Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Ασθένειες ηλίανθου"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{{top_heading|==}}}Σκληρωτίνια{{{top_heading|==}}} {{:Ασθένεια ηλίανθου Σκλ...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:28, 5 Αυγούστου 2013

Σκληρωτίνια

Προσβολή φυτού ηλίανθου από Σκληρωτίνια

Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Sclerotinia sclerotiorum. Tο μυκήλιο συντίθεται από πολυκυτταρικά διαφανή hyphae, με διάμετρο 6,5-7mm. Τα σκληρώτια είναι μικρά, ακανόνιστου σχήματος, διαμέτρου 3-6mm και βρίσκονται μέσα στο μίσχο, κοντά στη γραμμή του εδάφους. Ο Sclerotinia sclerotiorum παράγει αποθέσια σε σχήμα κούπας, σε ανοιχτό καφέ χρώμα, με διάμετρο 4-10mm, που συστοιχούνται σε λεπτές ρίγες. Ο ασκός είναι κυλινδρικός, με μέγεθος που κυμαίνεται από 130-463mm σε μήκος και 8-10 σε πλάτος. Υπό συνθήκες σχετικά υψηλής υγρασίας, ένα ώριμο αποθέσιο μπορεί να απελευθερώσει μέχρι 2x108 σπόρους. Ο Sclerotinia sclerotiorum παράγει εκατομμύρια ασκούς στο πάνω μέρος κάθε αποθεσίου. Κάθε ασκός περιέχει συνήθως οκτώ σπόρους. Οι σπόροι είναι διαφανείς, μπορεί όμως να φαίνονται ανοιχτοπράσινοι όταν παρατηρούνται με μικροσκόπιο αντίθετων φάσεων. Υπό συνθήκες ξηρές τα αποθέσια ενδέχεται να αποβιώσουν χωρίς να παραγάγουν σπόρους.

Από γεωγραφική άποψη, ο S. sclerotiorum είναι πολύ διαδεδομένος και έχει ευρεία οικολογική κατανομή. Στην αρχή πίστευαν ότι εμφανιζόταν μόνο σε κάπως κρύες και υγρές περιοχές αλλά σήμερα πλέον την έχουμε δει και σε ζεστές και ξηρές περιοχές. Ο S. sclerotiorum είναι σε θέση να παραγάγει 3 διακριτά διαφορετικές παθήσεις του ηλιάνθου. Μπορεί να αρχίσει με μαρασμό και σήψη του βασικού μίσχου, που εμφανίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάπτυξης του φυτού, σήψη του μεσαίου μίσχου σε μεγαλύτερης ηλικίας φυτά, και σήψη κεφαλής σε ώριμα φυτά. Ο μαρασμός και η σήψη του βασικού μίσχου συμβαίνει όταν ο ηλίανθος καλλιεργείται σε έδαφος μολυσμένο από Sclerotinia και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή απώλεια στην παραγωγή. Τα προσβεβλημένα φυτά συνήθως μαραίνονται ταχύτατα και μπορεί να παραγάγουν ή να μην παραγάγουν σπόρο, κάτι που θα εξαρτηθεί από το πότε συμβαίνει η επιμόλυνση. Οι κεφαλές των μαραμένων φυτών είναι γενικά μικρότερες από ότι των υγιών φυτών και το βάρος του σπόρου είναι μικρότερο. Η λευκή σήψη είναι παγκόσμια διαδεδομένη αλλά στις κεφαλές του ηλίανθου παρουσιάζεται κυρίως στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται στην πρώιμη καρπογενική βλάστηση (μόλις πριν ή κατά τη διάρκεια της άνθισης). Η σήψη της κεφαλής και η σήψη του μέσου μίσχου συμβαίνουν σποραδικά και μόνο ύστερα από μακρές περιόδους υγρού καιρού. Η σήψη κεφαλής προκαλεί ακόμα μείωση του ελαιώδους συστατικού και αύξηση της περιεκτικότητας σε ελεύθερα λιπαρά οξέα. Τα σκληρώτια που σχηματίζονται σε ασθενείς μίσχους και κεφαλές, επιστρέφουν στο έδαφος με τη συγκομιδή, και μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες Sclerotinia στον ηλίανθο και σε άλλες καλλιέργειες τα επόμενα χρόνια, μεγιστοποιώντας έτσι τη ζημιά.

Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αιφνίδιο μαρασμό των φύλλων, σάπισμα της ρίζας και νέκρωση του βασικού μίσχου. Ο μαρασμός των φυτών επισημαίνεται μόλις πριν την άνθιση, αλλά γύρω στο 60-70% του μαρασμού παρουσιάζεται μετά την άνθηση. Η νέκρωση εμφανίζεται με χρώμα ανοιχτό καφέ, γκρι ή πρασινο-καφέ στη βάση του φυτού και στο τέλος κυκλώνει το μίσχο. Καθώς προχωρεί η παρακμή, ο μίσχος αποχρωματίζεται. Τα φυτά γίνονται εύκαμπτα όταν σηκωθεί δυνατός άνεμος. Μέσα και συχνά και έξω στη βάση του μίσχου παρουσιάζονται σκληρά, μαύρα, λανθάνοντα σώματα μυκήτων, που λέγονται σκληρώτια. Η παρουσία σκληρωτίων παρέχει βεβαιότητα για την ασθένεια. Όταν ο καιρός είναι υγρός, ο λευκός μύκητας (μούχλα) συχνά αναπτύσσεται στη βάση του μίσχου. Η σήψη του μέσου μίσχου συνήθως παρατηρείται για πρώτη φορά στο μέσο ή πάνω από το μέσο του μίσχου κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και συνεχίζεται μέχρι την ωρίμανση. Αρχίζει ως αλλοίωση με χρώμα ανοιχτό καφέ έως γκρι και στο τέλος κυκλώνει και καταστρέφει το μίσχο. Ο μίσχος συνήθως λυγίζει στο σημείο που έχει πληγεί, και οι ιστοί πάνω από το νεκρωμένο σημείο, νεκρώνονται. Όταν έχει υγρασία συχνά παράγονται πυκνά λευκά μυκέλια και κάποια σκληρώτια, τόσο μέσα όσο και έξω από το μίσχο. Οι επηρεασθέντες ιστοί αποχρωματίζονται και εμφανίζονται κατακερματισμένοι. Η σήψη της κεφαλής προκαλείται από σπόρους του ίδιου μύκητα, που μεταφέρονται από τον άνεμο. Συνήθως παρουσιάζεται μετά την αρχική άνθηση, στο τέλος της περιόδου. Τα πρώτα συμπτώματα της σήψης κεφαλής συνήθως είναι η εμφάνιση κηλίδων ή λευκασμένων περιοχών στο σαρκώδες πίσω μέρος της κεφαλής. Ο μύκητας μπορεί να καταστρέψει όλο το μέρος αυτό της κεφαλής και το στρώμα των σπόρων πέφτει αφήνοντας μόνο ένα λευκασμένο σκελετό διεσπαρμένο με μεγάλα σκληρώτια. Αυτές οι λευκασμένες, σκελετωμένες κεφαλές είναι εμφανέστατες στον αγρό, ακόμα και από απόσταση. Στη διάρκεια της συγκομιδής οι μολυσμένες κεφαλές συχνά διαλύονται και οι όποιοι εναπομείναντες σπόροι χάνονται. Οι σπόροι συνήθως δεν αποσυντίθενται, είναι όμως κενοί. Τα μεγάλα σκληρώτια στις κεφαλές μπορεί να ξεπερνούν σε διάμετρο τα 12 εκ. και πολλά απ’ αυτά συλλέγονται μαζί με τους σπόρους. Τα μεγάλα σκληρώτια ανάμικτα με σπόρους, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σήψης κεφαλής σ’ έναν αγρό.

