Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των θρεπτικών στοιχείων στην ανάπτυξη των φυτών
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Τα θρεπτικά στοιχεία συχνά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε βαθμό που μεταβάλλεται η αλληλεπίδραση ανάλογα με το είδος του φυτού, των θρεπτικών στοιχείων και το επίπεδο της συγκέντρωσης τους στο φυτό ή της εφαρμογής τους στο έδαφος. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές, είναι μεν γνωστές από τα αποτελέσματα τους στα φυτά αλλά ως προς τους μηχανισμούς τους δεν είναι κατανοητές στις περισσότερες περιπτώσεις. Ελάχιστες από αυτές έχουν μελετηθεί λεπτομερώς και επισταμένως. Γενικά μπορεί να οφείλονται σε χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των αλληλεπιδρώντων στοιχείων, ή σε βιοχημικές διεργασίες κατά τις οποίες η παρουσία ενός θρεπτικού σε υψηλά επίπεδα ανταγωνίζεται για τις θέσεις προσρόφησης με κάποιο άλλο θρεπτικό στοιχείο, περιορίζοντας έτσι την πρόσληψη του δεύτερου. Επίσης ορισμένες αλληλεπιδράσεις μπορεί να οφείλονται στο φαινόμενο αραίωσης που προκαλείται από την υψηλή παρουσία του ενός από τα αλληλεπιδρώντα στοιχεία, εξ αιτίας της οποίας παράγεται υψηλή ποσότητα βιομάζας, η οποία προκαλεί την αραίωση του άλλου στοιχείου. Κατά τον Loue (1978) οι αλληλεπιδράσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να εξηγηθούν με τη βοήθεια του νόμου του ελάχιστου. Παρά το γεγονός ότι οι μηχανισμοί των αλληλεπιδράσεων δεν είναι σαφείς και κατανοητοί, είναι όμως σαφές το αποτέλεσμα τους είτε λόγω της επίδρασης του ενός στη συγκέντρωση του άλλου, είτε τις αποδόσεις των καλλιεργειών. Γενικά, πολλές αλληλεπιδράσεις μπορεί να έχουν σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό σημαντικές οικονομικές συνέπειες, οι οποίες κι αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνα, δεδομένου ότι και εδώ οι σχετικές πληροφορίες είναι ανεπαρκείς. Στη βιβλιογραφία γίνεται εκτεταμένος λόγος για τις αλληλεπιδράσεις γενικά, αλλά οι πληροφορίες που δίνονται είτε ως προς τους μηχανισμούς που τις προκαλούν, είτε ως προς τις οικονομικές και περιβαλλοντικές τους διαστάσεις, είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Οι αλληλεπιδράσεις μπορεί να είναι θετικές, οπότε τα θρεπτικά συνεργούν μεταξύ τους, δηλαδή η πρόσληψη του ενός ευνοείται από το αυξημένο επίπεδο του άλλου. Μπορεί όμως να είναι και αρνητικές (ανταγωνιστικές) όπου η πρόσληψη του ενός στοιχείου να μειώνεται ή δυσχεραίνεται λόγω της παρουσίας υψηλού επιπέδου του άλλου. Πολλές φορές οι αλληλεπιδράσεις αυτές οφείλονται σε άμεση επίδραση του ενός στοιχείου επί του άλλου, αλλά και σε έμμεση επίδραση, όπως π.χ. συμβαίνει με το φαινόμενο της αραίωσης. Όταν π.χ. αυξάνει σημαντικά η παραγωγή βιομάζας ή ξηράς ουσίας, τότε παρατηρείται μια αραίωση ορισμένων θρεπτικών. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά με την περίπτωση του αζώτου σε σχέση με άλλα μάκρο ή μικροθρεπτικά.[1]
