Εχθροί πεκάν
Βλαστορύχτης
Ο βλαστορύχτης (Oberea linearis) είναι από τους σημαντικότερους εχθρούς του πεκάν της καρυδιάς και της φουντουκιάς. Το ενήλικο έχει σώμα πολύ στενόμακρο, διαστάσεων 11-16 x 2mm και χρώματος γενικά μαύρου, εκτός από τα πόδια που είναι ωχροκίτρινα. Στο αρσενικό οι κεραίες έχουν μήκος λίγο μικρότερο από του σώματος. Στο θηλυκό είναι ακόμα πιο κοντές. Το πρόνωτο και τα έλυτρα είναι στικτά και με λεπτό σκοτεινοκάστανο χνούδι. Το αυγό είναι στενόμακρο, διαστάσεων 3 x 0,6mm. Ένω η προνύμφη είναι άποδη, με το χαρακτηριστικό σχήμα των Cerambycidae. Έχει τελικό μήκος 20 mm και κατ’ άλλους 22-25 mm και χρώμα κιτρινωπό (κατ’ άλλου λευκό), με την προθωρακική πλάκα καστανή.
Αναφέρεται ότι πεκανόδεντρα που βρίσκονται κοντά σε αυτοφυείς φουντουκιές παθαίνουν συχνά σοβαρές ζημιές. Στη χώρα μας το έντομο αυτό έχει παρατηρηθεί σε πολλές περιοχές, τόσο σε καρυδιές όσο και σε φουντουκιές αλλά και σε πεκανοκαλλιέργειες. Η ενηλικίωση και η έξοδος των ενηλίκων από τους βλαστούς γίνεται τον Μάϊο με αρχές Ιουνίου. Μετά από μια ολιγοήμερη περίοδο διατροφής, κατά την οποία προκαλούν διαβρώσεις περιορισμένης έκτασης στη νέα βλάστηση (φύλλα και φλοιό βλαστών), τα ενήλικα ωριμάζουν αναπαραγωγικά, συζευγνύονται και το θηλυκό τοποθετεί τα αυγά του ένα σε κάθε βλαστό, στον φλοιό σε απόσταση λίγων εκατοστομέτρων από την κορυφή,ή στον ποδίσκο ενός καρπού. Προτιμά βλαστούς που έχουν καρπούς και που δεν είναι ζωηροί. Εάν ωοτοκήσει σε ζωηρό βλαστό, το θηλυκό με τα στοματικά του μόρια προκαλεί περιμετρική πλήρη ή μετρική διάβρωση του φλοιού στη μέση περίπου του βλαστού. Το χαράκωμα αυτό εξασθενίζει τον βλαστό και φαίνεται ότι ευνοεί την ανάπτυξη και επιβίωση της προνύμφης.
Η εκκόλαψη γίνεται τέλη Μαΐου με μέσα Ιουνίου και η προνύμφη μπαίνει στον βλαστό όπου στο εσωτερικό του δημιουργεί στοά ανερχόμενη, ή κατερχόμενη. Όταν το αυγό γεννηθεί στον ποδίσκο, η στοά γίνεται μέσα στον ποδίσκο και σε ορισμένες περιπτώσεις επεκτείνεται εσωτερικά και στο σαρκώδες μεσοκάρπιο του καρυδιού, συνεχίζεται δε στον βλαστό. Η προνύμφη συμπληρώνει την ανάπτυξη της στην Ελλάδα το φθινώπωρο και νυμφώνεται την επόμενη άνοιξη. Έχει δηλαδή το έντομο σε καρυδιές μία γενεά το έτος. Εν τούτοις, η διαπίστωση της μονοκυκλικότητας ή μη του εντόμου σε καρυδιές και φουντουκιές στην Ελλάδα, χρειάζεται επιβεβαίωση με κατάλληλες για τον σκοπό αυτό δειγματοληψίες και παρατηρήσεις. Οι στοές του εντόμου στους ποδίσκους των καρυδιών προκαλούν ξήρανση και πρόωρη πτώση των καρπών τον Ιούλιο. Στοές στους βλαστούς προκαλούν ξήρανση του άνω της στοάς μέρους του βλαστού και των καρπών που βρίσκονται στον βλαστό αυτόν. Έχουμε, δηλαδή, απώλεια καρπών του έτους, ανθοφόρων οφθαλμών του επόμενου έτους, και μικρού ή μεγάλου ποσοστού βλαστών και φυλλώματος εν γένει του δέντρου.
