Βλαστοί
Ένα δένδρο συνίσταται από δυο τμήματα:
- Tο επίγειο τμήμα, το οποίο αποτελείται από τον κορμό και τους κλάδους με τα βλαστικά και αναπαραγωγικά όργανα τους.
- Το υπόγειο τμήμα ή ριζικό σύστημα.
Το καθένα απ' αυτά αναπτύσσεται σε διαφορετικό περιβάλλον και εκτελεί διαφορετικές λειτουργίες. Οι κλάδοι σχηματίζουν το βασικό σκελετό του δένδρου, που φέρει βλαστούς, φύλλα, άνθη και καρπούς. Το νερό, τα διαλυτά ανόργανα στοιχεία και κάποιες οργανικές ουσίες μεταφέρονται ανοδικά δια των στοιχείων του ξύλου μέχρι τα επάκρια μέρη της κόμης, ενώ τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης, που παρασκευάζονται στα φύλλα, διακινούνται καθοδικά δια των στοιχείων του ηθμού στις ρίζες. Οι ρίζες στηρίζουν το δένδρο στο έδαφος απ' το οποίο απορροφούν νερό και ανόργανα στοιχεία. Τα απορροφούμενα αυτά ανόργανα στοιχεία και μερικά οργανικά συστατικά, όπως τα αμινοξέα και οι ορμόνες, που συντίθενται στις ριζικές κορυφές, οδεύουν στα στοιχεία του ξύλου και διακινούνται ανοδικά με τη διαπνευστική ροή. Στα κύτταρα των ξυλωδών ακτίνων και του φλοιώδους παρεγχύματος του ξύλου και του φλοιού αποθηκεύονται τα τροφικά αποθέματα, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται για την αύξηση των βλαστών την άνοιξη. Το αυτοφυόμενο δένδρο έχει βλαστικό και ριζικό σύστημα γενετικά παρόμοιο, γιατί το φυτό προέρχεται από σπόρο ή ριζική παραφυάδα. Τα φυτά που προέρχονται από σπόρους, δείχνουν να είναι όμοια, αλλά γενετικά διαφέρουν. Ομοίως, καρποφόρα δένδρα παραγόμενα από σπόρους που συλλέχθηκαν από το ίδιο δένδρο, είναι πιθανό να είναι απολύτως διαφορετικά μεταξύ τους, γιατί ως ετερωζυγωτά, δεν αναπαράγονται πιστά. Συνεπώς, κατά την εγκατάσταση ενός οπωρώνα κάποιας επιθυμητής ποικιλίας (καλλιεργούμενη ποικιλία), τα εμβόλια της (μικρά τμήματα εμβολιοφόρων βλαστών) συνήθως εμβολιάζονται επί υποκειμένων. Τα υποκείμενα αυτά μπορεί να δημιουργήθηκαν εγγενώς με σπόρους και να διαφέρουν γενετικά μεταξύ τους, ή να δημιουργήθηκαν αγενώς με μοσχεύματα, ή καταβολάδες, οπότε αυτά γενετικά είναι παρόμοια. Ανεξάρτητα, αν το υποκείμενο παράγεται εγγενώς ή αγενώς, η κόμη του δένδρου, που προέρχεται από εμβολιασμό, γενετικά θα διαφέρει απ' το υποκείμενο. Όταν αναφερόμαστε σε εμβολιασμένο δένδρο, εννοούμε ένα δισυπόστατο δένδρο, που προήλε από συνδυασμό εμβολίου / υποκειμένου, π.χ. Golden Delicious/M26, ή Cardinal/GF677.