Αλληλεπιδράσεις μακροθρεπτικών στοιχείων αζώτου
Το άζωτο αλληλεπιδρά με το κάλιο, ασβέστιο και μαγνήσιο. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές είναι ανταγωνιστικές και λαμβάνουν χώρα όταν το άζωτο χορηγείται στα φυτά υπό την αμμωνιακή μορφή (NH4+). Έχει βρεθεί ότι η εφαρμογή υψηλών δόσεων NH4+ προκαλεί έλλειψη των πιο πάνω θρεπτικών στα φυτά, σε τέτοιο βαθμό που εάν το επίπεδο των θρεπτικών αυτών είναι χαμηλό, π.χ. του ασβεστίου, τότε εμφανίζονται θρεπτικές ανωμαλίες όπως η σήψη της κορυφής στην τομάτα, το πεπόνι, κλπ. Επίσης στην περίπτωση του μαγνήσιου εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά συμπτώματα έλλειψης του. Εξάλλου, όταν το άζωτο χορηγείται υπό την νιτρικήν μορφή (ΝΟ3-) σε υψηλές δόσεις, ανταγωνίζεται το S και το Φώσφορο, που σημαίνει ότι μειώνεται η συγκέντρωση των υπόψη θρεπτικών στα υψηλά επίπεδα χορήγησης του άζωτου, με όλες τις επιπτώσεις στις αποδόσεις και στην ποιότητα των προϊόντων. Η φύση των προαναφερθεισών ανταγωνιστικών σχέσεων ήτοι: NH4+xCa, NH4+xMg, NH4+xK, ΝΟ3-xP, ΝΟ3-xS δεν είναι γνωστή, όμως κατά πάσαν πιθανότητα μπορεί να οφείλεται σε διάφορα βιοχημικά αίτια που δεν έχουν διερευνηθεί μέχρι σήμερα. Ενδεχομένως να σχετίζονται και με το φαινόμενο αραίωσης, κάτι όμως που δεν έχει διασαφηνιστεί. Το CI επίσης ανταγωνίζεται την πρόσληψη του αζώτου. Η αλληλεπίδραση ΝxK σε πολλές περιπτώσεις έχει βρεθεί ότι είναι θετική και τούτο διότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του αζώτου και του καλίου ως προς τον φυσιολογικό τους ρόλο στο φυτό και μάλιστα η κύρια επίδραση του καλίου είναι να βελτιώνει την αποτελεσματικότητα του αζώτου. Αυξημένη πρόσληψη του καλίου αυξάνει την πρόσληψη του αζώτου. Σύμφωνα με τα πολυετή πειράματα του Loue (1978) η αλληλεπίδραση ΝxK είναι θετική στις καλλιέργειες πατάτας, καλαμποκιού, σιτηρών, κριθαριού, με εντονότερες επιδράσεις στις πρώτες τρεις καλλιέργειες. Εξάλλου η θετική επίδραση της αλληλεπίδρασης ΝxK έχει σημειωθεί και στα λαχανικά, σε τροπικές καλλιέργειες, καθώς και σε δενδρώδεις καλλιέργειες όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Loue (1978) στην εκτεταμένη και λεπτομερή περί των αλληλεπιδράσεων του αζώτου με το κάλιο και τα άλλα θρεπτικά στοιχεία, εργασία του. Τονίζεται γενικά ότι η χρήση ποικιλιών με υψηλές απαιτήσεις σε άζωτο που δεν εφοδιάζονται με επαρκείς ποσότητες καλίου, έχει ως αποτέλεσμα την όχι επαρκή αντίδραση τους στην προσθήκη του αζώτου. Και τούτο διότι δεν βοηθείται η πλήρης εκδήλωση της θετικής δράσης της αλληλεπίδρασης ΝxK στις αποδόσεις.[1]