Για την αντιμετώπιση του εχθρού δεν είναι δυνατόν να αφαιρέσουμε τους προσβεβλημένους βλαστούς, λόγω του ύψους των δέντρων, καταφεύγουμε σε ψεκασμούς με εντομοκτόνα επαφής και μεγάλης υπολειμματικής διάρκειας. Πρέπει σε κάθε περιοχή να προσδιοριστεί η περίοδος δραστηριότητας και ωοτοκίας των ενηλίκων, ώστε η καταπολέμηση να επιτευχθεί με τις λιγότερες δυνατές χημικές επεμβάσεις. Όπου είναι δυνατή η αφαίρεση των προσβεβλημένων (μαραμένων) βλαστών, συνιστάται αυτό να γίνεται από τον Ιούλιο, ώστε να προληφθεί η συνέχιση της βλάβης προς τη βάση και η καταστροφή και πλάγιων βλαστών. Σημειώνεται, επίσης, ότι και τα τέλη Μαρτίου, όταν έχει αρχίσει η νέα βλάστηση της καρυδιάς, οι βλαστοί με ξερές κορυφές διακρίνονται εύκολα.
Καρπόκαψα
Η καρπόκαψα συχνά προκαλεί μεγάλες ζημιές σε κήπους και οπωρώνες. Η καρπόκαψα διαχειμάζει με την μορφή αναπτυγμένης κάμπιας σε ανοίγματα του φλοιού των κλάδων ή σε άλλα «καταφύγια». Την άνοιξη, στο τέλος της μακριάς χρυσαλλίδας, οι πρώτες καρπόκαψες εμφανίζονται προς το τέλος του Απρίλη, αλλά ο χρόνος εμφάνισης ποικίλει ανάλογα με την περιοχή και την χρονιά. Η καρπόκαψα φυσιολογικά έχει δύο γενιές το χρόνο. Οι μαζικές πτήσεις διαρκούν από τα μέσα Μαΐου μέχρι το τέλος Ιουνίου. Οι δύο γενιές συχνά αλληλεπικαλύπτονται.
Η εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι οι πτήσεις συνήθως διαρκούν μεγάλο χρονικό διάστημα και ο καιρός μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ένταση των πτήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις το διάγραμμα των πτήσεων της καρπόκαψας από το δεύτερο μισό του Απρίλη μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη δεν εμφανίζει κορυφή (μέγιστο πτήσεων). Το μήκος της καρπόκαψας είναι 9-12 mm. Το άνοιγμα των φτερών της είναι 20mm. Τα μπροστινά φτερά είναι καφετιά σε μπλε-γκρί βάση. Στην κορυφή τους υπάρχει μια μπρονζέ κηλίδα. Τα πίσω φτερά είναι καφέ – γκρί και λιγότερο έντονα. Η πλήρως ανεπτυγμένη προνύμφη έχει 15-18 mm μήκος κάμπιας το πίσω μέρος της οποίας είναι κοκκινωπό ενώ το κοιλιακό μέρος είναι λευκοκίτρινο. Οι καρπόκαψες μένουν κρυμμένες κατά την διάρκεια της μέρας. Αρχίζουν τις πτήσεις όταν αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μετά το ζευγάρωμα, το θηλυκό εναποθέτει περίπου 150-250 αυγά στα φύλλα και στους καρπούς που έχουν το μέγεθος καρυδιού. Οι κάμπιες εκκολάπτονται κάθε 1-2 βδομάδες και περνούν μικρό χρονικό διάστημα στην επιφάνεια του φυτού. Βρίσκουν το κατάλληλο μέρος στην επιφάνεια του καρπού για να διεισδύσουν. Η πρώτη διείσδυση γίνεται κοντά στην επιδερμίδα, ενώ η δεύτερη φτάνει μέχρι τον πυρήνα. Όταν φτάσει στον πυρήνα καταστρέφει τα κουκούτσια και δημιουργεί μασώντας ένα κανάλι εξόδου. Από αυτή την τρύπα απομακρύνει τα αποχωρήματά της και τα αφήνει εκεί για να βρει ένα νέο καρπό ή ένα κατάλληλο μέρος για να μεταμορφωθεί σε χρυσαλλίδα.