Η αγενής αναπαραγωγή μιας σειράς φυτών από ένα και μόνο μητρικό φυτό (κλώνος), για να διατηρήσουμε τα επιθυμητά χαρακτηριστικά τους, καλείται κλωνική αναπαραγωγή. Ο εμβολιασμός δεν είναι απαραίτητος, όταν οι ποικιλίες, που συνιστούν το εμβόλιο πολλαπλασιάζονται αγενώς με μοσχεύματα ή με καταβολάδες. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η κόμη και το ριζικό σύστημα είναι γενετικά παρόμοια. Βασικά, ο σκελετός του επίγειου τμήματος ενός καρποφόρου δένδρου αποτελείται από όργανα πλήρως διαφοροποιημένα (κορμός, κλάδοι) και μη διαφοροποιημένα (βλαστοί). Οι βλαστοί προέρχονται απ' τους βλαστοφόρους ή ξυλοφόρους οφθαλμούς και διαφοροποιούμενοι, αφού συμπληρώσουν ηλικία ενός έτους, γίνονται κλάδοι. Οι κλάδοι συνδέονται με τον κορμό, ο οποίος στην περιοχή του λαιμού συνδέεται με το ριζικό σύστημα. Κορμός είναι το τμήμα του βλαστικού άξονα (στελέχους) μεταξύ του λαιμού και του σημείου εκπτύξεως των πρώτων κλάδων (βραχιόνων), ενώ λαιμός το σημείο που συνδέει τον κορμό με το ριζικό σύστημα. Τα καρποφόρα δένδρα ανάλογα με το μήκος του κορμού τους, κατατάσσονται σε μακρόκορμα, βραχύκορμα και μεσόκορμα. Το ύψος του κορμού το καθορίζουν οι συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος (παγετός, άνεμοι), ο τρόπος συγκομιδής (μηχανικά, με το χέρι) και τα μέσα εδαφοκατεργασίας (χειροκίνητα, μηχανοκίνητα, ζωοκίνητα). Η παρουσία ενός ή περισσότερων κορμών, χαρακτηρίζει το φυτό δένδρο ή θάμνο, αντίστοιχα, και πιο συγκεκριμένα ως δένδρο χαρακτηρίζεται το ξυλώδες, πολυετές, μεγάλης αναπτύξεως, μονοστέλεχο (μονόκορμο), φυλλοβόλο ή αειθαλές φυτό, ενώ ως θάμνος το ξυλώδες, πολυετές, χαμηλής αναπτύξεως, πολυστέλεχο (πολύκορμο), φυλλοβόλο ή αειθαλές φυτό. Το κύριο όμως στοιχείο, που χαρακτηρίζει το δένδρο ή το θάμνο, είναι ο αριθμός των κορμών, ένας ή περισσότεροι αντίστοιχα που βγαίνουν από το έδαφος. Οι δοθείσες ορολογίες δεν είναι πάντοτε απολύτως ακριβείς, γιατί είναι δυνατό με επέμβασή μας, όπως π.χ. με το κλάδεμα, να μετατρέψουμε ένα δένδρο σε φυτό πολυστέλεχο (θάμνο) και ένα θάμνο σε φυτό μονοστέλεχο (δένδρο). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και υπό φυσικές συνθήκες, ήτοι ένα δένδρο ν' αναπτύσσει περισσότερους του ενός κορμούς και ένας θάμνος έναν μόνον κορμό. Ο κορμός μπορεί να είναι απλός ή ενιαίος (δένδρα ανεμβολίαστα: σπορόδενδρα ή αγενούς πολλαπλασιασμού), διπλός (δένδρα εμβολιασμένα) και τριπλός (δένδρα εμβολιασμένα δυο φορές, περίπτωση ενδιάμεσου υποκειμένου). Ως υποκείμενο σ' ένα δισυπόστατο καρποφόρο δένδρο καλούμε το ένα απ' τα συμβαλλόμενα μέρη, που προσφέρει το ριζικό σύστημα και μέρος του κορμού αυτού, το οποίο μπορεί να είναι σπορόφυτο ή κλώνος, ενώ ως ενδιάμεσο υποκείμενο, ένα δεύτερο υποκείμενο μεταξύ του πρώτου υποκείμενου και εμβολίου σ' ένα τρισυπόστατο φυτό. Το τμήμα του καρποφόρου δένδρου, που βρίσκεται πέραν του ανώτερου άκρου του κορμού ονομάζεται κόμη.