Αλληλεπιδράσεις φωσφόρου
Οι αλληλεπιδράσεις του φωσφόρου είναι θετικές ή συνεργιστικές με ορισμένα στοιχεία και ανταγωνιστικές ή αρνητικές με άλλα. Π.χ. ο φώσφορος συνεργεί με το άζωτο όταν αυτό προστίθεται υπό την αμμωνιακή μορφή (NH4+). Και τούτο διότι το NH4+ νιτροποιούμενο στο έδαφος ελευθερώνει ιόντα H+ με συνέπεια να οξινοποιεί το περιβάλλον και να αυξάνει τη διαθεσιμότητα των δυσδυάλυτων μορφών του φωσφόρου. Αν και δεν φαίνεται να υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των φυσιολογικών ρόλων στο φυτό του καλίου και φωσφόρου και αν και τα δυο αυτά στοιχεία προσλαμβάνονται σε μεγάλες ποσότητες από τα φυτά, η αλληλεπίδραση Κ x P εκδηλώνεται στις καλλιέργειες όταν το έδαφος είναι ανεπαρκώς εφοδιασμένο με φώσφορο και κάλιο. Στα επαρκώς εφοδιασμένα εδάφη με φώσφορο και κάλιο, η επίδραση της αλληλεπίδρασης P x K είναι μικρή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Loue (1978) η επίδραση της αλληλεπίδρασης P x K αυξάνει με την αύξηση των επί μέρους κύριων επιδράσεων των υπόψη στοιχείων και με την ανεπάρκεια του εδάφους ως προς τα ανωτέρω θρεπτικά. Αυξημένη παρουσία του ασβεστίου στο εδαφοδιάλυμα συντελεί στην αύξηση της μεταφοράς του φωσφόρου στις μιτοχονδριακές μεμβράνες. Ο φώσφορος σχετίζεται θετικά με το μαγνήσιο διότι το στοιχείο αυτό δρά ως ενεργοποιητής των ενζύμων της κινάσης και κατ' ακολουθία ενεργοποιεί τις αντιδράσεις εκείνες που διαλαμβάνονται στη μεταφορά του φωσφόρου. Ο φώσφορος σχετίζεται ανταγωνιστικά με διάφορα στοιχεία όπως με το ΑI και σίδηρο. Όσον αφορά το ΑI, σχηματίζει μ' αυτό αδιάλυτες ενώσεις (φωσφορικό αργίλιο) στις μεριστωματικές περιοχές των ριζιδίων όπου δεσμεύεται ο φώσφορος υπό την μορφή της πιο πάνω ένωσης, η οποία είναι δυσδιάλυτη. Με παρόμοιο τρόπο ο φώσφορος δεσμεύει και τον σίδηρο, δηλαδή με σχηματισμό αδιάλυτης ένωσης φωσφορικού σιδήρου, επιδρώντας αρνητικά στην πρόσληψη του από τα φυτά. Η αλληλεπίδραση του φωσφόρου με το ψευδάργυρο (P x Zn) έχει μελετηθεί σχετικά λεπτομερώς δεδομένου ότι μπορεί να επιδράσει δυσμενώς στην πρόσληψη του ψευδάργυρου και να έχει τις ανάλογες επιπτώσεις στην ανάπτυξη των καλλιεργειών. Ιδιαίτερα έντονο είναι το αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης στις καλλιέργειες που είναι ευαίσθητες στην έλλειψη του ψευδάργυρου (καλαμπόκι, μηλιά, αχλαδιά κ.λπ.) Η ανταγωνιστική αυτή σχέση μπορεί να αξιοποιηθεί στην πράξη για την αντιμετώπιση των εδαφών που έχουν μολυνθεί με μεγάλες ποσότητες Ζn, όπως π.χ. σε βιομηχανικές περιοχές που γίνεται χρήση του στοιχείου αυτού. Η εφαρμογή υψηλών δόσεων φωσφόρου και ασβεστίου, αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο βελτίωσης των εδαφών αυτών.[1]