Τα Sclerotinia sclerotiorum διαχειμάζουν ως σκληρώτια και ελεύθερο μυκήλιο στο έδαφος ή στα υπολείμματα των φυτών. Όταν οι ρίζες του ηλίανθου έρθουν σε επαφή με τα σκληρώτια, τα σκληρώτια βλασταίνουν, μολύνουν και εξασθενίζουν τις ρίζες, ο μύκητας μεγαλώνει στο μίσχο και το φυτό μαραίνεται και καταστρέφεται. Η επαφή μεταξύ ριζών και παρακείμενων φυτών επιτρέπει τη διασπορά του μύκητα από το ένα φυτό στο άλλο. Ο μύκητας γενικά δεν μετακινείται ανάμεσα στις σειρές. Τα σκληρώτια σχηματίζονται στο κατεστραμμένο εσωτερικό του μίσχου και στις ρίζες, καθώς το φυτό ξεραίνεται. Τα σκληρώτια μπορούν να διασπαρούν από αγρό σε αγρό με το χώμα που παρασύρει ο άνεμος, τη μετακίνηση των επιφανειακών υδάτων, με το χώμα που μένει στα γεωργικά μηχανήματα και σπανιότερα ως μολυσμένο υλικό σε εμπορεύσιμο σπόρο. Τα σκληρώτια επιβιώνουν στο έδαφος και οι αγροί παραμένουν μολυσμένοι για αρκετά χρόνια. Αν η υγρασία του εδάφους είναι υψηλή για 7-14 ημέρες, τα σκληρώτια που βρίσκονται στο πάνω μέρος του εδάφους, μπορούν να αναπτυχθούν σε αποθέσια τα οποία παράγουν σπόρους για μία εβδομάδα ή περισσότερο, αν το χώμα παραμείνει επαρκώς υγρό. Γενικά η ιδανική θερμοκρασία για την καρπογενική ανάπτυξη είναι 10-20°C. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, που περιλαμβάνουν και την επαρκή υγρασία, οι σποροι βλασταίνουν σε 3-6 ώρες. Οι σποροι πετούν, μεταφέρονται από τον άνεμο και προσγειώνονται στον ηλίανθο ή άλλα ευπαθή φυτά. Οι ασκόσποροι μολύνουν τους νεκρούς ιστούς, βλασταίνουν και κατακλύζουν το νεκρωμένο φυτό με μυκήλιο. Ύστερα, ο μύκητας εισβάλει με το μυκήλιο σε υγιείς ιστούς των φυτών. Αφού ολόκληρο το φυτό ή ένα μέρος του μαραθεί, σχηματίζονται τα σκληρώτια είτε πάνω είτε εντός του φυτού. Τα σκληρώτια επιστρέφουν στο έδαφος για μια περίοδο «ανάπαυσης» (μερικές εβδομάδες έως και μερικά χρόνια) πριν καταστούν ενεργά, πράγμα που απαιτεί τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι σποροι μολύνουν το άκρο του κοτσανιού του ηλίανθου μέσω των αναπτυσσόμενων ανθυλλίων και ξεραίνουν όλη την κεφαλή. Η ασθένεια μπορεί να προσβάλει το σπόρο και να επιβιώσει ως μυκήλιο (νήματα του μύκητα, σαν κλωστές) στο περίβλημα του σπόρου, αλλά υπάρχουν αποδείξεις ότι ο μολυσμένος σπόρος δεν είναι σημαντικό μέσο διασποράς του μύκητα.

Οι σημαντικότερες μέθοδοι αντιμετώπισης των ασθενειών τύπου Sclerotinia στον ηλίανθο είναι το φύτεμα σε μη μολυσμένο χώμα και η παρεμπόδιση της ανάπτυξης σκληρωτίων στο έδαφος. Η παρεμπόδιση γίνεται κατ’ αρχή μέσω της παρακολούθησης (καταγραφής) των αγρών για ασθένειες τύπου Sclerotinia και η εναλλαγή καλλιεργειών. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν υβρίδια πλήρως ανθεκτικά. Όμως οι εταιρίες που διαθέτουν σπόρο στο εμπόριο, είναι σε διαδικασία ανάπτυξης υβριδίων με σχετικά υψηλή ανθεκτικότητα στο Sclerotinia. Για τη βιολογική αντιμετώπιση των ασθενειών Sclerotinia, χρησιμοποιούνται τα Coniothyrium minitans and Trichoderma spp.Είναι τα μόνα παράσιτα που έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν αποτελεσματικά το S. sclerotiorum στους αγρούς όπου καλλιεργείται ο ηλίανθος. Φαίνεται πως οι εκκρίσεις ενός á-1, 3-glucanase από το C. minitans, αλλοιώνουν και διαλύουν τους σκληρωτικούς ιστούς. Η C. minitans θα παραγάγει εκατοντάδες πυκνίδια στην επιφάνεια ενός εποικισθέντος σκληρωτίου, δίνοντάς του την όψη ανώμαλης επιφάνειας με κλωστές. Συνήθως πάνω σ’ αυτές τις κλωστές αναπτύσσεται ένα μολυσμένο σκληρώτιο. Αυτό το μυκοπαράσιτο θα εξαπλωθεί ως κονίδια στο χώμα. Το C. minitans έχει καλή σαπροφυτική ικανότητα και μπορεί να αναπτυχθεί σε φυτικούς ιστούς ή να καλλιεργηθεί εύκολα σε τεχνικά μέσα. Τα μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση όλων των ασθενειών Sclerotinia στον ηλίανθο,, είναι περιορισμένα. Ενώ πολλά μυκητοκτόνα αναστέλλουν άριστα την ανάπτυξη του μυκηλίου ή τον πολλαπλασιασμό των σκληρωτίων σε τεχνητό περιβάλλον (εργαστήριο), η χρησιμότητά τους για εφαρμογή στο χώμα, είναι ελάχιστη και αντιοικονομική. Η μόλυνση του σπόρου από Sclerotia είναι η μόνη κατάσταση όπου αποδεικνύεται αποτελεσματικός και οικονομικά συμφέρων ο έλεγχος του μύκητα. Τα Benomyl, thiabendazole ή iprodione περιορίζουν το σπορογενή sclerotia, χωρίς να επηρεάζουν την ανάπτυξη του ηλίανθου.