Η ζημιά της προσβολής απο την καρπόκαψα είναι ευρέως γνωστή. Στον πεκανόκαρπο μπορεί να βρεθεί ένα μικρό άνοιγμα από όπου η κάμπια να διείσδυσε στον καρπό. Γύρω από το άνοιγμα μπορεί να δει κανείς να αποχωρήματα της κάμπιας της καρπόκαψας. Σε πολλές περιπτώσεις τα αποχωρήματα της καρπόκαψας μπορούν να βρεθούν μεταξύ καρπών που βρίσκονται σε επαφή. Η πληγή μπορεί να είναι το σημείο για την έναρξη μιας νέας μόλυνσης από κάποιο μύκητα που προκαλεί σήψεις π.χ. μονίλια. Στην περίπτωση όψιμων προσβολών η προνύμφη της καρπόκαψας μπορεί να φτάσει μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή.
Τα αυγά εναποτίθενται σε σειρές των 3-150 σε φύλλα ή καρπούς. Τα ενήλικα που προκύπτουν από τις διαχειμάζουσες γενεές προνυμφών, εμφανίζονται κατά την διάρκεια Οκτωβρίου – Νοεμβρίου. Από αυτά προκύπτει η πρώτη καλοκαιρινή γενιά, όπου η τελευταία προνύμφη ωριμάζει μεταξύ Ιανουαρίου και μέσα Φεβρουαρίου. Η προνύμφη δεύτερης γενιάς φτάνει στην ωριμότητα κατά την διάρκεια Μαρτίου και Απριλίου, και τα ενήλικα αυτής της γενιάς δίνουν τα αυγά τρίτης γενιάς. Κανονικά, ο ρυθμός ανάπτυξης της προνύμφης επιβραδύνεται σημαντικά κατά την διάρκεια του χειμώνα. Επιπλέον, η πλειονότητα των προνυμφών διαχειμάζει στην φάση της προνύμφης πρώτου, δευτέρου και τρίτου σταδίου. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου τρέφονται σε πράσινα φυτά.
Ο έλεγχος της καρπόκαψας των καρυδιών είναι σημαντικό τμήμα του προγράμματος φυτοπροστασίας. Ταυτόχρονα με την αγροτεχνική προστασία που περιλαμβάνει την εν μέρει καταστροφή των νυμφών που διαχειμάζουν στις σχισμές του φλοιού, είναι απαραίτητη η χρήση απορροφητικών, γρήγορης δράσης και αποτελεσματικών πυρεθρινών που παρεμποδίζουν την σύνθεση χιτίνης. Η προστασία μπορεί να στοχεύει στις πεταλούδες καρπόκαψες, στα αυγά, ή στις προνύμφες, Για την ακριβή παρατήρηση των πτήσεων των αρσενικών, προτείνεται η χρήση φερομονών. Εάν σε κάθε παγίδα υπάρχουν 5-8 αρσενικά την βδομάδα, αυτό μπορεί να αποτελεί προειδοποίηση που αφορά τις πτήσεις.
Μία εβδομάδα μετά την παρατήρηση του κρίσιμου αριθμού εκδύσεων, αναμένεται να ξεκινήσει ο χημικός έλεγχος ενάντια στα ενήλικά και στα αυγά, ενώ στην περίπτωση των προνυμφών το διάστημα είναι 10-14 ημέρες. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων χημικών. Η χρήση ουσιών με διαφορετικό μηχανισμό δράσης και διάρκεια πρέπει να προσαρμόζονται στα στάδια ανάπτυξης του εντόμου. Τα ενήλικα άτομα καταπολεμούνται με πυρεθροειδή (Alfamrin) και αέρια χημικά (Diklorfosz). Τα αυγά και οι προνύμφες καταπολεμούνται με εντομοκτόνα που δρουν ως παρεμποδιστές σύνθεσης χιτίνης (Fenoxycarb). Στην καταπολέμηση, τα πυρεθροειδή που προαναφέρθηκαν είναι αποτελεσματικά ενάντια στις προνύμφες, όπως είναι και οι οργανικοί φωσφορικοί εστέρες. Τα Benszutap, Etonfenpox και ο Bacillus Thuringiensis μπορούν να εναλλάσσονται με την χρήση χημικών. Δύο είδη σφήκας που είναι φυσικοί εχθροί της καρπόκαψας πρέπει να αναφερθούν εδώ. το παράσιτο αυγών Trichogamma Cacoeciae και η προνύμφη του παρασίτου Dibrachys Cavus. Όλο και περισσότερο χρησιμοποιούνται στην ολοκληρωμένη φυτοπροστασία προιόντα ορμονικά σκευάσματα, ο Βάκκιλος θουριγγίας, και τα χημικά παρεμποδιστές σύνθεσης χιτίνης.
Βιβλιογραφία
- ↑ Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου, πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.