Αλληλεπιδράσεις καλίου
Οι αλληλεπιδράσεις του καλίου με τα άλλα θρεπτικά είναι σημαντικές και ορισμένες απ' αυτές έχουν οικονομική σημασία. Π.χ. η σχέση του καλίου με το μαγνήσιο ίσως είναι η σπουδαιότερη μετά την αλληλεπίδραση Ν x Κ περί της οποίας έχει ήδη γίνει εκτενής αναφορά. Το κάλιο ανταγωνίζεται έντονα το μαγνήσιο. Χορήγηση υψηλών δόσεων καλίου μπορεί να μειώσει τη συγκέντρωση του μαγνησίου στα φύλλα με σημαντικές επιπτώσεις στις αποδόσεις. Η αλληλεπίδραση Ν x K φαίνεται ότι σχετίζεται με τη μορφή του αζώτου όσον αφορά τη συνεργιστικότητα ή ανταγωνιστικότητα της. Έτσι έχει βρεθεί ότι η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων ΝΟ3- ευνοεί τη συσσώρευση καλίου στα φύλλα. Αντίθετα, η αμμωνιακή μορφή, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενεργεί αρνητικά (ανταγωνιστικά) σε βάρος του καλίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ανταγωνιστικές αλληληπιδράσεις μεταξύ των θρεπτικών μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην πράξη για την εξουδετέρωση των δυσμενών επιπτώσεων δοθέντος θρεπτικού σε βάρος άλλου, λόγω ανταγωνισμού. Π.χ. η περίπτωση της τοξικής δράσης του ΝΗ4+ που μπορεί να επισυμβεί σε βάρος των φυτών, είναι δυνατόν να εξουδετερωθεί με την εφαρμογή υψηλών δόσεων καλίου. Όσον αφορά στις σχέσεις ΚxMg και KxCa, σύμφωνα με τον Loue (1978) αυτές είναι αμοιβαία ανταγωνιστικές, διαφοροποιούμενες ως προς το γεγονός ότι η μεν πρώτη (ΚxMg) είναι περισσότερο εμφανής όταν ο εφοδιασμός του φυτού με κάλιο είναι χαμηλός. Αντίθετα καθώς αυξάνεται η χορήγηση καλίου στα φυτά, η ανταγωνιστική δράση του μαγνησίου μειώνεται. Τονίζεται ότι η σχέση ΚxMg έχει σημαντική επίδραση στο αμπέλι και στις δενδρώδεις καλλιέργειες. Ως προς τη σχέση KxCa, διαπιστώνεται ότι και αυτή είναι ανταγωνιστική, πλήν όμως λιγότερο έντονη. Η σχέση ΚxMg στα κτηνοτροφικά φυτά έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, δεδομένου ότι το Μg παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία των ζώων. Κατά τον Τodd (1966) η ελάχιστη συγκέντρωση του Μg στα κτηνοτροφικά φυτά πρέπει να είναι 0,25% της ξηράς ουσίας για την αποφυγή της υπομαγνησαιμίας στα βοειδή. Γενικά η ανταγωνιστική δράση του καλίου σε βάρος του μαγνησίου και ασβεστίου είναι εντονότερη απ' ότι των υπολοίπων δυο σε βάρος του καλίου. Πιθανόν, αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι στην καθημερινή πράξη το κάλιο χρησιμοποιείται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες απ' ότι το μαγνήσιο ή το