Καρκίνος μίσχου

Προσβολή φυτού ηλίανθου από Καρκίνο μίσχου

Ο καρκίνος του μίσχου στον ηλίανθο οφείλεται στον μύκητα Diaporte helianthi. Τα πυκνίδια είναι σφαιροειδή, με διάμετρο 120–190mm, σκούρα καφέ, πορώδη και επί το πλείστον βυθισμένα στους ιστούς του φυτού. Στα πυκνίδια αναπτύσσονται τα β-κονίδια, που είναι διάφανα, ίσια ή τυλιγμένα στην άκρη. Το μέγεθος κυμαίνεται από 17-42mm σε μήκος και 0.5-2mm σε πλάτος. Τα περιθέσια είναι σπειροειδή έως σφαιρικά, κιτρινωπά έως μαύρα, με διάμετρο 290-430mm. Το μήκος του λαιμού του περιθεσίου ποικίλει σημαντικά, από 260-850mm. Στα περιθέσια αναπτύσσονται πολυάριθμοι ασκοί. Κάθε ασκός παράγει οκτώ σπόρους τοποθετημένους σε δύο μακριές σειρές. Οι ασκόσποροι είναι δικύτταροι, ελλειψοειδείς και στενοί στο επίπεδο του πυρήνα. Το μέγεθος είναι 15-17 x 5-7,5mm. Το γκρίζο στίγμα που προκαλείται από το Diaporthe helianthi (Phomopsis helianthi) είναι ασθένεια σοβαρή, που παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (στη Γιουγκοσλαβία) και στις ΗΠΑ το 1984. Η ασθένεια είναι σοβαρότερη υπό συνθήκες παρατεταμένης υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας. Προκαλεί μεγάλες απώλειες στην παραγωγή. Η Diaporthe helianthi μειώνει την παραγωγή αλλά και το ελαιώδες περιεχόμενο, το μέγεθος της κεφαλής και το βάρος του σπόρου. Κύριο πρόβλημα που προκαλεί όμως είναι η αποδυνάμωση των κοτσανιών που σπάζουν.

Μικρά, νεκρωτικά στίγματα, τριγυρισμένα από χλωρωτική περιφέρεια εμφανίζονται στα όρια του φύλλου και διαδίδονται στα κύρια νεύρα του φύλλου. Τα στίγματα εμφανίζονται στα κάτω ή τα μεσαία φύλλα, συνήθως μετά την ανθοφορία. Τα προσβεβλημένα φύλλα ξεραίνονται ταχύτατα, αλλά παραμένουν πάνω στους μίσχους τους. Ο μύκητας αναπτύσσεται απ’ αυτούς τους μίσχους προς το κοτσάνι. Οι βλάβες στο κοτσάνι επικεντρώνονται πάντα στις μασχάλες, αρχίζουν με μικρά, καφετιά, βαθουλωτά στίγματα που γρήγορα μεγαλώνουν και γίνονται στρογγυλά ή ελλειπτικά και συνήθως περικυκλώνουν το κοτσάνι. Το κεντρικό μερος του στίγματος γίνεται γκρίζο ενώ οι άκρες του είναι σκούρες. Ο μύκητας καταστρέφει την εντεριώνη κάτω από την επιφανειακή βλάβη, η οποία μπορεί να φτάσει τελικά τα 15-20 εκ. Στον προσβεβλημένο ιστό εμφανίζονται μικρά,μαύρα πυκνίδια. Το τελικό επίπεδο της ασθένειας είναι ο μαρασμός ολόκληρου του φυτού. Το μαύρο κοτσάνι του phoma διακρίνεται από την Phomopsis από τη μικρότερη, μαύρη πληγή της τελευταίας και την έλλειψη εκτεταμένης υποβάθμισης της εντεριώνης.

Ο μύκητας διαχειμάζει ως μυκήλιο και περιθέσια στα υπολείμματα φυτών πάνω στο έδαφος. Η πηγή της μόλυνσης μπορεί να είναι και ο άγριος ηλίανθος, ενώ έχει εντοπιστεί και στο σπόρο του ηλίανθου. Τα περιθέσια σχηματίζονται στα τέλη του χειμώνα και ωριμάζουν την άνοιξη. Από τον επιμήκη λαιμό τους, οι σποροι διασπείρονται από τον άνεμο και τη βροχή. Οι σπόροι βλασταίνουν στις σταγόνες που εξατμίζονται από το φύλλο, έτσι ώστε να κινούνται και να μολύνουν. Οι πρώτες βλάβες στα κοτσάνια μεταφέρουν τα πυκνίδια με τους πυκνιδιοσπόρους, ενώ τα β-κονίδια δεν προκαλούν μόλυνση. Οι βλάβες στα κοτσάνια συνήθως δεν εμφανίζονται μέχρι την ανθοφορία και σχηματίζονται 25-30 ημέρες μετά την αρχική μόλυνση του φύλλου.

Τα μέτρα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ασθένειας αυτής είναι η επιλογή άνθεκτικών στη νόσο υβριδίων, η εναλλαγή καλλιεργειών, και η καταστροφή μολυσμένων υπολειμμάτων ηλιάνθου το φθινόπωρο. Η πυκνότητα του πληθυσμού, λιγότερο από 50.000 φυτά ha-1 και το μειωμένο ποσοστό των λιπασμάτων με άζωτο, είναι απαραίτητα μέτρα για τη μείωση της συχνότητας της ασθένειας. Για να επιτευχθεί η άριστη δυνατή αντιμετώπιση της ασθένειας, η εφαρμογή μυκητοκτόνου θα πρέπει να αρχίσει πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Συνιστάται ένα πρόγραμμα δύο ψεκασμών, εκ των οποίων ο πρώτος στο στάδιο του μπουμπουκιού και ο δεύτερος την εποχή της άνθισης. Τα μυκητοκτόνα με βάση το benomyl είναι τα πλέον αποτελεσματικά κατά του καρκίνου του μίσχου.




