Κεχρί φυτό
Γενικά στοιχεία
Με την επωνυμία "κεχρί" αποκαλούμε σιτηρά[1] θερμών κλιμάτων που ανήκουν σε έξι διαφορετικά γένη (Panicum, Setaria, Echinochloa, Paspalum, Pennisetum και Eleusine). Από τα γένη αυτά, το Eleusine ανήκει στη φυλή Chlorideae (υποοικογένεια Festucoideae), ενώ τα πέντε υπόλοιπα στη φυλή Paniceae (υποοικογένεια Panicoideae). Τα είδη αυτά που παρουσιάζουν καλλιεργητικό ενδιαφέρον είναι τα εξής:
- Panicum miliaceum L. (2n=4x=36)(κοινό κεχρί-proso ή common millet)
- Setaria italica (L.) Beauv. (2n=2x=18) (ιταλικό κεχρί-italian ή foxtail millet)
- Echinochloa frumentacea (Roxb.) Link (2n=4x=36) (ιαπωνικό κεχρί-barnyard ή japanese millet)
- Pennisetum typhoides (Burm. f.) Stapf. & Hub. (= P. americanum (L.) Leeke) (2n=2x=14) (μαργαριτώδες κεχρί-pearl bulrush ή millet)
- Eleusine coracana Gaertn. (2n=4x=36) (δακτυλοειδές κεχρί-finger millet)
Σποραδικά επίσης καλλιεργούνται τα είδη Paspalum scrobiculatum L., Panicum miliare (κυρίως στις φτωχότερες και ξηρότερες περιοχές της Ινδίας) και Panicum ramosum. Η προέλευση του κοινού κεχριού δεν είναι βέβαιη: πιθανόν να έχει ως πρόγονο το αιθιοπικό είδος Panicum callosum Hochst. Εν τούτοις, δεν υπάρχουν μαρτυρίες για καλλιέργειά του σε γειτονικές προς την Αιθιοπία περιοχές κατά την αρχαιότητα. Το ιταλικό κεχρί προέρχεται πιθανόν από την ανατολική ασία. Πρόγονός του πιθανόν να είναι το γνωστό ζιζάνιο Setaria viridis. Σήμερα καλλιεργείται στην Ινδία και κυρίως στην Κίνα όπου ακολουθεί σε σημασία το ρύζι και το σιτάρι. Επίσης καλλιεργείται σε χώρες της εγγύς και μέσης Ανατολής. Στην Ελλάδα καλλιεργούνταν παλιότερα κυρίως το κοινό κεχρί στις ορεινές περιφέρειες ως υποκατάστατο του ρυζιού. Ονομαζόταν και "βουρί" στην Πελοπόννησο ή "μπερνίτσα" στη Μακεδονία. Σήμερα καλλιεργείται ελάχιστα ή καθόλου.
Το κεχρί καλλιεργείται για παραγωγή καρπού καθώς και για παραγωγή βιομάζας.
Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Όσο αφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά[1] του σιτηρού αυτού, ορισμένα είδη κεχριού αναπτύσσουν μία μόνο δευτερογενή εμβρυακή ρίζα. Η ανάπτυξη του ριζικού συστήματος εξαρτάται από το είδος (ιδιαίτερα τη διάρκεια του βιολογικού κύκλου) και τις εδαφικές συνθήκες. Έτσι, το κοινό κεχρί χαρακτηρίζεται ως επιπολαιόρριζο, ενώ το μαργαριτώδες είναι βαθύρριζο, αφού έχει αναφερθεί ότι οι ρίζες του φτάνουν υπό ορισμένες συνθήκες σε βάθος 2m. Το τελικό ύψος του βλαστού ποικίλλει ευρύτατα τόσο μεταξύ των ειδών όσο και μέσα σε κάθε είδος. Με εξαίρεση το μαργαριτώδες κεχρί, το ύψος του οποίου κυμαίνεται από 150-300cm, τα άλλα είδη είναι γενικώς χαμηλόσωμα με ύψος που κυμαίνεται από 30-150cm ανάλογα με τον γονότυπο και το περιβάλλον.
Εδαφοκλιματικές συνθήκες
Τα είδη του κεχριού θεωρούνται γενικά ότι είναι ανθεκτικά στις περιβαλλοντικές καταπονήσεις και μπορούν να αναπτυχθούν σε περιοχές δύσκολες για οποιοδήποτε άλλο καλλιεργούμενο φυτό. Εν τούτοις, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ειδών ως προς την προσαρμοστικότητα.
Το κοινό κεχρί μπορεί να καλλιεργείται σε μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη από όλα τα άλλα είδη ως το πλέον φωτοπεριοδικά αδιάφορο. Αναπτύσσεται καλύτερα σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και είναι ευαίσθητο στον παγετό[1]. Δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό, αλλά δεν αντέχει έντονη ξηρασία. Επομένως δεν αναπτύσσεται καλά σε αμμώδη εδάφη και έχει μεγαλύτερες εδαφικές απαιτήσεις από το μαργαριτώδες και το δακτυλοειδές κεχρί. Καλλιεργείται σε ξηρά ηπειρωτικά κλίματα (κεντρική Ασία, χώρες της Εγγύς Ανατολής, Β. Ινδία, Μαντζουρία και στις μεγάλες πεδιάδες των Η.Π.Α.) κατά τη θερμή περίοδο.