ασβέστιο. Ως προς τη σχέση Κ/(Mg + Ca), αυτή είναι σταθερή στα φυτά. Οι μεταβολές που ορισμένες φορές παρατηρούνται οφείλονται στην επίδραση διαφόρων παραγόντων όπως του σταδίου ανάπτυξης, της πηγής του αζώτου, προσθήκης ασβεστίου, έλλειψης Μg2+ ή Ca2+. Τα κατιόντα Μg2+ και Ca2+ αυξάνουνε ως προς τη συγκέντρωση τους στα φύλλα όταν η περιεκτικότητα του καλίου είναι, αντίστοιχα χαμηλή, γεγονός που συμβάλλει στη μεταβολή της σχέσης Κ/Mg. Γενικά μια μικρή μεταβολή της αναλογίας Κ/Μg μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη του φυτού. Π.χ. μια σχέση Κ/Μg = 10:1 στο καλαμπόκι δεν δημιουργεί προβλήματα στην ανάπτυξη των φυτών. Αντίθετα μια αναλογία Κ/Mg = 14:1 μπορεί να περιορίσει σημαντικά την ανάπτυξη έστω και αν και στις δυο περιπτώσεις η περιεκτικότητα του Μg = 0,3% της ξηράς ουσίας.[1]
Αλληλεπιδράσεις ασβεστίου
Το ασβέστιο ανταγωνίζεται το μαγνήσιο, κάλιο και το νάτριο. Η επίδραση αυτή είναι εντονότερη σε βάρος του καλίου, απ' ότι του μαγνησίου ή του νατρίου. Εξάλλου, το ασβέστιο φαίνεται να συνεργεί με το φώσφορο μόνο κάτω από όξινες συνθήκες όπου ο βαθμός κορεσμού με ασβέστιο του εδαφοσυμπλόκου είναι πολύ χαμηλός. Επίσης τα ΝΟ3- συνεργούν με το Ca και ευνοούν την πρόσληψη του από τα φυτά. Η αύξηση του pH που προκαλείται από την ασβέστωση των εδαφών μπορεί να συμβάλει στη μειωμένη πρόσληψη του ψευδάργυρου, σιδήρου και βορίου. Επίσης η σχέση Ca x AI είναι ανταγωνιστική σε αντίθεση με την Ca x B που είναι συνεργιστική.[1]
Αλληλεπιδράσεις μαγνησίου
Ήδη αναφέρθηκε ότι η σχέση του μαγνήσιου με το κάλιο και ασβέστιο είναι αμοιβαία ανταγωνιστική, παρ' όλο ότι είναι λιγότερο έντονη από την αντίστοιχη του καλίου σε βάρος του μαγνησίου. Έτσι, η παρουσία του καλίου και ασβεστίου σε υψηλά επίπεδα μειώνει την πρόσληψη του μαγνησίου από τα φυτά, δημιουργώντας συμπτώματα αντίστοιχης τροφοπενίας. Ως άριστες σχέσεις μεταξύ του μαγνησίου και ασβεστίου θεωρούνται οι εξής: Ca:Mg=2:1 και Κ:Mg=8:1. Οι σχέσεις αυτές αποτελούν δείκτες του εφοδιασμού του φυτού με μαγνήσιο. Επίσης το μαγνήσιο σχετίζεται ανταγωνιστικά τόσο με το μαγγάνιο όσο και το ΑI. Τα υπόψη στοιχεία επηρεάζουν δυσμενώς την πρόσληψη του μαγνήσιου όταν βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα στο εδαφοδιάλυμα.[1]
Αλληλεπιδράσεις θείου
Το θείο συνεργεί με το άζωτο, αλλά ανταγωνίζεται με το βόριο, Μο, σίδηρος και ορισμένα άλλα μη θρεπτικά στοιχεία όπως Αs, Pb, και Se, που σημαίνει ότι σε περίπτωση υψηλής παρουσίας τους στο έδαφος, μπορεί να αντιμετωπιστούν με προσθήκη θείου. Ως άριστο επίπεδο για την αναλογία S:N σε αναφορά με τη σύνθεση των πρωτεϊνών, θεωρείται το 1:15 με ένα μέσο εύρος 1:14-1:17. Η αναλογία S:N για δοθείσα πρωτεΐνη είναι σταθερή. Ωστόσο, αυτή μεταβάλλεται στα φυτά ανάλογα με την ηλικία των ιστών.[1]