Σήψη κεφαλής

Σήψη κεφαλής ηλίανθου

Αρκετά είδη του γένους Rhizopus εμπλέκονται στην πρόκληση σήψης, συμπεριλαμβανομένων των R. arrhizus, R. stolonifer and R. microsporus. Τα μυκήλια ξεχωρίζουν από τις πολλές καταβολάδες που ενώνουν τις ομάδες των μακριών σπροαγγειοσπόρων. Τα σποραγγειόσπορα είναι συνήθως χωρίς κλαδιά, με μήκος 1,5-3mm και τελειώνουν σε ένα columella και ένα στρογγυλό, μαύρο σποραγγείο, που περιέχει ωοειδείς, άχρωμους έως καφέ σπόρους, 10-15Χ7mm και κάποτε μεγαλύτερους. Η σήψη κεφαλής Rhizopus είναι ασθένεια σποραδική μεν, προκαλεί όμως εκτεταμένη καταστροφή σε κάποιες περιοχές όπου καλλιεργείται ο ηλίανθος. Η μόλυνση αρχίζει στις κεφαλές μεσω τραυμάτων που προκαλούνται από χαλάζι, πουλιά ή έντομα. Η βλάβη και οι οικονομικές απώλειες εξαρτώνται από το συγκεκριμένο χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η μόλυνση. Η μόλυνση σπάνια συμβαίνει πριν την άνθιση και οι μεγαλύτερες απώλειες στην ποσότητα της παραγωγής επερχονται όταν ενσκήψει η μόλυνση πριν γεμίσουν κανονικά οι σπόροι. Οι απώλειες είναι συνήθως χαμηλές, η παραγωγή σπόρου όμως μπορεί να φτάσει σε μείωση ακόμα και το 20%, ενώ η παραγωγή ελαίου μέχρι 45%. Η περιεκτικότητα σε ελεύθερα λιπαρά οξέα μπορεί να αυξηθεί κατά 20%.

Τα αρχικά συμπτώματα είναι τα μαύρα στίγματα στο πίσω μέρος των κεφαλών που ωριμάζουν, και στη συνέχεια μια υδαρής σήψη, που αργότερα αποκτά καφέ χρώμα. Όσο προχωρεί η ασθένεια, οι κεφαλές ξεραίνονται πρόωρα, συρρικνώνονται και οι ιστοί εμφανίζονται θρυμματισμένοι. Μέσα στους τεμαχισμένους ιστούς αναπτύσσεται ένα λευκό μυκήλιο σαν κλωστή που ακολουθείται από την εμφάνιση μικρών μαύρων κηλίδων (σποράγγεια). Τα σποράγγεια είναι γεμάτα σπόρους που εύκολα απελευθερώνονται και δια του ανέμου μεταφέρονται σε άλλα φυτά. Τα συμπτώματα στο άνθος συμπεριλαμβάνουν την εμφάνιση μυκελίου, μιάς γκρίζας ουσίας που είναι καλυμένη με σποράγγεια.

Το Rhizopus εισέρχεται στην κεφαλή μεσα από τραύματα που προκαλούνται από χαλάζι, πουλιά ή έντομα και σχετίζεται με τις βλάβες από πεταλουδίτσες και σκνίπες. Η ευαισθησία των κεφαλών αυξάνεται από το στάδιο του μπουμπουκιού μέχρι τα στάδια της πλήρους άνθισης και ωρίμανσης. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι ταχύτερη όταν ο καιρός είναι ζεστός και υγρός. Ο μύκητας Rhizopus αναπαράγεται με παρθενογέννεση αλλά και φυλετικά. Στη διάρκεια της παρθενογεννετικής φάσης, το σποράγγειο αναπτύσσεται και διασκορπίζει εκατοντάδες απλοειδείς σπόρους στον αέρα. Όμως αναπαράγεται και φυλετικά, χρησιμοποιώντας τους σκούρους του ζυγοσπόρους, που είναι σκληροί, ανθεκτικοί και αντέχουν σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Δεν υπάρχουν μέσα χημικής αντιμετώπισης. Τα προβλήματα από την ασθένεια όμως μπορεί να μειωθούν με την αντιμετώπιση της νόσου στη διάρκεια ή πριν την ανθοφορία και με την αποφυγή μηχανικών τραυμάτων μετά την ανθοφορία. Είναι επίσης σημαντικό να γίνουν όλ’ αυτά πριν την παραγωγή σπόρου, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει ως δεξαμενή για τα έντομα και για την ασθένεια αυτή.




Βοτρύτης

Προσβολή κεφαλής ηλίανθου από Βοτρύτη

Η ασθένεια αυτή οφείλεται στον μύκητα Botrytis cinerea. Οι μονοκύτταροι σπόροι ζουν σε διακλαδούμενα κονιδιοφόρα. Διαφόρων μεγεθών σκληρώτια σχηματίζονται πάνω ή ακριβώς από κάτω από την επιφάνεια του ξενιστή. Τα σκληρώτια έχουν μαύρο φλοιό και ανοιχτόχρωμο εσωτερικό που αποτελείται από μια μάζα από hyphae, ή νήματα του μύκητα. Τα σκληρώτια έχουν μήκος 3mm. Τα σκληρώτια αναπτύσσονται για να παραγάγουν κονιδιοφόρα ή σπάνια αποθέσια, που είναι το αναπαραγωγικό στάδιο του μύκητα. Στον ηλίανθο το παράσιτο αυτό προκαλεί γκρίζα μούχλα στην κεφαλή, προσβάλλει την κεφαλή του άνθους και το στέλεχος, ενώ τα φύλλα αρχίζουν να ξεραίνονται από έξω προς τα μέσα.

Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως όταν ωριμάζει η κεφαλή, ως καφέ στίγματα πάνω της. Τα στίγματα αυτά μπορεί να καλύπτονται από γκρίζους λεπτούς σαν πούδρα σπόρους του μύκητα, που δίνουν στην κεφαλή εμφάνιση σκονισμένη. Όταν υπάρχει υγρασία, τα στίγματα επεκτείνονται, εισχωρούν σ’ όλους τους ιστούς και η κεφαλή γίνεται σπογγώδης και σαπίζει. Τα μαύρα σκληρώτια εμφανίζονται στα υπολείμματα της καλλιέργειας μετά τη συγκομιδή, ή άμεσα πάνω στα φυτά όταν η συγκομιδή πραγματοποιείται καθυστερημένα.

Ο μύκητας διαχειμάζει είτε στην επιφάνεια του εδάφους είτε μέσα στο χώμα, ως μυκήλιο ή ως σκληρώτια στα υπολείμματα του φυτού. Την άνοιξη οι διαχειμάζουσες μορφές του μύκητα βλασταίνουν και παράγουν κονίδια που διαχέονται στην ατμόσφαιρα και σε όλα τα είδη των φυτών. Η κονιδιακή διασπορά με τον άνεμο είναι τυχαίο γεγονός και δεν επιτείνει τη μόλυνση στην καλλιέργεια. Η ανάπτυξη των κονιδίων είναι δυνατή στα ανθήλια αν η σχετική υγρασία ξεπερνά το 85%. Ιδανική θερμοκρασία ωστόσο είναι οι 18oC. Ο μύκητας έχει υψηλό αριθμό αναπαραγωγικών κύκλων, που αυξάνονται ακόμα περισσότερο όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές.

Απαραίτητη είναι η αντιμετώπιση σε επίπεδο σπόρου, για να προληφθεί η σήψη της ρίζας. Η χημική αντιμετώπιση καθίσταται δύσκολη λόγω της αντίστασης που παρουσιάζει η ασθένεια σε συγκεκριμένες δραστικές ουσίες. Η έρευνα για φυσικούς ανταγωνιστές μικροοργανισμούς έχει καταλήξει στο ότι τα Trichoderma harzianum παρέχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα και μπορεί σε συνδυασμό με συμβατική χημική θεραπεία, να προβούν αποτελεσματικά.




Περονόσπορος

Προσβολή φύλλου ηλίανθου από Περονόσπορο

Αυτή θεωρείται η συχνότερη και σπουδαιότερη ασθένεια του ηλίανθου και οφείλεται στον μύκητα Plasmopara halstedii. Τα σποραγγειοφόρα είναι μονόποδα διακλαδωμένα στις δεξιές γωνίες με λεπτά αιχμηρά άκρα. Τα σποράγγεια είναι ωοειδή έως ελλειπτικά, διαφανή και το μέγεθός τους είναι 21-27 × 15-21mm. Η χνουδωτή μούχλα έχει παρατηρηθεί σε καλλιεργημένους και άγριους ηλίανθους.

Το Plasmopara halstedii προκαλεί πολύ σοβαρή ασθένεια σε περιοχές με πεδιάδες ή με βαριά αργιλώδη εδάφη που υποθάλπουν την υγρασία η οποία με τη σειρά της ευνοεί την εξέλιξη της ασθένειας. Οι συνακόλουθες απώλειες στην παραγωγή μπορεί να είναι σημαντικές ανάλογα με το ποσοστό των προσβεβλημένων φυτών και την κατανομή τους εντός του αγρού. Αν τα μολυσμένα φυτά είναι σε τυχαία τάξη μέσα στον αγρό, οι απώλειες είναι πιθανό να μην παρατηρηθούν μέχρις ότου η μόλυνση υπερβεί το 15%, λόγω της απόδοσης των πλαϊνών υγιών φυτών. Αν η ασθένεια εντοπίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή της οποίας όλα τα φυτά έχουν προσβληθεί, οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες.

Τα τυπικά συμπτώματα στα φυντάνια, συμπεριλαμβάνουν υπο-ανάπτυξη και κιτρίνισμα (χλώρωση) των φύλλων και η εμφάνιση των λευκών όγκων σαν από βαμβάκι (μυκητησιακό μυκήλιο και σπόροι) στην κάτω και μερικές φορές ακόμα και στην επάνω επιφάνεια του φύλλου, στη διάρκεια περιόδων με υψηλή υγρασία ή δροσιά. Πολλά φυντάνια ξεραίνονται, κι εκείνα που επιζούν παράγουν υπανάπτυκτα φυτά με πλατιά κεφαλή και ελάχιστο ή καθόλου σπόρο. Όταν μολύνονται τα φυντάνια αρκετές εβδομάδες πριν τη βλάστηση, τα συμπτώματα φαίνονται στο στάδιο τεσσάρων έως οκτώ φύλλων. Αν τα ευαίσθητα φυτά εκτεθούν στον μύκητα της μούχλας μετά το στάδιο του φυντανιού, μπορεί να αναπτύξουν ρίζα παχιά και στρογγυλή και να υπαναπτυχθούν, αλλά συνήθως δεν έχουμε συμπτώματα στο φύλλωμα. Αυτά τα μολυσμένα φυτά διαιωνίζουν την παραμονή του μύκητα στο χώμα και τείνουν πολύ περισσότερο να ξεραθούν και να πέσουν. Μεταφερόμενοι από τον άνεμο οι σπόροι κινούνται προς τα φύλλα των κοντινών φυτών όπου παράγουν μικρές, γωνιώδεις, χλωρωτικές κηλίδες. Οι κηλίδες αυτές ενδέχεται να ενωθούν και να εμφανιστούν σαν συστημική μόλυνση, αλλά οι βλάβες στα φύλλα σπάνια δίνουν αληθινή συστημική μόλυνση.

To Plasmopara halstedii μεταφέρεται με σπόρους, με το χώμα και τον άνεμο. Ο μύκητας μπορεί να παραμείνει μέσα στο έδαφος για 5-10 χρόνια, με μορφή μακρόβιων ζυγωτών, λιγότερο συχνά διατηρείται το μυκήλιο μέσα στους σπόρους. Οι ζυγωτές διαχέονται στο χώμα με το τρεχούμενο νερό και βλασταίνουν παράγοντας ζωοσποράγγεια. Οι κινούμενοι ζωόσποροι που προέρχονται από τα ζωοσποράγγεια θα σχηματίσουν το αρχικό inoculum, το οποίο μολύνει τα φυντάνια. Οι ζωόσποροι βλασταίνουν κοντά σε ρίζες. Το υποκοτύλιο και ο βλαστός εποικίζονται από συστημικό διακυτταρικό μυκήλιο. Ο σχηματισμός των ζωοσποραγγείων γίνεται στις ρίζες και στην επιδερμίδα των φύλλων. Τα σποράγγεια στις ρίζες απελευθερώνουν νέους ζωοσπόρους που μολύνουν τα φυτά που βρίσκονται κοντά στην πρώτη πηγή της μόλυνσης. Τα μεταφερόμενα δια του ανέμου ζωοσποράγγεια διαχέονται σε κορυφαία μπουμπούκια του νέου φυτού, μετατρέποντας την ασθένεια σε επιδημία. Τα φυτά του ηλίανθου είναι ευάλωτα στην συστημική μόλυνση για μικρή μόνο περίοδο, το πολύ 2-3 εβδομάδες, ανάλογα με τον τύπο εδάφους και την υγρασία. το φυτό είναι λιγότερο ευάλωτο στη συστημική μόλυνση αφού το μήκος της ρίζας του φυντανιού υπερβεί τα 2cm. Στο τέλος της αναπτυξιακής περιόδου των φυτών, στα μολυσμένα φύλλα παράγονται ζυγωτές.