Το ιταλικό κεχρί αναπτύσσεται επίσης σε εύκρατα κλίματα και απαιτεί μέτριες θερμοκρασίες. Οι απαιτήσεις του σε εδαφική γονιμότητα είναι μεγαλύτερες από το κοινό κεχρί. Δεν αντέχει σε περίσσεια νερού ή μεγάλη ξηρασία.
Το μαργαριτώδες κεχρί είναι το περισσότερο θερμόφιλο και ανθεκτικό στην ξηρασία. Είναι τυπικό φυτό μικρής ημέρας. Κατά τον Arnon είναι το σιτηρό που μπορεί να αναπτύσσεται σε θερμές και ξηρές περιοχές καλύτερα και από το σόργο. Έτσι ορισμένες ποικιλίες με μικρό βιολογικό κύκλο καλλιεργούνται σε ξηρές περιοχές των Ινδιών και νότια της Σαχάρας ακόμη και με ετήσιο ύψος βροχής μικρότερο από 250mm. Αντίθετα, ποικιλίες με μεγαλύτερο βιολογικό κύκλο έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό. Ευδοκιμεί πολύ ικανοποιητικά σε φτωχά και αμμώδη εδάφη. Καλλιεργείται κυρίως σε δύο διαφορετικές ζώνες, τη νοτιοδυτική Ινδία και τη ζώνη νότια της Σαχάρας στην Αφρική. Σε μικρότερη έκταση καλλιεργείται επίσης στις ΝΑ Πολιτείες των Η.Π.Α.
Το δακτυλοειδές κεχρί έχει ευρύτατη προσαρμοστικότητα; καλλιεργείται τόσο σε ξηρές όσο και σε υγρές περιοχές. Έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε εδαφική γονιμότητα, αφού μπορεί να αναπτύσσεται ακόμη και σε πετρώδη εδάφη. Το βρίσκουμε κυρίως στην Ινδία και σε ορισμένες χώρες της Αφρικής.
Το ιαπωνικό κεχρί αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε υγρά και ύφυγρα κλίματα και βαθειά γόνιμα εδάφη. Στην Αίγυπτο καλλιεργείται σε αλατούχα εδάφη ακατάλληλα για άλλες καλλιέργειες.
Ανάπτυξη του φυτού του κεχριού
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ειδών ως προς το μήκος του βιολογικού κύκλου, το οποίο επίσης διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Με εξαίρεση το μαργαριτώδες κεχρί, είναι είδη με μικρό βιολογικό κύκλο.
Η μεγάλη παραλλακτικότητα στη διάρκεια του βιολογικού κύκλου που παρατηρείται σε ορισμένα είδη, όπως το μαργαριτώδες κεχρί, οφείλεται κυρίως στην παραλλακτικότητα της διάρκειας της βλαστητικής περιόδου από το φύτρωμα μέχρι τη διαφοροποίηση της ταξιανθίας. Η διάρκεια της αναπαραγωγικής φάσης (διαφοροποίηση-φυσιολογική ωρίμανση) είναι συγκριτικά πολύ σταθερότερη. Αύξηση της φωτοπεριόδου επιμηκύνει τη βλαστητική φάση αυξάνοντας[1] το μέγεθος και τη μακροβιότητα του φυλλώματος και τη συσσώρευση ξηρού βάρους στους βλαστούς, με ελάχιστες όμως επιπτώσεις στην απόδοση σε καρπό. Κι αυτό γιατί η τιμή του δείκτη φυλλώματος για άριστη εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας είναι περίπου 3.5-4, δηλ. αρκετά χαμηλή για μονοκότυλο φυτό. Επίπλέον, τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης καταναλώνονται προς παραγωγή βλαστητικών οργάνων και δεν οδηγούνται προς τα αναπαραγωγικά όργανα.
Σε αντίθεση με τη φωτοπερίοδο η οποία επηρεάζει μόνο τη διάρκεια της βλαστητικής φάσης, η θερμοκρασία του περιβάλλοντος επηρεάζει αποφασιστικά τους ρυθμούς παραγωγής βλαστητικών και αναπαραγωγικών οργάνων.
Ποικιλίες
Εχθροί
Οι κυριότεροι εχθροί[1] όλων σχεδόν των ειδών του κεχριού είναι τα πτηνά. Στις χώρες της Αφρικής σοβαρές καταστροφές προκαλούν κατά καιρούς οι ακρίδες και τα λεπιδόπτερα Spodoptera frugi-perda και Sesamia spp.
Ασθένειες
Οι σημαντικότερες ασθένειες του κεχριού διακρίνονται σ'αυτές που προσβάλλουν τα βλαστητικά όργανα όπως είναι η βακτηριακή ραβδωτή σήψη, το ωίδιο του κεχριού και η ελμινθοσπορίωση και σ'αυτές που προσβάλλουν τα αναπαραγωγικά όργανα όπως είναι ο άνθρακας του κοινού κεχριού και ο άνθρακας του ιταλικού κεχριού.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|
Σχετικές σελίδες
- Σιτηρά
- Καλλιέργεια κεχριού
- Ρύζι
- Καλλιέργεια κεχριού για παραγωγή καρπού
- Καλλιέργεια κεχριού για παραγωγή βιομάζας
- Μορφολογικά χαρακτηριστικά κεχριού
- Εδαφοκλιματικές συνθήκες κεχριού
- Άρδευση κεχριού
- Σόργο φυτό
- Ανάπτυξη του φυτού του κεχριού
- Ασθένειες κεχριού