Αλληλεπιδράσεις μικροθρεπτικών
Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα μικροθρεπτικά αλληλεπιδρούν με τα μακροθρεπτικά (άζωτο, φώσφορος, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο), αλλά επί πλέον και μεταξύ τους. Π.χ. CuxFe, CuxMo, BxFe, MnxFe, κ.λπ. Γενικά οι αλληλεπιδράσεις των μικροθρεπτικών με τα μακροθρεπτικά φαίνεται να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις στα φυτά απ' ότι των μικροθρεπτικών μεταξύ τους. Επί πλέον οι πρώτες λαμβάνουν χώρα πιο συχνά, διότι τα λιπάσματα των μακροθρεπτικών χρησιμοποιούνται πιο συχνά και σε μεγαλύτερες ποσότητες από τα αντίστοιχα των μικροθρεπτικών.[1]
Χαλκός
Ο χαλκός (Cu) αλληλεπιδρά ανταγωνιστικά με τον φώσφορο όπου σε υψηλά επίπεδα εφαρμογής του P παρατηρείται μείωση της περιεκτικότητας του χαλκού. Ομοίως και η αλληλεπίδραση CuxFe είναι ανταγωνιστική. Εφαρμογή του σιδήρου σε υψηλές δόσεις μπορεί να προκαλέσει έλλειψη χαλκού. Αλλά και η σχέση CuxMo είναι ωσαύτως ανταγωνιστική, όπου η δράση του χαλκού μπορεί να μειώσει την περιεκτικότητα του μολυβδαίνιου (Μο), στα φυτά, γεγονός που στα ψυχανθή μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη τους. Και η σχέση CuxAI είναι παρομοίως ανταγωνιστική. Αντίθετα, η αλληλεπίδραση CuxK και CuxMn είναι συνεργαστικές όπου αυξανόμενου του επιπέδου του καλίου αυξάνεται η πρόσληψη του χαλκού ή αυξανομένου του χαλκού ευνοείται η πρόσληψη του μαγγανίου.[1]
Σίδηρος
Ο σίδηρος αλληλεπιδρά ανταγωνιστικά με το άζωτο. Εφαρμογή υψηλών δόσεων αζώτου προκαλεί έλλειψη σιδήρου. Η ανταγωνιστική αυτή σχέση, θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στο φαινόμενο της αραίωσης, το οποίο ως γνωστόν προκαλείται από την επίδραση του αζώτου στην παραγωγή φυτομάζας (βιομάζας), εξ' αιτίας της οποίας αραιώνεται ο σίδηρος και ενδεχομένως και άλλα στοιχεία, μέσα στη βιομάζα του φυτού. Η αύξηση του pH που προκαλείται με την προσθήκη υλικών ασβέστωσης, μπορεί ωσαύτως να προκαλέσει μείωση της περιεκτικότητας του σιδήρου στο φυτό. Εξάλλου, υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης φωσφόρου στα φυτά μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της περιεκτικότητας του σιδήρου στους ιστούς συνέπεια μείωσης της διαθεσιμότητας του στοιχείου αυτού στο φυτό. Επίσης και αλληληεπιδράσεις FexB, FexMn και FexCu είναι ωσαύτως ανταγωνιστικές. Η άριστη αναλογία P:Fe στα φύλλα φαίνεται να είναι 29:1. Όσον αφορά στη σχέση FexK, αυτή είναι μάλλον συνεργιστική και τούτο διότι το κάλιο γενικά αυξάνει τη διαλυτότητα του σιδήρου στο φυτό και έμμεσα το ρυθμό πρόσληψης του. Επίσης και η σχέση CIxFe είναι συνεργιστική δεδομένου ότι το CI ευνοεί την πρόσληψη του Fe.[1]