Η κόμη αποτελείται από τους βραχίονες, τους κλάδους και τους βλαστούς με τα επ' αυτών βλαστικά και αναπαραγωγικά όργανα (φύλλα, οφθαλμοί, άνθη, καρποί). Οι βραχίονες και οι κλάδοι αποτελούν το σκελετό της κόμης του δένδρου. Βραχίονες είναι διακλαδώσεις ή επεκτάσεις του κορμού και συνιστούν δευτέρας τάξεως βλαστικούς άξονες ως προς τον κορμό, ενώ κλάδοι είναι διακλαδώσεις των βραχιόνων και συνιστούν τρίτης ή μεγαλύτερης τάξεως άξονες ως προς τον κορμό.
Βλαστός ονομάζεται, δενδροκομικά, ο αδιαφοροποίητος βλαστικός άξονας που βρίσκεται σ' αύξηση, έχει ηλικία μικρότερη του έτους και προέρχεται από οφθαλμό ή σπέρμα. Ως βλαστός τρεχούσης εποχής ονομάζεται η φυλλοφόρος βλάστηση από της ανοίξεως μέχρι του φθινοπώρου, ενώ ως ετήσια βλάστηση ή βλαστός του έτους (βλαστός παρελθόντος έτους ή ξύλο ενός έτους, ή ξύλο παρελθόντος έτους) η άφυλλη βλάστηση από της φυλλοπτώσεως και πέραν. Η αύξηση του βλαστού σε μήκος επιτυγχάνεται με τη διαίρεση των κυττάρων στο επάκριο μερίστωμα, ακολουθούμενη από τη μεγέθυνση αυτών στην αμέσως κατώτερη αυτού περιοχή. Το πρωτόδερμα, το θεμελιώδες μερίστωμα και το προκάμβιο, προερχόμενα από το επάκριο μερίστωμα σχηματίζουν την επιδερμίδα, το φλοιώδες παρέγχυμα και το αγγειώδες κάμβιο, αντίστοιχα. Η επιδερμίδα αποτελείται από ένα στρώμα κυττάρων, επικαλυπτόμενη με κουτίνη (κηρός) και χρησιμεύει για την προστασία του βλαστού απ' αποξήρανση. Το φλοιώδες παρέγχυμα βρίσκεται κάτω από την επιδερμίδα και περικλείει τον αγγειώδη κύλινδρο. Ο πρωτογενής ηθμός διαχωρίζεται από το πρωτογενές ξύλο με το κάμβιο.
Οι ιστοί του επάκριου μεριστώματος του βλαστού, σ' αντίθεση μ' αυτούς της ρίζας, διαφοροποιούνται σε κόμβους, όπου σχηματίζονται οι οφθαλμοί και τα φύλλα, και σε μεσογονάτια. Οι κόμβοι διαχωρίζονται από μεσογονάτια διαφόρου μήκους, που εξαρτάται από τη ζωηρότητα του βλαστού. Η ειδική διάταξη των φύλλων γύρω από το βλαστικό άξονα είναι γνωστή ως φυλλοταξία. Τα φύλλα είναι διατεταγμένα ελικοειδώς γύρω από το βλαστικό άξονα έτσι ώστε κάθε διαδεχόμενο φύλλο αντισταθμίζεται από το προηγούμενο απ' ένα τμήμα της περιφέρειας του βλαστού. Η φυλλική αυτή διάταξη αφήνει μια απόσταση 3 έως 4 κόμβων, όταν ένα φύλλο είναι ακριβώς πάνω από κάποιο άλλο επιτρέποντας έτσι στα κατώτερα φύλλα καλύτερη έκθεση φωτός. Η διάταξη των φύλλων γύρω απ' έναν κόμβο κατατάσσεται στις εξής κατηγορίες:
- Κατ' εναλλαγή, εάν υπάρχει ένα φύλλο κατά κόμβο, όπως στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα
- Κατ' αντίθεση (αντίθετα), εάν δυο φύλλα είναι το ένα απέναντι στο άλλο, όπως στη ροδιά
- Ή σπειροειδή (ελικοειδή), εάν υπάρχουν τρία ή περισσότερα φύλλα κατά κόμβο, όπως στην κατάλπα που έχει τρία.