Πρόσθετες πρακτικές αντιμετώπισης θα ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα της μούχλας, συμπεριλαμβανόμενων των εκτενών εναλλαγών καλλιέργειας για 4 χρόνια μεταξύ καλλιεργημένου ηλίανθου, ξεριζώματος του άγριου ηλίανθου, αποφυγής ελλιπώς αρδευόμενων αγρών ή εκείνων με μεγάλες περιοχές σε χαμηλό ύψος, και καθυστέρηση της φύτευσης μέχρι η θερμοκρασία του εδάφους να επιταχύνει την ανάπτυξη των φυντανιών, χρήση μυκητοκτόνου θεραπείας για τους σπόρους ώστε να προστατευθούν από τη μόλυνση της ρίζας, και χρήση των ανθεκτικών ποικιλιών. Τα εμπορικά Arena PR, Heliatop RH, Sambasol είναι ανθεκτικά στους τύπους A και B του Plasmopara halstedii. Τα εφαρμοζόμενα στα φύλλα μυκητοκτόνα δεν συνιστώνται για χρήση στον ηλίανθο κατά του περονόσπορου.




Αλτενάρια

Προσβολή φύλλου ηλίανθου από Αλτενάρια
Προσβολή κεφαλής ηλίανθου από Αλτενάρια

Η αλτενάρια προσβάλλει σε μεγάλο βαθμό την καλλιέργεια του ηλίανθου. Τα σκούρα καφέ σπόρια της Alternaria alternata μεταφέρονται σε απλές ή διακλαδωμένες αλυσίδες από τις άκρες των απλών σκούρων κονιδιοφόρων και διαιρούνται σε αρκετά κύτταρα από κάθετα και διαγώνια τοιχώματα. Τα ώριμα κονίδια που τυπικά έχουν μέγεθος 10-30 x 5-12mm, κοντά κωνικά με ή χωρίς αιχμή, στενά, ελλειψοειδή έως ωοειδή και επιμήκη στις διακλαδωμένες αλυσίδες, σε χρώμα θαμπό λαδί, 3-7 εγκάρσια, 1-5 κατά μήκος, διαφορετικές αλυσίδες των 5-15 κονιδίων, ενώ σύμπλεγμα αλυσίδων μπορεί να περιέχει μέχρι 50-60 κονίδια. Τα κονίδια της αλτενάρια του ηλιάνθου είναι απομονωμένα, μη αιχμηρά και μεταφέρονται με απλά ή (σπανίως) διακλαδωμένα κονιδιοφόρα. Τα κονίδια είναι κυλινδρικά προς επιμήκη-ελλειπτικά, ίσια ή λίγο κυρτά, καφεκίτρινα, με 4-11 εγκάρσιες ή μακρόστενες μεμβράνες και άκρες στρογγυλεμένες. Το μέγεθος των κονιδίων είναι 100,4mm σε μήκος και 25,1mm σε πλάτος. Η Alternaria zinniae παράγει καφέ κονιδοφόρα, όρθια έως ελαφρώς κυρτά, μεμονωμένα, με μέγεθος 38-88,2 x 4-9mm. Τα κονίδια έχουν κυλινδρικό διπλό τείχος, είναι μεμονωμένα, λαδί-καφέ με σημάδια στη βάση τους και καλύπτονται από μεμβράνη. Το μέγεθος των κονιδίων είναι 117,6–243mm σε μήκος και 10,5–25,2 σε πλάτος.

Αναγνωρίζεται ως σημαντική ασθένεια στις υγρότερες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης, την Ινδία, Αυστραλία, Νότιο Αμερική και μέρη της Αφρικής. Σ’ αυτές τις περιοχές, οι απώλειες παραγωγής μπορεί να κυμαίνονται από 15-90%, με απώλειες σε έλαιο από 20-30%. Η αλτενάρια σύμφωνα με σχετικές αναφορές έχει προκαλέσει απώλειες από 50-60% σε ακόμη υγρότερες περιοχές. Δύο είδη της Alternaria προκαλούν στίγματα στο [[[Βοτανικά χαρακτηριστικά ηλίανθου|φύλλο]] και το βλαστό του ηλίανθου: πρόκειται για την Alternaria ηλιάνθου και την A. zinniae, εκ των οποίων η A. ηλιάνθου είναι και συχνότερη και σοβαρότηερη. Αυτές οι ασθένειες μπορεί να καταστούν επιβλαβείς σε περιβάλλον θερμό και υγρό. Το A. alternata, σύνηθες είδος σαπροφύτων, συχνά συσχετίζεται με παρακμάζοντα φυτά, αλλά είναι άγνωστη η βαρύτητά του. Οι απώλειες που προκαλεί στην παραγωγή αφορούν μειωμένη διάμετρο κεφαλής, αριθμό σπόρων ανά κεφαλή, ελαιώδες περιεχόμενο και ποιότητα.

Τοσο η A. ηλιάνθου όσο και η A. zinniae, προκαλούν κηλίδες σκουροκαφέ και ρίγες στα φύλλα. Οι κηλίδες είναι ακανόνιστες στο μέγεθος και το σχήμα με πολύ σκούρα εξωτερική γραμμή και γκρίζο κέντρο. Οι κηλίδες στα νεαρά φυτά μπορεί να έχουν ένα κίτρινο στεφάνι. Οι κηλίδες στα φύλλα μπορεί να ενωθούν προκαλώντας το μαρασμό των φύλλων. Οι βλάβες στους μίσχους ξεκινούν ως σκούρα σημάδια που μεγαλώνουν και συχνά ενώνονται σχηματίζοντας μεγάλες μαύρες περιοχές, που σπάζουν το μίσχο. Οι βλάβες των μίσχων δεν διαχέονται σε ολόκληρο το μίσχο και δε σχετίζονται με το σημείο επαφής με το μίσχο του φύλλου. Σκουροπράσινα ωοειδή ως κυκλικά στίγματα μπορεί να εμφανιστούν στις κεφαλές . Αν η μόλυνση είναι σοβαρή, τα φυτά φυλλορροούν πρόωρα και μαραίνονται ή συχνά πέφτουν.