Μαγγάνιο
Η σχέση του μαγγανίου με το άζωτο είναι γενικά συνεργιστική. Ο βαθμός της σχέσης αυτής εξαρτάται από τη μορφή του αζώτου. Έτσι η αλληλεπίδραση MnxNO3- είναι πολύ συνεργιστική δεδομένου ότι τα NO3- ευνοούν σημαντικά την πρόσληψη του μαγγανίου. Και το ΝΗ4+ συνεργεί με το μαγγάνιο, ωστόσο όμως σε υψηλά επίπεδα ΝΗ4+ η πρόσληψη του μαγγανίου ευνοείται λόγω της επίδρασης των ιόντων Η+ που παράγονται κατά την νιτροποίηση και οξινοποιούν το pH. Επίσης και η σχέση ΜnxP είναι συνεργιστική σε αντίθεση με την ΜnxMg που είναι ανταγωνιστική. Αύξηση του pH επιδρά αρνητικά στην πρόσληψη του Μn και σε υψηλές τιμές δημιουργεί συμπτώματα έλλειψης μαγγανίου. Αντίθετα, μείωση του pH (οξινοποιήση του εδαφοδιαλύματος), αυξάνει την πρόσληψη του Μn σε βαθμό εμφάνισης συμπτωμάτων τοξικότητας μαγγανίου.[1]
Ψευδάργυρος
Η πλέον γνωστή και σχετικά λεπτομερώς μελετηθείσα αλληλεπίδραση του ψευδάργυρου είναι εκείνη με το φώσφορος (ZnxP). Η ανταγωνιστική δράση του φωσφόρου επί του ψευδάργυρου οφείλεται στο ότι ο φώσφορος επηρεάζει το μεταβολισμό του ψευδάργυρου. Επίσης άλλες ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις του Zn είναι: ZnxFe, όπου σε υψηλά επίπεδα ψευδάργυρου μπορεί να δημιουργηθούν συμπτώματα τροφοπενίας σιδήρου. Καθώς και ΖnxMg, ZnxCa, ZnxB, ZnxSr.[1]
Βόριο
Το βόριο σχετίζεται συνεργιστικά με τον φώσφορο δεδομένου ότι συμβάλλει στη συσσώρευση του φωσφόρου στα νουκλειϊκά οξέα. Κατά συνέπεια με τη μείωση του επιπέδου του βορίου, ελαττώνεται ο φώσφορος και ως εκ τούτου η συγκέντρωση της ATP, δεδομένου ότι ο φώσφορος είναι βασικό συστατικό της. Έτσι, φυτά που δεν έχουν επαρκείς ποσότητες βόριου, εμφανίζουν μειωμένη πρόσληψη φωσφόρου από τις ρίζες, λόγω ενδεχομένως μερικής αναστολής της μεριστωματικής δραστηριότητας των επικορύφων κυττάρων, εξ' αιτίας της μειωμένης παραγωγής ΑΤP. Αντίθετα, η σχέση BxK είναι ανταγωνιστική διότι η εφαρμογή υψηλών δόσεων καλίου προκαλεί μείωση της περιεκτικότητας του βορίου στα φύλλα. Επίσης η δράση του καλίου είναι αρνητική επί της αναλογίας Ca:Β λόγω προφανώς της ανταγωνιστικής δράσης του καλίου επί του ασβεστίου. Γενικά οι σχέσεις μεταξύ των θρεπτικών πρέπει να έχουν μια άριστη τιμή για την εξασφάλιση ευνοϊκών συνθηκών ανάπτυξης. Έτσι η αναλογία Ca/K είναι άριστη όταν είναι π.χ. στα τεύτλα 100/1. Η σχέση CaxB είναι ανταγωνιστική διότι αύξηση του επιπέδου του ασβεστίου στο φυτό συνεπάγεται μείωση της συγκέντρωσης του βορίου. Η ανταγωνιστική αυτή σχέση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξουδετέρωση υψηλών (τοξικών) επιπέδων βορίου στο φυτό.[1]
Σχετικές σελίδες