Λαίμαργοι είναι βλαστοί μεγάλης ζωηρότητας, που φέρονται σε ξύλο ηλικίας δυο ετών και άνω και προέρχονται από τυχαίους ή λανθάνοντες οφθαλμούς. Έχουν μεγάλο μήκος, μακριά μεσογονάτια διαστήματα, μεγάλα φύλλα και είναι βραδείας εισόδου σε καρποφορία. Χρησιμεύουν, όταν βρίσκονται σε κατάλληλη θέση, για την αναπλήρωση κενών της κόμης του δένδρου και μετατρέπονται σε καρποφόρους βλαστούς με κορυφολόγημα ή κάμψη. Παραφυάδες είναι βλαστοί ζωηροί, οι οποίοι εκφύονται από τις ρίζες (παραφυάδες ριζών) ή από τη βάση του κορμού (παραφυάδες κορμού). Γενικά, οι παραφυάδες πρέπει να απομακρύνονται, ιδιαίτερα στην καλλιέργεια της φουντουκιάς. Είναι όμως χρήσιμες σε περιπτώσεις αγενούς πολλαπλασιασμού κυρίως της φουντουκιάς, κυδωνιάς, ροδιάς, συκιάς, ελιάς και μπανάνας. Παραφυάδες δίδουν κυρίως τα ακόλουθα είδη καρποφόρων δένδρων: αμυγδαλιά, δαμασκηνιά, ζιζυφιά, κυδωνιά, ροδιά, συκιά, φουντουκιά, ελιά, ξυλοκερατιά, μπανάνα. Απ' αυτά η αμυγδαλιά, δαμασκηνιά, ζιζυφιά, ελιά και μπανάνα δίνουν και παραφυάδες ριζών. Στόλονες είναι βλαστοί οι οποίοι έρπουν και σχηματίζουν ρίζες στα σημεία που εφάπτονται με το έδαφος, όπως π.χ. οι βλαστοί της φράουλας. Ξυλοφόρος βλαστός ονομάζεται ο βλαστός που φέρει μόνον ξυλοφόρους ή βλαστοφόρους οφθαλμούς. Καρποφόρος βλαστός ονομάζεται ο βλαστός που φέρει, κατά πλειονότητα καρποφόρους οφθαλμούς. Μακρός βλαστός ονομάζεται ο βλαστός που έχει μεγάλο μήκος, είναι ζωηρός και φέρει επάκρια μικτό ανθοφόρο οφθαλμό και πλάγια ξυλοφόρους. Αποτελεί όργανο μικρής καρποφορίας. Μικτός βλαστός ονομάζεται ο βλαστός που έχει μέτριο μήκος και φέρει επάκρια μικτό ανθοφόρο οφθαλμό και πλάγια πολλούς ξυλοφόρους και λίγους μικτούς ανθοφόρους. Αποτελεί όργανο μικρής καρποφορίας. Γόγκροι ή σφαιροβλάστες ονομάζονται οι υπερπλασίες, που απαντούν στο λαιμό, τον κορμό και τους βραχίονες ορισμένων καρποφόρων δένδρων, και χρησιμεύουν ως πολλαπλασιαστικό υλικό. Απαντούν κυρίως στην ελιά. Λεπτοκλάδιο ονομάζεται λεπτός βλαστός, μήκους 10-20 εκ. περίπου, που στα μηλοειδή φέρει συνήθως επάκρια μικτό ανθοφόρο οφθαλμό και πλάγια ξυλοφόρους οφθαλμούς, οπότε ονομάζεται γόνιμο λεπτοκλάδιο, στα δε πυρηνόκαρπα φέρει επάκρια ξυλοφόρο οφθαλμό ή άκανθα και πλάγια απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Στα μηλοειδή οι πλάγιοι οφθαλμοί είναι συνήθως ξυλοφόροι. Τα άγονα ή ξυλοφόρα λεπτοκλάδια φέρουν ξυλοφόρους οφθαλμούς επάκρια και