επάκρια των βλαστών. Οι βλαστοφόροι οφθαλµοί έχουν σχήµα κωνικό, δεν φέρουν χνούδι και σχηµατίζουν στο σηµείο έκφυσής τους µε τον βλαστό οξεία γωνία, χαρακτήρας που διακρίνει την αχλαδιά από την µηλιά.
- Άνθη: Λευκά, σπανιότερα δε ρόδινα. Παράγονται πριν ή συγχρόνως µε τα φύλλα από µικτούς οφθαλµούς κατά σκιαδόµορφους κορύµβους. Κάθε άνθος αποτελείται από 5 πέταλα, 5 σέπαλα και 20 – 30 στήµονες που φέρουν κόκκινους ανθήρες. Η αχλαδιά ανθίζει λίγο πιο νωρίς από την µηλιά µε σηµαντικές διαφορές ως προς τον χρόνο ανθοφορίας µεταξύ των ποικιλιών καθώς και από χρονιά σε χρονιά. Το νέκταρ των ανθέων της αχλαδιάς είναι φτωχό σε σάκχαρα και έτσι οι µέλισσες δεν τα επισκέπτονται αν υπάρχουν άλλα είδη ανθισµένα. Ικανοποιητικά παραγωγή δίνει η καρπόδεση του 8 – 10% των ανθέων. Επειδή οι περισσότερες ποικιλίες αχλαδιάς είναι αυτόστειρες, εάν οι καιρικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την πτήση των µελισσών υπάρχει κίνδυνος µειωµένης παραγωγής.
- Καρπός: Είναι άπιο και έχει σχήµα αχλαδόµορφο ή σφαιρικό – πεπλατυσµένο. Είναι ψευδής καρπός επειδή στο σχηµατισµό του συµµετέχουν και άλλα µέρη του άνθους εκτός από την ωοθήκη. Το εδώδιµο τµήµα του καρπού είναι ο ανθικός σωλήνας ο οποίος σχηµατίζεται από τις βάσεις των σεπάλων, πετάλων και στηµόνων. Η αύξηση του καρπού της Ευρωπαϊκής αχλαδιάς ακολουθεί απλή σιγµοειδή καµπύλη, όπως και στη µηλιά. Αντίθετα στις ασιατικές ποικιλίες η αύξηση του καρπού ακολουθεί διπλή σιγµοειδή καµπύλη. Οι ποικιλίες που συγκοµίζονται νωρίς για να συντηρηθούν δεν αποκτούν το πλήρες µέγεθος τους. Τα καρποφόρα όργανα της αχλαδιάς είναι παρόµοια µε αυτά της µηλιάς.[1]
Ποικιλίες αχλαδιάς
Οι ποικιλίες αχλαδιάς ανάλογα με την εποχή ωρίμανσής τους διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες. Τις φθινοπωρινές ποικιλίες και τις καλοκαιρινές ποικιλίες.[2]
Πολλαπλασιασμός
Τα καλλιεργούμενα δέντρα αχλαδιάς συνήθως αποτελούνται από το εμβόλιο δηλαδή το υπέργειο τμήμα που δίνει τους καρπούς και το οποίο είναι εμβολιασμένο σε ένα υποκείμενο. Το υποκείμενο προέρχεται από σπόρο ή από αγενή πολλαπλασιασμό. Σε μερικές περιπτώσεις καλλιεργούνται αυτόρριζες ποικιλίες. Τα αυτόρριζα φυτά προέρχονται είτε από μοσχεύματα είτε από μικροπολλαπλασιασμό. Αναλυτικότερα για τον πολλαπλασιασμό στην αχλαδιά στον παρακάτω σύνδεσμο.
Υποκείμενα αχλαδιάς
Οι ποικιλίες της αχλαδιάς, όπως και των άλλων φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων, δεν αναπαράγονται πιστά με σπόρο και για αυτό εμβολιάζονται πάνω σε ειδικά επιλεγμένα υποκείμενα. Στις ευρωπαϊκές χώρες σπορόφυτα υποκείμενα χρησιμοποιούνται μόνο σε άγονα, ξηρά, ασβεστώδη και αργιλλώδη εδάφη ή για ποικιλίες μικρής ζωηρότητας και μη καλής συμβιβαστότητας με την κυδωνιά. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις εγκαταστάσεως νέων οπωρώνων χρησιμοποιούνται κλωνικές επιλογές κυδωνιάς, γιατί προκαλούν νανισμό στα δένδρα, επιταχύνουν την είσοδο των δένδρων σε καρποφορία και αυξάνουν την παραγωγή τους. Ως προς τις εδαφικές συνθήκες ενδείκνυται σε εδάφη γόνιμα, δροσερά, ποτιζόμενα, αβαθή και μικρής περιεκτικότητας σε ανθρακικό ασβέστιο. Στον παρακάτω σύνδεσμο αναγράφονται τα σημαντικότερα υποκείμενα αχλαδιάς.