Το μυκήλιο αναπαύεται στα υπολείμματα φυτών που καλύπτουν το έδαφος και λιγότερο συχνά στους σπόρους Ο μύκητας μπορεί να μεταφέρεται με σπόρους σε χαμηλά σημεία αν και ο σπόρος δεν είναι από τις κύριες πηγές μόλυνσης. Οι βλάβες που προκαλεί η αλτενάρια στα φυτώρια, μπορεί να εξελιχθεί όταν τα φυτά του ηλιάνθου βλασταίνουν υπό βροχή, ή σε έδαφος μολυσμένο από αλτενάρια. Τα φυτά στο στάδιο ανθοφορίας έως ωρίμανσης, είναι πιο ευάλωτα απ’ ό,τι τα φυτά στο βλαστικό στάδιο ή σ’ εκείνο του μπουμπουκιάσματος. Ο άνεμος και το νερό διασπείρουν τα κονίδια. Τα μεταφερόμενα κονίδια επηρεάζουν κατ’ αρχήν τα χαμηλότερα φύλλα. Δημιουργούν κηλίδες που συνιστούν αρχική μόλυνση, γεννούν σπόρους και αναπαράγουν νέα κονίδια που στη συνέχεια διαχέονται σε΄ολο το φύλλωμα και μολύνουν τα νέα φυτά. Η υψηλή θερμοκρασία (24-27oC) και οι συχνές βροχές (το ελεύθερο νερό ή η δροσιά που εμφανίζεται για λίγες ώρες) που εναλλάσσονται με περιόδους ξηρασίας , ευνοούν τον πολλαπλασιασμό του μύκητα.

Ενδεικνυόμενα μέτρα είναι η εναλλαγή καλλιεργειών, η καταστροφή των υπολειμμάτων φυτών και οι λειτουργίες της καλλιέργειας που οδηγούν σε θάψιμο ή ταχεία αποσύνθεση των υπολειμμάτων. Οι αγροί με τα πρώιμα φυτά είναι πιο ευάλωτοι σε σοβαρές απώλειες από την ασθένεια, απ’ ό,τι εκείνοι με τα όψιμα. Τα φυτά είναι πιο ευαίσθητα στη διάρκεια της ανθοφορίας και της δημιουργίας του σπόρου. Η απολύμανση του σπόρου με μυκητοκτόνο Captan μειώνει σημαντικά την εμφάνιση της αλτενάρια. Τα μυκητοκτόνα για φύλλα με ενεργά συστατικά τα benomyl (Fundazol), vinclozolin, (Ronilan) και iprodion (Rovral), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ασθένειας αυτής.




Σκωρίαση

Προσβολή φύλλου ηλίανθου από Σκωρίαση

Η σκωρίαση αποτελεί μία από τις σοβαρότερες ασθένειες του ηλίανθου και οφείλεται στον μύκητα Puccinia helianthi. Η σκωρίαση του ηλιάνθου έχει εμφανιστεί τόσο σε καλλιεργημένο όσο και σε άγριο ηλίανθο. Η σκωρίαση εμφανίζεται σε όλες τις περιοχές όπου καλλιεργείται ηλίανθος. Μπορεί να μειώσει την παραγωγή καθώς και το ελαιώδες περιεχόμενο, το μέγεθος του σπόρου, το βάρος και την αναλογία βάρους πυρήνα-φλοιού. Οι καλλιέργειες ευπαθών υβριδίων γενικά υφίστανται σοβαρότερες ζημιές από τη σκωρίαση, απ’ ό,τι οι πιο πρώιμες καλλιέργειες.

Τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας συνήθως εμφανίζονται όταν ο ηλίανθος είναι στην άνθιση, ή αμέσως μετά την άνθιση. Φλύκταινες χρώματος κανελί εμφανίζονται πρώτα στα κάτω φύλλα, ύστερα στα πάνω, και τέλος σε μίσχους, μισχίδια και στο πίσω μέρος της κεφαλής του άνθους. Οι ουρηδιακές φλύκταινες εμφανίζονται τόσο στην επάνω όσο και στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, και είναι κάπως κυκλικά. Αρκετές φλύκταινες ενώνονται σε μια πολύ μεγαλύτερη, ακανόνιστου σχήματος, επιθετική φλύκταινα. Οι φλύκταινες ενδέχεται να περικλείονται από μία κιτρινωπή γραμμή. Οι ουρηδιακές φλύκταινες περιέχουν ουρηδιοσπόρους, συχνά αναφέρονται ως καλοκαιρινοί σπόροι, που είναι το αναπαραγωγικό στάδιο. Οι ουρηδιόσποροι εύκολα ελευθερώνονται από τις φλύκταινες και μπορεί να τις μεταφέρει ο άνεμος σε μεγάλες αποστάσεις. Τα φύλλα που έχουν προσβληθεί από πολλές φλύκταινες ξεραίνονται λόγω της απώλειας νερού μέσα από τη σχισμένη επιφάνεια του φύλλου. Μόλις κρυώσει ο καιρός, οι ουρηδιακές φλύκταινες αλλάζουν και μετατρέπονται σε θήκες σπόρων, χαρακτηριστικά σκούρες καφέ ή μαύρες, και περιέχουν τελιοσπόρους. Οι μαύροι τελιόσποροι δεν απελευθερώνονται εύκολα από το φύλλο.

Ο μύκητας διαχειμάζει στα υπολείμματα του φυτού με μορφή τελιοσπόρων. Στις αρχές της άνοιξης οι τελιόσποροι βλασταίνουν για να παραγάγουν βασιδιοσπόρους που μολύνουν τα φυντάνια του ηλίανθου, ακόμα και του άγριου ηλίανθου. Μετά την αρχική μόλυνση, σχηματίζονται τα πυκνία και οι φλύκταινες στα φύλλα. Οι σπόροι των aecia, που παράγονται στα aecia, διαχέονται μέσω του ανέμου στις εμπορικές καλλιέργειες ηλιάνθου όπου αρχίζουν να δημιουργούν φλύκταινες. Η σκωρίαση πολλαπλασιάζεται ταχύτατα κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. Οι ευνοϊκές συνθήκες για τη μόλυνση είναι τα ελεύθερα νερά στα φύλλα, είτε από βροχή είτε λόγω δροσιάς και η θερμότητα. Μεγάλα ποσοστά αζώτου και εκτεταμένο φύλλωμα θα αυξήσουν τη θερμοκρασία και θα ευνοήσουν την ανάπτυξη της σκωρίασης.

Ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για να αποφευχθούν οι απώλειες από τη σκωρίαση είναι η χρήση ανθεκτικών υβριδίων. Τα μέτρα διαχείρισης που ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο απωλειών περιλαμβάνουν την καταστροφή των τυχαίων φυτών ηλίανθου και του άγριου, ετήσιου ηλίανθου που εμφανιζονται κοντά στους αγρούς του καλλιεργημένου ηλίανθου ήδη από την άνοιξη ή όσο το δυνατό νωρίτερα, και η εναλλαγή με άλλες καλλιέργειες. Θα πρέπει να αποφευχθεί η φύτευση μεγάλων ποσοτήτων ευπαθών υβριδίων σε μία περιοχή. Υψηλή ποσότητα αζώτου στα λιπάσματα και πυκνότητα φυτών ενισχύουν τη σοβαρότητα της ασθένειας, γι’αυτό τέτοιες πρακτικές πρέπει να ελαχιστοποιούνται. Η ασθένεια περιορίζεται και από την πρώιμη σπορά. Τελευταία εναλλακτική λύση πρέπει να θεωρείται η χρήση μυκητοκτόνων. Η εφαρμογή τους πρέπει να γίνεται όταν η σκωρίαση εμφανίζεται νωρίς στα πλαίσια της αναπτυξιακής περιόδου.




Φυτοφθόρα

Προσβολή μίσχου του φυτού του ηλίανθου από Φυτοφθόρα

Η φυτοφθόρα είναι ασθένεια που προκαλείται από τον μύκητα Phoma macdonaldii. Tα πυκνίδια είναι σφαιρικά, με διάμετρο 68–160mm σκουροκαφέ έως μαύρα. Στα πυκνίδια αναπτύσσονται κονίδια που είναι διάφανα, ελλειπτικά, με δύο σταγόνες έλαιο. Το μέγεθος κυμαίνεται από 3-6,2mm σε μήκος και 1,3-2,6mm σε πλάτος. Τα ψευδοεπιθέσια είναι σφαιρικά, σκούρα καφέ, με διάμετρο 274-306mm. Πολυάριθμοι κυλινδρικοί ασκοί αναπτύσσονται στα ψευδοπεριθέσια. Κάθε ασκός παράγει οκτώ ασκοσπόρους σε δύο σειρές. Οι ασκόσποροι είναι δικύτταροι, διάφανοι έως κιτρινωποί, με σχήμα κυλινδρικό. Τα προσβεβλημένα φυτά αδυνατίζουν και μπορεί να καταλήξουν με μικρές κεφαλές, με μικρή παραγωγή σπόρου που θα έχει μειωμένη περιεκτικότητα σε έλαιο. Ο μίσχος σαπίζει εντελώς, καθιστώντας το φυτό ευπαθές στην ασθένεια. Οι απώλειες στην παραγωγή που μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στο Phoma macdonaldii, είναι περιορισμένες, αλλά σε συνδυασμό με άλλα έντομα, παρατηρούνται πραγματικά μεγάλες απώλειες.

Μαύρα εκζέματα αρχίζουν στη βάση των μίσχων των φύλλων και απλώνονται σε όλους τους μίσχους. Τα εκζέματα απλώνονται σε μήκος αρκετών εκατοστών. Επιπρόσθετα, ο μύκητας προκαλεί εκζέματα και στα φύλλα, στο πίσω μέρος της κεφαλής του άνθους και στη στεφάνη στη βάση του κοτσανιού. Υπό ευνοϊκές για την ασθένεια συνθήκες, τα φύλλα μαραίνονται ή ξεραίνονται, ενώ οι τα κοτσάνια μαυρίζουν. Μυκρά, στρογγυλά καρποφόρα σώματα του μύκητα (πυκνίδια) παρατηρούνται στα ώριμα εκζέματα. Τα συμπτώματα ενδέχεται να συγχέονται με εκείνα της ασθένειας καρκίνου του μίσχου, διαφοροποιούνται όμως λόγω των βλαβών στο κοτσάνι που έχουν διαφορετικό σχήμα και χρώμα.

Ο μύκητας διαχειμάζει ως πυκνίδια και πιθανώς ως μυκήλιο σε μολυσμένα υπολείμματα. Τα κονίδια απελευθερώνονται από τα πυκνίδια και διαχέονται στα γειτονικά φυτά, μέσω βροχής ή εντόμων. Η ασθένεια μπορεί να εμφανιστεί οποτεδήποτε, αλλά είναι συνηθέστερη μετά την ανθοφορία. Η μόλυνση από Phoma macdonaldii εμφανίζεται σε όλη την αναπτυξιακή περίοδο, αν και συνήθως δεν παρατηρείται μέχρι που οι βλάβες στο κοτσάνι να καταστούν ορατές αργότερα το καλοκαίρι. Ο μύκητας διαχειμάζει σε μολυσμένα υπολείμματα φυτών και διαδίδεται με τη βροχή. Τα έντομα λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ξενιστές της ασθένειας. Τα έντομα (ψείρες) Apion και Cylindrocopturus μπορούν να μεταφέρουν τους σπόρους του Phoma macdonaldii τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Οι ενήλικες ψείρες τρέφονται με τα φύλλα και οι μολυσμένες κάμπιες διαδίδουν το μύκητα καθώς φτιάχνουν σήραγγες μέσα στο κοτσάνι. Η μετάδοση της ασθένειας μέσα από μολυσμένο σπόρο έχει μικρότερη σημασία.

Δεν υπάρχουν πλήρως αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης. Η τετραετής εναλλαγή καλλιεργειών θα ελαχιστοποιήσει τη συγκέντρωση του Phoma macdonaldii μέσα στο έδαφος. Η σωστή αντιμετώπιση των εντόμων, επίσης θα περιορίσει τη διάδοση της ασθένειας. Κάποια φυτά είναι ανθεκτικότερα στην ασθένεια από άλλα, αλλά δεν υπάρχουν υβρίδια με ανοσία.