πλάγια. Ταχυφυής ονομάζεται ο βλαστός, ο οποίος προέρχεται από οφθαλμό, που εκπτύσσεται κατά το χρόνο του σχηματισμού του. Ταχυφυείς βλαστοί παρατηρούνται στη ροδακινιά. Λογχοειδή ή κεντριά ονομάζονται βραχείς βλαστοί, βραδείας και βραχείας ετησίως, ανάπτυξης που φέρουν μόνο βλαστικά ή βλαστικά και αναπαραγωγικά όργανα. Τα λογχοειδή απαντούν σε πολλά είδη καρποφόρων δένδρων, άλλα σε ορισμένα απ' αυτά αποτελούν κύρια όργανα καρποφορίας, όπως π.χ. στα πυρηνόκαρπα και μηλοειδή. Με βάση το χρόνο διατηρήσεως τους σε παραγωγική ζωή (διάρκεια ικανότητας για καρποφορία) ταξινομούνται σε βραχύβια (έως 4 χρόνια), μεσόβια (έως 8 χρόνια) και μακρόβια (έως 20 χρόνια). Διακρίνουμε δε τα εξής είδη λογχοειδών:
- αιχμές (άκανθες)
- ξυλοφόρα
- ανθοφόρα
- άγονα
Αιχμές ονομάζονται τα λογχοειδή που φέρουν επάκρια άκανθα και πλάγια ξυλοφόρους οφθαλμούς. Απαντούν συνήθως στη γκορτσιά και εξελισσόμενα δίνουν βλαστό ή λογχοειδές (αιχμή ή ξυλοφόρο ή ανθοφόρο). Ξυλοφόρα (κεντριά) ονομάζονται τα λογχοειδή, που φέρουν επάκρια και πλάγια ξυλοφόρους οφθαλμούς. Εξελισσόμενα δίνουν βλαστό ή λογχοειδές (ξυλοφόρο ή ανθοφόρο). Ανθοφόρα ονομάζονται τα λογχοειδή, τα οποία στα μεν πυρηνόκαρπα φέρουν επάκρια ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς, στα δε μηλοειδή επάκρια μικτό οφθαλμό και πλάγια ξυλοφόρους οφθαλμούς. Στα πυρηνόκαρπα ονομάζονται ανθοδέσμες ή ροζέττες ή Μπουκέτα Μαίου, ενώ στα μηλοειδή λαμβούρδες. Ο τρόπος αναπτύξεως τους είναι ευθύς στα πυρηνόκαρπα και τεθλασμένος στα μηλοειδή, χαρακτηρίζονται δε, ως προς την καρποφορία, στα μεν πυρηνόκαρπα από επετειοφορία, στα δε μηλοειδή από παρενιαυτοφορία. Εξελισσόμενα δίνουν στα πυρηνόκαρπα βλαστό ή λογχοειδές (ξυλοφόρο ή ανθοφόρο) και στα μηλοειδή ασκό. Ασκός ονομάζεται το σαρκώδες όργανο της μηλιάς και αχλαδιάς που σχηματίζεται κατά το δέσιμο των καρπών. Είναι ο αρχικός άξονας της ταξιανθίας διογκωμένος, τόσο περισσότερο, όσο μακρότερο παραμένει ο καρπός και όσο μεγαλύτερος είναι αυτός. Φέρει οφθαλμούς, λογχοειδή, συνήθως ανθοφόρα και λεπτοκλάδια, κυρίως όμως κατά το επόμενο έτος. Στην κυδωνιά το σαρκώδες αυτό όργανο, σχήματος ροπάλου, ονομάζεται κορύνη. Άγονα (άκαρπα) ονομάζονται τα αδύναμα ξυλοφόρα λογχοειδή, τα οποία εξελισσόμενα παραμένουν ξυλοφόρα. Η παρουσία τους χαρακτηρίζει δένδρα ακλάδευτα και μη ικανοποιητικής θρεπτικής καταστάσεως. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.