Κλιματικές συνθήκες
Οι περισσότερες ποικιλίες ευρωπαϊκής αχλαδιάς είναι προσαρμοσμένες σε περιοχές όπου οι μέσες ετήσιες ελάχιστες θερμοκρασίες κυμαίνονται από -29 έως -7oC. Οι ζημιές από χαμηλές θερμοκρασίες την άνοιξη εξαρτώνται από γενετικούς παράγοντες και από το φαινολογικό στάδιο του δέντρου, επειδή όσο πλησιάζει το στάδιο ανθοφορίας τόσο οι ελάχιστες θερμοκρασίες που προκαλούν βλάβη είναι υψηλότερες.Οι ποικιλίες ασιατικής αχλαδιάς είναι λιγότερο ανθεκτικές στους ανοιξιάτικους παγετούς από τις ποικιλίες ευρωπαϊκής αχλαδιάς. Αλλά και οι ποικιλίες ευρωπαϊκής αχλαδιάς ανθίζουν σχετικά νωρίς την άνοιξη οπότε είναι πιθανόν να υποστούν ζημιές. Χαμηλές θερμοκρασίες που μπορούν να προκαλέσουν ζημιά είναι -4 έως -2oC στο στάδιο της ρόδινης κορυφής, -2 έως -1oC στα ανοιχτά άνθη και -1,2 έως -1,1oC στα νεαρά καρπίδια. Η αχλαδιά έχει μικρότερες απαιτήσεις σε χαμηλές θερμοκρασίες από την μηλιά για την διακοπή του λήθαργου των σπερμάτων και των οφθαλμών της. Η αχλαδιά όμως αντέχει περισσότερο από την μηλιά στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού(30 – 35oC).[1]
Εδαφικές συνθήκες
Η αχλαδιά αποδίδει καλύτερα σε βαθιά εδάφη, αμμοπηλώδη ή πηλοαμμώδη, που δεν έχουν περίσσεια ασβεστίου και είναι καλά στραγγιζόμενα, ενώ δεν ευδοκιμεί σε πολύ αλκαλικά εδάφη (ρΗ>7,5).[2]
Ανθοφορία
Η αχλαδιά ανθίζει περίπου µαζί µε τη µηλιά ή λίγο νωρίτερα.Η ελάχιστη µέση θερµοκρασία για την έναρξη της άνθησης είναι οι 9oC. Η διάρκεια της περιόδου άνθησης εξαρτάται από τη µέση ηµερήσια θερµοκρασία και την ατµοσφαιρική υγρασία. Όσο πιο υψηλή είναι η µέση θερµοκρασία και χαµηλότερη η υγρασία τόσο πιο σύντοµη είναι η περίοδος άνθησης.Η αχλαδιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από τον 4ο–6ο χρόνο της ηλικίας της ανάλογα µε την ποικιλία και το υποκείµενο. Τα νάνα κλωνικά υποκείµενα επιταχύνουν την είσοδο των δέντρων σε καρποφορία. Η παραγωγική ζωή της αχλαδιάς υπολογίζεται σε 30 – 40 χρόνια περίπου.[1]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Για µία ικανοποιητική παραγωγή στην αχλαδιά είναι αναγκαία η επαρκής επικονίαση και γονιµοποίηση των άνθέων της. Η παραγωγή αυτή εξασφαλίζεται αν περίπου το 8 – 10% των ανθέων της καρποδέσουν. Η επικονίαση επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες, τους µεταφορείς της γύρης(µέλισσες ή άλλα έντοµα), την απόσταση µεταφοράς της γύρης, τις περιόδους άνθησης των επικονιαστριών ποικιλιών. Η βλάστηση της γύρης στο στίγµα του υπέρου του άνθους, µετά την εναπόθεση των γυρεόκοκκων, επιταχύνεται από θερµοκρασία περίπου 20oC και υψηλή υγρασία. Ο γυρεόκοκκος, όταν βλαστήσει, αναπτύσσει ένα γυρεοσωλήνα, που προχωρεί µέσω του στύλου προς το ωάριο. Η ανάπτυξή του επηρεάζεται από την θερµοκρασία, την ανόργανη θρέψη (κυρίως του βορίου), τη γενετική συµβιβαστικότητα µε το στύλο.
Η γονιµοποίηση του ωαρίου από το σπερµατικό πυρήνα του γυρεοσωλήνα επηρεάζεται από γενετικούς, θρεπτικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η γενετικότητα και η θρέψη ελέγχουν τη µακροβιότητα του ωαρίου, ενώ οι χαµηλές θερµοκρασίες, όπως ο παγετός µπορεί να καταστρέψουν το ωάριο ή το έµβρυο. Για περισσότερες λεπτομέρειες παραθέτουμε τον παρακάτω σύνδεσμο.
Επικονίαση και Γονιμοποίηση αχλαδιάς[1]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|